Ντάνιελ Κον-Μπεντίτ-Στην εξουσία δίχως φαντασία
Αν και έγινε διάσημος ως “κόκκινος Ντάνυ” τη δεκαετία του ’60, ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ υπηρέτησε στη συνέχεια την πιο μαύρη πολιτική μιας εξουσίας στην κατάργηση της οποία ορκιζόταν ως φοιτητής.
To φοιτητικό κίνημα της δεκαετίας του ’60 με κορυφαία του έκφραση τα γεγονότα του Μάη του ’68 στη Γαλλία, υπήρξε ως γνωστόν -και χωρίς αυτό να μειώνει την ιστορική του σημασία- μηχανή μαζικής παραγωγής διανοουμένων και πολιτικών που υπηρέτησαν ό,τι ακριβώς διακήρυτταν πως πολεμούσαν.
Λίγοι ωστόσο τα κατάφεραν με τη συνέπεια του Γαλλογερμανού πολιτικού των Πρασίνων Ντανιέλ Κον-Μπεντίντ, που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1945 στο Montauban της Γαλλίας. Ο χαρακτηρισμός δεν είναι πλήρως ειρωνικός, καθώς υπάρχει όντως μια πτυχή της σκέψης και της δράσης του Κον-Μπεντίντ που τον συνόδευσε από την αρχή της πολιτικής του πορείας, και δεν είναι άλλος από τον αμείωτο αντικομμουνισμό του. Πράγματι, όπως δήλωνε σε συνέντευξή του το 1986, εξηγώντας την αντικομμουνιστική και αντισοβιετική του στάση ήδη από τη δεκαετία του ’60: “Θεωρώ πως πρέπει να προσπεράσουμε τη δεξιά στον αντικομμουνισμό από αριστερά και να δείξουμε, ότι είμαστε καλύτεροι αντικομμουνιστές, γιατί εμείς είμαστε οι πραγματικά αντιολοκληρωτικοί, πως ρίζα του ολοκληρωτισμού είναι ο αυταρχικός χαρακτήρας, είτε εθνικοσοσιαλιστικής, είτε μπολσεβίκικης κοπής”. Εύγλωττος είναι και ο τίτλος του δίτομου έργου-“απάντηση” στο Λένιν, που συνέγραψε μαζί με τον αδερφό του Γκαμπριέλε το 1968, “Αριστερισμός, το φάρμακο στη γεροντική ασθένεια του κομμουνισμού”.
Από εβραιογερμανική οικογένεια του Βερολίνου, με πατέρα τροτσκιστή δικηγόρο και Γαλλίδα μητέρα, οι γονείς του είχαν εγκαταλείψει τη Γερμανία λόγω της ανόδου των ναζί στην εξουσία. Πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια φτωχικά, καθώς ο πατέρας του εξαρτήθηκε από το αλκοόλ και η μητέρα του για πολλά χρόνια είχε την ευθύνη της συντήρησης της οικογένειας. Ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια του εκπαίδευση στη Γερμανία και στα 16 του χρόνια επέλεξε τη γερμανική υπηκοότητα, μεταξύ άλλων για να μην υπηρετήσει στο γαλλικό στρατό (έγινε Γάλλος πολίτης μόλις το 2015).
Έχασε τη μητέρα του το 1963 και δύο χρόνια αργότερα ξεκίνησε τις σπουδές του, αρχικά μαθηματικών στο πανεπιστήμιο Ορσαί του Παριοσιού και μετέπειτα κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο Paris-Nanterre, όπου έγινε μέλος μιας μικρής αναρχικής ομάδας. Συμμετείχε στο φοιτητικό και αντιπολεμικό κίνημα της εποχής, μεταξύ άλλων ως εκπρόσωπος του “Κινήματος της 22ης Μάρτη”, μιας συσσωμάτωσης μαοϊκών, κατασταστασιακών, αναρχικών και τροτσκιστικών ομάδων. Τότε τα ΜΜΕ του δίνουν το προσωνύμιο “ο κόκκινος Ντάνι” -εξαιτίας της πολιτικής του ένταξης και του χρώματος των μαλλιών του- κι ακολουθεί η πρώτη του σύλληψη, με την κατηγορία πως κρυβόταν πίσω από οδηγίες κατασκευής ενός (ανενεργού) κοκτέηλ-μολότωφ που έφερε το όνομά του. Ενώ ακροδεξιοί κύκλοι ζητούσαν την απέλασή του από τη Γαλλία και απειλούσαν να πάρουν το νόμο στα χέρια τους, ο κομμουνιστής ποιητής Λουί Αραγκόν εξέφρασε την αλληλεγγύη του στους αγωνιζόμενους φυλακές. Ο Κον-Μπεντίντ ως απάντηση απαίτησε στη διάρκεια κατάληψης της Σορβόννης στις 6 Μάη 1968, ο ποιητής να αποκηρύξει την “άκριτα φιλοσοβιετική του στάση στη δεκαετία του ’30”. Ο Λουί Αραγκόν αντέδρασε αποχωρώντας από την αίθουσα, ενώ το βράδυ ο Κον-Μπεντίτ δήλωνε στη γαλλική τηλεόραση πως είχε διαδηλώσει στο πλάι “σταλινικών κακούργων”. Την αντικομμουνιστική του στάση τόνισε και στη διάρκεια συνέντευξής του με το Γάλλο υπαρξιστή φιλόσοφο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, όπου χαρακτήριζε τις κομμουνιστικές οργανώσεις ως αυταρχικές και ακίνητες, καλώντας σε ασυμφιλίωτη άρνηση του μπολσεβικισμού. Μετά από ταξίδι του στα τέλη του μήνα στο Βερολίνο, η γαλλική κυβέρνηση του αρνήθηκε την εκ νέου είσοδο στη χώρα.
