Η νεοσκλαβιά
Το gig economy αποτελεί έναν από τους πιο «καυτούς» τομείς της σύγχρονης οικονομίας της εργασίας. Η τεχνολογία δεν είναι κάτι κακό. Ίσα-ίσα που μπορεί να βελτιώσει σε σημαντικό βαθμό τη ζωή του εργαζόμενου, αρκεί να μη χρησιμοποιείται προς όφελος των λίγων.
Αν και δεν υπάρχει ακόμα αντίστοιχος όρος στα ελληνικά το gig economy αποτελεί έναν από τους πιο «καυτούς» τομείς της σύγχρονης οικονομίας της εργασίας. Σε μια ελεύθερη μετάφραση θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο όρος αφορά μια οικονομία στην οποία οι άνθρωποι δεν δουλεύουν σε κάποια σταθερή εργασία αλλά κάνουν πολλές δουλειές για διάφορους «εργοδότες» χωρίς βέβαια να έχουν δικαίωμα ασφάλισης, συνταξιοδότησης και αποζημίωσης σε περίπτωση διακοπής της εργασίας. Αν μάλιστα κάνουμε μια ακόμη πιο ελεύθερη απόδοση μπορούμε με ασφάλεια να πούμε ότι μιλάμε για μια νέα μορφή σκλαβιάς, η οποία απειλεί να εξαφανίσει και τα τελευταία εργασιακά δικαιώματα που έχουν απομείνει στον σύγχρονο κόσμο.
Για να καταλάβουμε καλύτερα την απειλή που αποτελεί το «gig economy» για την εργασία και την εργατική τάξη μπορούμε να δανειστούμε δύο παραδείγματα που χρησιμοποιεί, όχι κάποιο Μέσο διαποτισμένο από την «ιδεολογική κυριαρχία της αριστεράς», αλλά οι Financial Times:
Από την μία έχουμε ένα οδηγό ταξί σε μια μητρόπολη όπως η Νέα Υόρκη που μπορεί να δουλεύει για τρεις ή και περισσότερες εταιρείες ταυτόχρονα. Να «συνεργάζεται» δηλαδή με εταιρείες όπως η Uber και η Lyft, οι οποίες αξιοποιώντας την σύγχρονη τεχνολογία και τα έξυπνα κινητά συνδέουν τους υποψήφιους πελάτες που θέλουν να πάνε κάπου με τους οδηγούς αυτοκινήτων. Ο πελάτης πληρώνει την εταιρεία μέσω της πιστωτικής του κάρτας και στην συνέχεια η εταιρεία κρατάει την προμήθεια της και πληρώνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα τον οδηγό.
Στην ουσία αυτοί οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι επαγγελματίες και θεωρητικά αφεντικά του εαυτού τους. Δεν λογοδοτούν σε κανέναν, δουλεύουν όποτε θέλουν, δεν χτυπάνε κάρτα κλπ. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα. Δεν καθορίζουν αυτοί την αμοιβή τους (στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτό το κάνει αυτόματα αλγόριθμος βάσει της προσφοράς και της ζήτησης για κούρσες), δεν έχουν κανένα εργασιακό δικαίωμα, δεν έχουν άδεια είτε αναψυχής είτε ασθενείας, δεν καλύπτονται από κάπου σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος και εννοείται πως το μη εργατικό κόστος της υπηρεσίας (βενζίνες, συντήρηση αυτοκινήτου κλπ) το καλύπτουν από την τσέπη τους.
Απέναντι σε αυτό το παράδειγμα η αρθρογράφος των FT Rana Foroohar αντιπαραβάλλει έναν σύμβουλο διοίκησης επιχειρήσεων. Έναν άνθρωπο σπουδαγμένο στα καλύτερα (και πιο ακριβά) πανεπιστήμια με τους καλύτερους τίτλους σπουδών (τουλάχιστον ένα πανάκριβο MBA) ο οποίος μπορεί να χρεώνει και 10.000 δολάρια την ημέρα τον κάθε πελάτη του. Αυτός ο συγκεκριμένος σύμβουλος μπορεί να χρησιμοποιεί όλα τα σύγχρονα εργαλεία όπως τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, τα smartphones, τις βιντεοκλήσεις για να δουλεύει από οπουδήποτε, οποτεδήποτε. Και αυτό του επιτρέπει να βγάζει έναν πολύ καλό μισθό κάθε μήνα και να περνάει τον χρόνο από το ένα εξοχικό θέρετρο στο άλλο. Μπορεί ακόμα να έχει και τον δικό του γραμματέα – προσωπικό βοηθό καθώς το κόστος ενός τέτοιου από την Ινδία για παράδειγμα είναι αμελητέο.
