Μάρτιν Χάιντεγκερ-Όταν ο ναζισμός δεν είναι θέμα παιδείας
Το ερώτημα των κινήτρων που οδήγησαν τον μεγαλύτερο ίσως αστό διανοητή- και σίγουρα τον επιδραστικότερο- του 20ου αιώνα, στο πλευρό του πνευματικά πρωτόγονου του ναζισμού, δε σταμάτησε ποτέ να διχάζει τους αναγνώστες και τους μελετητές του.
Η αντίστροφη σχέση του ναζισμού με την παιδεία, είναι ένα καλώς εννοούμενο, αλλά στον πυρήνα του έωλο επιχείρημα, καθώς κυριολεκτικά χιλιάδες είναι τα παραδείγματα αξιόλογων ανθρώπων του πνεύματος και επιστημόνων, που όχι απλά ανέχτηκαν, μα αγκάλιασαν το ναζιστικό εγχείρημα ως έναν άθλο ανανέωσης του “γερμανικού πνεύματος”. Από όλη αυτή τη χορεία διανοουμένων, κανενός η συστράτευση με τους ναζί δεν τάραξε τόσο τα πνεύματα, ακόμα κι ως τις μέρες μας, όσο εκείνη του φιλοσόφου Μάρτιν Χάιντεγκερ, που έφυγε σαν χθες από τη ζωή το 1976. Το ερώτημα των κινήτρων που οδήγησαν τον μεγαλύτερο ίσως αστό διανοητή- και σίγουρα τον επιδραστικότερο- του 20ου αιώνα, στο πλευρό του πνευματικά πρωτόγονου του ναζισμού, δε σταμάτησε ποτέ να διχάζει τους αναγνώστες και τους μελετητές του.
Η δημοσίευση των λεγόμενων “Μαύρων τετραδίων” μεταξύ των ετών 2014- 2015, σημειώσεων του Χάιντεγκερ για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων κατά τα έτη 1931 ως 1948, έριξε νέο λάδι στη φωτιά των συγκεκριμένων αντιπαραθέσεων. Από τις σημειώσεις διαφάνηκε μεταξύ άλλων ο έντονος αντισημιτισμός του, δίνοντας ένα πλήγμα σε όσους προσπαθούσαν να παρουσιάσουν τον εθνικοσοσιαλισμό του ως “ιδιότυπο”, χωρίς φυλετικά χαρακτηριστικά, επικαλούμενοι και τις καλές προσωπικές του σχέσεις με μια σειρά Εβραίων μαθητών και συναδέλφων του κυρίως, όπως την επίσης φιλόσοφο Χάνα Άρεντ, με την οποία είχε δεσμό για κάποιο διάστημα. Στη δική της υπερασπιστική γραμμή μεταπολεμικά βασίζονται εξάλλου κι αρκετοί από τους μεταγενέστερους ερευνητές του, δηλαδή ότι ήταν ένας πολιτικά “αφελής” άνθρωπος των γραμμάτων που παρασύρθηκε από τη συγκυρία, χωρίς η φιλοσοφία του να έχει καμία σχέση με τις πολιτικές του επιλογές. Άλλοι πάλι έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στις καιροσκοπικές πτυχές που συνδεόταν με την ακαδημαϊκή του ανέλιξη, υπογραμμίζοντας αυτό που ερμηνεύουν ως μεταγενέστερη “αποστασιοποίηση” του Χάιντεγκερ από τους ναζί.
Μελετώντας κανείς την εξέλιξη της σκέψης του, μπορεί να διακρίνει ότι η επιλογή ένταξης στο ναζιστικό κόμμα δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, ούτε απλώς καριερίστικος υπολογισμός, μολονότι τέτοια στοιχεία έπαιξαν έναν υποβοηθητικό ρόλο στην απόφασή του, αλλά καρπός μιας συνειδητής επιλογής που πήγαζε από μια σειρά εδραίων υπαρξιακών πεποιθήσεων.
