Μεθοδολογικές προϋποθέσεις μιας μη αναγωγικής κοινωνικής ιστορίας της λογοτεχνίας
Στόχος αυτού του μεθοδολογικού δοκιμίου είναι να παρουσιάσει τις βασικές έννοιες και τα προβλήματα της ιστορίας της λογοτεχνίας ως μιας «νέας, οργανικής ενότητας», μιας «ένωσης της κοινωνιολογίας και της αισθητικής». Σύμφωνα με τον Λούκατς, όλες οι έννοιες της ιστορίας της λογοτεχνίας παρουσιάζουν έναν τέτοιο συνθετικό χαρακτήρα, αφού έχουν μία αισθητικοφιλοσοφική και, συνάμα, μία κοινωνιολογική διάσταση.
Σε ένα δοκίμιο του 1910 με τον τίτλο «Για τη θεωρία της ιστορίας της λογοτεχνίας»6 ο Λούκατς αναστοχαζόταν με αυτοκριτικό πνεύμα τα εννοιολογικά μέσα που είχε χρησιμοποιήσει στο βιβλίο του για το μοντέρνο δράμα.7 Οι διευκρινίσεις του στηρίζονται σε κεντρικές έννοιες της φιλοσοφίας της ζωής -όπως «μορφή», «βίωμα» και «ζωή»-, με ρητές αναφορές στον Ζίμελ και στον Μπερξόν. Στόχος αυτού του μεθοδολογικού δοκιμίου είναι να παρουσιάσει τις βασικές έννοιες και τα προβλήματα της ιστορίας της λογοτεχνίας ως μιας «νέας, οργανικής ενότητας», μιας «ένωσης της κοινωνιολογίας και της αισθητικής».8 Σύμφωνα με τον Λούκατς, όλες οι έννοιες της ιστορίας της λογοτεχνίας παρουσιάζουν έναν τέτοιο συνθετικό χαρακτήρα, αφού έχουν μία αισθητικοφιλοσοφική και, συνάμα, μία κοινωνιολογική διάσταση.
Αυτό ισχύει, κατ’ αρχάς, για τη βασική έννοια της ιστορίας της λογοτεχνίας, την έννοια της μορφής. Όπως ο Ζίμελ, ο Λούκατς επεξηγεί την καλλιτεχνική μορή ψυχολογιστικά ως μία «ψυχική πραγματικότητα»,9 η οποία αντιπροσωπεύει την άχρονη αισθητική αξία του έργου τέχνης.10 Βεβαίως, η μορφή έχει, συγχρόνως, μία κοινωνική διάσταση, η οποία συνδέεται με το γεγονός ότι η λογοτεχνία αποτελεί επίσης πάντα μία επικοινωνιακή κοινοποίηση «ορισμένων συναισθημάτων, σκέψεων, αξιολογήσεων κ.ο.κ.», με άλλα λόγια: «ορισμένων βιωμάτων».11 Η μορφή είναι, λοιπόν, ένα «διαμεσολαβητικό στοιχείο»12 μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, μεταξύ ψυχής και «ζωής», αλλά και μεταξύ των ίδιων των υποκειμένων σε εκείνο το πεδίο του ανθρώπινου πολιτισμού που εκπροσωπεί η τέχνη.
