Βάλτερ Μπένγιαμιν – Μεσσιανισμός κι επανάσταση
Ο Μπένγιαμιν είχε μια στάση επιφυλακτικής συμπάθειας τόσο απέναντι στην ΕΣΣΔ, όσο και απέναντι στο γερμανικό κομμουνιστικό κίνημα, ενώ προς το τέλος της ζωής του απογοητεύτηκε λόγω του συμφώνου Μολότοφ – Ρίμπεντροπ.
Η συνεύρευση εβραϊκού μεσσιανισμού και διαφόρων προσλήψεων του μαρξισμού έδωσε αρκετά τέκνα, από τα οποία το έργο του Βάλτερ Μπένγιαμιν, με αποκορύφωμα τις “Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας” είναι ίσως το πιο ιδιότυπο και ξεχωριστό. Ο Μπένγιαμιν είχε πολυσχιδή ενδιαφέροντα, με γνωστότερα εκείνα της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής κριτικής, χωρίς να υποτιμάται και η φιλοσοφική του συνεισφορά, η οποία εξάλλου διατρέχει όλα του τα έργα, ανεξάρτητα του είδους στο οποίο τυπικά εντάσσονται. Γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου 1892 και μεγάλωσε σε μεγαλοαστικό γερμανοεβραϊκό περιβάλλον, καθώς ο πατέρας του ήταν πρώην τραπεζίτης που ασχολήθηκε με το εμπόριο αντικών. Σπούδασε φιλοσοφία, γερμανική φιλολογία και ιστορία της τέχνης στο Φράιμπουργκ και μετέπειτα στο Βερολίνο και το Μόναχο, καταλήγοντας τελικά εν μέσω Α’ Παγκοσμίου πολέμου στη Βέρνη της Ελεβετίας. Συνδέθηκε με το φιλόσοφο Έρνστ Μπλοχ και το συγγραφέα Χούγκο Μπαλ, ενώ αργότερα γνωρίστηκε με τον Γκέρσομ Σόλεμ, του πρώτου ακαδημαϊκού μελετητή της εβραϊκής μυστικιστικής παράδοσης της Καμπάλα, ο οποίος συνδέθηκε μαζί του με στενή φιλία και είχε επιρροή στην μετέπειτα πνευματική εξέλιξη του συγγραφέα.
To 1917 παντρεύτηκε την Ντόρα Κέλερ, με την οποία απέκτησαν ένα γιο, χώρισαν όμως το 1930. Το 1919 έγινε διδάκτορας με θέμα “Η έννοια της καλλιτεχνικής κριτικής στο γερμανικό ρομαντισμό”. To 1921 κυκλοφορεί το έργο του “Για την κριτική της βίας”, που είναι μια φιλοσοφική εξέταση του ζητήματος της βίας και της σημασίας της σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο, με έμφαση στη σχέση της με το δίκαιο και τη μυθική εξουσία. Λίγα χρόνια αργότερα θα γνωριστεί με τον Τέοντορ Αντόρνο και θα συνδεθεί έτσι με τη Σχολή της Φρανκφούρτης. To 1924 συνάντησε το μεγάλο έρωτα της ζωής του, τη Λετονή θεατρική διευθύντρια και ηθοποιός Άσια Λάτσις, που είχε στο ενεργητικό της σημαντικά επιτεύγματα στο χώρο του σοβιετικού παιδικού θεάτρου. Γνωρίστηκαν στο Κάπρι κι έκτοτε είχαν με διακοπές μια σχέση που κράτησε αρκετά χρόνια, η οποία λέγεται πως υπήρξε και αφορμή για την πιο συστηματική μύηση του Μπένγιαμιν στο μαρξισμό. Από την πλούσια συγγραφική παραγωγή του εκείνης της περιόδου ξεχωρίζει το δοκίμιό του για τις “Εκλεκτικές Συγγένειες” του Γκαίτε.
Με την εργασία του για την “Προέλευση του γερμανικού Trauerspiel” προσπαθεί να κάνει ακαδημαϊκή καριέρα στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης, το οποίο τον απορρίπτει όχι για επιστημονικούς λόγους, αλλά λόγω του “ανάρμοστου” τρόπου ζωής και εργασίας του. Το διάστημα 1926-1927 μένει στη Μόσχα, καταγράφοντας τις εμπειρίες και τις εντυπώσεις του σε ημερολόγιο που εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Μεγάλο μέρος των καταγραφών αφορά τις διακυμάνσεις της σχέσης του με τη Λάτσις, αποτυπώνει όμως και πτυχές της σοβιετικής κοινωνίας, με έμφαση στην καλλιτεχνική ζωή, ενώ εξετάζει τα υπέρ και και τα κατά της προσχώρησης στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο Μπένγιαμιν είχε μια στάση επιφυλακτικής συμπάθειας τόσο απέναντι στην ΕΣΣΔ, όσο και απέναντι στο γερμανικό κομμουνιστικό κίνημα, ενώ προς το τέλος της ζωής του απογοητεύτηκε λόγω του συμφώνου Μολότοφ – Ρίμπεντροπ. Σημαντικός σταθμός στη ζωή και το έργο του ήταν η γνωριμία και η συνεπακόλουθη φιλία του με το Μπέρτολντ Μπρεχτ, παρά τις κατά καιρούς καλλιτεχνικές και πολιτικές τους διαφωνίες. Είναι χαρακτηριστικό πως μετά την αυτοεξορία του Μπένγιαμιν στο Παρίσι το 1933 για να γλιτώσει από τους ναζί, όπου έζησε σε οικονομικά πολύ αντίξοες συνθήκες, άφησε τη γαλλική πρωτεύουσα μόνο τρεις φορές για να επισκεφτεί τον Μπρεχτ.
Βασικός πόρος διαβίωσης εκείνα τα χρόνια είναι η συνεργασία του με το Ινστιτούτο της Φρανκφούρτης που πλέον είχε μεταφέρει την έδρα του στη Νέα Υόρκη, καθώς ο Μπένγιαμιν συνέγραφε άρθρα για το περιοδικό του τελευταίου. Στο ίδιο περιοδικό θα δημοσιευτεί η εργασία του με τίτλο “Το έργο τέχνης την εποχή της τεχνικής του αναπαραγωγιμότητας” το 1936, όπου πραγματεύεται την απώλεια της μοναδικότητας του καλλιτεχνικού έργου λόγω των τεχνικών εύκολης αναπαραγωγής του, και τις συνέπειες του φαινομένου αυτού πάνω στη δυνατότητα πολιτικής χειραφέτησης των μαζών. Συγγράφει αυτοβιογραφικά έργα που θα κυκλοφορήσουν μετά το θάνατό του, ενώ το κύκνειο άσμα του “Παρίσι, πρωτεύουσα του 19ου αιώνα” θα μείνει αποσπασματικό και θα εκδοθεί με άλλο τίτλο χρόνια αργότερα.
Πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει το δοκίμιο του “Θέσεις για τη φιλοσοφία της Ιστορίας”, δίδοντας το χειρόγραφο στη Χάνα Άρεντ, που με τη σειρά της το μετέφερε στο Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας στη Νέα Υόρκη που επιμελήθηκε την έκδοση του έργου το 1942 στα πλαίσια τόμου αφιερωμένου στη μνήμη του νεκρού πια συγγραφέα. Το έργο έχει γραφτεί με νωπή την επίδραση του συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, ωστόσο είναι πιθανότερο πως το γεγονός -που δεν αναφέρεται πουθενά ονομαστικά στο κείμενο – επηρέασε περισσότερο τον τόνο, παρά το περιεχόμενο του κειμένου, που αποτελεί απόσταγμα μιας μακροχρόνιας διανοητικής πορείας και προσπάθεις συγκρητισμού μεσσιανισμού και ιστορικού υλισμού. Πολύ συνοπτικά βασικός στόχος του Μπένγιαμιν είναι να επιστήσει την προσοχή στο γεγονός πως κατά τη γνώμη του ο φασισμός δεν είναι παρέκκλιση από μια “κανονική” ιστορική πορεία, αλλά αντιθέτως η κατάσταση εξαίρεσης είναι εκείνη που αποτελεί τη συνηθέστερη ιστορική κατάσταση. Ακόμα πιο επικριτικός εμφανίζεται απέναντι στην παραδοσιακή γραμμική έννοια της προόδου, κυρίως όπως την εξέφραζε η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, που αντιλαμβάνεται τον ιστορικό χρόνο ως κενό και ομοιογενή. Παράλληλα επικρίνει ως αδυναμία της Γαλλικής Επανάστασης πως αποτέλεσε ένα “άλμα τίγρης στο παρελθόν” σε ένα πεδίο υπαγορευμένο από την άρχουσα τάξη, ενώ αντίθετα μια επανάσταση βασισμένη στη διαλεκτική όφειλε να είναι άλμα “κάτω από τον ελεύθερο ουρανό της ιστορίας”.
Η εισβολή των ναζί στο Παρίσι το 1940 θα σημάνει τη σύλληψη και αιχμαλωσία του Μπένγιαμιν, ο οποίος λίγο αργότερα απελευθερώνεται. Ο Μαξ Χορκχάιμερ από το Ινστιτούτο της Φρανκφούρτης του είχε διασφαλίσει βίζα για μετανάστευση στις ΗΠΑ κι έτσι ο Μπένγιαμιν ξεκίνησε το δρόμο του μέσω Μασσαλίας προς τη Λισσαβώνα για να φτάσει στον υπερατλαντικό προορισμό του. Φτάνοντας στην ισπανική συνοριακή πόλη Port Bou οι αρχές αρνούνταν να του επιτρέψουν την έξοδο από τη Γαλλία, σε αναμονή της βίζας και με ορατό τον κίνδυνο της παράδοσής του στη Γκεστάπο. Μη βλέποντας δρόμο διαφυγής, ο Μπένγιαμιν επιλέγει το δρόμο της αυτοκτονίας με χάπια μορφίνης, σαν σήμερα το 1940.