Ήδη κατά τη διάρκεια του Α’Παγκοσμίου πολέμου, όπου υπηρέτησε ως υπάλληλος στην υπηρεσία μετεωρολογίας και ταχυδρομείων του γερμανικού στρατού, ο Χάιντεγκερ παραπονιόταν, στη σύζυγό του για τη διαφαινόμενη ήττα, επιρρίπτοντας τις ευθύνες στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, καλώντας στην ανάγκη ενός ηγέτη (Fuehrer), που θα έβγαζε τη χώρα από το τέλμα, καθώς “μόνο το μεμονωμένο άτομο (και στην ηγεσία) είναι δημιουργικό-η μάζα ποτέ”. Η ιδέα αυτή περί του ισχυρού ηγέτη δεν ήταν δικό του εφεύρημα, αλλά δημοφιλής άποψη σε μια σειρά συντηρητικών αστών φιλοσόφων και ποιητών της εποχής του, συνδεόμενων ιδιαίτερα με το κίνημα “Jugendbewegung” (Κίνημα νεότητας). Στενή φιλία τον συνέδεε επίσης με τους εθνικιστές συγγραφείς αδερφούς Γιούνγκερ, με τους οποίους μοιραζόταν την απέχθεια για τη δημοκρατία της Βαϊμάρης, την αποστροφή για την αστική ηθική, την ηρωοποίηση του πολέμου και τη συμπάθεια προς την ιδέα μιας “συντηρητικής επανάστασης”.
Το διασημότερο έργο του “Είναι και χρόνος” (1927), χωρίς να καταπιάνεται με ζητήματα επικαιρότητας ή πολιτικής με τη στενή έννοια, οριοθετεί τους ιδεολογικούς και φιλοσοφικούς πυλώνες στους οποίους βασίστηκε και η πολιτική του ένταξη. Πυρήνας του έργου του είναι η αντίληψη μιας ελλειμματικής κανονικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης, μιας μη-αυθεντικότητας (Uneigentlichkeit), όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος. Αυτή η μη αυθεντικότητα καταδικάζει τη μέση ύπαρξη (ή εδώ-να-είναι, όπως αποδίδεται συνήθως ο όρος Dasein) σε μια έκπτωση της στις καθημερινές φλυαρίες, απόψεις και αμφισημίες των πολλών, οδηγώντας σε μια βαθιά αλλοτρίωση, την οποία ο Χάιντεγκερ αποδίδει με τη ρήση “Καθένας είναι ο Άλλος και Κανείς δεν είναι ο εαυτός του”.
Στόχος είναι η υπέρβαση αυτής της ελλειμματικής κατάστασης, κι η επανάκτηση της αυθεντικότητας (Eigentlichkeit), δηλαδή μιας προσωπικά βιωμένης και ουσιαστικής ύπαρξης. Το δίπλο αυθεντικότητας και μη αυθεντικότητας διατρέχει, ενίοτε υπό αλλαγμένη ορολογία, το έργο του φιλοσόφου, ενώ οι μορφές και τα αίτα της εμφάνισής τους επίσης υφίστανται τροποποιήσεις στη σκέψη του.
Στο πολιτικό πεδίο, η δημοκρατία της Βαϊμάρης με τα πάνω από 20 κόμματα της γίνεται αντιληπτή ως ο ορισμός της “μη αυθεντικότητας”, ταυτιζόμενη με την αδυναμία χάραξης πολιτικής, τον απρόσωπο “εξισωτισμό”, την πνευματική ρηχότητα, την αποθέωση ενός στυγνού τεχνοκρατισμού και την ηθική κατάπτωση των αστικών κέντρων. Ο ίδιος συνηθίζει να φορά παραδοσιακές ενδυμασίες, να χτίζει την καλύβα του στο Μέλανα Δρυμό και να κάνει με φοιτητές τους ορεινές πεζοπορίες κι άλλες εξορμήσεις στη φύση. Οι σύγχρονες πόλεις και η τεχνολογία ερμηνεύονται ως βασικοί μοχλοί της μη αυθεντικότητας, και η θεώρηση αυτή αποκτά καθαρά πολιτικές διαστάσεις στο παρακάτω απόσπασμα από το έργο του “Εισαγωγή στη Μεταφυσική”, από ομιλία που εκφωνήθηκε όταν οι ναζί ήταν ήδη στην εξουσία, το 1935 (δημοσιεύτηκε από τον ίδιο το 1953): “Ρωσία και Αμερική είναι, ιδωμένες μεταφυσικά, ένα και το αυτό: Η ίδια θλιβερή αστραπιαία πορεία της ξέφρενης τεχνολογίας και η δίχως υπόβαθρο (bodenlos) οργάνωση του κανονικού ανθρώπου” και σε άλλο σημείο “Εμείς οι Γερμανοί αντίθετα ζούμε στη μέγγενη [μεταξύ μπολσεβικισμού και αμερικανικού καπιταλισμού] ως ο λαός στο μεγαλύτερο κίνδυνο και μέσα σε όλα αυτά ως μεταφυσικός λαός”.
