Ζαν-Πωλ Σαρτρ: Από το Χάιντεγκερ στο Μάο
Σφράγισε τα γαλλικά γράμματα στον 20ο αιώνα και υπήρξε το βασικό φιλοσοφικό πρόσωπο του υπαρξισμού. Προσπάθησε να αντισταθμίσει τον εγγενώς αντικοινωνικό χαρακτήρα των φιλοσοφικών του προταγμάτων με έντονη πολιτική δράση, που τον έφερε αρκετές φορές σε απροσδόκητα μονοπάτια.
Ο φιλόσοφος, δραματουργός και μυθιστοριογράφος Ζαν-Πωλ Σαρτρ συγκαταλέγεται στις εμβληματικότερες φυσιογνωμίες της γαλλικής διανόησης του 20ου αιώνα. Παρότι θεμελιωτής και βασικός εκπρόσωπος της υπαρξιστικής φιλοσοφίας, ενός ρεύματος εγγενώς ατομικιστικού και απαισιόδοξου (“Η κόλαση είναι οι άλλοι”), ο ίδιος υπήρξε δια βίου πολιτικά δραστήριος, διατηρώντας μια πολυκύμαντη σχέση με το κομμουνιστικό και ριζοσπαστικό κίνημα στη χώρα του και διεθνώς.
Γεννήθηκε στις 21 Ιούνη 1905 και μεγάλωσε στο σπίτι του παππού του από την πλευρά της μητέρας του, καθώς έχασε τον πατέρα του σε μικρή ηλικία. Μικροκαμωμένος και πάσχων από στραβισμό, δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής και στην αυτοβιογραφία του “Οι Λέξεις” (1963) περιγράφει πώς με τη μητέρα του πήγαινε από ομάδα σε ομάδα παιδιών στο πάρκο προσπαθώντας μάταια να γίνει αποδεκτός. Το γράψιμο ήταν από νωρίς το καταφύγιο σε έναν κόσμο που ένιωθε εχθρικό, βιώματα που επηρέασαν και τη φιλοσοφική του θεώρηση αργότερα. Μετά το σχολείο φοίτησε στη διάσημη École Normale Supérieure ως το 1929, όπου γνώρισε σημαντικούς συγγραφείς, όπως τον Κλωντ Λεβί-Στρως, αλλά και τη σύντροφο της ζωής του, επίσης φιλόσοφο και διάσημη φεμινίστρια Σιμόν ντε Μπωβουάρ. Από το 1931 ως το τέλος του πολέμου δίδαξε σε διάφορα λύκεια της Γαλλίας, με δυο διακοπές, την πρώτη φορά για σπουδές στο Βερολίνο το 1934, όπου μελέτησε το έργο των φιλοσόφων Νίτσε, Χάσερλ και Χάιντεγγερ, και τη δεύτερη όταν κλήθηκε να υπηρετήσει στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, όπου κι αιχμαλωτίστηκε από τους ναζί το 1940 για να απελευθερωθεί ένα χρόνο αργότερα.
To πρώτο το σημαντικό έργο ήταν το μυθιστόρημα “Η ναυτία” το 1938, που περιγράφει το αίσθημα αποστροφής που συνεπαίρνει τον πρωταγωνιστή όταν αποκτά συνείδηση του ίδιου του του σώματος. Για κάποιους μελετητές ήταν η ανατομία μιας ψυχοπαθολογίας, ενώ για άλλους μια σπουδή πάνω στην ανθρώπινη μοναχικότητα και ελευθερία. Σε κάθε περίπτωση στο έργο του ήδη εντοπίζονται σε λογοτεχνική μορφή οι βασικές προβληματικές που θα απασχολήσουν τη φιλοσοφία του υπαρξισμού στα επόμενα έργα του.
