Ο Μπένγιαμιν, ο χρόνος και η επανάσταση
Η μπενγιαμινική σκέψη δεν είναι απλά ένα συγκρητισμός μαρξισμού και μεσσιανισμού, είναι κυρίως μια απόπειρα κατάρριψης των αστικών αντιδραστικών ιδεολογημάτων.
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, συγκαταλέγεται στους πλέον αναγνωρίσιμους εκπροσώπους του δυτικού μαρξισμού, του οποίου οι στενές επαφές με την Σχολή της Φρανκφούρτης, τον εδραίωσαν στην ιστορία των ιδεών, σαν έναν από τους κύριους εκφραστές και πατέρες της κριτικής θεωρίας, μαζί με τους Χορκχάιμερ, Αντόρνο, Μαρκούζε. Όμως, ο Μπένγιαμιν διαφοροποιούνταν σε αρκετά σημεία από τους συντρόφους του στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών, ενώ επίσης η ταραχώδης, αντιφατική, αλλά και δραματική διανοητική και προσωπική διαδρομή που διέγραψε, θα μπορούσαν εύκολα να προσδιοριστούν ως σημεία που οριοθετούν την θεωρητική αυτονομία, και άρα και τη μη κατηγοριοποίησή του σε κάποιο συγκεκριμένο ρεύμα.
Ο Μπένγιαμιν αφιερώθηκε στη συγγραφή ενός πολυεπίπεδου έργου, στο οποίο δύναται κανείς να παρατηρήσει τη σταδιακή μετάβαση από τη θεωρητική νεανικότητα στην ωριμότητα, συνάμα και την συνάρθρωση της κριτικής της τέχνης, της θετικής αποτίμησης του σουρεαλισμού, του αναρχισμού, του μαρξισμού, της φιλοσοφίας της ιστορίας, της επανάστασης και του μεσσιανισμού. Το τελευταίο ολοκληρωμένο κείμενό του, το οποίο και θα μας απασχολήσει εδώ, είναι οι «Θέσεις για την Φιλοσοφία της Ιστορίας», που συντάχθηκαν το 1940 στη Γαλλία. Εκεί είχε καταφύγει αναγκαστικά ο διανοητής για να γλιτώσει από τον αντισημιτισμό των Ναζί. Το έργο παρόλα αυτά, παραδόθηκε στη Χάνα Άρεντ, η οποία φρόντισε για την έκδοσή του τελικά το 1942, ενώ ο Μπένγιαμιν δύο χρόνια πριν είχε αυτοκτονήσει στα ισπανογαλλικά σύνορα, προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψή του από τους Γερμανούς διώκτες του.
Με τις «Θέσεις», ο Μπένγιαμιν εισάγει στη σύγχρονη μαρξιστική πολιτική θεωρία μια νέα ανάγνωση του ιστορικού υλισμού. Ασκώντας ασυμβίβαστη κριτική στις οικονομίστικες κατηγορίες της προόδου, της ανάπτυξης και της τεχνικής εξέλιξης, επαναφέρει στον ενεστωτικό χρόνο την «αναμνημόνευση», τη μνήμη δηλαδή του παρελθόντος, το οποίο αποτελεί την εμπειρική δεξαμενή όλης της εν δυνάμει επαναστατικότητας της εργατικής τάξης. Για τον Γερμανό θεωρητικό, είναι βασικό να κατανοηθεί ότι για να ανακτήσει το προλεταριάτο την πίστη στη χειραφετητική του δύναμη, θα πρέπει να εμπνευστεί από έναν τύπο γειωμένου, εκκοσμικευμένου μεσσιανισμού, ενός μεσσιανισμού υλιστικού, χωρίς κάποια υπερβατική, θεϊκή οντότητα. Εδώ, ο Μεσσίας είναι η ίδια η εργατική τάξη που, όπως γράφει γι’ αυτή στην 6η θέση του «δεν έρχεται μόνο σαν λυτρωτής, αλλά και σαν νικητής του αντίχριστου». (Με τον όρο αντίχριστος εννοεί τον αστικό κόσμο).