«Ξεκάθαρα η έλευση της υψηλής τεχνολογίας σημαίνει διαφορετικά πράγματα για αυτούς τους δύο εργαζόμενους. Για τον σύμβουλο είναι ένας τρόπος να βγάλει περισσότερα χρήματα σε λιγότερο χρόνο, με περισσότερη ελευθερία και πιο ευέλικτα. Από την άλλη για τον οδηγό ταξί το gig economy μοιάζει με ένα σύστημα νέο-σκλαβιάς», αναφέρει χαρακτηριστικά η αρθρογράφος η οποία συμπεραίνει πολύ σωστά ότι σε αυτή την περίπτωση η τεχνολογία συνεισφέρει με τον τρόπο της στην συγκέντρωση του πλούτου σε λιγότερα χέρια. Για αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο προειδοποιεί μεταξύ άλλων και η γνωστή εταιρεία συμβούλων επιχειρήσεων McKinsey η οποία σε έρευνα της αναφέρει ότι σε επίπεδο μισθών η ψηφιοποίηση της εργασίας «μπορεί να έχει επιταχύνει την δημιουργία μεγάλης απόκλισης μεταξύ της πλειοψηφίας των εργαζομένων και μιας μικρότερης ομάδας στην κορυφή».
Ένας στους τρεις είναι στο gig economy
Το θέμα του gig economy αφορά σχεδόν τους πάντες. Ήδη στις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι το 35% του εργατικού δυναμικού (δηλαδή κάτι παραπάνω από ένας στους τρεις εργαζόμενους) δουλεύουν ως ελεύθεροι επαγγελματίες, ή ανεξάρτητοι συνεργάτες ή σε πολλαπλούς εργοδότες και σύμφωνα με μελέτες οργανισμών όπως ο ΟΟΣΑ το ποσοστό αυτό θα αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα 10 με 20 χρόνια σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο.
Μια άνιση αφετηρία με πιο άνιση κατάληξη
Το σημαντικότερο πρόβλημα είναι ότι όπως συμβαίνει και γενικά στον καπιταλισμό δεν ξεκινάμε όλοι από την ίδια βάση. Ανισότητες εντοπίζονται παντού. Από τα πιο βασικά, όπως ότι λίγοι έχουν την δυνατότητα να λάβουν την καλύτερη εκπαίδευση στα ακριβά πανεπιστήμια και σίγουρα όχι η πλειοψηφία της εργατικής τάξης, έως και τα πιο απλά όπως ότι δεν υπάρχει παντού η ίδια πρόσβαση στην τεχνολογία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα δίνει και πάλι η αρθρογράφος των FT που αναφέρει ότι για να μπορέσουν να εκμεταλλευτούν στο μεγαλύτερο βαθμό την ψηφιακή οικονομία και τις ευκαιρίες που αυτή προσφέρει, οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν πρόσβαση σε υψηλής ταχύτητας συνδέσεις στο διαδίκτυο, κάτι το οποίο είναι τρεις φορές πιο πιθανό να γίνει σε αστικές περιοχές από την ύπαιθρο. Ακόμη και εντός των πόλεων εντοπίζονται μεγάλα κενά ευκαιριών. Για παράδειγμα στην Νέα Υόρκη το 80% των κατοίκων του πλούσιου Μανχάταν έχουν πρόσβαση σε υψηλής ταχύτητας συνδέσεις, ενώ στο πιο φτωχό Μπρονξ το ποσοστό αυτό είναι στο 65%.
Η τεχνολογία στην υπηρεσία του κέρδους
Αν υπάρχει ένα συμπέρασμα που μπορεί να βγει από τα παραπάνω δεν είναι ότι η τεχνολογία είναι κάτι κακό. Ίσα-ίσα που μπορεί να βελτιώσει σε σημαντικό βαθμό την ζωή του εργαζόμενου αρκεί βέβαια να μην χρησιμοποιείται προς όφελος των λίγων.