Για τον Λουκατς, η μορφοποιητική δύναμη της μορφής περιορίζεται από την εξάρτησή της από το υλικό της «ζωής», το οποίο μορφοποιεί.13 Με αυτή την έννοια, το «πλαίσιο εισέρχεται στη μορφή και γίνεται μέρος της ίδιας της διαδικασίας μορφοποίησης».14 Το πρότυπο του Λουκατς στην Εξελικτική ιστορία, προκειμένου να συλλάβει αυτή την εξάρτηση της λογοτεχνικής μορφής από το ιστορικό-κοινωνικό της πλαίσιο, ήταν το έργο του Βίλχελμ Ντιλτάυ Το βίωμα και η ποίηση (1905).15 Σε αυτό, ο Ντιλτάυ εξέταζε τα ουσιώδη στοιχεία μιας εποχής και την επίδρασή τους στο βίωμα του καλλιτέχνη και, συνακόλουθα, στις καλλιτεχνικές του μορφές.16 Σύμφωνα με την αναδιατύπωση αυτής της προσέγγισης από τον Λουκατς, η ζωή αποτελεί ένα μη αναγώγιμο στις μορφές γενικό πλαίσιο, από το οποίο αντλείται το περιεχόμενο της τέχνης. Εντός αυτού του πλαισίου μία ορισμένη κοσμοθεώρηση (Weltanschauung) μπορεί να εκφραστεί μέσω μιας καλλιτεχνικής μορφής, με τρόπο ώστε να επιδράσει πάνω σε ένα κοινό, ικανό να κατανοήσει το νόημά της. Όπως εξηγεί ο Λουκατς, η ψυχική ζωή εξαρτάται από την «ατμόσφαιρα μιας εποχής» και την «ιδεολογία» της,17 δηλαδή από τις κοσμοθεωρήσεις που είναι δυνατές σε έναν ορισμένο κοινωνικό κόσμο. Εντέλει, οι μορφές είναι «στα βαθύτερα θεμέλιά τους πάντα κοσμοθεωρήσεις»,18 γι’ αυτό και κάθε συγκεκριμένη πραγματοποίησή τους εξαρτάται από κοινωνικές συνθήκες που θα πρέπει να αποσαφηνιστούν κοινωνιολογικά.19
Το κρίσιμο σημείο αυτής της προσέγγισης είναι ακριβώς ότι η εξάρτηση της καλλιτεχνικής μορφής από τις κοινωνικές συνθήκες μεσολαβείται από την κοσμοθεώρηση ή την «ιδεολογία».20 Για τον Λουκατς, αυτό έχει ως συνέπεια το ότι «η επίδραση των οικονομικών συνθηκών στο έργο τέχνης είναι μόνο έμμεση»,21 αφού «οι ίδιες οι οικονομικές συνθήκες παίζουν μόνο έναν υποδεέστερο ρόλο ως θεμελιώδες γεγονός».22 Και εφόσον, κατά τον Λουκατς, «η κοινωνιολογία της λογοτεχνίας δεν μπορεί να ασχοληθεί με το τι είναι αυτό που παράγει αυτές τις αντιλήψεις για τη ζωή, αυτές τις κοσμοθεωρήσεις»,23 μία stricto sensu αιτιώδης εξήγηση της τέχνης με βάση κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες είναι απλώς αδύνατη.
Αυτή η προσέγγιση επιδιώκει παρόμοιους σκοπούς με εκείνους της Φιλοσοφίας του χρήματος (1900) του Ζίμελ. Γιατί με το βιβλίο του αυτό ο Ζίμελ θέλησε να προσφέρει επιχειρήματα ενάντια σε μία «μονοδιάστατη» ή «μηχανιστική» οικονομική εξήγηση των πολιτισμικών φαινομένων. Περιγράφοντας «από μεθοδική πλευρά» τη «βασική πρόθεση» του έργου, ο Ζίμελ σημείωνε ότι αυτή συνίσταται «στην οικοδόμηση ενός ορόφου κάτω από τον ιστορικό υλισμό, με τρόπο ώστε να γίνεται αντιληπτή η εξηγητική αξία της συμπερίληψης της οικονομικής ζωής στις αιτίες του πνευματικού πολιτισμού, αλλά ακριβώς οι ίδιες εκείνες οικονομικές μορφές να αναγνωρίζονται ως αποτέλεσμα βαθύτερων αξιολογήσεων και ρευμάτων, ψυχολογικών, ακόμη και μεταφυσικών προϋποθέσεων».24 Στη Φιλοσοφία του χρήματος, ο Ζίμελ επιχειρεί να συνδέσει τα «αποσπασματικά περιεχόμενα της θετικής γνώσης» που παράγουν οι επιμέρους επιστήμες με την «ολότητα της ζωής».25