Εδώ οι συνάφειες του προς τη ναζιστική ιδεολογία είναι αρκετά ξεκάθαρες, ιδίως η αυτοπροβολή της ως “τρίτου δρόμου” μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού, η αίσθηση της μοναδικότητας του γερμανικού λαού και η επίκληση του κινδύνου που τον απειλεί σε αυτό το “διμέτωπο” αγώνα.
Η προσέγγιση του με το ναζιστικό κόμμα χρονολογείται τουλάχιστον από το 1930, όταν διαπιστωμένα ξεκίνησε να διαβάζει τη ναζιστική εφημερίδα “Λαϊκός Παρατηρητής”, ενώ το 1931 χαρίζει στον αδερφό του Φριτς ένα αντίτυπο του “Ο Αγών μου” του Χίτλερ ως δώρο Χριστουγέννων, θεωρώντας το Χίτλερ χαρισματικό ηγέτη με αλάνθαστο “πολιτικό ένστικτο”. Παράλληλα συστήνει στον αδερφό του μια σειρά εθνικστικών έργων, που καλούν το γερμανικό λαό να αποτινάξει τις “αλυσίδες” της συνθήκης των Βερσαλιών και να πάρει τις τύχες του στα χέρια του. Σε επίσκεψη του παλιού φοιτητή του Χέρμαν Μέρχεν, την πρωτοχρονιά του 1932 ο ίδιος εκφράζει την αναγκαιότητα μιας δικτατορίας που θα απέτρεπε την επιβολή του κομμουνισμού, για τη διαφύλαξη του “δυτικού πολιτισμού και της ατομικής προσωπικότητας”. Τον ίδιο χρόνο εμφανίζει τους ναζί ως μικρότερο κακό έναντι της “υφέρπουσας δηλητηρίασης, που τις τελευταίες δεκαετίες υφιστάμεθα υπό το σύνθημα “Κουλτούρα” και “Πνεύμα””. Αν και σύμφωνα με το γιο του Χέρμαν δεν ψήφισε τους ναζί στις πρώτες εκλογές του 1932, αλλά ένα μικρό αγροτικό εθνικιστικό σχηματισμό της Βιτεμβέργης, στις επόμενες που έγιναν λίγους μήνες μετά επέλεξε όντως το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα.
Παρά τις επιμέρους επιφυλάξεις τάσσεται λίγο καιρό μετά την ανάληψης της εξουσίας από τους ναζί αναφανδόν υπέρ του “δρόμου της πρώτης επανάστασης” του Χίτλερ, που θα προετοίμαζε μια “δεύτερη και βαθύτερη επανάσταση”.
Η αμέσως επόμενη περίοδος συνιστά και το αποκορύφωμα της δημόσιας δραστηριοποίησής του υπέρ του ναζισμού, αρχικά αναλαμβάνοντας την πρυτανεία του Πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ τον Απρίλη του 1933, μετέπειτα προχωρώντας στο ναζιστικό κόμμα σε δημόσια τελετή την πρωτομαγιά της ίδιας χρονιάς, και τελικά απευθύνοντας τηλεγράφημα στο Χίτλερ λίγες μέρες αργότερα, δηλώνοντας την ετοιμότητά του να αναμορφώσει το πανεπιστήμιο κατά τα εθνικοσοσιαλιστικά κελεύσματα. Στις 26 Μάη προχώρησε σε μια δημόσια ρητή συσχέτιση του φιλοσοφικού του έργου με το ναζισμό, σε ομιλία του προς τιμή του Άλμπερτ Λέο Σλάγκετερ, φοιτητή του πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ και μέλος του ναζιστικού κόμματος, που είχε καταδικαστεί σε θάνατο από γαλλικό στρατοδικείο στην κατεχόμενη μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο από τους Γάλλους περιοχή του Ρουρ, όπου ο ίδιος διέπραξε σειρά βομβιστικών επιθέσεων. Ο “νεαρός Γερμανός ήρωας”, είχε υλοποιήσει κατά το φιλόσοφο το υπαρξιακό ιδανικό του “Είναι και Χρόνος”, όταν μες στη μοναξιά του επέλεξε το “βαρύτερο και μεγαλύτερo θάνατο”.
