Νόμος είναι το δίκιο του δικηγόρου
Βρεθήκαμε στις εκλογές των δικηγόρων της συμπρωτεύουσας, εκεί που τα ψεύτικα χαμόγελα και οι παραγοντίστικες χειραψίες σπάνε τα κοντέρ, και σας περιγράφουμε τι έγινε από πρώτο χέρι.
Είναι Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017 και ώρα 10 π.μ. και στο φουαγιέ του 1ου ορόφου γνωστού ξενοδοχείου της συμπρωτεύουσας με όνομα που παραπέμπει σε πρώην υπουργό του ΠΑΣΟΚ επικρατεί συνωστισμός, λίγο μικρότερος από αυτόν που επικρατούσε στο λιμάνι της Σμύρνης το ’22.
Ένα σμάρι αποτελούμενο από δεκάδες υποψηφίους και ψηφοφόρους συνδιαλέγεται, χαριεντίζεται, χασκογελάει, βγαίνει σέλφιζ, με μία λέξη «παραγοντίζει». Κοινό τους χαρακτηριστικό; Είναι όλοι τους δικηγόροι, μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης. Οι περισσότεροι φορώντας τα ακριβά κοστούμια τους ή τα συντηρητικά αλλά κομψά ταγέρ τους αλλά και αρκετοί με πιο casual outfit, ακόμα και φόρμες γυμναστηρίου είχε το μενού. «Σήμερα» μας λέει ο Θανάσης, νεαρός δικηγόρος και υποψήφιος ο ίδιος «αρκετοί έρχονται να ψηφίσουν με πιο απλό ντύσιμο, αύριο Δευτέρα θα έρθουν οι περισσότεροι ατσαλάκωτοι, πριν ή μετά το γραφείο ή το Δικαστήριο».
Το πανηγύρι που στήνεται αυτές τις δυο μέρες θυμίζει σκηνικό φοιτητικών εκλογών, λιγότερο (βασικά καθόλου) βίαιο και σχετικά ευπρεπέστερο (αυτό με μεγάλη επιφύλαξη). Είδαμε και πάλι τα τραπεζάκια των παρατάξεων, μετά το προηγηθέν «μοίρασμα των χώρων», αλλά δεν είδαμε να ανταλλάσσονται «σούτια» ή «μπουκέτα», ούτε καν παραινέσεις για σεξουαλικές συνευρέσεις των μητέρων των υποψηφίων. Αυτά είναι για αλλού. Οι όποιες αντεγκλήσεις ήταν ήπιες, και κινούνταν σε πνεύμα δικηγορίστικης αβρότητας: «Μα σε παρακαλώ Γιώργο μου…» ή «Τούλα μου, γνωριζόμαστε τόσα χρόνια, αν είναι δυνατόν…». Αυτές είναι οι διαφορές, πάμε τώρα στις ομοιότητες.
Στις εκλογές του ΔΣΘ κατεβαίνουν 11 παρατάξεις και 12 υποψήφιοι πρόεδροι. Μη σας φαίνεται περίεργο, αυτή η παραδοξότητα οφείλεται στο εντελώς αστείο προσωποπαγές εκλογικό σύστημα που ορίζει διαφορετική κάλπη για τους συμβούλους και διαφορετική για τον πρόεδρο. Έτσι ο ψηφοφόρος μπορεί να ψηφίσει έναν «δεξιό» για πρόεδρο αλλά έναν «αριστερό» για σύμβουλο ενώ, τεχνικά μιλώντας, μπορεί να εκλεγεί πρόεδρος κάποιος χωρίς να έχει καθόλου συμβούλους στο ΔΣ ώστε να υπερψηφίζουν τις εισηγήσεις του. Στα χαρτιά επίσης, όλες οι παρατάξεις είναι ανεξάρτητες και «ακομμάτιστες» με την εξαίρεση αυτής που υποστηρίζεται απ’ το ΚΚΕ και δεν έχει κανένα κόμπλεξ να δηλώσει την ταυτότητά της, είδαμε μάλιστα «Ριζοσπάστες» να βρίσκονται στο τραπεζάκι της. Παρόμοια κατάσταση, αν και όχι τόσο κομματικά ευθυγραμμισμένη, και με την παράταξη που πρόσκειται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ η οποία συσπειρώνει μέχρι και… «αναρχικούς». Από ‘κει και πέρα ακολουθεί ένα αμάλγαμα με 2-3 παρατάξεις με αναφορά στο χώρο της ΝΔ (ο νομικός κόσμος αποτελούσε πάντα προνομιακό πεδίο για τη δεξιά) για το χρίσμα της οποίας οι απόψεις διίστανται. Άλλους φέρεται να στηρίζει ο Κυριάκος, άλλους η ντόπια «τοπική». Μύλος. Πιο «μύλος» όμως τα πράγματα στην «κεντροαριστερά» που κατεβαίνει με 3-4 ψηφοδέλτια άλλα πιο πασοκίσια, άλλα πιο νουδοπασοκίσια, αλλά και ένα ποταμίσιο. Από κοντά και η παράταξη του Σύριζα (που έχει προϊστορία νίκης στην πόλη) και η νεοπαγής της ΛΑΕ να συμπληρώνουν το κάδρο μαζί με 1-2 ημιγραφικούς του αστικού χώρου. «11 παρατάξεις, 2 πολιτικές» που λέει και ένα παλιό μότο.
