Μάγδα Φύσσα: “Η ελληνική κοινωνία είναι συνυπεύθυνη για τη δολοφονία του γιου μου”
Το αίμα του Παύλου έχει κυλήσει στα χέρια των ψηφοφόρων της Χ.Α. Ακόμη και τώρα η πλειονότητα δεν γνωρίζει και δεν ενδιαφέρεται να ασχοληθεί για ποιον λόγο έγινε. Κυρίως δεν επιθυμεί να μάθει. Διότι, αν σκαλίσει για να διαπιστώσει τι πραγματικά συνέβη, θα αντικρίσει στον καθρέφτη τον ίδιο της τον εαυτό.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη της Μάγδας Φύσσας στον Γιάννη Πανταζόπουλο και τη Lifo.gr, (Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν) όπου μιλά για την οικογένειά της, τη δολοφονία του Παύλου, τη δίκη της ΧΑ, την πολιτική απήχηση της τελευταίας, τις ευθύνες της κοινωνίας για αυτό το φαινόμενο, τους φασίστες και το αντιφασιστικό κίνημα. Δε χρειάζεται να συμφωνήσει κανείς σε όλα, για να δει πως η Μάγδα λέει με τον δικό της τρόπο πολλές αλήθειες.
• Γεννήθηκα το 1960 στο Χαλκιόπουλο Αιτωλοακαρνανίας. Είμαι το τελευταίο παιδί μιας οικογένειας με επτά παιδιά και απόγονος του Γεώργιου Καραϊσκάκη. Μεγάλωσα στα χωριά του Βάλτου, στους κόλπους μιας αγροτικής οικογένειας, ως την ηλικία των δώδεκα ετών, οπότε αποφασίσαμε να μετακομίσουμε στην πρωτεύουσα. Ο πατέρας μου ήταν κτηνοτρόφος ‒μια περίοδο ήταν και αγροφύλακας‒, ενώ η μητέρα μου βοηθούσε κι εκείνη στις γεωργικές εργασίες, παρά τις αυξημένες υποχρεώσεις μιας πολύτεκνης οικογένειας. Όταν ήρθαμε στην πόλη, ο πατέρας μου δούλεψε στα λιπάσματα, ενώ η μητέρα μου παρέμεινε νοικοκυρά.
• Τα παιδικά μας χρόνια είναι αυτά που διαμορφώνουν τη ζωή μας. Οι γονείς μου ήταν άνθρωποι ανοιχτοί, με πολλή αγάπη μεταξύ τους και με δημοκρατικά ιδεώδη. Μας γαλούχησαν με τις έννοιες της ελευθερίας και της αλληλεγγύης. Απ’ αυτούς διατηρώ πολύ έντονα την ανιδιοτέλεια, την ειλικρίνειά τους και, κυρίως, ότι ήταν άνθρωποι που δεν τους άρεσαν τα πολλά λόγια, προτιμούσαν τις πράξεις. Στο χωριό διαπαιδαγωγήθηκα με το αίσθημα της ανεξαρτησίας, της χειραφέτησης και της αυτονομίας. Ως παιδί ένιωθες ξέγνοιαστος, δεν είχες να φοβηθείς τίποτα και όλος ο κόσμος σού ανήκε.
• Ακόμα και σήμερα στο Κερατσίνι νιώθω «φιλοξενούμενη». Ο τόπος μου είναι εκεί, στο χωριό. Έχω συγκρατήσει στη μνήμη μου τη χαρά, τον ενθουσιασμό, τη φροντίδα και τη ζωντάνια εκείνων των χρόνων. Ύστερα ακολούθησαν οι λύπες, οι πίκρες και ο αβάσταχτος πόνος. Ωστόσο, έχω να επισκεφτώ τα μέρη όπου γεννήθηκα από το καλοκαίρι του 2013, δύο μήνες πριν δολοφονηθεί ο Παύλος. Ήταν το τελευταίο ανέμελο καλοκαίρι της ζωής μου. Συναισθηματικά και σωματικά δεν έχω τη δύναμη να βρεθώ ξανά εκεί. Από τότε που έχασα τον γιο μου δεν έχω πάει ούτε στο εξοχικό μας στη Σαλαμίνα.