Έκτοτε εγκαταστάθηκε στη Φρανκφούρτη, ενώ για την παρακαταθήκη του γαλλικού Μάη, σημείωνε στο βιβλίο του για τα 40χρονα των γεγονότων “Ξεχάστε το ’68”: “Ο Μάης ήταν το συμβολικό τέλος του μύθου των επαναστάσεων και η αρχή των απελευθερωτικών κινημάτων σε πλανητική πλέον κλίμακα. Ήταν η τελευταία μεγάλη γενική απεργία, καθώς και η τελευταία εξέγερση που δεν έλαβε υπόψη της την κλιματική αλλαγή. Μια μαζική ουτοπία” (“μύθος”, “ουτοπία”, λες και υπήρχε περίπτωση να τον παρεξηγήσουμε για επαναστάτη). Τα επόμενα χρόνια συμμετείχε σε διάφορες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς στη Γερμανία. Από το 1978 έγινε μέλος του νεοϊδρυμένου κόμματος των Πρασίνων, όπου μαζί με τον μετέπειτα υπουργό εξωτερικών της κυβέρνησης Σρέντερ Γιόσκα Φίσερ ανήκε στην πτέρυγα των “ρεαλιστών”, που υποστήριζε εξαρχής την κυβέρνηση με το SPD. Από το 1989 ως το 1997 υπήρξε επικεφαλής της Υπηρεσίας πολυπολιτισμικών υποθέσεων στη Φρανκφούρτη, ενώ το 1994 εξελέγη για πρώτη φορά ευρωβουλευτής των Γερμανών πρασίνων. Υπηρέτησε στο ευρωκοινοβούλιο ως το 2014, όταν και αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική δράση, πότε με τους Γερμανούς και πότε με τους Γάλλους πρασίνους, υποστηρίζοντας αταλάντευτα τις πολιτικές εμβάθυνσης των δομών της αντιδραστικής ΕΕ στην κατεύθυνση της ομοσπονδιοποίησης, πχ. με την προσπάθεια επιβολής ευρωσυντάγματος.
Εκεί που ξεχώρισε για το ζήλο του πάντως, είναι στην υποστήριξη κάθε λογής ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων από το 1991 κι εξής. Αν ακόμα στο β’πόλεμο του Κόλπου τάσσονταν θεωρητικά υπέρ της εξεύρεσης ειρηνικής λύσης, λίγο μετά στήριξε ολόθερμα την επέμβαση δυτικών δυνάμεων την περίοδο διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, στο όνομα της “προστασίας μειονοτήτων από εθνοκάθαρση”, ξεσηκώνοντας σφοδρές αντιδράσεις και μες στο ίδιο του το κόμμα. Απαίτησε δυο φορές, το 1993 και το 1994, την παρέμβαση της Γερμανίας στον πόλεμο της Βοσνίας, λέγοντας πως όπως την εποχή του Χίτλερ, κάποιες φορές ήταν ανάγκη να “κάνει κανείς άσχημα πράγματα, για να αποτρέψει τα χειρότερα”.
Εκεί που ξεπέρασε εαυτόν ήταν βέβαια στην επέμβαση του ΝΑΤΟ κατά της Σερβίας το 1999, απαιτώντας μάλιστα από τον κομματικό του σύντροφο Γιόσκα Φίσερ, τότε υπουργό εξωτερικών όπως είπαμε, η Γερμανία, που ήδη συμμετείχε και στρατιωτικά στον πόλεμο, να στείλει χερσαίες δυνάμεις στη Σερβία, κάτι που εν τέλει δεν τόλμησαν ούτε οι υπόλοιποι νατοϊκοί σύμμαχοι. Στην ίδα ρότα κινήθηκε μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, στηρίζοντας τον δήθεν “πόλεμο κατά της τρομοκρατίας”, κάνοντας λόγο για “κληρικοφασισμό” των Ταλιμπάν και την αναγκαιότητα μιας “κριτικής αλληλεγγύης” προς τις ΗΠΑ. Έκτοτε πρακτικά δεν υπάρχει πολεμική επέμβαση που όχι απλώς να μη στήριξε, αλλά και να επέκρινε ακόμα και περιπτώσεις αμφιταλαντεύσεων, όπως της κυβέρνησης Μέρκελ σχετικά με τη συμμετοχή ή μη της Γερμανίας στον πόλεμο της Λιβύης.
Υπό αυτό το πρίσμα ακούγεται τουλάχιστον υποκριτική η αγωνία του για το υπέρογκο κόστος των γερμανικών αμυντικών εξαγωγών προς την Ελλάδα, που εξέφρασε το 2012, κατηγορώντας για υποκρισία τη Μέρκελ. Ο Κον-Μπεντίντ έχει παρέμβει κι άλλες φορές για ελληνικά ζητήματα, τηρώντας επαμφοτερίζουσα στάση απέναντι στο Σύριζα, κατηγορώντας τον όταν ήταν αξιωματική αντιπολίτευση ότι “δυναμιτίζει την κοινωνική ειρήνη” στη χώρα, αργότερα χαιρετώντας κριτικά την άνοδό του στην εξουσία, ενώ την περίοδο του δημοψηφίσματος τάχθηκε ανοιχτά υπέρ του “ΝΑΙ”. Στην πιο πρόσφατη δήλωσή του για την Ελλάδα, σχετικά με το σκάνδαλο Novartis, φαίνεται να υιοθετεί και πάλι μια θετικότερη προσέγγιση, αποκαλώντας τον Αλέξη Τσίπρα τον “μόνο καθαρό”, που θα μπορούσε να αναλάβει τη διαλεύκανση της υπόθεσης και να ωφεληθεί, ίσως και με τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών.