Η μοναρχία ως θεσμός της αστικής εξουσίας κρίθηκε. Η αστική εξουσία;
Η βασιλεία υπήρξε θεσμός συμβατός το μεγαλύτερο διάστημα με την αστική εξουσία, τα συμφέροντα, τις αντιθέσεις και τις διεθνείς συμμαχίες της εξέφρασε, αυτήν την αστική εξουσία υπηρέτησε με τις πράξεις της. Ασφαλώς, ευθύνεται στον βαθμό που της αναλογεί για πολλά και τραγικά (πόλεμοι, δολοφονίες, αντιλαϊκές πολιτικές, αυταρχισμός, οπισθοδρόμηση, παρασιτική της λειτουργία).
Συνοπτικά, από διάφορα πρόσωπα των αστικών κομμάτων διαμορφώνονται οι παρακάτω τοποθετήσεις: Ορισμένοι, υπό τη φράση «θα κριθεί από την ιστορία ο Κωνσταντίνος», μετατοπίζουν στο μέλλον την οριστική κρίση και του ίδιου και του μοναρχικού θεσμού. Γενικότερα, αποσιωπούν προς ώρας το αρνητικό του παρελθόν για τα λαϊκά – εργατικά στρώματα και επιδιώκουν μια ευνοϊκότερη αντιμετώπισή του μετέπειτα και από τμήμα των στρωμάτων αυτών, ως έναν θεσμό ο οποίος πρόσφερε στην αστική συγκρότηση και θωράκιση της Ελλάδας.
Αλλοι, υπό τη φράση «έληξε το θέμα το 1974 με το δημοψήφισμα», μιλούν για οριστική καταδίκη των Γκλύξμπουργκ και της μοναρχίας. Επί της ουσίας, απομονώνουν τον μοναρχικό θεσμό από το αστικό σύστημα του οποίου υπήρξε τμήμα και θεωρούν την καθιέρωση της προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ως «λύση» όλων των συνυφασμένων και με τον μοναρχικό θεσμό προβλημάτων.
Οι συγκεκριμένες δύο τοποθετήσεις «τέμνονται» στην ίδια θεμελιακή επιδίωξή τους για τη διασφάλιση του αστικού συστήματος, στην καλλιέργεια περαιτέρω εμπιστοσύνης προς αυτό και εν τέλει στην ισχυροποίησή του.
Εν πρώτοις, η θέσπιση του μοναρχικού θεσμού (προβλέφθηκε στο πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 και εγκρίθηκε στη συνέχεια και από την Ε’ Εθνοσυνέλευση στις 5.12.1831)1 ήταν απόφαση τμήματος της εγχώριας αστικής τάξης και επιδίωξη ορισμένων «Μεγάλων Δυνάμεων» (Αγγλία, Γαλλία) στην οποία συνηγόρησε και η Ρωσία, με στόχους την ταχύτερη από ό,τι πρωτύτερα συγκρότηση ενός συγκεντρωτικού αστικού κράτους στην τότε Ελλάδα αντί των υπαρχόντων ακόμη τοπικών διοικήσεων και οργάνων, την κατά το δυνατόν ισχυροποίηση αυτού του κράτους και τη ρύθμιση των ανισότιμων σχέσεων αυτού του κράτους με καθεμία από τις «Μεγάλες Δυνάμεις».
Ενδεικτικά είναι τα παρακάτω γεγονότα. Στη διάρκεια της βασιλείας του Οθωνα προωθήθηκαν σημαντικές αστικές μεταρρυθμίσεις και συγκεντρωτικοί θεσμοί (αυτοκέφαλο της ελληνικής εκκλησίας, Συμβούλιο της Επικρατείας, Ελεγκτικό Συνέδριο). Και το 1911, προ των Βαλκανικών πολέμων, οι μεταρρυθμίσεις Ελ. Βενιζέλου (ασυμβίβαστο μεταξύ βουλευτικής και στρατιωτικής ιδιότητας, μονιμότητα δικαστικών και κρατικών υπαλλήλων) υποστηρίχτηκαν από τον Γεώργιο Α’. Η επιδοκιμαζόμενη από την αστική ιστοριογραφία «προσαρμοστικότητα» του τελευταίου ήταν «προσαρμοστικότητα» του μοναρχικού θεσμού στις εμφανιζόμενες τότε ανάγκες του ελληνικού καπιταλισμού.
