Tέοντορ Αντόρνο – Η διαλεκτική της παραίτησης
Πρωταγωνιστής της “Σχολής της Φρανκφούρτης” επιχείρησε μια ανάγνωση του μαρξισμού και της διαλεκτικής που τον κατέστησε “σταρ” της λεγόμενης Νέας Αριστεράς, ο ίδιος όμως τήρησε αποστάσεις και στη συνέχεια αντιπαρατέθηκε με το φοιτητικό κίνημα που τον επικαλούνταν.
“H φιλοσοφία είναι ό,τι σοβαρότερο, αλλά από την άλλη δεν είναι και τόσο σοβαρή”. Το μόνο σίγουρο είναι πως για τον ίδιο τον Τέοντορ Αντόρνο η φιλοσοφία δεν ξεκίνησε ως το σοβαρότερο πράγμα, παρότι τελικά η συμβολή του σε αυτή ήταν εκείνη που του διασφάλισε μια μόνιμη θέση στο πάνθεον των σημαντικότερων φιλοσόφων διαννοουμένων του 20ου αιώνα και βασικό εκπρόσωπο της Σχολής της Φρανκφούρτης, του βασικότερου λίκνου του λεγόμενου δυτικού Μαρξισμού στο γερμανόφωνο χώρο. Το αρχικό του όνειρο ήταν να σταδιοδρομήσει ως συνθέτης και μουσικοκριτικός και πράγματι τα επιτεύγματά του και σε αυτό τον τομέα δεν είναι αμελητέα, ενώ η μουσική του παιδεία επηρέασε και τα θεωρητικά του πορίσματα.
Δύσπιστος απέναντι στην οργάνωση της κοινωνίας, αλλά -ιδιαίτερα προς το τέλος της ζωής του- και στην προοπτική της ανατροπής της, απορριπτικός απέναντι στην αντίληψη της διαρκούς τεχνολογικής, επιστημονικής και οικονομικής προόδου, “γκρινιάρης” απέναντι στη μαζική κουλτούρα, ο Αντόρνο μπορεί να χαρακτηριστεί ένας μαιτρ της άρνησης. Αυτή όμως ακριβώς η διάσταση της σκέψης του είναι που επέσειρε και τη μεγαλύτερη κριτική, όχι μόνο από το γνωστό μαρξιστή κριτικό Γκεόργκι Λούκατς, που στα 1962 τον χαρακτήριζε ένοικο του “Ξενοδοχείου η Άβυσσος”, όπου “ο καθημερινός στοχασμός περί της αβύσσου μεταξύ εξαιρετικών γευμάτων ή καλλιτεχνικών διασκεδάσεων δεν μπορεί παρά να εξυψώσει περισσότερο την απόλευση των λεπτών απολαύσεων που προσφέρονται”, αλλά και από τον φιλελεύθερο αστό νομπελίστα συγγραφέα Τόμας Μαν. Εκείνος σε επιστολή του από τη Ζυρίχη το 1952 αναφωνούσε: “Ας υπήρχε μια μόνο θετική λέξη σε σας, αξιότιμε, που να επέτρεπε ένα έστω και κατά προσέγγιση όραμα της αληθινής, της δέουσας κοινωνίας!”. Ο Αντόρνο στην απάντησή του προσπάθησε να υπερασπιστεί το εαυτό του επικαλούμενος το μαρξισμό αλλά και την εγελιανή διαλεκτική: “Αν μου πέρασε κάτι στη σάρκα και το αίμα από τον Χέγκελ κι εκείνους που τον έβαλαν με τα πόδια κάτω, είναι ο ασκητισμός κατά της άμεσης έκφρασης του θετικού, πρόκειται πραγματικά για ασκητισμό, πιστέψτε με, καθώς θα ήταν πολύ κοντινότερο στη φύση μου το άλλο, η αχαλίνωτη έκφραση της ελπίδας”.
