10 χρόνια μνημόνια – Ελληνική οικονομική κρίση και ανταγωνιστικότητα
Η οικονομική κρίση ξέσπασε και στις ανταγωνιστικές χώρες της Ευρωζώνης αλλά και σε ισχυρές χώρες εκτός αυτής. Αν ίσχυε ότι η κρίση είναι πρόβλημα μόνο των λιγότερο ανταγωνιστικών οικονομιών, δεν θα ήταν παγκόσμια.
Στο δημόσιο διάλογο ακούγεται αρκετά συχνά πως η πρόσφατη κρίση του ελληνικού καπιταλισμού οφείλεται στη μειωμένη ανταγωνιστικότητά του. Το συγκεκριμένο επιχείρημα επιστρατεύεται και από δεξιούς αλλά και από ‘’αριστερούς’’ οικονομολόγους με τις αντίστοιχες προτάσεις από την κάθε πλευρά. Το ερώτημα είναι αν ισχύει αυτός ο ισχυρισμός ή αν προσδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα από όση θα έπρεπε στο ζήτημα της ανταγωνιστικότητας. Το δεύτερο σημαίνει πως χωρίς να αναιρείται η έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, τίθεται υπό αμφισβήτηση η υπόθεση ότι μπορεί από μόνη της να προκαλέσει μία οικονομική κρίση.
Προτού ασχοληθούμε με την ‘’αριστερή’’ πτυχή του επιχειρήματος, είναι χρήσιμο να γίνει μία γρήγορη αναφορά στη δεξιά πτυχή που είναι και η κυρίαρχη. Με λίγα λόγια η τελευταία υποστηρίζει ότι στην Ελλάδα υπήρχε πριν από την κρίση ένα μεγάλο και παρεμβατικό κοινωνικό κράτος. Αυτό το κράτος υποτίθεται πως συνέβαλλε στο να μείνουν οι μισθοί ψηλά, έδινε υπερβολικές παροχές στους εργαζόμενους και δημιούργησε μία ολόκληρη στρατιά αχρείαστων και τεμπέληδων δημοσίων υπαλλήλων. Αυτό ήταν αντίθετο με ό,τι συνέβαινε σε ορισμένες χώρες της Ευρωζώνης, όπου οι μισθοί ήταν χαμηλοί και οι άνθρωποι πιο εργατικοί. Το αγαπημένο παράδειγμα όλων είναι η Γερμανία που παρουσιάζεται σαν χώρα πρότυπο σε αντίθεση με τις τεμπέλικες χώρες του Ευρωπαϊκού νότου, τα λεγόμενα ‘’PIGS’’. Χάρη στο σπάταλο κράτος λοιπόν η αγορά εργασίας δεν ‘’εκκαθαριζόταν’’ και οι υψηλές αμοιβές κρατούσαν χαμηλά την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Η λύση που προτείνεται είναι μία εσωτερική υποτίμηση, δηλαδή μία μείωση των μισθών για να ευθυγραμμιστούν με την παραγωγικότητα έτσι ώστε να επανέλθει η ανταγωνιστικότητα.
Ωστόσο κανένα από τα παραπάνω επιχειρήματα δεν ευσταθεί. Πρώτον οι ώρες εργασίας των Ελλήνων εργαζόμενων είναι περισσότερες από τις ώρες που δουλεύουν οι Γερμανοί. Δεύτερον ο καθαρός κοινωνικός μισθός, ένας δείκτης που αντικατοπτρίζει την καθαρή δημοσιονομική θέση των εργατών, είναι αρνητικός στην Ελλάδα σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Τρίτον η Ελλάδα είναι από τις χώρες της Ευρωζώνης με τις μικρότερες δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ (από τους πιο αντιπροσωπευτικούς δείκτες του μεγέθους ενός κράτους). Τέταρτον η πρωτοφανής λιτότητα που επιβλήθηκε στη χώρα με τα μνημόνια δεν βελτίωσε σχεδόν καθόλου τις οικονομικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, που σημαίνει πως δεν ήταν οι μισθοί το πρόβλημα.
Από την άλλη μεριά οι ‘’αριστεροί’’ οικονομολόγοι δεν είναι υπέρ της εσωτερικής υποτίμησης και της λιτότητας, οι οποίες όπως ισχυρίζονται έφεραν μείωση της εγχώριας ενεργούς ζήτησης. Θεωρούν πως η κρίση της Ελλάδας οφείλεται στις δομικές αδυναμίες της Ευρωζώνης. Ορισμένοι από αυτούς χρησιμοποιούν το επιχείρημα πως η Ευρωζώνη δεν είναι μία βέλτιστη νομισματική περιοχή και ότι χτίστηκε πάνω σε λάθος βάσεις. Αντί να επαινούν τη Γερμανία, την κατηγορούν ότι με τους πολύ χαμηλούς μισθούς έκανε φτηνότερες τις εξαγωγές της. Έτσι εξασφάλιζε πλεονάσματα στο εμπορικό της ισοζύγιό σε βάρος των ελλειμμάτων των χωρών του νότου. Επίσης υποστηρίζουν πως η αδυναμία άσκησης ανεξάρτητης συναλλαγματικής και νομισματικής πολιτικής έδεσε χειροπόδαρα την Ελλάδα. Συγκεκριμένα η καθιέρωση ενός συγκεκριμένου επιτοκίου από την ΕΚΤ δεν επέτρεψε στην Ελλάδα που είχε υψηλό πληθωρισμό να μεταβάλλει το επιτόκιο για να τον αντιμετωπίσει, ενώ το κοινό νόμισμα δεν επέτρεψε τη νομισματική υποτίμηση ως μέτρο για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας.
Τα κύριο μέτρο που προτείνουν είναι η αποδέσμευση της χώρας από την Ευρωζώνη σε συνδυασμό με μία μονομερή διαγραφή του χρέους. Έτσι θα γίνει εφικτή η νομισματική υποτίμηση (η οποία υποστηρίζουν πως θα οδηγήσει σε ελεγχόμενο πληθωρισμό αφού περάσει πρώτα κάποιο διάστημα) και η ανάκτηση της ανεξαρτησίας της νομισματικής, δημοσιονομικής και βιομηχανικής πολιτικής. Σαν Κεϋνσιανοί ασπάζονται τη θέση πως η τόνωση της ζήτησης μπορεί να λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά στις επενδύσεις και την απασχόληση (Κεϋνσιανός πολλαπλασιαστής). Δεν θεωρούν απαγορευτικά τα ελλείμματα για ένα κράτος που ‘’τυπώνει’’ το δικό του νόμισμα. Προτείνουν επίσης μία βιομηχανική πολιτική που θα στρέφεται σε κλάδους ‘’κλειδιά’’ από την άποψη των πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων που θα επιφέρουν στην οικονομία μέσω της ζήτησης. Τέλος υπογραμμίζουν πως το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας είναι το υπέρογκο εξωτερικό της χρέος και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και όχι το δημοσιονομικό της έλλειμμα.
Τα επιχειρήματα αυτά αν και ακούγονται αρκετά ριζοσπαστικά, στην πραγματικότητα ρίχνουν την μπάλα στην εξέδρα. Από εμπειρικής σκοπιάς, τα στοιχεία δείχνουν πως η ζήτηση στην Ελλάδα ήταν πολύ υψηλή πριν από την κρίση, κυρίως λόγω της υψηλής καταναλωτικής δαπάνης. Άρα σε καμία περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με μία κρίση υποκατανάλωσης και έλλειψης ενεργούς ζήτησης. Αντιθέτως τα στοιχεία επιβεβαιώνουν πως πρόκειται για μία τυπική κρίση πτωτικής κερδοφορίας. Επίσης η κρίση στην Ελλάδα οπωσδήποτε είχε και δημοσιονομική και όχι μόνο εξωτερική διάσταση. Είναι σημαντικό ωστόσο ότι η δημοσιονομική διάσταση προέκυψε από τις τεράστιες φοροαπαλλαγές του μεγάλου κεφαλαίου το οποίο πληρώνει περίπου το 5% των συνολικών φόρων στην Ελλάδα.