Ο προσανατολισμός του έργου είναι, λοιπόν, ολιστικός· φιλοδοξεί «από την επιφάνεια του οικονομικού γίγνεσθαι να τραβήξει μία κατευθυντήρια γραμμή μέχρι τις έσχατες αξίες και σημασιακότητες καθετί του ανθρώπινου», να «βρει σε κάθε λεπτομέρεια της ζωής την ολότητα του νοήματος της»,26 Mε αυτή τη μέθοδο ο Ζίμελ προσέβλεπε στην υπέρβαση του κοινωνιολογικού θετικισμού και της μονόπλευρης οικονομικής εξήγησης των κοινωνικών φαινομένων. Τα επιμέρους φαινόμενα, ακόμη και τα φαινομενικά πλέον ασήμαντα, συνδέονται με το πλαίσιο ενός περιεκτικού νοήματος της «ζωής» και με τον αντίστοιχο πολιτισμό. Σε αυτό τον προσανατολισμό διαβλέπει κανείς μία τάση του Ζίμελ προς τον ανιστορικό εντοπισμό των «μεταφυσικών προϋποθέσεων» των οικονομικών μορφών, των «βαθύτερων και ουσιωδέστερων κινήσεων» της «ζωής»,27 των «ουσιωδών μορφών κίνησης» του «πνευματικού κόσμου».28
Ακολουθώντας τον αντιθετικιστικό και αντιοικονομιστικό μεθοδολογικό προσανατολισμό του Ζίμελ, ο Λούκατς απορρίπτει κάθε κοινωνιολογία που τρέφει τη «φιλοδοξία να αναδείξει τις οικονομικές συνθήκες μιας εποχής ως την έσχατη και βαθύτερη αιτία των καλλιτεχνικών φαινομένων».29 Μάλιστα, στο μεθοδολογικό του δοκίμιο ασκεί ρητά κριτική στους «συνεπείς μαρξιστές» που επιχειρούν να αναγάγουν το περιεχόμενο της λογοτεχνίας στις οικονομικές συνθήκες, παραβλέποντας τον διαμεσολαβητικό ρόλο της μορφής.30 Σε αυτήν τη φάση, η κριτική του Λούκατς εντάσσεται στο πλαίσιο των συζητήσεων εκείνης της εποχής γύρω από την «αρχή της ατομικότητας» στην ερμηνευτική της ιστορίας και, με αυτή την έννοια, αποτελεί μέρος της προσπάθειας να θεμελιωθεί η αστική κοινωνιολογία, ενάντια στις θέσεις του ιστορικού υλισμού, πάνω στη βάση της ανεξαρτησίας του πολιτισμού από το οικονομικό του υπόβαθρο.31 Δεν θα ήταν, όμως, παράλογο να εντοπίσουμε εδώ τη ρίζα της γενικότερης αντίθεσης του Λούκατς στον οικονομισμό και της προτίμησής του για ολιστικές προσεγγίσεις της κοινωνίας, ακόμη και μετά τη στροφή του στον μαρξισμό στα τέλη του 1918.32
Παραπομπές αριθμημένες σύμφωνα με τη δομή του βιβλίου
6. Georg Lukacs, «Zur Theorie der Literaturgeschichte». Text und Kritik, 39/40(1973): 24-51
7. Βλ. τις σχετικές παρατηρήσεις του Λούκατς στις αναμνήσεις του από εκείνη την εποχή στο: Eva Fekete, Eva Karädi (επιμ.), Georg Lukacs. Sein Leben in Bildern, Selbstzeugnissen und Dokumen Corvina Kiado: Βουδαπέστη 1981, σ. 30.
8. Lukacs, «Zur Theorie der Literaturgeschichte», σ. 24.
9. Lukacs, Entwicklungsgeschichte des modernen Dramas, σ. 12.
10. Βλ. Lukacs, «Zur Theorie der Literaturgeschichte», σ. 27.
11. Ό.π., σ. 28· βλ. επίσης: Lukäcs, Entwicklungsgeschichte des modernen Dramas, σσ. 10-11.
12. Lukäcs, «Zur Theorie der Literaturgeschichte», σ. 31.
13. Βλ. Lukacs, Entwicklungsgeschichte des modernen Dramas, σ. 12.
14. Judith Butler, «Introduction», στο: Georg Lukacs, Soul and Form, επιμ. John T. Sanders και Katie Terezakis, μτφρ. Anna Bostock, Columbia University Press: Νέα Υόρκη 2010, σ. 7. Βλέπουμε ότι ο Λουκατς αναζητούσε από πολύ νωρίς τον δρόμο προς μία διαλεκτική θεώρηση της σχέσης μεταξύ μορφής και περιεχομένου, πριν ακόμη έλθει σε επαφή με τους πειραματισμούς του Λασκ, ή πριν στραφεί προς τη δυνατότητα μιας ιστορικής διαλεκτικής – τάση που δεν διαφεύγει της Μπάτλερ (βλ. ό.π., σσ. 4-7).
15. Η επίδραση του Ντιλτάυ και ειδικότερα του συγκεκριμένου βιβλίου του στο νεανικό του έργο επισημαίνεται από τον ίδιο τον Λουκατς στον πρόλογο στην επανέκδοση της θεωρίας του μυθιστορήματος του 1963 (βλ. TR, σ. 7). Για την επίδραση του Ντιλτάυ και του Ζίμελ στην εννοιολογική συγκρότηση της Εξελικτικής ιστορίας, βλ. Weisser, Georg Lukäcs’ Heidelberger Kunstphilosophie, σσ. 12-15.
16. Βλ. Wilhelm Dilthey, Das Erlebnis und die Dichtung (1905), Vandenhoeck & Ruprecht: Γκαίτινγκεν 1985, σσ. 7-17, 141. Για την επίδραση του Ντιλτάυ στον νεαρό Λουκατς, βλ. επίσης: Werner Jung, «Georg Lukäcs als Schüler Wilhelm Diltheys». Dilthey fahrbuch für Philosophie und Geschichte der Geisteswissenschaften, 5(1988): 240-257.
17. Lukäcs, «Zur Theorie der Literaturgeschichte», σ. 32.
18. Ό.π., σ. 32.
19. Βλ. Lukäcs, Entwicklungsgeschichte des modernen Dramas, σ. 13.
20. Ό.π., σ. 13.
21. Ό.π., σ. 12.
22. Ό.π., σ. 13.
23. Ό.π., σ. 12.
24. Όλα τα αποσπάσματα από το: Georg Simmel, Philosophie des Geldes (Gesamtausgabe, τόμ. 6), Suhrkamp: Φρανκφούρτη 1989, o. 13.
25. Ό.π., o. 9.
26. Ό.π., o. 12. Γι’ αυτή την «αισθητική»-ολιστική μέθοδο του Ζίμελ, βλ. Frisby, «Introduction», σσ. 7-8.
27. Ό.π., σ. 13.
28. Ό.π., σ. 12.
29. Lukács, Entwicklungsgeschichte des modernen Dramas, σ. 10.
30. Βλ. Lukács, «Zur Theorie der Literaturgeschichte», σσ. 25, 34.
31. Βλ. Beiersdörfer, Weber und Lukács, σσ. 30-31.
32.Ο Φέχερ έχει δίκιο όταν παρατηρεί πως η αντίθεση του Λούκατς στον μηχανιστικό οικονομισμό της Β’ Διεθνούς είχε ήδη διαμορφωθεί στα πρώτα χρόνια της διανοητικής του πορείας (βλ. τις σημ. 7 και 10, στο: Ferenc Fehér, «Die Geschichtsphilosophie des Dramas», σσ. 49-50). Σε μία συνέντευξή του, ο ίδιος ο Λούκατς δήλωνε χαρακτηριστικά ότι ποτέ δεν μετάνιωσε για το γεγονός πως έλαβε τα πρώτα του μαθήματα κοινωνικών επιστημών από τον Ζίμελ και τον Βέμπερ και όχι από τον Κάουτσκι (αναφέρεται στο Frisby, «Introduction», σ. 45, σημ. 78).
Πηγή: Ιστορία και πράξη, Η φιλοσοφία της πράξης του Γκέοργκ Λούκατς, Κωνσταντίνος Καβουλάκος, εκδ. Τόπος, σελ. 128-131.
Επιμέλεια: Παναγιώτης Μανιάτης