Γεννήθηκε στη Φρανκφούρτη στις 11 Σεπτέμβρη 1903 σε εύπορη αστική οικογένεια, καθώς ο πατέρας του Όσκαρ Αλεξάντερ Βίζενγκρουντ ήταν εβραϊκής καταγωγής μεγαλέμπορος κρασιών που είχε ασπαστεί τον προτεσταντισμό και η μητέρα του Μαρία Μπάρμπαρ Καλβέλι-Αντόρνο (της οποίας το πατρώνυμο υιοθέτησε ο φιλόσοφος αργότερα) τραγουδίστρια και πιανίστρια με καταγωγή από την Κορσική. Μεγάλωσε μέσα σε ένα άνετο και προστατευμένο περιβάλλον, που του κληροδότησε μια μόνιμη νοσταλγία τα παιδικά του χρόνια, κάνοντας τον να υιοθετήσει τη ρήση “Να μην ενηλικιώνεσαι, δίχως να παραμένεις παιδιάστικος”.
Ως εξαιρετικός μαθητής τελείωσε το σχολείο στα 17 του χρόνια δυο χρόνια νωρίτερα από το προβλεπόμενο. Παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα μουσικής πλάι στον μουσικοπαιδαγωγό και συνθέτη Μπέρνχαρντ Σέκλες, που έγινε αργότερα γνωστός ως ο πρώτος που δίδαξε σε ευρωπαϊκό ωδείο μαθήματα τζαζ, ενός είδους μουσικής που ο Αντόρνο πάντως αποστρέφονταν. Ως μαθητής ο Αντόρνο είχε γνωριστεί επίσης με τον συγγραφέα και κοινωνιολόγο Σίγκφριντ Κράκαουερ, με τον οποίο συνήθιζαν να διαβάζουν μαζί έργα του Καντ, που υπήρξε μια από τις πρώτες πνευματικές επιρροές στη φιλοσοφική του σκέψη.
Το 1921 ξεκίνησε να σπουδάζει φιλοσοφία, ψυχολογία, κοινωνιολογία και μουσική επιστήμη στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης και παράλληλα εργάστηκε ως μουσικοκριτικός σε καλλιτεχνικός περιοδικό της πόλης. Το 1924 παρουσίασε τη διατριβή του με επίκεντρο πτυχές της φαινομενολογίας του φιλοσόφου και μαθηματικού Έντμουντ Χούσερλ. Ως φοιτητής γνωρίστηκε με τον Μαξ Χόρκχαϊμερ και τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, που έμελλε να έχουν καθοριστική επίδραση στη μετέπειτα φιλοσοφική του εξέλιξη. Το 1925 πήγε στη Βιέννη για ανώτερες μουσικές σπουδές, ωστόσο δεν κατόρθωσε να εδραιωθεί ως συνθέτης στην καλλιτεχνική σκηνή της πόλης, αποφασίζοντας οριστικά να στραφεί στην ακαδημαϊκή του καριέρα.