Από θεωρητικής σκοπιάς οι ‘’αριστεροί οικονομολόγοι’’ έχουν μία αγοραία αντίληψη για τον πληθωρισμό και την ανταγωνιστικότητα. Συγκεκριμένα αποδέχονται την αντιδραστική θεωρία του πληθωρισμού κόστους, ότι δηλαδή οι μισθοί των εργατών δημιουργούν τον πληθωρισμό. Θεωρούν πως μία οικονομία μπορεί να γίνει ανταγωνιστική απλά υποτιμώντας το νόμισμά της. Ωστόσο η ανταγωνιστικότητα έχει να κάνει με τα δομικά χαρακτηριστικά της πραγματικής οικονομίας, όπως η παραγωγικότητα και το ποσοστό κέρδους. Στη συναλλαγματική ισοτιμία και τον πληθωρισμό απλώς αντανακλώνται αυτά τα χαρακτηριστικά. Επίσης χωρίς θεωρία Ιμπεριαλισμού δεν μπορούν να ερμηνεύσουν σωστά την πολιτικοοικονομική διαπάλη των κρατών για την απόκτηση σφαιρών επιρροής, άρα και τη διαπάλη της Ελλάδας με τις υπόλοιπες Ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Φυσικά είναι αλήθεια ότι ο ελληνικός καπιταλισμός δεν είναι τόσο ανταγωνιστικός σε σχέση με τον καπιταλισμό της Γερμανίας και άλλων χωρών. Αυτό οφείλεται κυρίως στην απουσία ενός ισχυρού βιομηχανικού τομέα. Η πολυδιαφημισμένη εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας και η στροφή στις υπηρεσίες (κυρίως στον τουρισμό), δεν συνεισφέρουν στην παραγωγή πλούτου. Ο πλούτος στον καπιταλισμό δημιουργείται στη σφαίρα της παραγωγής και όχι στη σφαίρα της κυκλοφορίας ή της διανομής. Χάρη σε αυτές τις δομικές αδυναμίες πραγματοποιούνται μεταφορές αξίας από την Ελλάδα σε χώρες με υψηλότερη Οργανική Σύνθεση Κεφαλαίου μέσω του διεθνούς εμπορίου, των άμεσων ξένων επενδύσεων και των επενδύσεων χαρτοφυλακίου.
Όμως αυτό δεν σημαίνει πως η κρίση της Ελλάδας είναι κρίση μειωμένης ανταγωνιστικότητας. Πέρα από τους δείκτες που αναφέρθηκαν, είναι γνωστό πως η οικονομική κρίση ξέσπασε και στις ανταγωνιστικές χώρες της Ευρωζώνης αλλά και σε ισχυρές χώρες εκτός αυτής. Αν ίσχυε ότι η κρίση είναι πρόβλημα μόνο των λιγότερο ανταγωνιστικών οικονομιών, δεν θα ήταν παγκόσμια. Οι λύσεις που προτείνουν αυτοί οι οικονομολόγοι κινούνται εντός καπιταλιστικού πλαισίου και δεν θίγουν τις σχέσεις ιδιοκτησίας που αποτελούν τον πυρήνα του συστήματος. Έτσι συσκοτίζουν τον πραγματικό χαρακτήρα της κρίσης που είναι αποτέλεσμα της φυσιολογικής λειτουργίας του καπιταλισμού και δεν είναι θέμα λανθασμένου μείγματος οικονομικής πολιτικής.
Το πραγματικό δίλημμα δεν είναι αν είναι καλύτερος ο ελληνικός ή ο ξένος καπιταλισμός, αλλά το αν ο καπιταλισμός με όλες τις μορφές του μπορεί να καλύψει τις ανάγκες των ανθρώπων σήμερα. Άλλωστε οι Έλληνες καπιταλιστές όπως και οι καπιταλιστές σε όλα τα μέρη και σε όλες τις χρονικές περιόδους, έχουν σαν κίνητρο το κέρδος και χρησιμοποιούν τα ίδια μέσα για να το πετύχουν. Η έξοδος από την Ευρωζώνη, η μονομερής διαγραφή του χρέους και η υιοθέτηση ενός εθνικού νομίσματος είναι πιθανό να οδηγήσουν σε επιδείνωση των συνθηκών ζωής των εργαζομένων. Η πρόβλεψη ότι ο πληθωρισμός αρχικά θα αυξηθεί αρκετά αλλά στην πορεία θα γίνει ελεγχόμενος, είναι αρκετά αμφιλεγόμενη. Πέρα όμως από τις τεχνικές λεπτομέρειες που ίσως να απαιτούσαν μία σειρά επιστημονικών άρθρων, μπορεί να βγει το συμπέρασμα πως μία πραγματικά αριστερή πρόταση πρέπει να στοχεύει στην ανατροπή του καπιταλισμού και όχι να αναλώνεται στις μορφές διαχείρισής του.
Δείτε εδώ όλα τα άρθρα στη σειρά “Δέκα Χρόνια Μνημόνια”
Το τέλος της κανονικότητας και των ψευδαισθήσεων
Οι κρίσεις του καπιταλισμού και το τέλος των “χρυσών εποχών”
Κρίση χρέους: Το πρόσχημα που μετατράπηκε σε αιτία
Η εμπλοκή του ΔΝΤ στο μνημονιακό δάνειο
Η διάλυση της Ευρωζώνης και της ΕΕ: πότε θα γίνει και πώς θα το μάθουμε εγκαίρως;
Grexit και διάλυση της ΕΕ: τι καλό έχουν να περιμένουν οι λαοί;