Στην προσπάθειά της η εργατική τάξη να μετασχηματίσει επαναστατικά την πραγματικότητα, χρειάζεται την θεολογία της απομάγευσης, που δεν μπολιάζει με ιδεαλισμό τους προλετάριους, αλλά που σαν ένας καμπούρης νάνος που δουλεύει στο παρασκήνιο, θα κινεί τα νήματα της κούκλας-μαριονέττας, δηλαδή του ιστορικού υλισμού. Εάν οι μάζες δεν πιστέψουν ρεαλιστικά στην προοπτική της λύτρωσης και της απελευθέρωσης, ο ιστορικός υλισμός για τον Μπένγιαμιν, θα καταλήξει σε αυτό το αποστεωμένο κατασκεύασμα που δημιούργησε κάποτε η γερμανική σοσιαλδημοκρατία της Β’ Διεθνούς, εγκλωβίζοντας τον συλλογικό εργάτη σε ένα κινηματικό τέλμα εντός του οποίου τα επαναστατικά αντανακλαστικά έχουν απονεκρωθεί, μετατρέποντάς τον σε παθητικό υποκείμενο που περιμένει καρτερικά την αυτόματη-μηχανιστική έλευση του σοσιαλισμού ως απόρροια της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Ο ερχομός έτσι του Μεσσία, συνίσταται στην επαναστατική ανατροπή του υπάρχοντος και την αντικατάστασή του από τον «επίγειο παράδεισο» της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας.
Η εργατική τάξη, σε αυτόν τον αγώνα για την απολύτρωσή της και μαζί και την οριστική απελευθέρωση της κοινωνίας από τις ταξικές αντιθέσεις, αντλεί τις εικόνες του μέλλοντος από το ένδοξο παρελθόν της, από τους νεκρούς της, τις ηρωικές στιγμές, τις ήττες της που σαν αστραπές διαπερνούν τον χωροχρονικό ορίζοντα. «Το παρελθόν κουβαλάει ένα μυστικό δείκτη, που το παραπέμπει στην απολύτρωση. Δεν μας αγγίζει μήπως κι εμάς μια πνοή του αέρα που περιέβαλε τους προηγούμενούς μας;», παραθέτει Ο Μπένγιαμιν στην 2η θέση του. Οι εικόνες του παρελθόντος, επανεμφανίζονται δυναμικά στο παρόν, για να καταργήσουν τον θετικιστικό ιστορικισμό που βλέπει στην εξέλιξη της ιστορίας την απλή συσσώρευση γεγονότων και νικών των κυρίαρχων. Για τον ιστορικισμό έτσι, ο χρόνος είναι κενός, αφηρημένος, συνεχής, μια γραμμική αφήγηση της ιστορίας των νικητών, σε ένα γίγνεσθαι που οι εκάστοτε ηττημένοι εξωθούνται στη λήθη. Σύμφωνα με τον ιστορικό υλισμό όμως του Μπένγιαμιν, ο ιστορικός χρόνος είναι ο εξοπλισμός του παροντικού χρόνου για το προλεταριάτο. Στις λεγόμενες «στιγμές κινδύνου», το επαναστατικό υποκείμενο ζωντανεύει τους νεκρούς του, εμπνέεται, παίρνει φόρα και επιχειρεί την έφοδο στον ουρανό. Σημειώνει στην 3η θέση ο φιλόσοφος: «Ο χρονικογράφος […] ενεργεί σύμφωνα με την αλήθεια πως οτιδήποτε συνέβη κάποτε, δεν μπορεί να θεωρηθεί χαμένο για την ιστορία». Οι κομμουνιστές του κάθε τώρα, του όποιου σήμερα, πάντα πρέπει να θυμούνται τους σφαγιασθέντες της Κομμούνας, τα πρώτα θύματα που έπεσαν στην πρώτη εφόρμηση, τους ηττημένους τους που περιμένουν τους επιγόνους τους να επιτελέσουν τον ιστορικό ρόλο τους, στην κατεύθυνση της οικοδόμησης μια νέας κοινωνίας. Οι κομμουνιστές στην δική τους ταξική ανάγνωση του ιστορικού χρόνου, αμφισβητούν τις νίκες των κυρίαρχων σαν δεδομένων, και όπως δηλώνεται αλληγορικά στην 4η θέση: «Σαν λουλούδια που γυρίζουν τους κάλυκές τους προς τον ήλιο, έτσι προσπαθούν και τα περασμένα, εξαιτίας ενός ηλιοτροπισμού μυστικής φύσης, να στραφούν προς την κατεύθυνση εκείνου του ήλιου που ανατέλλει στον ουρανό της ιστορίας».