Έξι μήνες μετά παραιτήθηκε από πρύτανης, ενώ κατά το διάστημα της θητείας του καταγράφονται από τον ίδιο τόσο περιστατικά βοήθειας προς Εβραίους κι άλλους αντιφρονούντες συναδέλφους του, όσο και περιπτώσεις συμμετοχής του στον τερματισμό της ακαδημαϊκής τους καριέρας, ενώ στην περίπτωση του μετέπειτα νομπελίστα χημικού Χέρμαν Στάουντιγκερ, ο Χάιντεγκερ προσωπικά τον κατήγγειλε στην Γκεστάπο για “αντεθνική δράση” στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα αίτια της παραίτησής του δεν έχουν αποσαφηνιστεί πλήρως, φαίνεται πάντως να σχετίζονταν περισσότερο με εσωτερικές αντιπαλότητες του Χαίντεγκερ στο πανεπιστήμιο, καθώς και στο ότι ένιωθε πως δεν μπορούσε να υλοποιήσει το όραμά του για ένα πανεπιστήμιο βασισμένο στην αρχή του ενός αρχηγού (Fuehrerprinzip).
Εξάλλου η συμπάθειά του στο ναζισμό, ακόμα και μετά το καταλάγιασμα του πρώτου ενθουσιασμού, δε φαίνεται να υφίσταται σοβαρές ρωγμές καθ’όλη τη διάρκεια του πολέμου. Ακόμα και το 1941 κάνει λόγο σε έναν από τους τόμους των “Μαύρων Τετραδίων” (που πήραν το όνομά τους από τη μαύρη πετσέτα στα οποία συνήθιζε να τα τυλίγει) για τον “παγκόσμιο εβραϊσμό, υποκινούμενο από τους εμιγκρέδες που αφήνονται να φύγουν από τη Γερμανία”, που είναι “παντού στο απυρόβλητο, δε χρειάζεται παρά την άσκηση της εξουσίας του να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε πολεμική ενέργεια, κάτι που δε μας αφήνει παρά να θυσιάζουμε το καλύτερο αίμα των καλύτερων του ίδιου μας του λαού”, ενώ σε άλλο σημείο των σημειώσεών του επαναλαμβάνει το κοινό ναζιστικό τόπο περί εβραιομπολσεβικισμού. Αλλά και οι δημόσιες διαλέξεις του, καθώς και τα έργα του που δημοσιεύονται κατά τα χρόνια του πολέμου, δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως πραγματικές ενδείξεις αποξένωσης από τον πυρήνα της ναζιστικής ιδεολογίας. Σε έργο του για τον Ηράκλειτο το 1943 σημειώνει πως: “Ο πλανήτης είναι στις φλόγες. Η ουσία του ανθρώπου έχει εκτροχιαστεί. Μόνο από τους Γερμανούς, αν αυτοί βρουν και φυλάξουν “τη γερμανικότητα”, μπορεί να επέλθει η κοσμοϊστορική συνειδητοποίηση”.
Το τέλος του πολέμου το υποδέχτηκε με το μοιρολατρικό στίχο “Τη μέρα που ο κόσμος γιόρταζε τη νίκη του/κι ακόμα δεν αναγνώριζε/πως εδώ και αιώνες/ήταν ο ηττημένος/της ίδιας του της εξέγερσης”, ο οποίος αποτελεί επίσης ένδειξη της μέχρι τέλους πίστης του στο ναζισμό. Η επιτροπή που συστάθηκε στα πλαίσια της λεγόμενης “αποναζιστικοποίησης” των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, κατέληξε στο πόρισμα πως ο φιλόσοφος “είχε θέσει συνειδητά το μεγάλο κύρος της ακαδημαϊκής του φήμης στην υπηρεσία του εθνικοσοσιαλισμού” και του επέβαλε απαγόρευση διδασκαλίας, που ήρθη το 1950. Η διαμάχη όμως γύρω από τη σύνδεσή του με το ναζισμό του είχε μόλις ξεκινήσει και θα συνεχιζόταν με διάφορες εξάρσεις και υφέσεις ως τις μέρες, μας, στον οποίο ενεπλάκησαν ο ίδιος, διάσημοι μαθητές του όπως η Άρεντ και ο Μαρκούζε (η σχολή της Φρανκφούρτης ευρύτερα είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολεμική εναντίον του) και πρακτικά κάθε διανοητής περιωπής στην ΟΔΓ, ενώ το θέμα σύντομα πήρε γρήγορα και διεθνείς διαστάσεις. Αυτά όμως είναι ένα άλλο, ξεχωριστό κεφάλαιο.