• Με τον σύζυγό μου γνωριστήκαμε το 1975 και παντρευτήκαμε δύο χρόνια αργότερα. Εκείνος εργάστηκε σκληρά στα ναυπηγεία αλλά και στη Ζώνη του Περάματος. Ευτυχώς, βγήκε στη σύνταξη προτού κυριαρχήσει το χάλι με τους φασίστες στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη. Μέχρι το 2013 εργαζόμουν ανελλιπώς στον τομέα του υφάσματος. Σε μια βιοτεχνία για πέντε χρόνια και στη συνέχεια κατ’ οίκον. Υπήρχαν πολλές δύσκολες στιγμές στη διάρκεια των επτά ετών. Όμως η χειρότερη ήταν να ακούς στο δικαστήριο το σύνθημα «αίμα – τιμή – Χρυσή Αυγή» και να σου λένε: «Πού είναι ο Παύλος σου τώρα;».
• Ο Παύλος γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1979 και η κόρη μου, η Ειρήνη, το 1983. Ο γιος μου ήταν ένα παιδί ζωηρό, δυναμικό και πρόλαβε να χορτάσει τις εποχές της αλάνας και του ατελείωτου παιχνιδιού. Του άρεσε πολύ το διάβασμα, είχε πολλά ερεθίσματα και τα εξέφραζε μέσω των στίχων και της μουσικής. Ο Παύλος μεγάλωσε σε μια φτωχή περιοχή και γνώρισε από νωρίς την αδικία και την ανισότητα. Κάποτε τον ρώτησα γιατί τα τραγούδια του βγάζουν τόσο πόνο κι εκείνος μου είπε: «Αν δεν με είχατε μάθει να αγαπάω, δεν θα μπορούσα να διακρίνω τη δυστυχία που υπάρχει εκεί έξω».
• Όλα άλλαξαν στις 18 Σεπτεμβρίου του 2013. Τον θυμάμαι από τον Αύγουστο του ίδιου έτους να τον απασχολεί κάτι. Εκεί που ήταν χαρούμενος, βυθιζόταν στις σκέψεις του. Παρότι είχε τακτοποιήσει το εργασιακό του μέλλον, τον παρατηρούσα μερικές φορές και έδειχνε σαν να ήταν σε κατάθλιψη. Ήταν γύρω στις 5 το απόγευμα όταν τον φίλησα, τον χαιρέτησα, με την κοπέλα του τη Χρύσα, και είπαμε ότι θα πιούμε τον καφέ μας στο μπαλκόνι το επόμενο πρωί. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδα ζωντανό. Αργά το βράδυ, ο κλήρος έπεσε στον σύζυγό μου να με ενημερώσει. Στην αρχή μού είπαν ότι είχε χτυπήσει. Δεν τους πίστεψα. Ήξερα ότι είχε συμβεί κάτι σοβαρό. Όταν άνοιξα την πόρτα, θυμάμαι ότι είπα στον Τάκη: «Μέχρι εδώ ήταν;». Αλλά είχα μια ρημάδα ελπίδα μήπως και…
• Ξανασυνάντησα τον γιο μου στις 3 μετά τα μεσάνυχτα στον νεκροθάλαμο του Γενικού Κρατικού Νίκαιας. Πολύς κόσμος γύρω μου, αλλά κανείς δεν μου μίλαγε. Μετά από λίγο είδα το άψυχο σώμα του. Προσπάθησα να τον ζεστάνω. Ήθελα να φύγουμε από κει μέσα. Δεν μπορούσα να τον αποχωριστώ. Τρεις μαχαιριές. Είδα τα τραύματα στον πνεύμονα και στην καρδιά. Από τότε, ούτε ο Παύλος έχει εμάς ούτε εμείς αυτόν. Μου λείπει. Όλα μου λείπουν. Η παρουσία του, οι κινήσεις του, η φωνή του. Κι εκείνη η πόρτα που, πλέον, δεν ανοίγει. Από τότε ξεκίνησε ο γολγοθάς μας.
Με τον Παύλο μιλάω πολλές φορές, και τώρα πιο έντονα απ’ ό,τι κατά το παρελθόν. Καθημερινά, στο σπίτι μου, σ’ εκείνη τη γωνιά που έχω δημιουργήσει με φωτογραφίες του. Παλιότερα, την προσπερνούσα αυτή τη γωνιά. Ήμουν πολύ θυμωμένη.
• Για έναν ολόκληρο χρόνο δεν ήθελα να ξέρω λεπτομέρειες για το πώς έγινε. Μάλιστα, ένα χυδαίο πρωτοσέλιδο κατάφερα να το δω μετά από τέσσερα χρόνια. Και ο Θέμος δεν ήταν εκεί για να με δει που χτυπούσα το κεφάλι μου στον τοίχο. Αλλά, ο Θεός ας τον αναπαύσει.
• Η δίκη της Χ.Α. είναι η μακροβιότερη της Μεταπολίτευσης και γενικά στα ελληνικά δικαστικά χρονικά. Σε αυτό συνέβαλε και η εξάμηνη αποχή των δικηγόρων, όπως και οι σκόπιμες καθυστερήσεις της υπεράσπισης. Φυσικά, υπάρχει ένας τεράστιος όγκος στοιχείων και υποθέσεων που απαιτείται να εξεταστούν. Το ζήτημα είναι ότι ο κόσμος δεν έχει αντιληφθεί το περιεχόμενο όσων εκδικάζονται εκεί. Οι περισσότεροι εστιάζουν στον δολοφόνο και όχι στην εγκληματική οργάνωση. Ένα ποσοστό της δικαίωσής μας θα είναι να μπορέσουμε να αποδείξουμε ότι δεν ήταν ένας ή μία ομάδα της Χ.Α. η οποία λειτούργησε μόνη της. Δεν δικάζεται ο Ρουπακιάς ή οι 17 που βρέθηκαν εκείνο το βράδυ. Δεν θα έκαναν τίποτα χωρίς να δοθεί εντολή άνωθεν. Είναι μια εγκληματική οργάνωση. Τέλος.
• Πράγματι, η εισαγγελική πρόταση για την ενοχή μόνο του Γ. Ρουπακιά και την απαλλαγή των 17 κατηγορουμένων ως μελών της τοπικής οργάνωσης Νίκαιας από την κατηγορία της συνέργειας στην ανθρωποκτονία του γιου μου ξεπέρασε και τις πιο αισιόδοξες προσδοκίες της χρυσαυγίτικης ηγεσίας και της υπεράσπισής της. Εκείνη την ημέρα δεν άντεχα άλλο, δεν ένιωθα καλά. Λίγο πριν φύγω, αισθάνθηκα την ανάγκη να την πλησιάσω την ώρα μιας μικρής διακοπής και να της θέσω ένα ερώτημα: «Σήμερα ο Παύλος κλείνει 75 μήνες νεκρός. Τον ξαναμαχαιρώσατε;». Καμία αντίδραση εκ μέρους της. Το μόνο που έχω να πω είναι ότι δεν άκουσε και δεν είδε τίποτα. Το Τάγμα Εφόδου έχει βρεθεί στο δικαστήριο. Κι όμως, τους αθώωσε όλους εκτός του Ρουπακιά. Ελεεινή, η μόνη έκφραση που μου έρχεται στο μυαλό. Ακόμα και ο ίδιος ο Μιχαλολιάκος θα απέδιδε περισσότερες ευθύνες απ’ αυτήν. Αν ήμουν στη θέση της, θα ντρεπόμουν πολύ.
• Μετά από επτά χρόνια αντέχω ακόμη και είμαι εκεί, παρούσα, στην αίθουσα του δικαστηρίου για να τους δω να φυλακίζονται ως εγκληματική οργάνωση. Το γεγονός ότι είναι εκτός Κοινοβουλίου είναι μια δικαίωση και αυτό οφείλεται στον αντιφασιστικό αγώνα. Είναι αποτέλεσμα της δίκης, της κινητοποίησης που κάναμε κι έτσι μπορέσαμε να τους δούμε ξανά να κρύβονται στις τρύπες τους. Εκεί όπου ανήκουν.
• Ήθελαν να κυριαρχήσουν παντού. Στο Κερατσίνι, στη Δραπετσώνα, στον Πειραιά. Και ο Παύλος ήταν εμπόδιο γι’ αυτούς. Δυστυχώς, η μεταστροφή των πολιτών των περιοχών αυτών προς την ακροδεξιά έγινε εντελώς ξαφνικά. Δεν θεωρώ ότι ο κόσμος συνολικά τους αγκάλιασε ή τους χειροκρότησε. Τρόμο προκάλεσαν. Βέβαια, μη γελιόμαστε, φασίστες πάντα υπήρχαν, απομεινάρια των δωσίλογων και των ταγματασφαλιτών. Ο φασίστας της διπλανής πόρτας εμφανίζεται όταν βρίσκει πρόσφορο έδαφος. Έτσι εξηγούνται και τα υψηλά ποσοστά της Χ.Α. Ας μην έχουμε αυταπάτες. Είχαν λουφάξει για καιρό και τους δόθηκε η ευκαιρία να ξεπεταχτούν. Το ίδιο το «σύστημα» ήταν αυτό που τους έφερε στην επιφάνεια. Αλλά υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά. Ο Παύλος είχε τα τραγούδια και τον λόγο του. Αυτοί ήταν στυγνοί δολοφόνοι.
Πλέον, δεν μπορώ να αντέξω άλλο το μαχαίρι. Γι’ αυτό και υπήρξαν πολλές στιγμές που, φεύγοντας από το δικαστήριο, σκέφτηκα να επιστρέψω στο σπίτι, να πάρω ένα και να το στρέψω στην καρδιά μου. Όμως άντεξα.
• Δεν φοβήθηκα ποτέ όλα τα αυτά τα χρόνια. Και δεν με ενδιαφέρει αν έρθουν να με σκοτώσουν. Αντιθέτως, θα ηρεμήσω κιόλας. Έτσι κι αλλιώς, το σπίτι μάς το έκλεισαν οριστικά. Και χωρίς να τους ενοχλήσουμε ποτέ. Ήρθαν και αφαίρεσαν τη ζωή ενός παλικαριού έτσι απλά, χωρίς κανέναν λόγο. Ο Παύλος δολοφονήθηκε μπροστά στα μάτια όλων, της αστυνομίας, των περαστικών και των κατοίκων της περιοχής. Όλοι παρακολουθούσαν. Ειδικά η αστυνομία, αν ήθελε, θα προλάβαινε. Ο Παύλος έδωσε τη ζωή του για να σκοτώσει τον φόβο του. Αυτό είναι το δίδαγμα για τις επόμενες γενιές. Όμως, ποια μάνα θα δεχτεί ότι ο γιος της θυσιάζεται εν καιρώ ειρήνης; Γι’ αυτό και δεν συμφωνώ ότι ήταν θυσία αλλά μια καθαρή δολοφονία.
• Η ελληνική κοινωνία είναι συνυπεύθυνη για τη δολοφονία του γιου μου. Το αίμα του Παύλου έχει κυλήσει στα χέρια των ψηφοφόρων της Χ.Α. Ακόμη και τώρα η πλειονότητα δεν γνωρίζει και δεν ενδιαφέρεται να ασχοληθεί για ποιον λόγο έγινε. Κυρίως δεν επιθυμεί να μάθει. Αποποίηση ευθυνών, αυτό μας χαρακτηρίζει ως λαό. Διότι, αν σκαλίσει για να διαπιστώσει τι πραγματικά συνέβη, θα αντικρίσει στον καθρέφτη τον ίδιο του τον εαυτό. Προφανώς, υπερισχύει το «έλα, μωρέ, δεν βαριέσαι, δεν έγινε στο σπίτι το δικό μας». Ξέρετε, όμως, πόσο εύκολο είναι να βρεθεί και στο σπίτι το δικό τους; Αυτό δεν έχουν αντιληφθεί. Επτά χρόνια μετά αναγκάζομαι να κυκλοφορώ στη γειτονιά και να βρίσκομαι σε μια μόνιμη ταραχή.
• Ευτυχώς, υπάρχει και ένα μεγάλο μέρος του κόσμου που συντάχθηκε μαζί μας. Είναι νέα παιδιά που με σταματούν στον δρόμο και μου εκφράζουν τη συμπαράστασή τους. Είναι όλοι αυτοί που ζητούν μια αγκαλιά, δίνουν ένα φιλί, σε κοιτούν με αγάπη και, τελικά, σου δίνουν δύναμη και κουράγιο για να αντέχεις και να συνεχίζεις. Αυτή είναι η μοναδική ελπίδα. Διότι ο Παύλος δεν θα γυρίσει πίσω, ούτε θα δικαιωθούμε. Ακόμη δεν έχει έρθει κανείς απ’ αυτούς να σταθεί αντρίκια μπροστά μου και να μου απαντήσει ευθέως στο ερώτημα γιατί τον σκότωσαν. Ήθελε να ζήσει και δεν τον άφησαν. Να μου εξηγήσουν επιτέλους το γιατί.
• Επίσης, δεν έχει καμία σχέση η δολοφονία των μελών της Χ.Α. με αυτή του παιδιού μου. Άλλωστε, πολλοί, πάρα πολλοί έχουν πει ότι πιθανόν να τους έχουν «φάει» οι ίδιοι. Ωστόσο, δεν έχουν καμία σχέση τα δύο γεγονότα μεταξύ τους. Ο Παύλος απλώς έβλεπε μπάλα σε μια καφετέρια δίπλα στο σπίτι του, ενώ αυτοί ήταν φρουρά της Χρυσής Αυγής.
• Απελπίστηκα πολλές φορές, αλλά ποτέ δεν σκέφτηκα να τα παρατήσω. Τις πιο πολλές στιγμές ήμουν μόνη μου σε μια άδεια αίθουσα δικαστηρίου. Ο κόσμος έδειξε αδιαφορία, όπως και τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης. Για μένα ήταν και παραμένει βασική υποχρέωση να παρευρίσκομαι εκεί. Όχι μόνο για τη μνήμη του γιου μου αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο, τις γενιές που ακολουθούν καθώς και για τους δικηγόρους. Δεν ήθελα να νιώθουν μόνοι τους όταν έδιναν έναν μεγάλο αγώνα. Μες στην απέραντη μοναξιά μου ήμουν εκεί γι’ αυτούς. Άλλωστε, τελειώνοντας το δικαστήριο, είσαι έτσι κι αλλιώς μόνη σου. Ποιος μπορεί να σου καλύψει το κενό της ψυχής σου; Κανείς.
• Υπήρχαν πολλές δύσκολες στιγμές στη διάρκεια των επτά ετών. Όμως η χειρότερη ήταν να ακούς στο δικαστήριο το σύνθημα «αίμα – τιμή – Χρυσή Αυγή» και να σου λένε: «Πού είναι ο Παύλος σου τώρα;». Είναι η ώρα που έφτασα στα όριά μου. Τους περισσεύει το θράσος. Έχουμε έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τον Πατέλη και ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει. Ανθρωπάκια θρασύδειλα. Ούτε για φτύσιμο δεν αξίζουν. Κτήνη χωρίς ίχνος μετάνοιας. Όμως, το κακό το έκαναν. Ο δε Μιχαλολιάκος δεν είπε ποτέ ούτε καν το όνομα του Παύλου.
• Γι’ αυτό αισθάνθηκα την ανάγκη να αγκαλιάσω τη μητέρα της δολοφονημένης Ελένης Τοπαλούδη και να σταθώ δίπλα της. Ήξερα πολύ καλά τον πόνο αυτής της γυναίκας. Να έχεις τους φονιάδες του παιδιού σου δίπλα και να πρέπει να παραμείνεις όρθια. Ανθρώπινο το ενδιαφέρον μου, μια πράξη έμπρακτης αλληλεγγύης, γι’ αυτό δεν κατάλαβα γιατί έδωσαν τόση έκταση τα μέσα ενημέρωσης. Την ίδια φρίκη ένιωσα όταν είδα και τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου. Μόνο ντροπή αισθάνεσαι ως μέλος αυτής της κοινωνίας. Ζούμε απαίσιες μέρες. Σκληρή εποχή. Χάθηκαν όλα. Αξίες, ιδανικά, όλα εξαφανίστηκαν στον βωμό του χρήματος. Και εξακολουθούμε να πορευόμαστε μέσα στην ασχήμια.
• Δεν υπάρχει σήμερα κάτι που να θεωρείται επαναστατικό. Οι ιδεολογίες έχουν φθαρεί. Παιδεία δεν υπάρχει. Οδεύουμε προς τα πίσω και συγκεκριμένα σε περιόδους Μεσαίωνα. Παρακολουθούμε καθημερινά μια ατελείωτη προπαγάνδα. Όπως στο προσφυγικό – μεταναστευτικό. Εικόνες του 2015 τις παρουσιάζουν ως σημερινές. Πριν από λίγες μέρες το τηλέφωνό μου χτυπούσε διαρκώς και ήταν δημοσιογράφοι που ήθελαν να τους απαντήσω αν ρωτήθηκα ή όχι για την πρόταση του Γιάνη Βαρουφάκη που αφορούσε την Προεδρία της Δημοκρατίας. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν αν ρωτήθηκα. Είμαστε μια ταλαιπωρημένη οικογένεια. Κι όμως, ως αργά το βράδυ το τηλέφωνο δεν σταματούσε να χτυπά. Η πρόταση του κ. Βαρουφάκη δεν ήταν προσβλητική. Προσβλητικό και χυδαίο είναι όταν βρίζουν εμένα και τον Παύλο μέσα στο δικαστήριο. Εκεί δεν διέκρινα τον ίδιο ζήλο.
• Αυτό είναι το παράπονό μου όσον αφορά τους δημοσιογράφους, φυσικά όχι όλους. Κάτι άλλο που με ενοχλεί βαθύτατα είναι που δεν αποδίδεται δικαιοσύνη σε αυτήν τη χώρα. Τόσα χρόνια από τη δολοφονία του παιδιού μου και δεν ξέρουμε ποια απόφαση θα παρθεί. Τοπαλούδη, Γιακουμάκης, Κωστόπουλος κ.ά. είναι υποθέσεις στις οποίες ολόκληρες οικογένειες καταδικάστηκαν στη θλίψη και στο πένθος, και ακόμα δεν έχουν βρει το δίκιο τους.
• Τα μαύρα ρούχα δεν τα φοράω για τον κόσμο ούτε για να δείξω ότι πενθώ. Δεν οφείλω και δεν χρωστώ σε κανέναν τίποτα. Το μαύρο είναι το χρώμα που έχει η ψυχή μου κι αυτό επιθυμώ. Από τον Σεπτέμβρη του 2013 ο χρόνος για μένα έχει παγώσει. Μέχρι τότε, παρά τα καθημερινά μας προβλήματα, κάναμε όνειρα και σχέδια. Ήμασταν ευτυχισμένοι. Έπειτα όλα ισοπεδώθηκαν. Ξέρετε τι σημαίνει να λατρεύεις την εγγονή σου και να μην μπορείς να της μεταδώσεις την αγάπη σου; Είχαν στεγανοποιηθεί όλα τα συναισθήματα μου. Δεν ένιωθα παρά μια απέραντη ακινησία.
• Την επιζητώ τη μοναξιά. Θέλεις να μένεις μόνη με τις αναμνήσεις σου. Με τον Παύλο μιλάω πολλές φορές, και τώρα πιο έντονα απ’ ό,τι κατά το παρελθόν. Καθημερινά, στο σπίτι μου, σ’ εκείνη τη γωνιά που έχω δημιουργήσει με φωτογραφίες του. Παλιότερα, την προσπερνούσα αυτή τη γωνιά. Ήμουν πολύ θυμωμένη.
• Έχω δύο εγγονές, τη Θεοδώρα και την Αριάδνη. Η Δώρα ήταν ο ισορροπιστής της οικογένειας εκείνες τις αποφράδες μέρες. Δυόμισι ετών παιδί χτυπιόταν να κλείσουμε την τηλεόραση όταν αναφέρονταν στη δολοφονία του Παύλου. Δεν ήθελε να γίνονται συζητήσεις μέσα στο σπίτι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ που τον πρώτο χρόνο, όταν πήγαμε στο κοιμητήριο όπου είναι ο Παύλος έμεινε απέξω ‒ δεν έχει μπει ποτέ μέσα. Όταν με άφησε στον δρόμο, κοίταξε απορημένη και μονολόγησε: «Κοιμούνται. Ήπιαν γάλα;». Τη δεύτερη φορά, πάλι στην είσοδο, είπε στη μητέρα της: «Ξέρω πού πάει η γιαγιά, στον θείο Παύλο». Τους τελευταίους μήνες έχει ξεκινήσει τις απορίες και η μικρή.
Ζούμε απαίσιες μέρες. Σκληρή εποχή. Χάθηκαν όλα. Αξίες, ιδανικά, όλα εξαφανίστηκαν στον βωμό του χρήματος. Και εξακολουθούμε να πορευόμαστε μέσα στην ασχήμια.
• Με τον άνδρα μου ξέρουμε ότι μόνο όταν φύγουμε από τη ζωή θα ησυχάσουμε. Ο σύζυγός μου ήταν αυτός που μας κράτησε ενωμένους. Και είμαι σίγουρη ότι αυτό ήταν μια υπόσχεση που είχε δώσει στον Παύλο και έχει κάνει τα πάντα για να μην την αθετήσει. Εκείνος διάλεξε άλλον δρόμο για να εκτονώνει τον πόνο του. Προτιμά να φεύγει, πηγαίνοντας σε βουνά ή σπηλιές. Είναι η δική του διαφυγή. Με τη Χρύσα, την κοπέλα του Παύλου, δεν έχουμε διατηρήσει επαφές. Επέλεξε να κάνει μια νέα αρχή στη Λάρισα και έπραξε ορθά. Ήταν παρούσα σε ένα σκηνικό που τη στιγμάτισε για πάντα. Έπρεπε να ξαναφτιάξει τη ζωή της και να προχωρήσει. Όλα αυτά τα χρόνια εισέπραξα πολλή αγάπη. Κι αυτή που δίνω από την πλευρά μου είναι αληθινή. Η αξία της ανθρώπινης ζωής είναι το ύψιστο αγαθό. Κανείς δεν μπορεί να σου τη στερήσει. Πλέον, δεν μπορώ να αντέξω άλλο το μαχαίρι. Γι’ αυτό και υπήρξαν πολλές στιγμές που, φεύγοντας από το δικαστήριο, σκέφτηκα να επιστρέψω στο σπίτι, να πάρω ένα και να το στρέψω στην καρδιά μου. Όμως άντεξα.
• Απ’ όλα τα τραγούδια του, το αγαπημένο μου, που δεν του άρεσε καθόλου, ήταν οι «Αναμνήσεις», επειδή έλεγε «Πώς να ξεχάσω την αγκαλιά της μάνας». Με τον Παύλο τα λέγαμε όλα. Αλλά θα ήθελα να έχω προλάβει, προτού φύγει, να του πω άλλη μια φορά πόσο πολύ τον αγαπούσα. Κι αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω και είχα μια ευκαιρία, θα ήθελα να είχα μπει μπροστά στον γιο μου και να μαχαίρωναν εμένα.