Δύο σημειώσεις για το χρήμα του αύριο
Όσο το χρήμα είναι ζωντανό και αναγκαίο, τόσο μακριά θα είναι η κοινωνία από την ικανοποίηση των εξελισσόμενων αναγκών της. Κι αυτό γιατί το χρήμα, στην πλήρη του ανάπτυξη, είναι αυτοσκοπός και όχι μέσο για οτιδήποτε άλλο, πολλώ δε μάλλον για την ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών. Η νεαρή λαϊκή εξουσία κληρονομεί από το σάπιο καπιταλισμό, ανάμεσα στα άλλα, κι ένα από τα πιο σάπια εργαλεία του στην πιο γυαλιστερή του μορφή.
Σε προηγούμενο σημείωμα για το πρόβλημα του ιστορικού και του λογικού στη θεωρία του χρήματος, αναφέραμε ότι “η μελέτη για το ζήτημα του ιστορικού και του λογικού στο χρήμα θα βοηθούσε στην κατανόηση των σύγχρονων εξελίξεων στο πεδίο αυτό. Ακόμα περισσότερο όμως, θα οδηγούσε στην επιλογή των κατάλληλων μορφών χρήματος στα πρώτα βήματα της λαϊκής εξουσίας, εκεί όπου το χρήμα αναγκαστικά θα συντροφεύει τη διαδικασία κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, σε απόλυτη έχθρα προς αυτήν.” Σε αυτό το τελευταίο σημείο επανερχόμαστε, για να συμβάλλουμε με δύο σημειώσεις.
Όταν λοιπόν ο λαός πάρει με το καλό την εξουσία τότε θα αντιμετωπίσει, ανάμεσα στα άλλα, και το ζήτημα του χρήματος. Πριν όμως φτάσουμε στο «ζήτημα» αυτό, να ξεκαθαρίσουμε ότι η ανάληψη εξουσίας και η δυνατότητα αντιμετώπισης οποιουδήποτε οικονομικού ζητήματος αναφέρεται εδώ στην κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και το πέρασμα του ελέγχου τους στις νέες δομές που συστήνει η εκάστοτε λαϊκή εξουσία. Ίσως περιττό να σημειωθεί ότι το ζήτημα του χρήματος το αντιμετωπίζει κάθε λαός που παίρνει την εξουσία κι όχι μόνο μια χώρα που βρισκόταν επί καπιταλισμού σε νομισματική ένωση.
Ποιο ακριβώς είναι το ζήτημα του χρήματος; Μα, η ίδια η ύπαρξή του που κληροδοτείται στις νέες σχέσεις παραγωγής με τον χειρότερο τρόπο. Όπως και να γίνει το πέρασμα, με άλλα λόγια ανεξάρτητα από την ποσότητα του αίματος που θα χυθεί, το χρήμα είναι ο απόλυτος θεός της περιόδου και όχι κάτι μισητό από το οποίο οι άνθρωποι της «νέας κοινωνίας» θέλουν να απαλλαγούν. Δεν είναι, δηλαδή, σαν την κρατική καταστολή, την ανεργία, τη φτώχεια, τον υποσιτισμό, την ανασφάλεια, την αλλοτρίωση και την τρομοκρατία στο χώρο εργασίας. Όλα αυτά ο επαναστατημένος λαός θέλει να τα καταργήσει και μάλιστα αμέσως αν γίνεται. Αλλά το χρήμα;
Επιπλέον, ίσως στα μυαλά κάποιων, ακόμα κι από τους υποστηριχτές της επαναστατικής διαδικασίας, η ανάληψη της εξουσίας πάνω στα μέσα παραγωγής να οδηγεί ιδεατά σε περισσότερα χρήματα για όλους, πιο δίκαια μοιρασμένα κλπ. Πρόκειται για μια τυπική περίπτωση φετιχισμού του χρήματος που γεννιέται αβίαστα, ακόμα και μέσα από τις διεκδικήσεις του εργατικού λαϊκού κινήματος. Για παράδειγμα, αν κάποιος μπερδέψει και τελικά ταυτίσει την ικανοποίηση των (σύγχρονων, λαϊκών) αναγκών με την αύξηση του εισοδήματος (πχ. αύξηση μισθών για τους εργάτες, αύξηση αγροτικού εισοδήματος, αύξηση του εισοδήματος των αυτοαπασχολούμενων ή πολύ μικρών ΕΒΕδων πχ με μείωση της φορολογίας κλπ) τότε μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ικανοποίηση αυτών των αναγκών μπορεί να γίνει μόνο με αύξηση του χρηματικού εισοδήματος. Ακριβώς το αντίθετο ισχύει. Όσο το χρήμα είναι ζωντανό και αναγκαίο, τόσο μακριά θα είναι η κοινωνία από την ικανοποίηση των εξελισσόμενων αναγκών της. Κι αυτό γιατί το χρήμα, στην πλήρη του ανάπτυξη, είναι αυτοσκοπός και όχι μέσο για ο,τιδήποτε άλλο, πολλώ δε μάλλον για την ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών.