Ο Οθωνας για παράδειγμα πρώτος και έπειτα όλοι οι μετέπειτα βασιλείς υιοθέτησαν τον μεγαλοϊδεατισμό, τον προσανατολισμό ο οποίος θεωρήθηκε αναγκαίος από την πλειοψηφία των αστικών δυνάμεων για την εδαφική επέκταση του αστικού κράτους και συνεπακόλουθα και την ανάπτυξή του. Εξ ου και στήριξαν όλες τις εξεγέρσεις των υπό οθωμανική κατοχή περιοχών, ακόμη και όταν δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις επιτυχίας (Ηπειρος και Θεσσαλία το 1854, πόλεμος του 1897 κ.ά.).
Η άνοδος πάλι του Γεωργίου Α’ στον θρόνο της Ελλάδας επισφράγισε τον τερματισμό της ενδοαστικής σύγκρουσης πεδινών – ορεινών το 1862. Η συμφωνία έπειτα του ίδιου με τον Ελ. Βενιζέλο το 1910 για την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον τελευταίο οδήγησε στην αποκατάσταση της σταθερότητας, μετά το κίνημα στου Γουδή. Για τον ίδιο λόγο και ο Ελ. Βενιζέλος διατήρησε τον μοναρχικό θεσμό με όλες τις εξουσίες του στο Σύνταγμα του 1911.
Ο μοναρχικός θεσμός λειτούργησε ασφαλώς ενοποιητικά, όποτε το αστικό σύστημα αμφισβητήθηκε, ιδίως κατά τον ταξικό αγώνα του ΔΣΕ την τριετία 1946-1949.
Κατά το δημοψήφισμα τον Σεπτέμβρη 1946, η επάνοδος του Γεωργίου Β’ Γκλύξμπουργκ στην Ελλάδα υποστηρίχτηκε από όλες τις αστικές δυνάμεις, ακόμη και από όσες δυνάμεις της παράταξης των Φιλελευθέρων ήταν προηγουμένως πολέμιοι της μοναρχίας (π.χ. Γιώργος Παπανδρέου). Υποστηρίχτηκε ακριβώς γιατί ο μοναρχικός θεσμός αποτελούσε μια «δικλίδα ασφαλείας» για το ίδιο το αστικό σύστημα.
Για αυτό και σήμερα αστοί ιστορικοί με άνεση καταδικάζουν το δημοψήφισμα του Κονδύλη το 1935, με ερώτημα και τότε την επάνοδο ή όχι του Γεωργίου Β’, ως μια διαδικασία νοθείας και εξαναγκασμού, ελάχιστα όμως αναφέρονται στο δημοψήφισμα του 1946. Αναμενόμενα την τριετία 1946-1949 και μετά, ο μοναρχικός θεσμός τίθεται επικεφαλής του αντικομμουνιστικού αγώνα (στρατιωτικές επιχειρήσεις στο όνομα του βασιλιά, αναγκαστικοί νόμοι και διατάγματα, τόποι εξορίας, παιδουπόλεις της Φρειδερίκης κ.ά.). Το αστικό Σύνταγμα του 1952 δίνει στον βασιλιά τη δυνατότητα εξωκοινοβουλευτικών παρεμβάσεων στο πολίτευμα. Αυτή η δυνατότητα θα αξιοποιηθεί από τη μοναρχία, με απόφασή της φυσικά, στις κατά καιρούς εξωκοινοβουλευτικές της παρεμβάσεις.
Διαρκής υπήρξε ο ανταγωνισμός της μοναρχίας και των Ενόπλων Δυνάμεων των οποίων προΐστατο με άλλους αστικούς θεσμούς, με την εκτελεστική εξουσία και με ορισμένες αστικές πολιτικές δυνάμεις κάθε περιόδου, με αντικείμενο τον καθορισμό των εξουσιών της μοναρχίας. Στο πλαίσιο αυτό, η Επανάσταση της 3ης Σεπτέμβρη 1843 οδήγησε στην ψήφιση Συντάγματος, το οποίο αντικατέστησε την απόλυτη μοναρχία με τη συνταγματική και εγκαινίασε το εκλεγμένο κοινοβούλιο.
Το Σύνταγμα του 1864 ορίζει ως πολίτευμα τη βασιλευομένη δημοκρατία και ως πηγή της εξουσίας την Εθνοσυνέλευση και όχι τον βασιλιά. Το 1878, η καθιέρωση της «αρχής της δεδηλωμένης» με πρόταση του Χαρίλαου Τρικούπη υποχρέωσε τον βασιλιά να δίνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε πρόσωπο του πρώτου σε ψήφους κόμματος. Το κίνημα στου Γουδή το 1909 ζητούσε την απομάκρυνση της βασιλικής οικογένειας από το στράτευμα.
Τα επόμενα χρόνια ο ανταγωνισμός και η δυσλειτουργικότητα του μοναρχικού θεσμού οξύνθηκαν. Στη διάρκεια του ονομαζόμενου «Εθνικού Διχασμού» η μοναρχία εξέφρασε εκείνο το τμήμα της αστικής τάξης το οποίο αντιτίθετο στην άμεση συμμετοχή στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, υπέρ της ουδετερότητας η οποία ωφελούσε την Γερμανία.
Μετά την εκλογική ήττα του Ελ. Βενιζέλου το 1920, η φιλομοναρχική κυβέρνηση συνέχισε τη Μικρασιατική Εκστρατεία έως την ήττα της. Υπό το βάρος της Μικρασιατικής Καταστροφής, της συσσωρευμένης λαϊκής οργής και του κινδύνου για το αστικό σύστημα ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’ (Γκλύξμπουργκ) εγκαταλείπει την Ελλάδα και το 1924 η μοναρχία καταργείται για πρώτη φορά.
Σε μια εποχή επίσης στην οποία προετοιμαζόταν η σύνδεση της Ελλάδας με την τότε ΕΟΚ και στην οποία οι ενδοαστικοί ανταγωνισμοί οξύνονταν με επίκεντρο την επίλυση του κυπριακού ζητήματος και διαπλέκονταν με τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στην Ανατολική Μεσόγειο, τα αδιέξοδα του αστικού συστήματος και τα προβλήματα στη σχέση του με τη βασιλεία διογκώθηκαν. Σε αυτές τις συνθήκες, η προικοδότηση της πριγκίπισσας Σοφίας, η δολοφονία Λαμπράκη και τα Ιουλιανά, γεγονότα στα οποία καταγράφεται ιδιαίτερη ευθύνη της βασιλείας, προκαλούν τεράστιες λαϊκές διαμαρτυρίες.
Στη συνέχεια η δικτατορία αποτέλεσε μια προέκταση των χαρακτηριστικών και των αδιεξόδων του αστικού πολιτικού συστήματος και μια προσπάθεια επίλυσης των τελευταίων από εκείνο το τμήμα της αστικής τάξης το οποίο διέθετε τις μεγαλύτερες δυνάμεις στον Στρατό.
Ετσι, παρά τον αρχικό συμβιβασμό του Κωνσταντίνου Β’ (Γκλύξμπουργκ) μαζί της και την προετοιμασία δικού του πραξικοπήματος προ αυτού των συνταγματαρχών, το πρόβλημα «βασιλεία» παραμένει. Ο ορισμός του Ζωιτάκη ως αντιβασιλέα από την κυβέρνηση και όχι από τον βασιλιά μετά το αποτυχημένο κίνημα του Κωνσταντίνου το αποδεικνύει. Το ίδιο αποδεικνύει και το δημοψήφισμα για το χουντικό σύνταγμα του 1973, το οποίο καταργούσε τη βασιλεία.
Τελικά, η βασιλεία καταργείται οριστικά σε συνθήκες αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, με μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία (69,18%) στο δημοψήφισμα του 1974.
1. Αλέκα Παπαρήγα, «Για το αστικό σύνταγμα και τις αναθεωρήσεις του», Κομμουνιστική Επιθεώρηση τ. 5, 2018, σ. 19-60.