Επέστρεψε στη Φρανκφούρτη και εργάστηκε ως αρχισυντάκτης του καλλιτεχνικού περιοδικού “Anbruch”, προσπαθώντας παράλληλα να βρει θέση λέκτορα στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης, κάτι που πέτυχε το 1931. Την περίοδο εκείνη συνανανστρεφόταν την καλλιτεχνική πρωτοπορία του Βερολίνου, ανάμεσά τους τον Κουρτ Βάιλ, τον Μπέρτολτ Μπρεχτ (απέναντι στον οποίο ήταν επιφυλακτικός, αντιδρώντας μεταξύ άλλων στην επίδραση που είχε ο συγγραφέας στο φίλο του Βάλτερ Μπένγιαμιν) και τον Χανς Άισλερ, θεωρητικό της μουσικής και συνθέτη, με τον οποίο μεταπολεμικά θα συνέγραφαν το βιβλίο “Σύνθεση για ταινίες”. Το βιβλίο κυκλοφόρησε ωστόσο μόνο με το όνομα του Άισλερ τ0 1947, καθώς ο Αντόρνο φοβόταν να συνδέσει το όνομά του με εκείνο ενός σοβιετόφιλου κομμουνιστή που ήδη είχε κληθεί να καταθέσει στην διαβόητη Επιτροπή Αντιαμερικανικών Υποθέσεων κι έτσι αναφέρεται μόνο στον πρόλογο. Ο ίδιος αργότερα βέβαια παραπονιόταν στη μητέρα του ότι ο συνθέτης θα έπρεπε να έχει εκείνος απαρνηθεί την πατρότητα του βιβλίου, καθώς ο Αντόρνο ισχυρίστηκε πως του ανήκε το “90%” του κειμένου. Ο Άισλερ ήταν και ο συνθέτης του ύμνου της ΓΛΔ “Αναστημένοι από τα ερείπια”, τον οποίο ο Αντόρνο, που έχει αποθανατιστεί σε εκπομπή να τραγουδά τον πρώτο στίχο, θεωρούσε διχαστικό κι επιθετικό, σε αντιστοιχία προφανώς προς τη γενική του αντιπάθεια προς τον υπαρκτό σοσιαλισμό.
Η ανάληψη της εξουσίας από τους ναζί σήμανε την απόλυσή του από το πανεπιστήμιο και την αφαίρεση της άδειας διδασκαλίας του. Παρόλαυτα, ο Αντόρνο τον πρώτο καιρό της δικτατορίας έτρεφε βαθιές αυταπάτες για την αντοχή του καθεστώτος, θεωρώντας επικείμενη την κατάρρευσή του και γι’αυτό ανέβαλε την αναχώρησή του από τη Γερμανία. Ήλπιζε μάλιστα εις μάτην να διασφαλίσει θέση μουσικοκριτικού στην “Vossische Zeitung”. Επιπλέον προέβη σε μια σειρά τουλάχιστον άστοχες ενέργειες, όπως το γεγονός πως αποδέχθηκε χωρίς αντίδραση την απαγόρευση της “νέγρικης” τζαζ από τους ναζί, υποστηρίζοντας πως ήδη έχει επέλθει “η στιγμή του μουσικού θανάτου της” πριν την απαγόρευση, ή ότι έγραψε θετική μουσικοκριτική για ένα έργο του οποίου τους στίχους έγραψε ο αρχηγός της χιτλερικής νεολαίας Μπάλντουρ φον Σίραχ. Σύμφωνα μάλιστα με κάποιες πηγές, ακόμα και το 1937, όταν ήδη βρισκόταν στο εξωτερικό, έκανε αίτηση μέλους στην Ένωση Συγγραφέων της Γερμανίας. Όταν μεταπολεμικά ήρθαν στην επιφάνεια αυτά τα περιστατικά, ο ίδιος τα απέδωσε σε “πολύ κακή κρίση”.
Αντιλαμβανόμενος τελικά ότι δεν υπήρχε μέλλον για εκείνον στη ναζιστική Γερμανία, κατέφυγε το 1934 στην Οξφόρδη, όπου έγινε δεκτός ως “προχωρημένος φοιτητής”, επιστρέφοντας όμως τακτικά στη Γερμανία, την οποία περιέγραφε με τα μελανότερα χρώματα, για να ανεφοδιάζεται οικονομικά από την οικογένειά του, δεδομένων των συναλλαγματικών περιορισμών που είχαν επιβάλει οι ναζί. Το 1937 τον ακολούθησε στη Βρετανία η επί χρόνια σύντροφός του Γκρέτελ Κάρπλους, την οποία παντρεύτηκε το 1937 κι η οποία παρέμεινε στο πλευρό του ως σύζυγος και γραμματέας ως το θάνατό του, παρά τις συχνές απιστίες του. Την επόμενη χρονιά το ζευγάρι μετοίκησε στις ΗΠΑ, κατόπιν πρόσκλησης του Χορκχάιμερ να εργαστεί στο Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας, που είχε μεταφέρει πλέον την έδρα του από τη Φρανκφούρτη στη Νέα Υόρκη.
Οι δυο άνδρες από το 1941 άρχισαν να συνεργάζονται στενά και βασικός καρπός της συνεργασίας και των συνομιλιών που κατέγραφε η σύζυγος του Αντόρνο ήταν η “Διαλεκτική του Διαφωτισμού” ένα έργο που προκάλεσε πάταγο στην εποχή του και εξακολουθεί να μελετάται ως σήμερα. Στο έργο αυτό υποστηρίζουν ανάμεσα σε άλλα πως ο Διαφωτισμός είχε ακολουθήσει μια πορεία αυτοκαταστοροφής, καθώς η πίστη στην αέναη πρόοδο και η εργαλειοποίηση του ορθού λόγου στην πραγματικότητα αντέστρεψαν τα ιδανικά του διαφωτισμού στο αντίθετό τους, επιτρέποντας την άνοδο του φασισμού, του ναζισμού και άλλων “ολοκληρωτισμών”. Οι συγγραφείς υποστηρίζουν πως η αποτυχία του διαφωτισμού έγκειται στην “ενότητα τυπικού και εργαλειακού ορθολογισμού” που διακρίνει τον τρόπο σκέψης που αυτός καλλιέργησε. Αυτός ο “χαρακτηριστικά δυτικός” τύπος ορθολογισμού εντοπίζεται από τους συγγραφείς ήδη στις απαρχές της ανθρώπινης ιστορίας. Οι μυθολογικές εξηγήσεις του κόσμου υποχώρησαν προς όφελος ορθολογικών ερμηνειών, αλλά η σταδιακή κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση μετατρέπεται κι αυτή σε μυθολογία, καθώς ο διαφωτισμός νοείται ως “κυριαρχία επί μιας αντικειμενοποιημένης εξωτερικής και μιας καταπιεσμένης εσωτερικής φύσης”. Πρόκειται για μια μυθολογία, της οποίας το αποκορύφωμα είναι ο θετικισμός του πραγματικού, που παρουσιάζει τις υφιστάμενες κοινωνικές σχέσεις ως αναγκαίες και εξουδετερώνει το άτομο έναντι των οικονομικών δυνάμεων. Οι συγγραφείς ερμήνευαν το έργο τους ως αντίδραση στην προθυμία της ¨τεχνολογικά εκπαιδευμένης μάζας” να υποταχθεί στο δεσποτισμό, συμπεριφορά που χαρακτήριζαν “κατάρρευση του αστικού πολιτισμού” και καταβύθιση σε μια “νέα μορφή βαρβαρότητας”. Από την άλλη απέρριπταν όμως τις κατηγορίες για συνολική απόρριψη του Διαφωτισμού, προτάσσοντας “την προετοιμασία μιας θετικής του έννοιας, που θα την αποδεσμεύση από την εμπλοκή της στην τυφλή κυριαρχία”.
Ένα απόσπασμα του βιβλίου που έκανε αυτοτελή “καριέρα”, είναι εκείνο που αφορά την “καλλιτεχνική βιομηχανία”, το οποίο νοείται ως συνέχεια ενός παλιότερου δοκιμίου του Μπένγιαμιν με τίτλο “Το έργο τέχνης την εποχή της τεχνολογικής του αναπαραγωγής”. Σε αυτό το απόσπασμα, οι δυο συγγραφείς καταφέρονται κατά των ΜΜΕ, ιδιαίτερα κατά της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, που με τα μαζικά τους προϊόντα έχουν περιορίσει την τέχνη σε απλή διασκέδαση και σε ασταμάτητες παραλλαγές του ολόιδιου. Σήμερα πολλές από αυτές τις παρατηρήσεις έχουν περάσει ως κοινός τόπος σχετικά με την κριτική στη μαζική κουλτούρα, αλλά παρά την αδιαμφισβήτητη επικαιρότητά τους, δεν παύουν να έχουν έναν αφοριστικό, γενικευτικό και μάλλον ελιτίστικο χαρακτήρα, που παρουσιάζει το κοινό συλλήβδην ως απαίδευτους παθητικούς δέκτες πνευματικών σκουπιδιών.
Ο Αντόρνο επέστρεψε το 1949 στη Γερμανία, μεταξύ άλλων λόγω της μεγάλης του αγάπης κι ευχέρειας στη γερμανική γλώσσα. Ακολούθησε ακαδημαϊκή σταδιοδρομία, διδάσκοντας στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτη και παράλληλα διευθύνοντας μαζί με τον Χορκχάιμερ το “Ινστιτούτο κοινωνικής έρευνας”, λίκνο της “κριτικής θεωρίας” που χαρακτήρισε τη “Σχολή της Φρανκφούρτης”.Στα πλαίσια της εργασίας του στο Ινστιτούτο συμμετείχε στην κοινωνιολογική έρευνα “Ο αυταρχικός χαρακτήρας”, που ανέλυε τη σχέση της υπακοής στην εξουσία με το φασισμό και δημοσιεύτηκε το 1949, την ίδια χρονιά που κυκλοφόρησε και το άρθρο του “Πολιτισμική κριτική και κοινωνία”, απ’΄όπου προέρχεται η διαβόητη φράση του πως “είναι βάρβαρο να γράφει κανείς ποιήματα μετά το Άουσβιτς”. Ο ίδιος αργότερα προσπάθησε να μετριάσει τις αντιδράσεις που εύλογα προκάλεσε ο αφορισμός του, εξηγώντας πως ο τελευταίος δεν σήμαινε απαγόρευση, ούτε αφορούσε μόνο την ποίηση, αλλά την κουλτούρα γενικά, παρότι αναγνώριζε το δικαίωμα έκφρασης των δεινών και την αναγκαιότητα της τέχνης ως “ιστορικό εκπρόσωπο της καταπιεσμένης φύσης”.
To 1951 κυκλοφόρησε το πολύ γνωστό του έργο “Μinima Moralia” στο οποίο περιλαμβάνει αφορισμούς και δοκίμια σε ποιητική γλώσσα πάνω σε διάφορα ζητήματα, όπως ο έρωτας, ο γάμος, ο θάνατος, η κατάπτωση των ηθών στην πολιτική και στην κοινωνία, τα ΜΜΕ και άλλα. Το φιλοσοφικό του “αντισύστημα”, όπως το αποκαλεί ο ίδιος, το θεμελιώνει στο βασικό του έργο την “Αρνητική διαλεκτική”, που κυκλοφόρησε το 1966. Στο περίπλοκο αυτό έργο ασχολείται με το διαχωρισμό της “έννοιας” από το “αντικείμενο”, εννοώντας πως η ταύτιση ενός αντικειμένου με μια έννοια βασίζεται στην αντίληψη πως οι ομοιότητες διαφορετικών πραγμάτων νοούνται ως η ουσία αυτών των τελευταίων, κάτι που σημαίνει πως η ταύτιση που προαναφέρθηκε στερεί κάτι από την πραγματική τους ταυτότητα. Όταν οι άνθρωποι ανάγουν τα πράγματα σε αφηρημένες έννοιες, εξασκούν πάνω τους ένα είδος καταναγκασμού, που προκύπτει ως αποτέλεσμα της μη ταύτισης του αντικειμένου με την έννοια που το συνοδεύει. Ο ίδιος θεωρεί πως με το έργο του θέτει τα θεμέλια μιας φιλοσοφικής κριτικής σε αυτού του είδους τον ομογενοποιητικό τρόπο σκέψης, ερμηνεύοντας τη μέθοδό του παράλληλα και ως εργαλείο κοινωικής κριτικής, καθώς κατά τη γνώμη του οι έννοιες διατυπώνονται στη βάσει υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων.
