Ο Μπερλουσκονισμός αλά ελληνικά είναι εδώ
Η αστική δημοκρατία, όσο περισσότερο γερνάει το σύστημα που την παράγει, δεν εκφασίζεται μόνο, καθίσταται και περιττή. Δε χρειάζεται η έμμεση, ασφαλής εξουσία, αλλά η αδιαμεσολάβητη δικτατοτορία των μονοπωλίων.
Κάποτε ο Ένγκελς έγραφε για την αστική δημοκρατία πως σε αυτή: “ο πλούτος ασκεί έμμεσα την εξουσία του, αλλά για αυτό την ασκεί ασφαλέστερα”, ενώ αργότερα ο Λένιν προσέθετε πως: “Η ρεπουμπλικάνικη δημοκρατία είναι το καλύτερο πολιτικό περίβλημα του καπιταλισμού και για αυτό το κεφάλαιο, κατακτώντας αυτό το καλύτερο περίβλημα, θεμελιώνει την εξουσία του με τόση ασφάλεια με τόση σιγουριά που καμία αλλαγή ούτε προσώπων ούτε θεσμών ούτε κομμάτων μέσα στο αστικό δημοκρατικό πολίτευμα δεν κλονίζει αυτή την εξουσία.”
Με άλλα λόγια, μπορείτε να χτυπάτε το σαμάρι και ο γάιδαρος να μένει πάντα ασφαλής. Ως γνωστόν όμως, οι κλασικοί είναι σκουριασμένοι και ξεπερασμένοι, πίσω από τον παλμό των εξελίξεων. Κι αυτό γιατί πλέον οι μεγαλοκαπιταλιστές δεν περιορίζονται στο να κινούν τα νήματα στο παρασκήνιο, παρότι αυτή παραμένει με διαφορά η κυρίαρχη τάση, αλλά ενίοτε λαμβάνουν και προσωπικό ρόλο στα τεκταινόμενα, αναλαμβάνοντας άμεση πολιτική δράση. Παραδείγματα υπουργών που ήταν βιομήχανοι ή τραπεζίτες είχαμε είναι η αλήθεια αρκετά στον καπιταλιστικό κόσμο, ακόμα και στην Ελλάδα των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα (με ιδιαίτερη έμφαση στη δικτατορία του Μεταξά), το φαινόμενο της διεκδίκησης ψήφου από το λαό ωστόσο δεν ήταν ακριβώς συνηθισμένο. Ο πρώτος που το πέτυχε και στην υψηλότερη δυνατή κυβερνητική κλίμακα ήταν φυσικά ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ενώ σήμερα ένας ακόμα μεγαλοεπιχειρηματίας, ο Ντόναλντ Τραμπ διοικεί την ισχυρότερη χώρα του καπιταλιστικού κόσμου.
Η άμεση εμπλοκή επιχειρηματιών στην πολιτική ζωή, είναι κι ένα δείγμα του πόσο γρήγορα απαξιώνεται το υπαλληλικό πολιτικό προσωπικό, πόσο αναλώσιμα είναι συνολικά τα αστικά κόμματα, που καίγονται ολοένα και ταχύτερα το ένα μετά το άλλο. Ένα όμως παραμένει υψηλό κι αδιασάλευτο, κι αυτό δεν είναι παρά το κύρος των εκμεταλλευτών.
Οι καπιταλιστές ζητούν την ψήφο μας ως ευεργέτες – σωτήρες κόντρα στους “αναποτελεσματικούς” πολιτικούς, είναι οι “χορτάτοι”, που “ξέρουν την πιάτσα” και θα βάλουν τάξη στις λαμογιές και το δυσκίνητο κράτος. Είναι εκείνοι που “λένε λίγα λόγια και σταράτα” σε αντίθεση με τους “φαφλατάδες” πολιτικούς. Ακόμα κι αν είναι απόλυτα κρατικοδιαίτοι, θα πλασάρονται ως αντικρατιστές που ήρθαν να σπάσουν τα δεσμά της γραφειοκρατίας.
Είναι ψυχούλες, φιλάνθρωποι, αυτοδημιούργητοι (ακόμα κι αν είναι γόνοι δεύτερης και τρίτης γενιάς), ανοιχτοχέρηδες και πάντα πρόθυμοι να βοηθήσουν φτωχούς και αναξιοπαθούντες. Πάνω απ’ όλα είναι “δικοί μας άνθρωποι”, που δεν τους χάλασαν τα πλούτη, αλλά ήρθαν να προσφέρουν και να “επιστρέψουν” στην κοινωνία ένα μικρό μερίδιο από όσα η καπατσοσύνη και η καινοτόμος προσέγγισή τους τους απέφερε.
Η αστική δημοκρατία, όσο περισσότερο γερνάει το σύστημα που την παράγει, δεν εκφασίζεται μόνο, καθίσταται και περιττή. Δε χρειάζεται η έμμεση, ασφαλής εξουσία, αλλά ενισχύεται η αδιαμεσολάβητη δικτατορία των μονοπωλίων.
Κάποτε θεωρούσαμε πως ο φασισμός είναι η βαλβίδα ασφαλείας του συστήματος, μπροστά στους κλονισμούς του, ιδιαίτερα σε περιόδους ανόδου του κινήματος. Σήμερα δείχνει μάλλον η αστική δημοκρατία να είναι η βαλβίδα ασφαλείας και ο φασισμός έστω και σε πιο “ραφιναρισμένες” – μέχρι αποδείξεως του εναντίου – μορφές, η επιδιωκόμενη κανονικότητα, στη λογική του “αφού μπορούν να τον επιβάλλουν, γιατί να μην το κάνουν;”. Αυτό σε μια εποχή που το σύστημα φαινομενικά δεν απειλείται σοβαρά εξωγενώς, παρά μόνο από τις δικές του αντιφάσεις και τα εγγενή του αδιέξοδα. Ίσα – ίσα που η απουσία ισχυρού κινήματος μοιάζει να διεκολύνει ακόμα περισσότερο την εξάπλωση του φασισμού, χωρίς εκείνος να έχει ως επί το πλείστον την ανάγκη να εμφανίζεται ως τέτοιος.
Ίσως μάλιστα την πραγματικότητα να είμαστε σε μια φάση πέρα από το δίπολο αστική δημοκρατία – φασισμός, αλλά σε μια σύμπραξη τύπου ΣΔΙΤ, με ολίγη και από τα δύο συστήματα, σαν καρότο και μαστίγιο, με βασικότερο συστατικό το δεύτερο, αλλά και την υπόσχεση για λίγο καρότο που θα έρθει κάπου, κάπως, κάποτε αν καθίσουμε φρόνιμα να μαστιγωθούμε.
Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις ήταν μια ανάρτηση του πρωθυπουργού, στην οποία αναφέρει με δυναμισμό και αποφασιστικότητα τα κάτωθι:
Στο εξής ολιγάρχες και καναλάρχες θα αντιμετωπίζονται όπως όλοι οι Έλληνες πολίτες. Καμία διευθέτηση κάτω από το τραπέζι και κανένα χατήρι.
— Alexis Tsipras (@atsipras) October 15, 2016
Πράγματι, τι χρειάζονται οι διευθετήσεις κάτω από το τραπέζι, όταν μπορούν να γίνονται στο φως της μέρας και δη με την ψήφο του ελληνικού λαού. Όχι χατηρικά βεβαίως – βεβαίως. Πρώτα οι καπιταλιστές θα μπουν στα ψηφοδέλτια και θα διεκδικήσουν το σταυρό, σαν κοινοί θνητοί. Με το σπαθί τους, άντε και μερικά ακόμα βοηθητικά μέσα. Τι να κάνουμε δηλαδή αν όλες οι κοινωνικές ομάδες συμφωνούν ότι είναι οι ικανότεροι και αξιότεροι στη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων;
Για όσους κακοπροαίρετους πάντως σπεύδουν να συνδέσουν το μπερλουσκονισμό με την πρόσφατη υποψηφιότητα του Πέτρου Κόκκαλη και γενικότερα την επιχειρηματική του δυναστεία, ο ίδιος έδωσε την εξής αποστομωτική απάντηση: “Κατ’ αρχάς η ελληνική εκδοχή του μπερλουσκονισμού έχει δύο συστατικά τα οποία δεν συντρέχουν στην περίπτωση της οικογένειάς μου. Πρέπει κανείς να έχει μια ποδοσφαιρική ομάδα και ΜΜΕ. Αυτά δεν τα έχουμε εμείς, τα έχουν άλλοι. Θα πρότεινα λοιπόν να ψάξουν αλλού για επίδοξους Μπερλουσκόνι.”
Επίσης να προσθέσουμε πως ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι είναι Ζυγός και ο Πέτρος Κόκκαλης Υδροχόος. Μόνο αδαείς θα μπορούσαν να επιμένουν πως υπάρχουν ομοιότητες.