Και ποιος θα μιλήσει για πολιτική, έμπνευση και την τέχνη της επανάστασης, αν δεν το κάνουν οι καλλιτέχνες;
“Πολεμάμε και τραγουδάμε” – Οι καλλιτέχνες, η απελευθέρωση και η δεκαετία του ’40
Τι χρήσιμο μπορεί να δώσει σε έναν καλλιτέχνη -και όχι μόνο- μια εκδήλωση για τη δεκαετία του ’40 και δη υπό το πρίσμα του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ; Καταρχάς το έναυσμα να διαβάσει το δοκίμιο, που αφιερώνει δύο τόμους (Β1 και Β2) στη συγκεκριμένη περίοδο, αλλά και ξεχωριστές ενότητες για τη συμμετοχή των καλλιτεχνών στα πλούσια γεγονότα της. Και επίσης τροφή για σκέψη και προβληματισμό, όπως αποδείχτηκε στην πράξη προχτές στην αίθουσα Ντε Κίρικο της Σχολής Καλών Τεχνών (σε ένα βιομηχανικό τοπίο που πάει γάντι με τους καλλιτέχνες και ειδικότερα, με τεχνικές και ρεύματα οικεία σε αυτό το κοινό, όπως το Bauhaus και ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός), στην εκδήλωση που οργάνωσε η ΤΟ Καλλιτεχνών για την 75η επέτειο από την Απελευθέρωση της Αθήνας, με ομιλήτρια την Ελένη Μπέλλου από το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ. Μια μεστή εκδήλωση με άκρως ενδιαφέρον θέμα, ακόμα και αν έμειναν αναπάντητα κάποια ζητήματα που θίχτηκαν μεν αλλά αναλύονται πιο ολοκληρωμένα στις σελίδες του Δοκιμίου -όπως για τις θέσεις του Πουλιόπουλου στο ερώτημα “δημοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα;”
Γιατί ειδικά για τη δεκαετία του ’40; Γιατί ήταν μια περίοδος που τη σφράγισαν οι μεγαλύτεροι αγώνες του λαού μας. Αγώνες που διαμόρφωσαν μαζικά συνειδήσεις, συμβάλλοντας στη μεταστροφή πολλών κορυφαίων καλλιτεχνών που προσέγγισαν το οργανωμένο λαϊκό κίνημα, αλλά κι επαναστατική κατάσταση, που έβαζε επί τάπητος το ζήτημα της εξουσίας. Και οι ανεπαρκείς απαντήσεις που δόθηκαν σε αυτό το ζήτημα, επηρέασαν κι αυτές με τη σειρά τους τη διαμόρφωση συνειδήσεων, αλλά και τη βάση του προβληματισμού πχ κάποιων λογοτεχνών μιας γενιάς, που ήταν ηρωική, είχε αντίστοιχα βιώματα, αλλά η ματιά της σε αυτήν τη δεκαετία δεν ξέφευγε πάντα από την παγίδα της λαθολογίας, την αποστασιοποίηση (όχι την μπρεχτική προφανώς), τον πεσιμισμό, κτλ.
Τίποτα δεν είναι πιο άστοχο από το στερεότυπο που αποσυνδέει την τέχνη από την πολιτική και λέει πως η τελευταία αφαιρεί τους χυμούς της ζωής, την περιπέτεια, την αμφισβήτηση, ότι προσκολλάται σε “δόγματα” και μας δίνει σκουπίδια -από καλλιτεχνική άποψη- με απλοϊκά δοσμένα νοήματα. Οπότε πρέπει να μείνει μακριά από διακηρύξεις και έναν στείρο διδακτισμό, αν θέλει να σώσει την ψυχή της. Μα σοβαρά τώρα; Δηλαδή αν δε μιλήσουν οι καλλιτέχνες για την πολιτική, για την τέχνη της επανάστασης, για την έμπνευση που λείπει από τη ζωή μας αλλά μπορούν να μας την δώσουν τα υψηλά ιδανικά και ο αγώνας, τότε ποιος θα το κάνει; Η στρατευμένη τέχνη δεν είναι στείρος λόγος, με κομματική ιδιοτέλεια, έχει όμως ταξικό προσανατολισμό -όπως είπε η Μπέλλου- και αυτό είναι η πυξίδα της, για να βρει το νόημα, αυτό που θέλει να πει, σε αντίθεση με αυτούς που δεν έχουν να πουν τίποτα και χρησιμοποιούν κούφιες φράσεις, όπως “δημοκρατία για όλους”, που είναι περίπου σαν να λέμε πχ “τέχνη για όλους”. Άλλοι να πηγαίνουν στο Μέγαρο Μουσικής και να είναι υπεράνω νόμων, και άλλοι να ψηφίζουν μια φορά στα τέσσερα χρόνια και να βγαίνουν έξω ακόμα σπανιότερα, για να κάνουν οικονομία στην τσέπη τους και τα έργα τέχνης που μπορούν να καταλάβουν -και βασικά ό,τι δείξει η τηλεόραση.
Αρκεί βέβαια η δική μας στρατευμένη τέχνη να είναι όντως τέτοια, δηλαδή τέχνη, και να μην ξεχνάει κάποιο από τα δύο συνθετικά της εις βάρος του άλλου. Όπως είπε και η Μελά στην παρέμβασή της στο τέλος, η τέχνη δεν περιγράφει τα γεγονότα, και ο (σοσιαλιστικός) ρεαλισμός είναι κάτι πολύ βαθύτερο από τον νατουραλισμό -με την Μπέλλου να προσθέτει πως οι κομμουνιστές καλλιτέχνες θα βρουν τη μορφή και την έμπνευση που ψάχνουν, όσο συνεχίζουν να ψάχνονται. Και αυτό ισχύει στο ακέραιο και για την τέχνη της πολιτικής, ή ειδικότερα την τέχνη του ρήτορα, που πρέπει πάντα να βρίσκει την κατάλληλη μορφή που υπηρετεί καλύτερα το περιεχόμενό του, όχι για να το σκεπάσει και να αφήσει τις εντυπώσεις να σκεπάσουν την ουσία -όπως κάνουν κατεξοχήν οι αστοί πολιτικοί στη Βουλή, που τα τελευταία πολλά χρόνια περνάει κρίση ταλέντων πάντως. Αλλά για να το μεταδώσει όσο καλύτερα γίνεται, με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο και μια μορφή αντάξια των μεγάλων ιδεών και μηνυμάτων που θέλει να αναδείξει.
Απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, για να μπορεί ένας καλλιτέχνης να έχει ερεθίσματα και να τα αναπλάθει δημιουργικά, είναι να είναι ευαίσθητος δέκτης της εποχής του και των μηνυμάτων της, να έχει ανοιχτές τις κεραίες του, και -το κυριότερο- να μελετάει (να διαβάζετε, να διαβάζετε και να διαβάζετε, όπως συμβούλευε ο Λένιν στην εποχή του). Και δε νομίζω πως μπορεί να βρει κανείς πολλές περιπτώσεις, όπου το στέλεχος ενός κόμματος να δείχνει τόση εμπιστοσύνη στους καλλιτέχνες, αλλά και προσδοκίες από αυτούς: “Μελετήστε, γιατί περιμένουμε πολλά από εσάς”. Και να τους προτρέπει μάλιστα να αποτυπώσουν και τις αντιφάσεις που είχε το Κόμμα και το λαϊκό κίνημα στον αγώνα του. Μελετήστε τις αντιφάσεις μας, για να τις καταλάβετε και να τις αναδείξετε…. Ποιο άλλο κόμμα θα μπορούσε να βγάλει θαρραλέα προς τα έξω κάτι αντίστοιχο;
Στην εκδήλωση υπήρχε ειδική αναφορά -τόσο εισηγητικά, όσο και στη συζήτηση που ακολούθησε- στο “θέμα των ημερών” σχετικά με την Ελένη Παπαδάκη και την αίθουσα του Εθνικού που πήρε το όνομά της. Προφανώς όχι με καλλιτεχνικά κριτήρια, όση κι αν ήταν η αξία της ηθοποιού. Και προφανώς αγνοώντας πως το ΕΑΜ μερίμνησε για την υπόθεση και εκτέλεσε αυτούς που την σκότωσαν. Ή μάλλον ακριβώς γιατί δεν το αγνοούν καθόλου αλλά θέλουν να μην το μάθει ο κόσμος, να ρίξουν λάσπη, να δημιουργήσουν εντυπώσεις για τους “αιμοσταγείς κομμουνιστές”, που εξοντώνουν τους αντιπάλους τους…
Από την ομιλήτρια, κρατάμε στα αξιοσημείωτα και την προαναγγελία της κυκλοφορίας του εμπλουτισμένου τόμου του Δοκιμίου Ιστορίας για την περίοδο 1950-1974 στο προσεχές μέλλον. Ο παλιός δεύτερος τόμος κάλυπτε την περίοδο ως τη διάσπαση του 1968, ενώ στη νέα μορφή του θα πιάνει όλη την περίοδο της επταετούς χούντας, για να καλύψει ο επόμενος το κεφάλαιο της Μεταπολίτευσης.
Θα ήταν παράλειψη, επίσης, να μη σταθούμε -όπως έκανε και η ομιλήτρια- στην έκδοση της Σύγχρονης Εποχής και το βιβλίο του Βασίλη Μόσχου που καταπιάνεται με το πολύ ενδιαφέρον ζήτημα της θέσης των λογοτεχνών σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο και την ταξική αναμέτρηση εκείνων των χρόνων.
Και κλείνουμε με μια ποιητικά εικόνα, αν δεν κάνω λάθος της Ρόζας Λούξεμπουργκ -γιατί τα πολιτικά κείμενα και οι ομιλίες είναι και αυτά μια μορφή τέχνης ή τουλάχιστον με αρκετά καλλιτεχνικά στοιχεία- που θα μπορούσε να απαντά εμμέσως και στην ερώτηση ενός συντρόφου για όσους ακούνε τις διαφορετικές εκδοχές -τη δική μας και του ταξικού αντιπάλου- και τείνει να πιστέψει “μετριοπαθώς” πως η αλήθεια πρέπει να είναι κάπου στη μέση. Θυμίζοντας κατά μία έννοια αυτό που έλεγε σατιρικά η Ρόζα για τις αυταπάτες των μικροαστών, που πιστεύουν πως αν κυλάμε έναν βράχο σε μια πλαγιά, μπορούμε να τον αφήσουμε στη μέση της και αυτός να μείνει εκεί -κάπου στη μέση…- χωρίς να τον φτάσουμε στην κορυφή, και χωρίς να κατρακυλήσει προς τα κάτω, στους πρόποδες, για να αρχίσει το μαρτύριο του Σίσυφου, όσο το πάθημα δε γίνεται μάθημα και δε βγαίνουν συμπεράσματα. Και είναι πολύ σημαντικό να υπάρχουν αυτά τα τελευταία, τόσο στη ζωή, όσο και στην τέχνη…