Η εξέγερση, η επανάσταση, η ρήξη με το εκάστοτε εκμεταλλευτικό σύστημα, συνέθετε και συνθέτει τον πραγματικό ιστορικό χρόνο, ως το άθροισμα των στιγμών που ανακύπτουν ως τομές στον χρόνο, ως ασυνέχειες δηλαδή που θρυμματίζουν την συνέχεια και την κανονικότητα. Το ρολόι μετράει τον κυκλικό άχρονο χρόνο και όχι την ουσία της μεταβολής που εκδηλώνεται στην ιστορία της κοινωνίας.
Σε αυτή τη λογική της κανονικότητας, εντάσσει ο Μπένγιαμιν και την φασιστική-ναζιστική εκτροπή της εποχής του. Σε αντίθεση με ό,τι εδραιώθηκε στην πολιτική σκέψη κάτω από τον όρο κατάσταση εξαίρεσης (Αγκάμπεν, κλπ), ο Μπένγιαμιν πίστευε πως η συστημική βία και ο ολοκληρωτισμός αποτελούσε πάντα τη νόρμα, οπότε η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» είναι η συνθήκη που συγκροτείται ως ευθεία αντιπαράθεση στον φασισμό και την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Γράφει ο Μπένγιαμιν στην 8η θέση του: «Η παράδοση των καταπιεσμένων μας διδάσκει ότι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης που ζούμε τώρα δεν είναι η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. Πρέπει να κατορθώσουμε να συλλάβουμε την ιστορία έχοντας αυτή την επίγνωση. Τότε θα διαπιστώσουμε καθαρά ότι αποστολή μας είναι να δημιουργήσουμε μια πραγματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης και έτσι θα βελτιωθεί η θέση μας στον αγώνα κατά του φασισμού». Μάλιστα, είναι σημαντικό να τονιστεί πως ο φασισμός ως μορφή εκδήλωσης της κυρίαρχης κανονικότητας συνδέεται οργανικά με την νεωτερική αντίληψη περί προόδου που είδαμε και στην αρχή του κειμένου. Αυτή η πρόοδος που θεμελιώνεται στην απεριόριστη τεχνική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, είναι που για τον Μπένγιαμιν στην ουσία εκφράζει την παράλληλη κοινωνική και πολιτισμική αποσάρθρωση που απλώς συσσωρεύει αδιάκοπα ερείπια επί ερειπίων. Άρα, η πρόοδος που κατά τον Μπένγιαμιν εντάσσεται στο εννοιολογικό οπλοστάσιο της σοσιαλδημοκρατίας και του οικονομίστικου μαρξισμού, είναι όχι μόνο συμβατή με το καπιταλιστικό πνεύμα της παραγωγής, αλλά και στυλοβάτης των φασιστικών καθεστώτων, που παραδοσιακά μέσα από τον κορπορατιστικό τους χαρακτήρα, έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στην υπερανάπτυξη της τεχνικής. Η εργατική επανάσταση αντίθετα, πραγματώνει το ποιοτικό άλμα μέσα σε μια πορεία άρνησης της προόδου και των άλλων συγκειμένων της νεωτερικής εποχής. Καταστρέφει με άλλα λόγια τον δρόμο που οδηγεί απαρέγκλιτα στην καταστροφή και χτίζει τον νέο δρόμο που οδηγεί – μέσα από ειρηνικές πλέον αντιφάσεις- από το βασίλειο της αναγκαιότητας προς το βασίλειο της ελευθερίας. Το μέλλον είναι έτσι το ανοιχτό διακύβευμα ενός παρόντος που αναμνημονεύει το ένδοξο ηττημένο παρελθόν του και τις επικίνδυνες στιγμές του.
Αυτός ο ρομαντικός μεσσιανισμός του Μπένγιαμιν, αυτή η θεολογία χωρίς θεό, είναι αυτό που χρειάζεται να γονιμοποιήσει το σύγχρονο επαναστατικό υποκείμενο. Διότι αν η εργατική τάξη είναι η άρνηση της αστικής τάξης, τότε και η εργατική τακτική και στρατηγική είναι οι αρνήσεις των αντίστοιχων αστικών. Σμιλεύει με τα δικά της θεωρητικά υλικά την συνθήκη που την οδηγεί στην λύση της ταξικής πάλης, μέσα από την κλιμάκωσή της ως το τελικό πεδίο της ανοιχτής, μετωπικής, άμεσης σύγκρουσης.
Αν οι όποιες ήττες της Αριστεράς (ενν. της Επαναστατικής Αριστεράς) παρεισφρύουν στον οραματικό ορίζοντα των εκμεταλλευομένων και παραλύουν τις ελπίδες τους για ένα καλύτερο αύριο, τότε αυτό που πρέπει να υιοθετηθεί είναι ένα αντίρροπο παράδειγμα επανοικειοποίησής τους, ώστε αυτές οι ήττες να αξιοποιηθούν σαν εικόνες που θα γίνουν τα εφαλτήρια των νέων αγώνων. Δήλωνε ο Μπένγιαμιν: «Η συνείδηση ότι πρόκειται να ανατινάξουν το συνεχές της ιστορίας είναι χαρακτηριστικό των επαναστατικών τάξεων τη στιγμή της δράσης τους». Αυτή η συνείδηση που περιγράφει στο χωρίο, διαμορφώνεται ανάμεσα στ’ άλλα, και από την οικειοποίηση και αναβίωση των στιγμών του παρελθόντος, που για τις κυρίαρχες ιδεολογικές μορφές σκέψης, σημαίνουν ένα παρελθόν κενό, στατικό, αιώνιο. Η μπενγιαμινική σκέψη δεν είναι επομένως απλά ένα συγκρητισμός μαρξισμού και μεσσιανισμού, είναι κυρίως μια απόπειρα κατάρριψης των αστικών αντιδραστικών ιδεολογημάτων. Είναι και η απάντηση στο αγχωτικό ερώτημα των κομμουνιστών, σχετικά με το κατά πόσο υπάρχουν ακόμα πιθανότητες διαμόρφωσης επαναστατικών συνθηκών, όταν για παράδειγμα παρακολουθούν με πικρία τα ποσοστά του Κόμματος της τάξης τους να πέφτουν αντί να εκτοξεύονται στις εκλογικές διαδικασίες.
Λευτέρης Στάικος
Πηγές
- Walter Benjamin, Θέσεις για την Φιλοσοφία της Ιστορίας, εκδ. Ενδυμίων, Θεσσαλονίκη, 2004.
- https://theshadesmag.wordpress.com/2019/02/15/walter-benjamin-eisagogi-theseis-filosofia-istoria/
- Το Περιοδικό, Το μεσσιανικό βασίλειο και η προλεταριακή επανάσταση.