Στην Πέργαμο και στην Μπαστιά – Η ζωή και το έργο του Νίκου Πουλαντζά
Κυρίαρχη μορφή του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς, άφησε κληρονομιά που επηρεάζει μέχρι σήμερα το αφήγημα κάθε “κυβερνώσας αριστεράς”.
Μπορεί το ΚΚΕ Εσωτερικού να σημείωνε πολύ χαμηλές εκλογικές επιδόσεις, η επιρροή που είχε ωστόσο ένα σημαντικό τμήμα της Μεταπολιτευτικής διανόησης είχε ως αποτέλεσμα αρκετές από τις ιδέες του χώρου να γνωρίσουν διάδοση πολλαπλάσια σε σχέση με την απήχηση του φορέα σε κοινωνικό επίπεδο. Στην πραγματικότητα, η διαβόητη “ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς” αναφέρεται στη διάδοση αυτών ακριβώς των ιδεών της ευρωκομμουνιστικής τάσης σε ακαδημαϊκά ακροατήρια, ΜΜΕ αλλά και πολιτικούς που προέρχονταν από το συγκεκριμένο χώρο.
Μεταξύ των διανοούμενων αυτών ξεχωρίζει αναμφίβολα το πρόσωπο του Νίκου Πουλαντζά, η εμβέλεια της σκέψης του οποίου ξεπεράσε τα ελληνικά σύνορα και συγκεντρώνει έως σήμερα διεθνές ερευνητικό ενδιαφέρον.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 21 Σεπτέμβρη 1936 και φοίτησε στην οδό Βερανζέρου. Φοίτησε στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου της Αθήνας και στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Σπούδασε Νομική και στη συνέχεια Φιλοσοφία και Φιλοσοφία του Δικαίου στη Γερμανία, ενώ το 1964 έγινε διδάκτορας στη Σχολή Δικαίου και Οικονομικών Επιστημών. Δίδαξε αρχικά στη Σορβόννη και μετέπειτα στο Πανεπιστήμιο της Βενσέν στο Παρίσι.
Ήταν μέλος της Νεολαίας ΕΔΑ και κατά τη διάσπαση τάχθηκε με το ΚΚΕ Εσωτερικού, στο οποίο έγινε μέλος, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, μετά τη δικτατορία. Αυτοκτόνησε πέφτοντας στο κενό από τον 13ο όροφο του διαμερίσματός του στο Παρίσι, παρόντος του γνωστού καθηγητή Κοινωνιολογίας, Κωνσταντίνου Τσουκαλά, που λίγο πριν το θάνατό του, τον είδε να πετά τα βιβλία του και να μονολογεί πως όσα είχαν γράψει δεν είχαν καμιά αξία.
Ως φοιτητής στη Γαλλία, ο Πουλαντζάς επηρεάστηκε αρχικά από τον υπαρξισμό του Ζαν Πολ Σαρτρ, συγγράφοντας μάλιστα άρθρα στο περιοδικό του φιλοσόφου “Μοντέρνοι Καιροί”. Σημείο καμπής ωστόσο υπήρξε η συνάντησή του με το Λουί Αλτουσερ, ο δομισμός του οποίου άφησε έντονο το στίγμα του στο έργο του.
Ο Πουλαντζάς άρχισε να γίνεται γνωστός μέσα από την αντιπαράθεσή του με τον Άγγλο κοινωνιολόγο Ραλφ Μίλιμπαντ, που υποστήριζε ότι η ταξική φύση του αστικού κράτους οφειλόταν στην κοινωνική προέλευση και τις διασυνδέσεις των κορυφαίων του αξιωματούχων, ενώ ο Πουλαντζάς πως ήταν αποτέλεσμα κυρίως των δομών και των λειτουργιών του.
Σημαντικό ήταν το βιβλίο του “Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις” (1968), όπου αναπτύσσει για πρώτη φορά την πολυσυζητημένη έννοια της “σχετικής αυτονομίας” του κρατικού φαινομένου. Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, το αστικό κράτος για να διασφαλίσει την ομαλή αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος συνολικά, είναι υποχρεωμένο να συγκρούεται σε κάποιες περιπτώσεις με τα συμφέροντα μεμονωμένων καπιταλιστών.
Το έργο του “Φασισμός και δικτατορία” (1970), που φέρει το αποτύπωμα των εξελίξεων στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο, εξετάζει το φασιστικό φαινόμενο ως μια έκτακτη περίπτωση εντός καπιταλιστικού συστήματος, που δεν προέκυπτε ως φυσικό ή αναπόφευκτο στάδιο της εξέλιξής του, αλλά ως ανταπόκριση σε πολιτικές κρίσεις. Με τον τρόπο αυτό αντικειμενικά συσκοτίζονταν η βαθύτερη σύνδεση του φασισμού με τον ίδιο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, εφόσον μετατίθετο στη σφαίρα της πολιτικής, ως απλό αποτέλεσμα συγκυριακών επιλογών. Μια τέτοια προσέγγιση αντικειμενικά άφηνε μεγάλα περιθώρια για την καλλιέργεια αυταπατών περί ενός “καλού” αστικοδημοκρατικού καπιταλισμού, ριζικά διαφορετικού από το φασιστικό “έκτακτο” ομόλογό του. Στο έργο του “η κρίση των δικτατοριών – Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα” (1975) συγκεκριμενοποιεί τις σκέψεις του περί δικτατορίας, εμφανίζοντάς την σε αυτές τις χώρες ως αποτέλεσμα σύγκρουσης μεταξύ εγχώριας και “κομπραδόρικης” αστικής τάξης. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την ελληνική Χούντα, σε άρθρο του στην “Αυγή” της ίδιας περιόδου, αποδίδει το πραξικόπημα στην “αντικειμενική δομή του ελληνικού στρατεύματος που καταλήγει αναγκαστικά σε μια αδυσώπητη μηχανή παραγωγής ορισμένων επίδοξων και μαθητευόμενων Βοναπάρτηδων”. Στο ίδιο άρθρο σπεύδει ουσιαστικά να αθωώσει τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό γα την εμπλοκή του, αρνούμενος ότι ο “ξένος δάκτυλος” γεννάει τους Βοναπάρτηδες.