Έργο σταθμός στην αποκρυστάλλωση του υπαρξισμού υπήρξε η δημοσίευση του έργου “Το είναι και το μηδέν” (1943), όπου, έντονα επηρεασμένος από τις ιδέες του Χάιντεγκερ, όπως δείχνει και ο τίτλος (αναφορά στο έργο του Γερμανού φιλοσόφου “Είναι και Χρόνος” αντιπαραθέτει την ανθρώπινη συνείδηση (το μηδέν) στην ίδια την ύπαρξη (το είναι). Από το βιβλίο προέρχεται η διάσημη φράση “Είμαι καταδικασμένος να είμαι ελεύθερος”, που σηματοδοτεί το φόβο που νιώθει ο άνθρωπος μπροστά στο γεγονός πως είναι απόλυτα ελεύθερος να επιλέξει κάτι, χωρίς να έχει κανένα ηθικό οδηγό, καθώς τέτοια πρότυπα και πλαίσια δεν υπάρχουν, αλλά τα αποφασίζει ο καθένας για τον εαυτό του. Ο τρόμος αυτός οδηγεί συχνά τους ανθρώπους να πράττουν από αυτό που ονομάζει “κακή πίστη”, τη συμμόρφωσή τους δηλαδή με έναν κώδικα αξιών που θεωρούν ότι θα τους εξασφαλίσει την αποδοχή των άλλων. Ο ηθικός σχετικισμός που ανεξάρτητα από τις προθέσεις του συγγραφέα ως προς τις πρακτικές του συνέπεις, ενυπάρχει στην κεντρική ιδέα του βιβλίου και του υπαρξισμού γενικότερα, είναι ίσως και από τους λόγους που το βιβλίο κυκλοφόρησε χωρίς λογοκρισία από τις γερμανικές αρχές κατοχής, που ήλεγχαν μεταξύ άλλων και την πρωτεύουσα. Το κατά πόσον ο ίδιος ανέπτυξε αντιστασιακή δράση, μέσω της οργάνωσής του “Σοσιαλισμός κι Ελευθερία”, είναι ένα ζήτημα που αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής πως τον ίδιο, καθώς οι ως τώρα έρευνες δε δείχνουν να επιβεβαιώνουν κάποια δράση ή ενεργό παρουσία του ίδιου ή της οργάνωσης στη γαλλική αντίσταση.
Στο μεταπολεμικό του έργο “Υπαρξισμός και Ανθρωπισμός” (1946) διατυπώνει τη θέση-κλειδί της υπαρξιστικής φιλοσοφίας ότι η ανθρώπινη ύπαρξη προηγείται της ουσίας της, κι καθένας μόνος του καθορίζει τον εαυτό του, έχοντας όμως επίγνωση της ευθύνης που φέρει για ολόκληρη την ανθρωπότητα με τις επιλογές του. Για το Σαρτρ η αίσθηση πως δεν υπάρχει Θεός ή προκαθορισμένοι κανόνες για τις αποφάσεις μας είναι κάτι που λειτουργεί απελευθερωτικά και αισιόδοξα, παρά τα φαινόμενα περί του αντιθέτου. Η ελευθερία ως υποχρεώση προς το κοινωνικό σύνολο είναι κάτι που προσπαθεί να εκφράσει και μέσα από μια σχεδιαζόμενη τετραλογία με τίτλο “Οι δρόμοι της ελευθερίας”, εκ της οποίας τελικά δημοσιεύτηκαν τρεις τόμοι ως το 1949, καθώς μετέπειτα άλλαξε γνώμη για την δύναμη του μυθιστορήματος ως μέσου και στράφηκε στα θεατρικά έργα, με τα οποία είχε ασχοληθεί ήδη από το 1943, με το δράμα “Οι μύγες”. Τα θεατρικά του επικεντρώνονται γύρω από την ωμή εχθρότητα των ατόμων μεταξύ τους, ο Σαρτρ ωστόσο ισχυριζόταν πως το περιεχόμενό τους δε στερούνταν καθαρτικών στοιχείων. Με τη Μπωβουάρ ιδρύουν το περιοδικό “Σύγχρονοι Καιροί” το 1945, στο οποίο αρθρογραφεί τακτικά, ενώ ασχολείται επίσης με τη μελέτη του Μπωντλαίρ και του Ζενέ.