Μαζί με τον Χέρμπερτ Μαρκούζε υπήρξε από τους πιο προβεβλημένους στοχαστές της Σχολής της Φρανκφούρτης μεταξύ των αριστερών φοιτητών της δεκαετίας του ’60 και της μη κομμουνιστικής αριστεράς της ΟΔΓ ευρύτερα. Σε αντίθεση με το Μαρκούζε ωστόσο ο Αντόρνο κάθε άλλο παρά πρόθυμος να αναλάβει το ρόλο του μέντορα των διαμαρτυρόμενων φοιτητών ήταν, κάτι που οδήγησε και σε μια έντονη αντιπαράθεση δι’αλληλογραφίας που κράτησε ως το θάνατο του Αντόρνο.
Mετά τη δολοφονία του φοιτητή Μπένο Όνεζοργκ το 1967 από αστυνομικό στη διάρκεια διαδηλώσεων κατά του Πέρση σάχη στο Δυτικό Βερολίνο, ο Αντόρνο εξέφρασε τη “συμπάθειά του¨στο νεκρό του οποίου “η μοίρα δεν βρίσκεται σε καμία συνάρτηση με τη συμμετοχή του σε μια πολιτική διαδήλωση”. Ριζοσπάστες φοιτητές διέκοπταν επανειλημμένα τις διαλέξεις του, ενώ στις 31 Γενάρη, όταν διαμαρτυρόμενοι φοιτητές εισέβαλαν στο Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας απαιτώντας να ανοίξει επιτόπου συζήτηση για την πολιτική επικαιρότητα, ο ίδιος και ο έτερος διευθυντής του Ινστιτούτου δε δίστασαν να καλέσουν την αστυνομία και να καταθέσουν μήνυση κατά των καταληψιών. Ο ίδιος μάλιστα εμφανίστηκε ως μάρτυρας κατηγορίας ενάντια σε έναν φοιτητή του στο δικαστήριο. Τη στάση του προσπάθησε να δικαιολογήσει τόσο στη ραδιοφωνική του διάλεξη “Παραίτηση”, όπου έκανε μεταξύ άλλων λόγο για “ανυπομονησία έναντι της θεωρίας” και “ψευδοδράση”από πλευράς φοιτητικού κινήματος (ένα παράδειγμα που φάνηκε να δικαιώνει αυτό το χαρακτηρισμό, αν κι όχι τη συνολική στάση του Αντόρνο ήταν η εισβολή γυμνόστηθων φοιτητριών στην έδρα τον Απρίλη του 1969) όσο και σε συνέντευξή του στο Σπίγκελ το Μάη της ίδιας χρονιάς. Εκεί προσπαθούσε ουσιαστικά να απαντήσει στις αιτιάσεις της γερμανικής δεξιάς, που τον υποδείκνυε ανάμεσα στους υποκινητές των ενίοτε βίαιων επεισοδίων στη διάρκεια των κινητοποιήσεων της εποχής: “Είπα πρόσφατα σε τηλεοπτική μου συνέντευξη, πως ναι μεν είχα δημιουργήσει ένα θεωρητικό μοντέλο, αλλά δεν μπορούσα να υποψιαστώ, ότι υπάρχουν άνθρωποι που θα ήθελαν να το πραγματοποιήσουν με μολότοφ […] Από τότε που στο Βερολίνο το 1967 ξεκίνησε όλο αυτό το τσίρκο εναντίον μου, προσπάθησαν συγκεκριμένες ομάδες φοιτητών να με πιέσουν σε έκφραση αλληλεγγύης και απαίτησαν πρακτική δράση από πλευράς μου. Εγώ το αρνήθηκα.”
To καλοκαίρι του 1969 αναχώρησε με τη γυναίκα του για καλοκαιρινές διακοπές στους πρόποδες του Μάτερχορν, του ψηλότερου βουνού της Ελβετίας. Mετά από προσπάθεια ανάβασης στα 3000 μέτρα, άρχισε να νιώθει ταχυκαρδίες και λίγες μέρες αργότερα έπαθε έμφραγμα, που του στοίχισε τη ζωή στις 6 Αυγούστου 1969.