Το κλίμα όπως είπαμε έχει έντονα φοιτητικά στοιχεία. Αλλά περισσότερο έμοιαζε θα λέγαμε με δημοτικές εκλογές στην Ελασσόνα ή την Κάτω Αχαγιά, όπου το ρόλο των τυρεμπόρων ή των αποστακτών μαυροδάφνης αντίστοιχα, έχουν οι υποψήφιοι δικηγόροι. Είδαμε γλοιώδεις δαπίτες με αμάνικα καρό πουλόβερ με τα ακουστικά σα μπαλαντέζες περασμένες στα αυτιά να συντονίζουν το τίποτα, είδαμε μεσήλικες πασοκοειδείς κυράτσες να καλωσορίζουν φωναχτά τα παιδιά όσων τα έφεραν μαζί τους στα πλαίσια της πρωινής βόλτας/ριξίματος ψήφου, είδαμε μουσάτους συριζαίους να σακουλιάζουν credits ώστε να βρεθούν όσο πιο κοντά γίνεται σε θέση μετακλητού (ή/και… υπουργού), είδαμε μεταξύ άλλων και τον άσβερκο προγουλάτο 50φεύγα συνήγορο χρυσαυγιτών που έμοιαζε σα μανιώδης παίκτης ΚΙΝΟ σε τοπικό πρακτορείο ΟΠΑΠ. Όλοι και όλες σε θέση μάχης, έπιαναν τον ψηφοφόρο από το τρίποντο ακόμα (την είσοδο του ξενοδοχείου) και τον συνόδευαν μέχρι τη ρακέτα (όροφος που διεξάγεται η ψηφοφορία) με τελικό σκοπό να καρφώσουν μαζί του τη μπάλα (ψηφοδέλτιο) στο καλάθι (κάλπη). Επιθετική άμυνα για σεμινάριο. Στο μεσοδιάστημα έδιναν και έπαιρναν, μανιώδη γλειψίματα, εμετικά σβερκώματα και larger than life χαχανητά και επιφωνήματα, όλα στο βωμό του βλαχομπαρόκ γυμνοσαλιαγκισμού. Ένας μάλιστα υποψήφιος στην είσοδο, μέσα στην τεηλορική-φορντική αλληλουχία με τις χαιρετούρες του, έσφιξε επίμονα και το δικό μου χέρι τονίζοντας εμφατικά ότι είναι ο «Χαράλαμπος Τάδε, γιος του Αδαμάντιου Τάδε», με εμένα πιασμένο εξ απήνης να ανταποκρίνομαι με ένα αμήχανο χαμόγελο.
Έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται: Όλοι, μα όλοι, όσοι βρίσκονται μέσα στο κτήριο αυτή τη στιγμή είχαν βγάλει στη Γ’ Λυκείου μέσο όρο τουλάχιστον 19, που σημαίνει ότι αδιαμφισβήτητα 1. «τα παίρνουν τα γράμματα» και 2. «μπορούν να μοιράσουν δύο (και 102) γαϊδάρων άχυρα». Πως είναι δυνατόν να ανέχονται να συμμετέχουν σε ένα τέτοιο τσίρκο επιτηδευμένης δηθενιάς και στημένης αρχοντοβλαχιάς; Δηλαδή, πραγματικά δηλαδή, έχουμε να κάνουμε με δικηγόρους, με ανθρώπους δηλαδή, που έχουν την ικανότητα να κάνουν το άσπρο-μαύρο, να «αθωώσουν» ξερωγώ έναν έμπορο ναρκωτικών ή να μας πείσουν ότι η φοροδιαφυγή δεν είναι φοροδιαφυγή αλλά… φοροαποφυγή. Και όμως, κακώς αναρωτιέμαι, τα έχει πει ο Β. Ραφαηλίδης περίπου κάπως έτσι: «Μολονότι χρήσιμα και ευκταία, ούτε η ευφυία, ούτε η επιστημονική επάρκεια σε κάποιο πεδίο εγγυώνται την ηθική ακεραιότητα ή τη στράτευση για έναν κοινωνικά δίκαιο σκοπό».
Οι άνθρωποι μέσα σ’ αυτό το κτήριο είναι κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Μπορεί να μη βλέπουν «My Style Rocks» αλλά «Φακέλους του Αλέξη Παπαχελά», μπορεί να μη διαβάζουν «Μακελειό» αλλά «Καθημερινή», μπορεί να μην ακούνε «Παντελίδη» αλλά Καλιφορνέζικη Jazz. Μπορεί να κάνουν και όλα τα παραπάνω ή τίποτα απ’ όλα αυτά, αλλά πάντως όλοι τους υπόκεινται στο concept «ελληνική κοινωνία». Η ελληνοπρεπέστατη γοητεία του δικηγορικού επαγγέλματος, η γοητεία να ανήκεις σε ένα μεσόστρωμα γενικά, έστω κι αν στην πραγματικότητα πλέον είσαι είτε μισθωτός χαμηλά αμειβόμενος, είτε αυτοαπασχολούμενος που δεν του φτάνουν ούτε για το νοίκι του γραφείου, είναι μεγάλη και σίγουρα δεν είναι κρυφή. Είναι γοητεία φανερή, και εν τέλει δεν είναι μόνο ελληνική. Είναι ο μικροαστισμός, που πρέπει να γίνεται «τάλαρα» σε κάθε ευκαιρία. Και οι εκλογές ενός μουράτου συνδικαλιστικού οργάνου ενός κυριλάτου επιστημονικού κλάδου είναι μια καλή ευκαιρία.
Έτσι δεν είναι;