Ο Μητσοτάκης και η "εκστρατεία μίσους"
Οι αστοί ηγέτες νομιμοποιούνται να μισούν τον “εχθρό λαό” και να τσαλαπατούν τη ζωή του, αλλά ο λαός δεν έχει δικαίωμα να τους μισεί και να το εκφράζει. Το πρόβλημα δεν είναι η αυθόρμητη χαρά και το μίσος του κόσμου, αλλά πώς θα το οργανώσει θετικά, για να μη ξεθυμάνει στα πληκτρολόγια.
Η αρχή είχε γίνει με το θάνατο της Θάτσερ. Σίγουρα υπήρξαν κι άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις τα προηγούμενα χρόνια, αλλά αυτή ήταν ίσως η πρώτη ή η πιο χαρακτηριστική στην εποχή της άνθησης των social media. Η αγγλική εργατική τάξη πανηγύριζε, οι οπαδοί έδειχναν τη χαρά τους στα γήπεδα, και όπως έλεγε σε ένα σκίτσο του ο Πάνος Ζάχαρης, η βρετανική κοινή γνώμη ήταν διχασμένη γύρω από τη ζωή και το θάνατό της.
Στα καθ’ ημάς υπήρξαν αρκετές αντίστοιχες περιπτώσεις, πχ με το θάνατο του 104χρονου Παττακού -τελικά δεν έφτασε το ρεκόρ του ο επίτιμος– ή την πρόσφατη περιπέτεια υγείας του Θάνου Πλεύρη. Τα ΜΚΔ (Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης) τους τρόλαραν ανελέητα με σχόλια που κυμαίνονταν από σατιρικά έως πικρόχολα -εξαρτάται και πώς τα βλέπει κανείς. Κάποιοι μίλησαν πάντως για μισανθρωπιά και κακεντρέχεια, που δε σέβεται καν την ανθρώπινη ζωή.
Οι ίδιες περίπου αντιδράσεις ξέσπασαν αλυσιδωτά τις τελευταίες μέρες σχετικά με το Λουκά Παπαδήμο, που κάποια ΜΜΕ θέλησαν να τον παρουσιάσουν ως σύμβολο της δημοκρατίας, η οποία στοχοποιήθηκε μαζί με τον τραπεζίτη, πρώην υπηρεσιακό πρωθυπουργό. Κι έχουν αναζωπυρωθεί με ακόμα μεγαλύτερη ένταση, με αφορμή το θάνατο του “επίτιμου” και το αναπόφευκτο σοσιαλ-μιντιακό τρολάρισμα. Που δεν είναι κάποια “χαιρέκακη εκστρατεία μίσους της Αριστεράς” ή σπίλωση μιας σπουδαίας πολιτικής προσωπικότητας, όπως μας λένε, αλλά κάτι σαν μαζικό λαϊκό ξέσπασμα για τα έργα και τις ημέρες του Μητσοτάκη. Ενός αστού πολιτικού, φανατικού υπέρμαχου της άρχουσας τάξης και των συμφερόντων της, που παρέμεινε ενεργός και συνεπής ως το τέλος σε αυτήν τη στράτευσή του.
Σύμφωνα με κάποια παπαγαλάκια των ΜΜΕ και τις επιλεκτικές τους ευαισθησίες, οι αστοί πολιτικοί ηγέτες έχουν κάθε δικαίωμα και νομιμοποιούνται να μισούν το λαό -το λαουτζίκο όπως τον αναφέρουν- να βαφτίζουν “λαϊκισμό” τις νίκες του και οτιδήποτε τον αφορά, να του αφαιρούν δικαιώματα και κατακτήσεις χρόνων, τσαλαπατώντας τη ζωή του. Να τον θεωρούν αχάριστο και ανώριμο, γιατί δεν εκτίμησε τις υπηρεσίες τους, τεμπέλη, ανεπρόκοπο ή -στην καλύτερη- συνένοχο και να του λένε κατάμουτρα πως “όλοι μαζί τα φάγαμε”. Με δυο λόγια έχουνε κάθε δικαίωμα να μισούν και να στοχοποιούν τον “εχθρό λαό“…
Αλλά ο λαός δεν έχει δικαίωμα να τους μισεί και να εκφράζει την αυθόρμητη χαρά του, σε τέτοιες αφορμές, να νιώσει πως παίρνει -έστω και- συμβολική εκδίκηση για τα δεινά του. Δεν έχει δικαίωμα να παρεκτρέπεται, βασικά δηλαδή να σκέφτεται και να αντιδρά. Ή μάλλον μπορεί να το κάνει στα social media, αρκεί να εκτονώνεται εκεί. Κι αυτό ίσως όχι για πολύ ακόμα, όσο ενισχύονται κι αποθρασύνονται οι καθεστωτικές φωνές, όπως αυτή ενός δημοσιογράφου του ΣΚΑΪ, που θεωρεί ηθικούς αυτουργούς της επίθεσης στον Παπαδήμο, όσα προφίλ εκφράσανε τη χαρά τους για αυτήν. Οι οποίες φωνές απέδειξαν τα διαφορετικά (ταξικά) σταθμά και μέτρα τους στην αντιμετώπιση της επικαιρότητας, πριν από λίγους μήνες με το θάνατο του Κάστρο και τις μαζικότατες τιμητικές εκδηλώσεις του κουβανικού λαού για τον ηγέτη του. Πώς να συγκριθεί όμως η αγάπη του λαού για ένα “δικτάτορα” με αυτήν που τρέφει για έναν εκλεγμένο πρωθυπουργό του δυτικού κόσμου…;
Το πρόβλημα, συνεπώς, δεν είναι η αυθόρμητη χαρά του κόσμου που βγάζει το άχτι του για τους “λαοφιλείς” πολιτικούς που τον βασάνισαν. Δεν είναι καν τα καυστικά σχόλια για το “απέθαντο” του Μητσοτάκη, την γκαντεμιά του επίτιμου ή την πατρότητα του Κυριάκου -κι ας είναι κάποια εξ αυτών χτυπήματα κάτω από τη ζώνη, τη στιγμή που υπάρχουν πολύ πιο σοβαρά πολιτικά επιχειρήματα εναντίον του.
Το ζήτημα είναι να μην ετεροπροσδιορίζει ο λαός τη χαρά του από τέτοιες αφορμές, να οργανώσει θετικά αυτό το μίσος, να μην το αφήσει να ξεθυμάνει στα πληκτρολόγια, χωρίς να περάσει και στην πραγματική ζωή, για να την αλλάξει. Να πάρει έμπρακτα μέτρα ενάντια σε όσα κι όσους του φταίνε και να βρει τις αιτίες της δικής του μακροχρόνιας “γκαντεμιάς”. Που δεν είναι “το κακό το ριζικό μας“, ούτε ο “επίτιμος” αυτός καθαυτός, αλλά η τάξη που υπηρέτησε πιστά.