Κρατούμενο πρώτο, λοιπόν: η νεαρή λαϊκή εξουσία κληρονομεί από το σάπιο καπιταλισμό, ανάμεσα στα άλλα, κι ένα από τα πιο σάπια εργαλεία του στην πιο γυαλιστερή του φάση.
Πέρα όμως από την πρώτη αυτή φάση που σίγουρα απαιτεί ειδική διαχείριση, το χρήμα επιβιώνει στην διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού για μια σειρά από λόγους που πρέπει να γίνουν κατανοητοί. Ο πρώτος λόγος αφορά στην επιβίωση της εμπορευματικής παραγωγής, έστω και σε μικρή ή και περιθωριακή κλίμακα. Το χρήμα γεννιέται και ανθίζει στη γη των εμπορευμάτων, είναι η αλλαγμένη μορφή τους, η αυτοτελής έκφραση του γεγονότος ότι ενσωματώνουν αξία γιατί είναι προϊόντα εργασίας προς πώληση, για κατανάλωση, από άλλους (από αυτούς που τα παρήγαγαν).
Για να γίνει μια σοβαρή εκτίμηση του μεγέθους αυτού του προβλήματος, θα πρέπει να υπάρχει μια εκτίμηση των σημείων που θα επιβιώσει η εμπορευματική παραγωγή και της έκτασής, σε συνάρτηση πάντα με το χρόνο. Για να γίνει αυτό, υπάρχουν μερικοί μπούσουλες. Ένας γενικός μπούσουλας είναι η εμπειρία από τις χώρες που οικοδόμησαν ή οικοδομούν τον σοσιαλισμό. Παρ’ όλ’ αυτά, η εμπειρία θα πρέπει να προσαρμοστεί στα ελληνικά δεδομένα, για διάφορους λόγους, μερικοί εκ των οποίων θα αναφερθούν παρακάτω.
Ένας δεύτερος μπούσουλας είναι οι υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις ή η υπάρχουσα παραγωγική δυναμικότητα της οικονομίας. Σε αυτήν δεν προσμετράται η τρέχουσα παραγωγή, αλλά προστίθενται οι άνεργοι, το υποαπασχολούμενο κεφάλαιο, καθώς και οι εργαζόμενοι και το κεφάλαιο που απασχολούνται στις διαδικασίες αναπαραγωγής των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων και άλλες παρασιτικές διαδικασίες. Είναι σαν να σηκώναμε όλοι μανίκια και να αξιοποιούσαμε και την τελευταία μηχανή που κρύβει λίγη ζωή μέσα της, κι όλα αυτά να τα υποτάσσαμε στην άμεση ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών και στην αέναη διεύρυνσή τους. Από αυτήν την δύσκολη άσκηση, μπορεί να προκύψει σε αδρές γραμμές ένα σχέδιο των άμεσα διαθέσιμων στην νεαρή εξουσία παραγωγικών δυνάμεων.
Ακόμα περισσότερο, η διάρθρωση της παραγωγής σε κλάδους (ή αλυσίδες σχετιζόμενων κλάδων) μπορεί να αποκαλύψει, πρώτον πού θα υπάρχουν ισχυροί λόγοι για να επιβιώσει η εμπορευματική παραγωγή και, δεύτερον πού θα υπάρχει έδαφος εμφάνισής της. Ο κανόνας φυσικά είναι ότι όσο πιο μονοπωλημένα είναι τα μέσα παραγωγής, όσο πιο βαθιές είναι οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις σε ένα κλάδο, όσο πιο πλήρως εμπορευματοποιημένη είναι η κάλυψη μιας κοινωνικής ανάγκης, όσο πιο αυτάρκης είναι ένας κλάδος σε πρώτες ύλες, μέσα παραγωγής και ειδικευμένη εργασία, τόσο πιο εύκολη είναι η μετάβαση και τόσο πιο δύσκολο είναι να επιβιώσουν εμπορευματικές σχέσεις στη λαϊκή εξουσία. Από ό,τι καταλαβαίνω, το νερό, τουλάχιστον σε κάποια μεγάλα αστικά κέντρα, τουλάχιστον προς το παρόν, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Σε αυτήν την ανάλυση ξεχωριστή θέση και σημασία έχει ο αγροτικός τομέας.
Ο δεύτερος λόγος που επιβιώνει το χρήμα στη λαϊκή εξουσία είναι οι συναλλαγές με το εξωτερικό. Εδώ μάλιστα, το χρήμα εμφανίζεται για το κράτος της λαϊκής εξουσίας ως χρήσιμο και αναγκαίο στη λειτουργία και τις μορφές του παγκόσμιου χρήματος. Ο λόγος, προφανώς, είναι η δυνατότητα προμήθειας αναγκαίων εμπορευμάτων από την παγκόσμια αγορά, εμπορευμάτων που είτε δεν παράγονται καθόλου στην χώρα ή δεν παράγονται σε επαρκή ποσότητα. Και εδώ θα πρέπει να γίνουν όλες οι απαραίτητες διακρίσεις των μεμονωμένων καναλιών εισροής και εκροής χρήματος, όπως η ναυτιλία, το διεθνές εμπόριο, έστω και περιορισμένο, ο τουρισμός, τα εμβάσματα συγγενών, οι αμοιβές για παροχή υπηρεσιών στο εξωτερικό κλπ.
Τα σημαντικά σημεία εδώ είναι δύο: πρώτον, η Ελλάδα είναι αδύνατο να απομονωθεί γεωγραφικά και να αποκοπεί από τον διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας και αυτό είναι ταυτόχρονα δύναμη και αδυναμία για την λαϊκή εξουσία. Δεύτερον, ανάμεσα στην πάλη για την συρρίκνωση του ρόλου και της εμφάνισης του χρήματος στο εσωτερικό, από τη μια μεριά, και στην προσπάθεια διεύρυνσης των συναλλαγματικών αποθεμάτων από την άλλη, υπάρχει μια αντίφαση που λύνεται μόνο στο βαθμό που χτίζονται διμερείς, αμοιβαία επωφελείς συμφωνίες με άλλες χώρες.
Ο τρίτος λόγος που επιβιώνει το χρήμα είναι ότι οι μορφές του μπορούν να παραχθούν. Σε αυτές δεν περιλαμβάνονται μόνο οι μορφές που ενσωματώνουν εργασία όπως το εμπορευματικό χρήμα εν γένει, ο χρυσός, τα ευγενή μέταλλα, ή πλέον και τα κρυπτονομίσματα. Περιλαμβάνεται και το πιστωτικό χρήμα όλων των βαθμίδων (εμπορικό, τραπεζικό, κεντρικής τράπεζας). Περιλαμβάνονται ακόμα όλες οι μορφές ηλεκτρονικού χρήματος, συμβολικού ή πιστωτικού.
Τέλος, αν και μικρότερης και φθίνουσας σημασίας, υπάρχουν και οι θησαυροί, τα σεντούκια, τα μαξιλάρια, τα στρώματα, οι θυρίδες, εντός ή εκτός Ελλάδας. Αυτά θα κάνουν καιρό να εξαντληθούν και θα είναι πάντα μια πηγή διαφθοράς της λαϊκής εξουσίας.
Άρα, κρατούμενο δεύτερο: όχι μόνο κληρονομείται το χρήμα στην πιο αποθεωμένη του φάση, αλλά υπάρχουν λόγοι τόσο για να συντηρηθεί το χρήμα, όσο και για να αναπαραχθεί. Οι λόγοι αυτοί, όπως παρατηρούσε ο μεγάλος σοβιετικός φιλόσοφος Ιλιένκοφ, οφείλονται πάντα στα απομεινάρια του καπιταλισμού και ποτέ σε αδυναμίες του σοσιαλισμού.
Το αισιόδοξο μέρος αυτής της ιστορίας είναι ότι υπάρχει το απόθεμα γνώσης για να σπάσει το σκληρό κέλυφος του μυστικισμού που προστατεύει το χρήμα. Μπορούμε πλέον να αναγνωρίσουμε τις δυσκολίες, να τις ψηλαφήσουμε και να αναμετρηθούμε μαζί τους με πολύ καλύτερους όρους. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι χώρες που έχουν επιβιώσει από τις ανατροπές, με όποιο τίμημα, ακόμα και σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης, όπως η Κούβα και η Β. Κορέα, τουλάχιστον δεν αντιμετωπίζουν νομισματική αστάθεια ή χρηματικές κρίσεις ή “capital controls”. Είναι λοιπόν πέρα για πέρα ρεαλιστικό να σκιαγραφήσουμε μια πρόταση με βασικές αρχές για τη διαχείριση του ζητήματος του χρήματος, για όσο καιρό επιβιώνουν οι λόγοι που του επιτρέπουν να φωλιάζει ακόμα στα μυαλά των ανθρώπων.