Στο βιβλίο του “Τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό” (1974), ασχολείται με την αυξανόμενη διεθνοποίηση του κεφαλαίου, καθώς και τη διάγνωση της “νέας” μικροαστικής τάξης, που λανθασμένα ταυτίζει τα συμφέροντά της με εκείνα των μεγαλοαστών, υπονομεύοντας τις δυνατότητες οργάνωσης του εργατικού κινήματος. Το πολιτικό συμπέρασμα που προκύπτει από την εν λόγω ανάλυση είναι η ουτοπία της προσδοκίας μιας επαναστατικής έγερσης των μαζών και ο προσανατολισμός τους σε απλή κατάληψη του κρατικού μηχανισμού.
Το συμπέρασμα αυτό αναδύεται πιο ξεκάθαρα στο τελευταίο του βιβλίο “Κράτος, εξουσία, σοσιαλισμός” (1978) όπου όριζε το κράτος ως πλέγμα κοινωνικών σχέσεων και απόσταγμα συσχετισμών δύναμης, όπως διαμορφωνόταν από την ταξική πάλη. Χτίζοντας πάνω στη θεωρία της σχετικής αυτονομίας του κράτους έναντι όλων των τάξεων, περιλαμβανομένης της αστικής, όριζε ότι αυτή η αυτονομία ήταν ιστορικά μεταβλητή σε αντιστοιχεία με το περιεχόμενο και την ένταση των πολιτικών αγώνων από τα κάτω. Η σύλληψη αυτή βρίσκεται στον πυρήνα της νομιμοποίησης κάθε “κυβερνώσας αριστεράς” μέχρι και τις μέρες μας , και φυσικά στον αντίποδα της λενινιστικής αντίληψης για την αναγκαιότητα όχι απλής αντικατάστασης αλλά τσακίσματος (zerbrechen) του αστικού κράτους από την εργατική τάξη.
Με έντονη δημόσια παρουσία μεταδικτατορικά, ο Πουλαντζάς τήρησε στάση συγκρατημένης κριτικής έναντι της κυβέρνησης του Κ. Καραμανλή, στον οποίο αναγνώριζε “δείγματα εκδημοκρατισμού” παράλληλα με το “μη ξεπέρασμα κάποιων ορίων”, ενώ συμμετείχε και στη σύνταξη του νόμου περί ΑΕΙ, κατόπιν πρόσκλησης της πρώτης μεταδικτατορικής κυβέρνησης “Εθνικής ενότητας”.
Επέκρινε “από τα αριστερά” την πολιτική του ΚΚΕ Εσ. που στόχευε σε συμμαχία ακόμα και με τμήματα μονοπωλιακού κεφαλαίου υπό το φόβο νέου πραξικοπήματος. Παράλληλα όμως θεωρούσε υπερβολικά επιεική τη στάση του φορέα έναντι της ΕΣΣΔ, χαρακτηρίζοντας “κολοσσιαία αυταπάτη” ότι οι Σοβιετικοί θα στήριζαν την Ελλάδα στα εθνικά θέματα, εξαπολύοντας μύδρους κατά του υποτιθέμενου “σταλινισμού” στην ΕΣΣΔ. Η μετεωρική άνοδος του ΠΑΣΟΚ μετά τις εκλογές του 1977 οδήγησε τον Πουλαντζά στην πεποίθηση ότι λύση ήταν η συμπόρευση του ΚΚΕ Εσ. με το Κίνημα, το οποίο χαρακτήριζε “προσωποπαγές”, αλλά με “αυθεντικό στρατηγικό πρόγραμμα αντιμονοπωλιακών και αντιιμπεριαλιστικών Αλλαγών” και “βαθιά διάρθρωση μέσα στους οικονομικο-κοινωνικούς χώρους”. Παράλληλα επαναλάμβανε την ντετερμινιστική κατηγορία για το ΚΚΕ ως “βασικού παράγοντα συντηρητισμού”.
Οι ψυχρές σχέσεις του διανοητή με το Κόμμα αποτυπώθηκαν και στη λακωνική αναγγελία της αυτοκτονίας του στο Ριζοσπάστη, ανακοίνωση που ακούσια λειτούργησε ως αφορμή ώστε ο Θ. Μικρούτσικος, αν και μέλος του ΚΚΕ τότε, να γράψει σε στίχους του Άλκη Αλκαίου, στη μνήμη του Πουλαντζά το τραγούδι “κακόηθες μελάνωμα”.