Την εποχή εκείνη ξεκινά η προσέγγιση του με το ΚΚ Γαλλίας, στο οποίο ωστόσο ποτέ δεν έγινε μέλος, ενώ εξέφραζε και τη συμπάθειά του προς την ΕΣΣΔ, την οποία επισκέφτηκε μεταξύ άλλων χωρών το 1954, δηλώνοντας ότι υπήρχε “πλήρης ελευθερία κριτικής”. Μετά τη σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία υιοθέτησε έντονα επικριτική στάση, δημοσιεύοντας στο περιοδικό του το άρθρο “Το φάντασμα του Στάλιν”, για να καταδικάσει την επέμβαση κι αυτό που θεωρούσε ως δουλικότητα του γαλλικού ΚΚ έναντι της ΕΣΣΔ. Τα επόμενα χρόνια και πολύ καιρό, θα υιοθετήσει μαοϊκές ιδέες, με τις κινεζόφιλες τάσεις να εκφράζονται ακόμα και με στήριξη των Κόκκινων Χμερ της Καμπότζης. To 1974 επισκέφτηκε τον κρατούμενο Αντρέας Μπάαντερ της RAF στη φυλακή, καταγγέλλοντας τις συνθήκες κράτησης. Στήριξε επίσης τα αντιαποικιακά κινήματα, όπως της Κούβας, αλλά ιδιαίτερα της Αλγερίας κατά της γαλλικής κυριαρχίας, κάτι που επέφερε δυο βομβιστικές απόπειρες εναντίον του από τη διαβόητη παραστρατιωτική οργάνωση OAS, ενώ αντιτάχθηκε και στον πόλεμο του Βιετνάμ. Προς το τέλος της ζωής του η αντισοβιετική του στάση οξύνθηκε κι άλλο, καθώς πρωτοστατούσε σε εκδηλώσεις υπέρ Σοβιετικών αντιφρονούντων, ενώ φαίνεται από συνεντεύξεις του να στράφηκε προς τον αναρχισμό.
Το κυριότερο έργο πολιτικής θεωρίας που έγραψε ήταν “Η κριτική του διαλεκτικού λόγου” (1960), στο οποίο αναλύει τη θέση πως παρά την επικαιρότητα του μαρξισμού, ο τελευταίος είχε αποστεωθεί, ιδιαίτερα στη σοβιετική του μορφή, εξαιτίας της προκαθορισμένης οικουμενικότητάς του, αντί να προσαρμοστεί στις συγκεκριμένες συνθήκες ύπαρξης που είναι διαφορετικές για κάθε συλλογικότητα. Μεταξύ άλλων αρνούνταν την ύπαρξη της έννοιας “τάξη” ως αντικειμενικής οντότητας, ενώ ήδη από τη δεκαετία του ’50 είχε Η επίκλησή του Σαρτρ σε αυτά που θεωρούσε ανθρωπιστικά ιδεώδη του νεαρού Μαρξ, τον έφεραν σε αντιπαράθεση με τον επίσης διάσημο δυτικομαρξιστή φιλόσοφο Λουί Αλτουσέρ, ο οποίος πρότεινε μια “αντι-ανθρωπιστική” ανάγνωση του Γερμανού φιλοσόφου, βασισμένος σε αυτό που αποκαλούσε “επιστημολογική τομή” του νεαρού και του ώριμου Μαρξ, εισερχόμενος από το πεδίο της “ιδεολογίας” σε εκείνο της “επιστήμης”. Ο Σαρτρ σχεδίαζε κι έναν δεύτερο τόμο του εν λόγω έργου, σχέδιο που τελικά εγκατέλειψε, για να αφιερωθεί στην έκδοση της αυτοβιογραφίας του “Οι λέξεις”, χάρη στις οποίες η Σουηδική Ακαδημία αποφάσισε να τον βραβεύσει με το βραβείο Νόμπελ το 1964, παρά την άρνηση του ίδιου να το αποδεχτεί. Άρνηση που αργότερα δικαιολόγησε λέγοντας πως δεν ήθελε το βραβείο να τον “μεταλλάξει” ή να ερμηνευθεί ότι έπαιρνε θέση στην κόντρα Ανατολής-Δύσης παραλαμβάνοντας ένα βραβείο ξεκάθαρα συνδεδεμένο με τη δυτική κουλτούρα.
‘Ενα από τα τελευταί μεγάλα έργα του είναι η τετράτομη μελέτη του για το Φλωμπέρ, που δημοσιεύτηκε το 1971. Την τελευταία δεκαετία της ζωής του η υγεία του επιδεινωνόταν συνεχώς, λόγω μανιώδους καπνίσματος και χρήσης αμφεταμινών μεταξύ άλλων, ενώ πριν πεθάνει ήταν σχεδόν τελείως τυφλός. Έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 1980 από πνευμονικό οίδημα και οι στάχτες του τάφηκαν στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς.