Μάνο, η ζωή είναι άδικη…
Μάνο η ζωή είναι άδικη με χίλιους τρόπους -και ας είναι γλυκιά. Και δε χρειαζόταν να φύγεις, τόσο νωρίς, για να το καταλάβουμε αυτό. Το έδειχνες άλλωστε κι εσύ με κάθε τρόπο όσο ζούσες, με λόγια, κείμενα και πράξεις, παλεύοντας ακούραστα ενάντια στο κακό και το άδικο.
Μάνο, η ζωή είναι άδικη. Γιατί πήρε από κοντά μας αυτόν που την ρουφούσε άπληστα και άδραχνε κάθε μέρα τους χυμούς της, για να μεθύσει. Που αγωνιζόταν διαρκώς, όχι για να κρατηθεί σε αυτήν, επειδή την είχε πάρα πολύ αγαπήσει, αλλά για να την κάνει καλύτερη, για αυτόν και πρωτίστως για τους άλλους. Και ας είναι άδικη…
Είναι άδικη γιατί σε ταλαιπώρησε τόσα χρόνια με το νεφρό και τους γιατρούς και το μαύρο χάλι αυτού που το ‘πανε κατ’ ευφημισμό κράτος πρόνοιας -τρομάρα τους. Και δε σε άφησε να χαρείς για πολύ τη ζωή, χωρίς βραχνάδες, μετά τη μεταμόσχεση. Και ήσουνα μόλις στα 63, μα στην ψυχή πολύ νεότερος, πάντα νέος, σχεδόν παιδί, όταν χαιρόσουν με κάτι, σα να ετοίμαζες σκανταλιές.
Είναι άδικη, γιατί ήσουν μέσα σε όλα όσα έπρεπε να είσαι, πάντα παρών και αεικίνητος, γιατί η ζωή δεν υπάρχει χωρίς κίνηση. Αλλά δεν μπορούσες να έρθεις στις κινητοποιήσεις της πανδημίας και να τις χαρείς για άλλη μια φορά, μαζί με τους συντρόφους σου, γιατί έπρεπε να προσέχεις δυο και τρεις φορές, ως ευπαθής ομάδα.
Είναι άδικη γιατί με αυτήν την κωλοαρρώστια έγιναν όλα τόσο γρήγορα, κι εμείς τα βλέπαμε από μακριά και δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα για σένα. Δεν μπορέσαμε να σε δούμε από κοντά, να σε αγγίξουμε, να σου μιλήσουμε, να βρεθούμε μια τελευταία φορά -και ύστερα άλλη μία, και άλλη μία, για να μην είναι ποτέ η τελευταία. Και τώρα δεν μπορούμε καν να σου κάνουμε το κατευόδιο που σου αξίζει.
Είναι άδικη, γιατί επέστρεψες το φθινόπωρο στο νησί, λες και ήξερες τι θα γίνει και ήθελες να το δεις άλλη μια φορά, να σκαρφαλώσεις σε κάθε λόφο του, να κλείσεις εκκρεμότητες. Και δεν μπορέσαμε να τα ξαναπούμε, παρά μόνο στο τηλέφωνο…
Είναι άδικη, γιατί δεν μπορείς να δεις τι έκανες, πόσο κόσμο συγκίνησες, πόσους κινητοποίησες ακόμα και σε αυτό το στερνό σου ταξίδι. Κι αν δεν ήταν οι περιορισμοί και το απαγορευτικό -αυτοί που σπάνια λογάριαζες, όταν δεν είχαν να κάνουν με την υγεία- θα ‘χες μια θάλασσα κόσμο να σου δείξει την αγάπη του. Ή μάλλον δύο, μία εδώ και μια στο νησί. Μα το πιο σημαντικό είναι πως το έκανε, όσο ζούσες.
Είναι άδικη, γιατί θα λείψεις ακόμα και σε αυτούς που μπορεί να σε αδίκησαν…
Είναι άδικη, γιατί όπου πηγαίναμε, είχες πάντα κάποιον γνωστό, φίλο, σύντροφο, συντοπίτη, παλιό μαθητή ή συμμαθητή. Και ήταν τόσο πολλοί, που ούτε κι εσύ δεν τους θυμόσουν όλους, πάντα. Αυτοί όμως σε ήξεραν, σε θυμόντουσαν, σε εκτιμούσαν και σε θαύμαζαν. Και πώς να σε ξεχάσουν…
Είναι άδικη, γιατί ήσουν πάντα χειμαρρώδης, για κάθε ζήτημα, αλλά στο τέλος έβαλες όλη σου τη δύναμη για να είσαι σιωπηλός, να κρύψεις τον πόνο, τις άσχημες σκέψεις, να μη στενοχωρήσεις όσους σε φρόντιζαν, να μη δώσεις τη χαρά στην αρρώστια πως τάχα μπορεί να τα βάλει μαζί σου και να σε νικήσει.
Είναι άδικη, γιατί τις πιο ωραίες μέρες μας δεν τις είχαμε ζήσει ακόμα. Τις πιο ωραίες θάλασσες, τα πιο ωραία ταξίδια, τα πιο ωραία κείμενα που ήθελες να γράψεις, τα πιο ωραία σχέδια, τις πιο ωραίες ιδέες που δεν πρόλαβες να κάνεις πράξη. Κι ήσουν ανεξάντλητος από σκέψεις κι όνειρα και όρεξη να μην τα αφήσεις ανεκπλήρωτα.
Είναι άδικη, γιατί τώρα που γράφονται όλα αυτά εκ των υστέρων, στους απέξω θα φαίνονται κούφιες υπερβολές, τετριμμένα κλισέ που λέγονται σε τέτοιες περιστάσεις. Και πώς να πείσεις όσους (λίγους) δε σε γνώριζαν πως δε φταίνε τα λόγια που είναι ξερά και λίγα για να κλείσουν μέσα τους ιδανικά, αξίες και συναισθήματα;
Ότι ήσουν ο πιο ζωντανός και ανήσυχος άνθρωπος, ο πιο αταίριαστος στο πένθιμο σκηνικό του θανάτου; Ότι δεν ήσουν απλά πολύ νέος για τα δόντια του, αλλά η νιότη του κόσμου, που μάθαινε συνεχώς, διάβαζε, έψαχνε, ρωτούσε, ταξίδευε, γυρνούσε, φωτογράφιζε και έγραφε, σαν ανταποκριτής; Ότι ήσουν μια κινητή γιορτή της ζωής, το πιο μαζικό στοιχείο, χωρίς να μαζοποιείσαι ποτέ;
Όλα αυτά κρατάμε από σένα Μάνο. Έτσι αξίζει να σε θυμόμαστε και να σε τιμήσουμε.
Είναι άδικη, γιατί όταν μάθαμε τα νέα για την αρρώστια και πόσο επιθετική ήταν (και με πόσο θάρρος και ψυχή την αντιμετώπισες και τι γλυκός άνθρωπος ήσουν ως το τέλος και… και…) ήταν σα να μας δίνεις χρόνο, για να συνηθίσουμε στην ιδέα. Μα συνηθίζεται αυτό μωρέ Μάνο;
Μάνο η ζωή είναι άδικη με χίλιους τρόπους -και ας είναι γλυκιά. Και δε χρειαζόταν να φύγεις, τόσο νωρίς, για να το καταλάβουμε αυτό. Το έδειχνες άλλωστε κι εσύ με κάθε τρόπο όσο ζούσες, με λόγια, κείμενα και πράξεις, παλεύοντας ακούραστα ενάντια στο κακό και το άδικο.
Άιντε μωρέ Σφυροδρεπανέλ’, καλό σου ταξίδι. Ποιος ξέρει τι θα σκαρώσεις εκεί που πας και πόσους θα οργανώσεις…