10 χρόνια μνημόνια – Η εμπλοκή του ΔΝΤ στο μνημονιακό δάνειο
Το γεγονός ότι μας επιβλήθηκε τρόικα δείχνει εξαρχής την εύθραυστη ισορροπία μεταξύ των ομάδων συμφερόντων, τόσο για τη διασφάλιση των ήδη επενδεδυμένων χρημάτων τους, όσο και για τη θέση στο φαγοπότι που άνοιγε. Η γέννηση του ESM έδειξε την αναγκαιότητα του γαλλογερμανικού άξονα να έχει ένα δικό του εργαλείο γι’ αυτές τις δουλειές.
Πέρασαν κιόλας 10 χρόνια! Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό το μίνι αφιέρωμα. Ο πιο σημαντικός δεν έχει να κάνει με το χθες αλλά με το αύριο, με τα επόμενα 10 χρόνια. Αλλά θα έρθουμε αργότερα σε αυτό…
Σε σχέση με το μνημονιακό δάνειο, έγινε πολλή συζήτηση για τη συμμετοχή του ΔΝΤ. Να μπει, να μη μπει, το θέλουμε, δεν το θέλουμε κλπ. Πέρα από τις κωλοτούμπες που έγιναν κι είχαν τη χάρη τους και ίσως χρήζουν εξέτασης από την πολιτική επιστήμη, από οικονομική άποψη το ζήτημα ήταν σχετικά απλό. Χρειαζόντουσαν χρήματα και έπρεπε να βρεθεί ποιος θα τα δώσει.
Το πρώτο πράγμα που κοιτάει κανείς σε αυτές τις περιπτώσεις είναι γιατί να πληρώσει. Εδώ θα χρειαζόταν μια ενδελεχής απάντηση, αλλά θα ξεφεύγαμε από την αρχική ερώτηση. Κωδικοποιημένα, υπήρχε ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα που έπρεπε να διασφαλιστεί, ελληνικό χρηματιστικό κεφάλαιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν μπορούσε να αφεθεί να καταρρεύσει και κομμάτι του χρέους που βρισκόταν στα χέρια επιχειρήσεων και καπιταλιστών με διεθνή παρουσία και κύρος. Θυμίζουμε ότι το χρέος ήταν σε μεγάλο μέρος του συμφωνημένο σε ελληνικό δίκαιο, αν και αυτό ήταν μια τεχνική λεπτομέρεια, αφού δεν βρισκόταν καμιά πολιτική δύναμη πλην ΚΚΕ που να το αμφισβητεί. (Κάτι ακούω, μην είναι τα νταούλια που αργοσβήνουν μόνα κάτω από τον πράσινο ήλιο;) Τέλος, στην αρχή της κρίσης, υπήρχε σίγουρα το ζήτημα του ξετυλίγματος του κασκόλ. Η πτώχευση ενός κράτους-μέλους της Ευρωζώνης, και μάλιστα μικρού, θα δημιουργούσε ανυπολόγιστα προβλήματα.
Σίγουρα το δάνειο δεν δόθηκε για το καλό του λαού. Αυτό θα ήταν μια τραγική ειρωνεία δοσμένης της εξέλιξης των πραγμάτων. Βέβαια, αξίζει με την ευκαιρία να θυμηθούμε τα περί «διάσωσης της Ελλάδας» που χρησιμοποιήθηκαν για να συναινέσει ο λαός να κάνει θυσίες. Αλλά και γι’ αυτό αξίζει να γραφτούν χιλιάδες σημειώματα, να μη ξεχαστεί ούτε ένα από τα ψέματα που χρησιμοποιήθηκαν σαν καρότο, ιδίως προς τους «νοικοκυραίους», τη μεσαία τάξη για να βάλουν το κεφάλι τους από μόνοι τους στην γκιλοτίνα. Σε κάθε περίπτωση, η κρίση έπρεπε να διαχειριστεί για να διασωθούν έλληνες και ξένοι κεφαλαιοκράτες που είχαν την δυνατότητα να επιβάλουν μια τέτοια πολιτική στις Βρυξέλλες.
Εφόσον κανείς (από τα διεθνή κέντρα των κεφαλαιοκρατών) δεν αμφισβήτησε αρχικά την ανάγκη διάσωσης του ελληνικού κράτους σαν κράτος-μέλος της Ευρωζώνης, το επόμενο ερώτημα ήταν το ποσό. Είναι τίποτα ψιλά ή τίποτα χοντρά; Εδώ ξεκίνησε η πρώτη δυσκολία. Την εποχή που ξεκίνησαν οι συζητήσεις δεν υπήρχε εκτίμηση για το κόστος διαχείρισης της κρίσης (περί αυτού επρόκειτο). Αυτό αποδεικνύεται εκ των υστέρων εύκολα, αφού όλα τα μέτρα χρειάστηκε να αναπροσαρμοστούν αρκετές φορές. Πάρτε για παράδειγμα τη γραμμή ανταλλαγής χρήματος (swap lines) μεταξύ της Fed των μεγάλων κεντρικών τραπεζών, στις οποίες συμπεριλήφθηκε και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Το αποκορύφωμα όμως της αποδοχής ότι το ποσό διαχείρισης δεν είναι γνωστό και δεν μπορεί να εκτιμηθεί είναι η δήλωση μνημείο του Ντράγκι, προέδρου της ΕΚΤ, στις 26 Ιουλίου 2012 κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας του στο Λονδίνο. «Μέσα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων μας, η ΕΚΤ είναι έτοιμη να κάνει ό,τι χρειάζεται για να διατηρήσει το ευρώ. Και πιστέψτε με, θα είναι αρκετό.» Αυτό το «ό,τι χρειάζεται» έληξε επισήμως την συζήτηση περί εκτιμήσεων.
Μια αγοραία εκτίμηση της εποχής ότι για την Ελλάδα τα χρήματα θα ήταν λίγα, πρώτον δεν επιβεβαιώθηκε και δεύτερον, θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη ότι θα ήταν δύσκολο να δικαιολογηθεί ένα σχέδιο εδώ κι ένα άλλο εκεί. Κι η Ιρλανδία μπορεί να χρειαζόταν λίγα χρήματα, κι η Κύπρος λιγότερα.
Με άλλα λόγια, στο πρώτο ερώτημα «πόσα;» η απάντηση ήταν άγνωστη και έτεινε προς το «πολλά».
Ποιος θα δεχόταν λοιπόν να τα δώσει;
Εδώ θα πρέπει να θυμίσουμε ότι δεν υπήρχε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (European Stability Mechanism, ESM). Ο τελευταίος φτιάχτηκε το 2012. Επίσης, θα πρέπει να θυμίσουμε ότι οι χώρες της Ευρωζώνης, και η Ελλάδα, είναι μέλη του ΔΝΤ. Επίσης, το ΔΝΤ είναι αξιόπιστο και αποτελεσματικό στο τσάκισμα λαών και οικονομιών. Έχει τεχνογνωσία, έμπειρο προσωπικό και αυτοματοποιημένους μηχανισμούς, διαδικασίες και πρωτόκολλα. Το ΔΝΤ, μαζί με την Παγκόσμια Τράπεζα φτιάχτηκαν το 1944 ακριβώς για να διαχειρίζονται κρίσεις και ταυτόχρονα να διευκολύνουν το έδαφος για το διεθνές μονοπωλιακό κεφάλαιο. Εξάλλου, ενώ είναι τόσο… οικείο, είναι ταυτόχρονα ένα ξένο σώμα που γίνεται εύκολα και αποδιοπομπαίος τράγος (το «κακό ΔΝΤ»).
Η μόνη ένσταση είναι ότι, καλώς ή κακώς, το ΔΝΤ είναι αμερικανοκρατούμενο. Αυτό δεν είναι θέμα πρεστίζ και εικόνας. Έχει να κάνει εν μέρει με το ποιος δίνει τα λεφτά. Οι ΗΠΑ έχουν δώσει το μεγαλύτερο μερίδιο (83 δις SDR, ή 17,45%) και έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο ψήφων (16,51%). Το σημαντικότερο όμως είναι ότι μόνο οι ΗΠΑ έχουν από μόνες τους δικαίωμα αρνησικυρίας (veto) στο ΔΝΤ για πολύ σημαντικές αποφάσεις αφού γι’ αυτές χρειάζεται το 85%. Και λοιπόν, θα πει κανείς; Τι πειράζει που είναι αμερικανοκρατούμενο το ΔΝΤ; Μήπως υπάρχει διάκριση μεταξύ των καπιταλιστών στις δύο άκρες του Ατλαντικού;
Η απάντηση δεν είναι τόσο απλή. Σίγουρα, κανείς δεν θέλει το καλό του λαού. Και σίγουρα υπάρχει συμβιβασμός σε αυτά τα επίπεδα, ανάλογα και με το συσχετισμό δυνάμεων ώστε να μην παίρνονται αποφάσεις που ευνοούν ακραία μια ομάδα κεφαλαιοκρατών έναντι μιας άλλης. Όμως σε συνθήκες κρίσης και έντασης του ανταγωνισμού όλοι προσπαθούν να βελτιώσουν τη θέση τους. Αυτό έκανε την παρουσία του ΔΝΤ μη επιθυμητή αλλά και αναγκαία.
Το γεγονός ότι μας επιβλήθηκε τρόικα δείχνει εξαρχής την εύθραυστη ισορροπία μεταξύ των ομάδων συμφερόντων, τόσο για τη διασφάλιση των ήδη επενδεδυμένων χρημάτων τους, όσο και για τη θέση στο φαγοπότι που άνοιγε.
Τελικά, μ’ αυτά και μ’ αυτά, η συμμετοχή του ΔΝΤ ήταν περιορισμένη. «Στο πλαίσιο των 3 προγραμμάτων χρηματοδότησης η Ελλάδα έλαβε συνολικά 275,8 δισ. ευρώ. Ειδικότερα, από ευρωπαϊκές πηγές έλαβε 243,7 δισ. ευρώ (52,9 δισ. ευρώ από την πρώτη δανειακή σύμβαση, 130,9 από τη δεύτερη και 59,9 από την τρίτη δανειακή σύμβαση), ενώ 32,1 δισ. ευρώ έλαβε από το ΔΝΤ, στο πλαίσιο της πρώτης και της δεύτερης δανειακής σύμβασης» *(Γράβαρης, Γιακούλας, Βατικιώτης, Θανόπουλος, & Δασκαλάκης, 2019, p. 59). Η γέννηση του ESM έδειξε την αναγκαιότητα του γαλλογερμανικού άξονα να έχει ένα δικό του εργαλείο γι’ αυτές τις δουλειές.
Σημείωση
*Γράβαρης, Δ. Ν., Γιακούλας, Δ., Βατικιώτης, Λ., Θανόπουλος, Γ., & Δασκαλάκης, Ν. (2019). Έκθεση ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ 2019 για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αθήνα.