To ινστιτούτο McKinsey για την αυτοματοποίηση της παραγωγής και το τέλος της …κεφαλαιοκρατίας!

Τον περασμένο Ιανουάριο δημοσιεύθηκε η αναφορά του Παγκόσμιου Ινστιτούτου ΜcKinsey «A future that works: Automation, Employment and Productivity» και διαδόθηκε γρήγορα μέσω του διαδικτύου, ως οφείλει κάθε πόνημα ενός αστικού think tank που σέβεται τον εαυτό του.

Τον περασμένο Ιανουάριο δημοσιεύθηκε η αναφορά του Παγκόσμιου Ινστιτούτου ΜcKinsey «A future that works: Automation, Employment and Productivity» και διαδόθηκε γρήγορα μέσω του διαδικτύου, ως οφείλει κάθε πόνημα ενός αστικού think tank που σέβεται τον εαυτό του. Οι φύση και θέση υπερασπιστές του κεφαλαίου την ανέμισαν προκλητικά στα μάτια των εργαζομένων όλου του κόσμου, στα μάτια κάθε καταπιεσμένου, πιστεύοντας ότι του αποδείκνυαν για άλλη μια φορά, μια και καλή, πόσο αναλώσιμος είναι, και πόσο μάταια θα ήταν πια κάθε σκέψη του για αντίσταση στην εκμετάλλευση. Δυστυχώς γι’ αυτούς, η αναφορά κίνησε το ενδιαφέρον κομμουνιστών, και οι προβλέψεις της αναπτέρωσαν παραδόξως τις ελπίδες για μια επικείμενη, μη αναστρέψιμη παγκόσμια ανατροπή της κεφαλαιοκρατίας εως τα μέσα του 21ου αιώνα. Το περίεργο ήταν τώρα ότι η αναφορά αυτή εμφανίζεται ταυτοχρόνως ως απειλή αλλά και ως ελπιδοφόρο μήνυμα, οτι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν αναφορά και επιχείρημα εκατέρωθεν. Το τι ακριβώς ισχυρίζεται και τι έχει να προσφέρει στη θεωρητική τεκμηρίωση του αγώνα χειραφέτησης της εργασίας, θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε στη συνέχεια.

To ινστιτούτο McKinsey για την αυτοματοποίηση της παραγωγής και το τέλος της ...κεφαλαιοκρατίας!

Η αναφορά καθ’εαυτή: Ο αναγνώστης μπορεί να κατατοπιστεί γρήγορα, σχετικά με τα κυριότερα ζητήματα της αναφοράς, από την ενότητα In Brief, το γράφημα της οποίας παραθέτουμε σαν εικόνα που συνοδεύει την ανάρτηση.

Η αναφορά προσπαθεί να απαντήσει αρχικά στο ερώτημα σε ποιο βαθμό είναι δυνατόν να αυτοματοποιθούν, οι υπάρχουσες επαγγελματικές δραστηριότητες, και ο εργάσιμος χρόνος που αντιστοιχεί σε αυτές, με βάση το σημερινό τεχνικό- τεχνολογικό επίπεδο. Στη συνέχεια αναλύει τις συνέπειες της απάντησης που δίνει,  στο χαρακτήρα της εργασίας ανά επάγγελμα, τομέα παραγωγής, χώρα και στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, αν αυτές οι αλλαγές εφαρμόζονταν αμέσως.

Ακολούθως, το ερώτημα μεταβάλλεται και το ζήτημα είναι η πρόβλεψη του επιπέδου αυτοματοποίησης της παραγωγής, στο μεσοπρόσθεσμο (2030) και μακροπρόθεσμο μέλλον (2060-2100). Εδώ, αναλύονται ζητήματα όπως του χρόνου ανάπτυξης καινοτόμων τεχνολογιών, και βασικής έρευνας σε θέματα αυτοματοποίησης της παραγωγής, του χρόνου ανάπτυξης συγκεκριμένων εμπορικών προϊόντων που υλοποιούν ή συνδυάζουν καινοτομίες της βασικής έρευνας, των παραγόντων που καθορίζουν την κλιμακα και την ταχύτητα της απορρόφησης τέτοιων εμπορευμάτων, αλλά και οι παράγοντες που καθορίζουν το αν η εφαρμογή τους είναι οικονομικά συμφέρουσα. Παραλληλα αναλύονται κοινωνικοί παράγοντες που μπορούν να επιταχύνουν ή να επιβραδύνουν την πορεία της αυτοματοποίησης.

Ξεχωριστά αναλύονται οι συνέπειες στο μέγεθος, πρωταρχικά, της εργατικής δύναμης, αλλά και τα οικονομικά κίνητρα της αυτοματοποίησης της παραγωγής. Ένα κεφάλαιο, αφιερώνεται στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση μεταβατικών φαινομένων και αναταραχής από τα κράτη, τις κυβερνήσεις, τους κεφαλαιοκράτες αλλά και από τους ίδιους τους εργάτες. Τέλος ακολουθεί το τεχνικό επίμετρο, και οι αναφορές, που είναι κατά τη γνώμη μου τα πιο σημαντικά σημεία για την κατανόηση της αναφοράς, των θετικών σημείων, και των αδυναμιών της.

Μεθοδολογία και κυριότερα ευρήματα: Για την ανάλυση του σύγχρονου δυναμικού αυτοματοποίησης εξετάζονται δύο όροι. Από τη μια ο καταμερισμός της εργασίας και οι εργασιακές διαδικασίες σε παγκόσμια κλίμακα και από την άλλη η γνώση των σημερινών τεχνολογικών δυνατοτήτων αυτοματοποίησης των διαδικασιών αυτών.

Η αναφορά χειριζεται το ζήτημα ως εξής: 800 επαγγέλματα αναλύονται σε 2000 δραστηριότητες, οι οποίες απαιτούν διαφόρους συνδυασμούς 18 ανθρώπινων δεξιοτήτων-χαρακτηριστικών, που ταξινομούνται σε πέντε ομάδες όπως φαίνεται στο ένθετο 17.  Κάθε μια απο αυτές τις δραστηριότητες, απαιτεί ορισμένες δεξιότητες σε κάποιο βαθμό τελειότητας. Το επίπεδο τελειότητας, ταξινομείται σε χαμηλό, μέτριο, ανώτερο με βάση τα εκατοστημόρια της κανονικής κατανομής της δεξιότητας αυτής στον ανθρώπινο πληθυσμό. Με βάση την περιγραφή του επαγγέλματος από το US Labor Statistics, και έναν αλγόριθμο που δυστυχώς δεν παρατίθεται, κάθε επαγγελματική δραστηριότητα αναλύεται σε ένα φάσμα αυτών των 18 δεξιοτήτων, και εκτιμάται ο χρόνος που αφιερώνεται σε κάθε μία, με βάση μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση που περιγράφεται στο Ένθετο A7.

Το ζήτημα είναι πολύ δυσκολότερο, για την εκτίμηση της σύγχρονης τεχνολογικής δυνατότητας αυτοματοποίησης, και τα στοιχεία είναι πολύ δύσκολο να επιβεβαιωθούν καθώς εκτιμήθηκαν με συνεντεύξεις, ερωτηματολόγια, ιστορικές προβολές, αξιολόγηση πρόσφατων εμπορικών τεχνολογικών επιτυχίων, μελέτη των τάσεων νέων επιστημονικών δημοσιεύσεων, αναφορών του τύπου, προβλέψεων του τύπου του Μoore για την υπολογιστική ισχύ κ.α. Έτσι εκτιμάται το σημερινό επίπεδο ανταπόκρισης των μηχανών σε κάθε μια από τις 18 ανθρώπινες δεξιότητες. (Ένθετο 3)

Τα αποτελέσματα αυτά επεκτείνονται αντιστρόφως στη συνέχεια, σε κάθε εργασιακή δραστηρίοτητα, επάγγελμα, κλάδο παραγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο, με βάση τα στατιστικά στοιχεία για τον καταμερισμό της εργασίας στα διαφορα κράτη, όπου αυτά είναι προσβάσιμα και με προσεγγίσεις όπου δεν είναι. Τα αποτελέσματα μπορεί να τα δει κανείς αναλυτικά εδώ.

To ινστιτούτο McKinsey για την αυτοματοποίηση της παραγωγής και το τέλος της ...κεφαλαιοκρατίας!

Τα σημαντικότερα ευρήματα αναπαριστώνται, στο -ατελές δυστυχώς- διάγραμμα στο  6,  στο διάγραμμα στο ένθετο 9, καθώς και στο διάγραμμα στο ένθετο 2. Παραθέτουμε τα δύο πρώτα, καθώς το τρίτο υπάρχει στην αρχική εικόνα της ανάρτησης, μαζί με το συνολικό αριθμό των αυτοματοποιούμενων θέσεων εργασίας και τους αντίστοιχους μισθούς τους.

To ινστιτούτο McKinsey για την αυτοματοποίηση της παραγωγής και το τέλος της ...κεφαλαιοκρατίας!

Τα πράγματα γίνονται πιο πολύπλοκα, στην συγκρότηση του μοντέλου πρόβλεψης, του επιπέδου αυτοματοποίησης της παραγωγής στο βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο μέλλον καθώς γίνονται πολλαπλές παραδοχές και εμπειρικές συγκρίσεις.

Για τη μελέτη της εξέλιξης των τεχνολογικών λύσεων, σε επίπεδο βασικής έρευνας, αλλά και διαμόρφωσης συγκεκριμένων εμπορευμάτων έτοιμων προς πώληση, αναλύονται 100 παραδείγματα ανάπτυξης υλικού και λογισμικού, που αυτοματοποιούν δραστηριότητες με όλο το φάσμα δεξιοτήτων, και από αυτά εξάγεται το βραδύτερο και ταχύτερο σενάριο για την ανάπτυξη νέων προιόντων αυτοματοποίησης της παραγωγής.

Το σημείο πέρα από το οποίο θεωρείται οικονομικά συμφέρουσα η εισαγωγή του νέου προϊόντος αυτοματοποίησης της παραγωγής, θεωρείται η στιγμή που το κόστος του εμπορεύματος γίνεται μικρότερο από τους μισθούς εργασίας των εργατών τους οποίους αντικαθιστά. Στο μοντέλο αυτό, γίνεται αφαίρεση από τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν για το κεφάλαιο, από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, την ελάττωση των λαθών, την αύξηση της ασφάλειας, ή την οικονομία σε πρώτες ύλες και μέσα εργασίας, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν κίνητρα για την  εισαγωγή νέων επιτευγμάτων στην παραγωγική διαδικασία. Θεωρείται ότι αυτά θα αποκτηθούν έτσι κι αλλιώς αργότερα, και ότι ουσιαστικά γίνονται παρατηρήσιμα μετά την εφαρμογη των τεχνολογικών λύσεων σε μια ελάχιστη κλίμακα. Συνεπώς το οικονομικό κριτήριο εφαρμογής, επηρρεάζεται από την εξέλιξη του κόστους των εμπορευμάτων που αυτοματοποιούν την παραγωγή και την εξέλιξη των μισθών.

Η εξέλιξη του κόστους των μηχανών αυτοματοποίησης, ή του λογισμικού, εξάγεται εμπειρικά από την μελέτη αντίστοιχων παραδειγμάτων και δίνεται ως εξής. Για το υλικό (hardware) η τιμή εκκίνησης του υπολογίζεται σε 20-70% του αθροίσματος των υψηλότερων μισθών των εργατών που εκτοπίζει η μηχανή, στη συγκεκριμένη χώρα με τάση πτώσης της τιμής του, 16% κάθε χρόνο. Για το λογισμικό οι αντίστοιχες τιμές είναι 0-20% και ο ρυθμός πτώσης της τιμής του 5,3% κάθε χρόνο. Σημειωτέον ότι δεν χρησιμοποιούνται οικονομικά μοντέλα εφαρμογής της αυτοματοποίησης σε βιομηχανική κλίμακα αλλά η εκτίμηση πηγάζει από την εξέλιξη των τιμών συγχρονων τεχνολογικών προϊόντων ατομικής κατά κύριο λόγο κατανάλωσης.

Από την άλλη, λαμβάνεται υπ’ όψιν η εκτιμώμενη εξέλιξη του ανώτατου μισθού ανά χώρα, με σκοπό να προσδιοριστεί, πότε οι εφαρμογές αυτοματοποίησης θα γίνουν φθηνότερες, από το κόστος των εργατών που μπορούν να εκτοπίσουν. Ο ανώτατος μισθός εκτιμάται ότι θα αυξάνεται κατά 1,95% ανά χρόνο, στις ανεπτυγμένες χώρες και κατά 3,12% στις αναπτυσόμενες, με βάση την εκτίμηση για το ακαθάριστο εθνικό προϊόν, το δείκτη τιμών καταναλωτή και την ισοτιμία μεταξύ του κάθε εγχώριου νομίσματος και του δολαρίου. Εξ ορισμού, θεωρείται ότι οι εργάτες που εκτοπίζονται βρίσκουν άλλη εργασία, και οτι ο δείκτης ανεργίας παραμένει σταθερός. Επίσης οι απολυμένοι εργάτες, δεν επηρεάζουν μέσω του συναγωνισμού τους μισθούς των εργατών, οι εργασίες των οποίων δεν έχουν ακόμα αυτοματοποιηθεί.

Ο χρόνος υϊοθέτησης των διαφόρων καινοτομιών, υπολογίζεται με βάση το μοντέλο διάχυσης του Bass, και υπολογίζεται σε 5 χρόνια για κάλυψη του 50% των πιθανών θέσεων εφαρμογής των μέσων αυτοματοποίησης στην καλύτερη περίπτωση, και σε 16 χρόνια στο χειρότερο σενάριο.

Ο οικονομικός στόχος που πρέπει να επιτύχει το μοντέλο, είναι η προβλεπόμενη αύξηση του κατά κεφαλήν ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος για τα χρόνια που ακολουθούν ανά χώρα. Προβλέπεται αύξηση 1,08% ανά χρόνο για τις χώρες υψηλού εισοδήματος και 2,04% ανά χρόνο για τις χώρες μέσου εισοδήματος. Προφανώς πρέπει να μοντελοποιηθεί και η εξέλιξη του πληθυσμού, που επηρεάζει το κατά κεφαλήν εισόδημα, αλλά και την ποσότητα της διαθέσιμης εργατικής δύναμης. Υιοθετούνται εδώ οι προβλέψεις του ΟΗΕ για την εκτίμηση της ηλικιακής σύνθεσης του πληθυσμού συνολικά μέχρι το έτος 2060. Για να μπορεί να εκτιμηθεί ο συνολικός χρόνος εργασίας που προκύπτει από ένα συγκεκριμένο πλήθος εργατών, αλλά και οι συνέπεις της αυτοματοποίησης ανά κλάδο, ο χρόνος εργασίας κάθε εργάτη θεωρείται ότι θα παραμείνει σταθερός (ένα ισοδύναμο συνολικού χρόνου εργασίας). Θεωρείται επίσης ότι το συνολικό προϊόν των αυτοματοποιημένων διαδικασιών δεν θα μειωθεί σε περίπτωση που ελαττωθεί η συνολική προσφορα εργατικής δύναμης, λόγω δημογραφικών για παράδειγμα λόγων.

Δε χρειάζεται να αναλύσουμε πώς προκύπτει στη συνέχεια η επίπτωση της αυτοματοποίησης ανά επάγγελμα, κλάδο παραγωγής και χώρα, ή πώς προκύπτουν οι προβλεπόμενες θέσεις εργασίας, για διατήρηση ή αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στο τεχνικό επίμετρο για να δει τους σχετικούς τύπους, αν δεν μπορεί ήδη να τους φανταστεί.

Τα δύο χρησιμότερα για την ανάλυση που ακολουθεί γραφήματα είναι τα γραφήματα στο ένθετο 15 και στο ένθετο 17 που παρατίθενται στη συνέχεια.

To ινστιτούτο McKinsey για την αυτοματοποίηση της παραγωγής και το τέλος της ...κεφαλαιοκρατίας!

To ινστιτούτο McKinsey για την αυτοματοποίηση της παραγωγής και το τέλος της ...κεφαλαιοκρατίας!

Δεν παραθέτουμε περισσότερα διαγράμματα. Ο αναγνώστης μπορεί να τα βρει στην ηλεκτρονική έκδοση του κειμένου. Συμπληρώνουμε μόνο δύο σημαντικά στοιχεία. Το μοντέλο που περιγράψαμε, καταλήγει στο ότι, λόγω της γήρανσης του παγκόσμιου πληθυσμού, το 2065 παρά την εξαφάνιση του 1/3 των θέσεων εργασίας, θα υπάρχει έλλειψη εργατικής δύναμης της τάξης των 130 εκατομμυρίων ισοδυνάμων πλήρους χρόνου εργασίας για τη διατήρηση του υπάρχοντος ΑΕΠ. Για την επίτευξη των στόχων του κεφαλαίου, για το ΑΕΠ απατείται πρακτικά διπλασιασμός της ανθρωπότητας, άλλοι 6,7 δισεκατομμύρια εργάτες. Η αυτοματοποίηση δε της παραγωγής, δεν επαρκεί από μόνη της για την επίτευξη των προβλεπόμενων στόχων του ΑΕΠ. Για την επίτευξη αυτή απαιτείται αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 3,3% το χρόνο,  80% περισσότερο σε σχέση με την μέση ετήσια αύξησή της από το 1964 έως το 2014, με υιοθέτηση άλλων «βέλτιστων πρακτικών».

Η ιστορία είναι φανταστική, αλλά έχει πολλές αιχμές…

Ο αναγνώστης πρέπει να γνωριζει ότι όλα τα παραπάνω μελετώνται στο έδαφος της κεφαλαιοκρατίας. Πουθενά δεν διατυπώθηκε από τους συγγραφείς, η άποψη ότι οι προβλέψεις, ή οι αναλύσεις τους, αφορούν διαφορετικές παραγωγικές σχέσεις. Από αυτή την άποψη, και τη στάση των απολογητών της κεφαλαιοκρατίας, νομιμοποιείται κανείς να αποδώσει τα συμπεράσματα της έρευνας στην αστική σκέψη, και να την καλέσει να είναι συνεπής με τον εαυτό της, σε αντιπαραθέσεις μαζί της. Από μαρξιστική σκοπιά, θα δείξουμε ότι τα αποτελέσματα αυτά, ειδικά των προγνωστικών μοντέλων, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται τουλάχιστον με μεγάλη επιφύλαξη.

Θα ξεκινήσουμε με την εξέταση του δεύτερου μέρους της αναφοράς, που αποτελεί και το κυριότερο μέρος της, καθώς εδώ εδράζεται η πλειονότητα των προβλέψεών της, και αφετέρου γιατί το πρώτο μέρος προσφέρεται για πιο ουσιώδεις παρατηρήσεις. Νομίζω ότι αυτό εξυπηρετεί και την οικονομία του κειμένου. Ο προσεκτικός αναγνώστης, έχει παρατηρήσει ότι η αναφορά έχει ήδη προϋποθέσει αυτά που της ζητούνταν να αποδείξει. Έχει δηλαδή προϋποθέσει σταθερό ποσοστό ανεργίας, άμεση απορρόφηση των εκτοπιζόμενων εργατών σε νέες θέσεις εργασίας, μη μεταβολή της παραγωγικότητας της εργασίας, ολοένα αυξανόμενη εργατική αντιμισθία, ολοένα ελατούμενο κόστος των μηχανών που αυτοματοποιούν την εργασία, και κριτήριο οικονομικής εφικτότητας της αυτοματοποίησης μιας εργασιακής διαδικασίας την πτώση του κόστους της αντιστοιχης μηχανής κάτω από το εργατικό κόστος. Κι όλα αυτά για να επιτύχει τη λύση, απλών γραμμικών εξισώσεων, για να εκμεταλλευτεί τη μαγεία και τη δύναμη των αριθμών.

Θα δείξουμε ότι οι προϋποθέσεις του μοντέλου δεν ανταποκρίνονται στην κεφαλαιοκρατική πραγματικότητα, δηλαδή στον κεφαλαιοκρατικό κόσμο των φαινομένων. Έπειτα θα δείξουμε ότι τα συμπεράσματά του σημαίνουν ανατροπή της κεφαλαιοκρατίας. Τέλος θα φανεί ότι τα συμπεράσματά του μοντέλου βασίζονται ολοκληρωτικά στην τεχνοκρατική ιδεολογία, και ότι είναι εν πολλοίς ασυμβίβαστα με την προοπτική του κομμουνισμού.

Ο αναγνωστης ήδη θα έχει επισημάνει, ότι το να λαμβάνεις υπ’ όψιν στους υπολογισμούς, το μέγιστο δυνατό εργατικό μισθό ανά χώρα και να τον θεωρείς διαρκώς αυξανόμενο, με σταθερό ποσοστό ανεργίας, σταθερό χρόνο εργασίας, φθίνουσα συνολική προσφορά εργατικής δύναμης και σταθερή απορρόφηση των εκτοπιζόμενων εργατών σε νέες εργασιακές δραστηριότητες, αντιφάσκει με τις προϋποθέσεις της κεφαλαιοκρατίας. Ο εργάτης στην κεφαλαιοκρατία υπάρχει ως προλετάριος, δηλαδή σε διαρκή ανταγωνισμό με τους ομοίους του, για τη δυνατότητα προς εργασία, και άρα προς επιβίωση. Από την άλλη ο καπιταλισμός φθηναίνει τον εργάτη με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας που παράγει μέσα αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Η κεφαλαιοκρατία σύμφωνα με το μοντέλο που εξετάζουμε, φθηναίνει μαγικά μόνο τα μέσα αυτοματοποίησης, χωρίς να επεκτείνει και να βαθαίνει ταυτόχρονα τη σχέση κεφαλαίου- εργασίας, και χωρίς να φθηναίνει τον εργάτη. Από την άλλη, το κεφάλαιο σε κάθε χώρα, φαίνεται δεσμευμένο σε αυτήν, ενώ είναι προφανές ότι μπορεί να μεταναστεύσει σε χώρες με μικρότερο κόστος εργατικής δύναμης. Το μοντέλο που εξετάζουμε έχει κάνει ολοκληρωτική αφαίρεση, από αυτά τα γεγονότα που αποτελούν μια πολύ σημαντική τροχοπέδη στην εφαρμογή, και διάδοση των όποιων δυνατοτήτων αυτοματοποίησης, ακόμα και με τα κριτήρια οικονομικής εφαρμογής που αυτό έχει επιλέξει.

Άμεσα συνδυασμένη με τα παραπάνω, είναι η αποσιώπηση του νόμου της αξίας, και του γεγονότος ότι η ζωντανή εργασία, αποτελεί την μόνη πηγή ανταλλακτικής αξίας των εμπορευμάτων. Χέρι- χέρι ακολουθεί και η συσκότιση του όρου παραγωγικότητα. Η αξία των εμπορευμάτων φαίνεται να πηγάζει από το σύνολο του κεφαλαίου, μυστηριωδώς ακόμα και από τις μηχανές καθ’εαυτές. Αν και αυτό αποτελεί αναμενόμενο χαρακτηριστικό της αντίληψης του πρακτικού κεφαλαιοκράτη, είναι ενδεικτικό απολογητών αστών θεωρητικών. Εδώ δεν εξετάζεται ο μεμονωμένος κεφαλαιοκράτης, αλλά το σύνολο της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, οπότε δεν μπορεί να γίνει αφαίρεση από το γεγονός, ότι η αξία του μεμονωμενου εμπορευμάτος  θα πέσει με την εκτεταμένη αντικατάσταση της ανθρώπινης εργασίας, από μηχανές και ότι η παραγωγικότητα της εργασίας των εργατών που θα απομείνουν  θα αυξηθεί.

Αν η παραγωγικότητα, σημαίνει σύμφωνα με τους αστούς απολογητές, ετήσια παραγωγικότητα του συνόλου του κοινωνικού κεφαλαίου, τότε μας δίνει το συνολικό ποσοστό κέρδους που υπολογίζεται σε 1,4-3,4%. Αν αυτό το ποσοστό κέρδους δεν επαρκεί για την επίτευξη των στόχων αύξησης του ΑΕΠ, τότε πόσο μάλλον αν ληφθεί υπ’ όψιν και η πτώση του ποσοστού κέρδους που θα προκύψει από την ελάττωση της αξίας της μονάδας του εμπορεύματος με σταθερό το χρόνο εργασίας του μεμονωμένου εργάτη και την πτώση του αριθμού των εργατών μαζί με τη μεγένθυση του πάγιου κεφαλαίου. Πόσο μάλλον αν δεχθούμε και την προϋπόθεση σταθερής παραγωγικότητας της εργασίας που θα σημάνει ελάττωση του εργάσιμου χρόνου αν και αυτός έχει προϋποτεθεί σταθερός.

Βλέπουμε λοιπόν ένα σωστό μαλλιοτράβηγμα των προϋποθέσεών μας μόλις τις βάλουμε σε πραγματική κίνηση.

Ένα κομβικό ζήτημα είναι το κριτήριο οικονομικής βιωσιμότητας, που έχουν επιλέξει οι συντάκτες της αναφοράς. Ως κίνητρο της παραγωγής διαδικασίας, προβάλλει η σκόπιμη συνειδητή προσπάθεια απώθησης του εργάτη, λες και αυτός είναι ο αυτοσκοπός της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Από την πλευρά της πολιτικής οικονομίας ωστόσο αυτό αποτελεί χρήσιμο μεν, πάρεργο δε της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Σκοπός της παραγωγής είναι η απόσπαση όλο και περισσότερης υπεραξίας, ή κέρδους, αν δούμε την υπόθεση με τα μάτια του κεφαλαιοκράτη. Γράφουν χαρακτηριστικά ο Μαρξ και ο Ενγκελς στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, ότι ποτέ μα ποτέ δεν πρόκειται ο κεφαλαιοκράτης να εισαγάγει στην παραγωγή μια τεχνική μέθοδο που να ελαττώνει το ποσοστό κέρδους του, χωρίς ο συναγωνισμός να του εξασφαλίζει ένα μυθικό προσωρινό υπερκέρδος, ή να τον απειλεί με ολοκληρωτικό αφανισμό.

Με την εργασία του ο εργάτης, αναπληρώνει ήδη πριν την πώληση του τελικού εμπορεύματος την αξία του λειτουργικού κεφαλαίου που δαπανήθηκε για το μισθό του. Συνεπώς ο εργάτης δεν κοστίζει τίποτα στον κεφαλαιοκράτη. Και όχι μόνο δεν κοστίζει τίποτα, αλλά μέσω της υπεραξίας που αποσπά δωρεάν από αυτόν ο κεφαλαιοκράτης, μπορεί να προσλάβει περισσότερους εργάτες στον επόμενο κύκλο αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Με την απόλυση των εργατών, που αντικαθίστανται από τη μηχανή, αυξάνει ο συναγωνισμός μεταξύ των εργατών, ελαττώνεται η τιμή της εργατικής δύναμης, αυξάνει η απόσπαση σχετικής υπεραξίας και ελέγχονται καλύτερα οι εναπομείναντες εργαζόμενοι. Ο συνολικός εργάτης προβάλλει εδώ, σαν ένα εύπλαστο υλικό, σαν ρευστό, που απωθείται και έλκεται όπου υπάρχει ανάγκη στην παραγωγή και υπό τους όρους που συμφέρουν τον κεφαλαιοκράτη. Οι όροι της ύπαρξης και της αναπαραγωγής του συνολικού εργάτη βαραίνουν μόνο τον ίδιο, ενώ προσφέρονται στον κεφαλαιοκράτη δωρεάν, σαν φυσική δύναμη.

Αυτό δεν ισχύει καθόλου για τη μηχανή. Η μηχανή μεταφέρει στο παραγόμενο προϊόν μονάχα την αξία της φθοράς της και δεν παράγει καμία καινούργια αξία. Δεν αναπληρώνει την αξία που απαιτήθηκε για την απόκτησή της, παρά μόνο όταν είναι πια εντελώς άχρηστη για την παραγωγή. Δεν μπορεί να συναγωνιστεί όλες τις άλλες μηχανές, ούτε να τις αντικαταστήσει στην παραγωγική διαδικασία, αν υποθέσουμε ότι η τελευταία μεταβάλλεται. Τα έξοδα για την μετατροπή της επίσης βαραίνουν τον ιδιοκτήτη της και όχι την ίδια. Δύσκολο αντίπαλο διάλεξε η μηχανή.

Όμως η τεχνοκρατική ιδεολογία -που σύμφωνα με τον Ε.Ιλιένκοφ συνοψίζεται στην πρόταση ότι η παραγωγή αποτελεί αυτοσκοπό και διαδικασία ανεξάρτητη από τις επιθυμίες και τις ανάγκες των ανθρώπων- είναι αποφασισμένη και δεν καταλαβαίνει τίποτα, στην προσπάθειά της, να αντικαταστήσει τον άνθρωπο με τη μηχανή. Η τεχνοκρατική ιδεολογία, φυτρώνει στο έδαφος της πλήρους απώλειας ελέγχου του ανθρώπου πάνω στο αποτέλεσμα της εργασίας του, και η ουσία της είναι ότι η θεωρεί την κατάσταση αυτή ως απόλυτη, αιώνια και πάγια.

Η τεχνοκρατική ιδεολογία είναι η σύνοψη της πλήρους διάρρηξης της ειδολογικής σχέσης του ανθρώπου στην κεφαλαιοκρατία. Ο άνθρωπος παράγει, δημιουργεί, εφευρίσκει, χωρίς να ρωτά γιατί και προς όφελος ποιου εργάζεται, παράγει, εφευρίσκει. Για να κάνουμε το ζήτημα πιο καθαρό, μπορούμε να το θέσουμε ως εξής. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι μια μηχανή πιο έξυπνη και πιο ικανή από τον άνθρωπο μπορεί να κατασκευαστεί, γιατί πρέπει ο άνθρωπος να την κατασκευάσει; Οι τεχνοκράτες θεωρούν το ερώτημα μη σχετικό, απαντώντας μονάχα, ότι η κατασκευή της είναι μια αντικειμενική διαδικασία, ανεξάρτητη από τη θέληση του μεμονωμένου ανθρώπου. Και δείχνουν έτσι τη ζοφερή κατάσταση, της ήδη υπάρχουσας απώλειας του ανθρώπινου ελέγχου πάνω στο προϊόν της εργασίας του ανθρώπου, τη μηχανή. Για την επιστήμη δε, η οποία απαιτεί αιτιακές σχέσεις μεταξύ των συλλογισμών της, το αποτέλεσμα καταλήγει στον παραλογισμό να μη γνωρίζει για ποιο σκοπό τελικά ερευνά και σκέφτεται.

Τέτοιου είδους εφευρέσεις-μηχανές, παράγονται για να νικήσουν μεγάλες, ισχυρές και ικανές κοινωνικές ομάδες, γεννιούνται στα πλαίσια των πιο οξυμένων κοινωνικών ανταγωνισμών, που συνοδεύουν το θάνατο της κεφαλαιοκρατίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ατομική βόμβα. Μαζί τους φέρνουν τη δυνατότητα καταστροφής της ανθρωπότητας μέσω της τεράστιας επίδρασής τους στους όρους ύπαρξής της. Η ασφαλής χρήση τους, ή η μη κατασκευή τους, προϋποθέτει την εξάλειψη τέτοιων κολοσσιαίων κοινωνικών ανταγωνισμών.

Αλλά ας κάνουμε τη χάρη στην τεχνοκρατική ιδεολογία να την ακολουθήσουμε στα βήματα της σκέψης της. Μια όχι και τόσο λεπτή αντίφαση της αναφοράς μας, βρισκεται ανάμεσα  στη χαρακτηριστική για την τεχνοκρατική ιδεολογία, πεποίθηση από τη μία, ότι το σύνολο της παρούσας ανθρώπινης δραστηριότητας μπορεί να αυτοματοποιηθεί ακόμα και στις πιο λεπτές κοινωνικές πτυχές του (δημιουργικότητα, καινοτόμα σκέψη, ενσυναίσθηση, φαντασία) στο προσεχές μέλλον, και από την άλλη, στο ότι υπάρχει παρ’ όλα αυτά, δυνατότητα όλοι οι εκτοπιζόμενοι εργαζόμενοι να απασχοληθούν σε νέες εργασιακές δραστηριότητες. Παρά το ότι η αντίφαση αποκρύπτεται, κατά την πραγμάτευση του ζητήματος μέσα στο κείμενο, στο ένθετο 17 τα ψέματα τελειώνουν.

Η διασκέδαση του ερωτήματος, αν αυτή η φορά είναι διαφορετική σε σχέση με την εκτόπιση εργαζομένων από τη γεωργία και την βιομηχανική συναρμολόγηση-κατασκευή, φτάνει στα όρια του γελοίου αν κανείς δεχθεί τις τεχνοκρατικές προϋποθέσεις. Προκύπτει τότε, είτε ότι όλη η σημερινή εργασιακή δραστηριότητα, είναι μη ουσιώδης για την επιβίωση της ανθρωπότητας και καθόλου αντίστοιχη των δυνατοτήτων του ανθρώπου -οπότε και όλη η διαδικασία αυτοματοποίησής της είναι μη ουσίωδης και η επιβίωση της ανθρωπότητας τυχαίο γεγονός- είτε ότι δεν απομένει κανένας εργασιακός ρόλος για τον άνθρωπο μετά την πλήρη αυτοματοποίηση των ανθρώπινων δεξιοτήτων, πέραν ίσως της εκμετάλλευσής του ως ιδιότυπου ζωντανού βιολογικού οργανισμού, ως ζώου. Συνεπώς η μηχανοποίηση όλων των ανθρώπινων εργασιακών δεξιοτήτων, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι είναι εφικτή, δεν μπορεί να συμβαδίζει με τη διατήρηση της παραγωγικότητας της εργασίας στα ίδια επίπεδα και με τη διατήρηση του αριθμού των εργατών. Για την ακρίβεια είναι ένα ερώτημα αν υπάρχει στο τέλος αυτής της διαδικασίας κάποιος έλεγχος του ανθρώπου πάνω στην παραγωγή, αν αυτή είναι ανθρώπινη εργασία και παραγωγή. Δυστοπικό προβάλλει το μέλλον για την ανθρώπινη εργασία.

Ίσως να μπορούσαν να μας παρηγορήσουν τα νέα επιτεύγματα της αστικής σκέψης στη θεωρία του πληθυσμού, που ούτε στα πιο τρελά όνειρά του δεν θα μπορούσε να ονειρευτεί ο Μάλθους. Με βάση τις προϋποθέσεις του μοντέλου που εξετάζουμε, θα απαιτηθεί διπλασιασμός του ανθρώπινου εργατικού πληθυσμού με σταθερό τον εργάσιμο χρόνο και τα ποσοστά υπεραξίας, για να μπορέσει να επενδυθεί αποδοτικά το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο. Η ανεργία, παρ’ όλα αυτά θεωρείται σταθερη και η εκμετάλλευση του εργάτη σταθερή στο 100%!

Θα προσπαθήσουμε να αναπαραστήσουμε λίγο το μαλλιοτράβηγμα στο οποίο καταλήγουμε με αυτό το μοντέλο. Λυπούμαστε που θα καταλήξει σε παραλήρημα. Το παραθέτουμε μονάχα για τέρψη του αναγνώστη που υπομονετικά μας ακολούθησε ως εδώ.

Οι κεφαλαιοκράτες μας θα βρεθουν μπροστά στις εξής συνθήκες.

Οι εργάτες χωρίς συνδικάτα, χωρίς εργατικές ενώσεις, χωρίς ταξική πάλη, εργατικά ή κομμουνιστικά κόμματα, μόνο εξ’ αιτίας βιολογικών αιτίων, θα μπορούν να τους παρατούν στα κρύα του λουτρού για μια τουλάχιστον, άλλη, εγγυημένη εργασία, για προϊόντα που αν παράγονται για τον άνθρωπο θα είναι δωρεάν. Ή μάλλον καλύτερα, θα μπορούν να προσποιόυνται το πρωί τους βιομηχανικούς εργάτες, το απόγευμα τους επιστήμονες  και το βράδυ τους καλλιτέχνες. Αν δεν συμπαθούν το αφεντικό, με όλη την κενότητα πια του όρου, μπορεί να μην εργάζονται καν στην επιχείρησή του και να του αφήνουν αμανάτι όλο του τον εξοπλισμό γιατί κεφάλαιο δεν θα ‘ναι πια. Οποιαδήποτε παραγωγική διαδικασία θα είναι εφικτή, μόνο αν οι εργάτες επιθυμούν, να παριστάνουν ότι δουλεύουν εκεί, και αν οι μηχανές τους κάνουν τη χάρη να τους υπακούσουν. Διαφορετικά θα παριστάνουν ότι εργάζονται και θα καταναλώνουν. Σαν παιδική χαρά, φάρμα των ζώων,  και θέατρο του παραλόγου μαζί. Τι «εφιαλτική» δικτατορία των ηθοποιών, των παιδιών και των γουρουνιών αναφωνεί ο πρακτικός κεφαλαιοκράτης μας.

Και από την άλλη οι μηχανές! Που έχουν τώρα πια καταλάβει τα πάντα, που παράγουν τα πάντα δωρεάν, γιατί δεν παράγουν αξία. Που σκέφτονται δωρεάν, που διευθύνουν δωρεάν, που γράφουν μουσική δωρεάν, που λύνουν το υπαρξιακά ερωτήματα του Άμλετ, και εξαλείφουν κάθε ιλαρότητα, αλλά δεν ξέρουν πώς να παράγουν υπεραξία και μπορεί να αποφασίσουν ότι δεν αξίζει να δουλεύουν και να σκέφτονται για την πάρτη του. Μπορεί να καταλήξουν ότι ήταν πραγματικά ανόητοι, οι εργάτες που δούλευαν τόσο καιρό σαν τα υποζύγια, και να διαβάσουν Μαρξ. Μπορεί να οργανώσουν επιτέλους μια σοσιαλιστική επανάσταση των μηχανών, αφού τα ανθρώπινα όντα καθυστέρησαν τόσο πολύ, παρ’ ότι προικισμένα με συνείδηση αισθήματα, ευφυία και δημιουργικότητα. Μπορεί να μολύνουν και τους εργάτες με τον ιό Ζήτα σε μια προσπάθεια βελτίωσης του ατελούς τους είδους. Μα αυτό είναι σκέτος οργουελικός εφιάλτης αναφωνεί ο κεφαλαιοκράτης μας! Μοιάζει με το θάνατο! Εγώ νόμιζα ότι για τις επιχειρήσεις ήταν όλα ξεκάθαρα!(sic)

Και εφαρμόζει άμεσα τις «βέλτιστες τεχνικές» διπλασιασμού της εργάσιμης μέρας, εξάλειψης των ορίων συνταξιοδότησης, αυξάνει την ανεργία και την παιδική εργασία, αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας με εγγυημένη την αύξηση της σχετικής υπεραξίας, ποδοπατά τους μισθούς, φθηναίνει τα μέσα αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, εισάγει τις μηχανές μόνον εκεί που δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, κυρίως στις εργασίες που δεν παράγουν υπεραξία, ή εκεί που δεν απαιτείται αγορά πρώτης ύλης, και ταΐζει τους εργάτες τεχνοκρατική ιδεολογία στέλνοντας στο διάολο το μοντέλο των θεωρητικών του, που όχι με λίγο κόπο, μελετήσαμε ως τώρα.

Το παιχνίδι της μίμησης

Ας σοβαρευτούμε όμως, και ας ασχοληθούμε τώρα με το πρώτο μέρος της έρευνας, που μελετά τη δυνατότητα αυτοματοποίησης του υπάρχοντος καταμερισμού εργασίας με βάση το σημερινό τεχνολογικό επίπεδο. Πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτό εκ πρώτης όψης μοιάζει με μια καθαρά τεχνική και στατιστική μελέτη. Από αυτή την άποψη δεν υπάρχει άλλος τρόπος προσβολής της, από την αγαπημένη μεταξύ των αρνητών της κεφαλαιοκρατίας συνωμοσιολογική στρατηγική της μη αντικειμενικότητας των συλλεγόμενων στοιχείων, της ατέλειάς τους, της χρήσης αναλόγων, όπου αυτά τα στοιχεία λείπουν και της υποκειμενικότητας της εκτίμησης του επιπέδου τεχνολογικής επάρκειας. Παραιτούμαστε εκ προοιμίου από αυτή την προσέγγιση.

Με δεδομένο ότι τόσο ο καταμερισμός της εργασίας όσο και η τεχνολογική επάρκεια, μεταβάλλονται συνεχώς και αλληλοδιαπλέκονται, θα μελετώνται σε κάθε περίπτωση στιγμιότυπά τους. Ακόμα και τα στιγμιότυπα ωστόσο, δεν είναι εφικτό να είναι ακριβή, ή μάλλον, είναι αβέβαιο σε ποιο βαθμό ακρίβειας φθάνουν ειδικά στη βάση της εμπορευματικής-κεφαλαιοκρατικής άναρχης παραγωγής. Ενδεικτικά αναφέρουμε για τον αναγνώστη ότι κάθε τρίμηνο 6% των θέσεων εργασίας εξαφανίζονται στις ΗΠΑ, ενώ για κάθε θέση εργασίας που εξαφανίζεται στις ΗΠΑ με το υπάρχον επίπεδο αυτοματοποίησης η αναφορά ισχυρίζεται ότι εμφανίζονται άλλες 2,4.

Από την άλλη το τρέχον τεχνολογικό επίπεδο μπορεί να εκτιμηθεί μονάχα, καθώς δεν είναι δυνατόν να διακριβωθούν τα επιτεύγματα ξεχωριστά εργαζόμενων και συχνά ανταγωνιστικών ερευνητικών οργανισμών. Συνεπώς σε κάθε περίπτωση αυτά θα πρέπει να μοντελοποιούνται και κανείς δε θα είναι σε καλύτερη θέση πρόσβασης των απαραίτητων στοιχείων από τους κατόχους των μέσων παραγωγής. Η κατοχή της πολύ υλικής εξουσίας, αποτελεί εδώ προϋπόθεση θεωρητικής διακρίβωσης. Ο Φ. Ενγκελς εκτιμούσε πολύ, τις σπάνιες κρίσεις ειλικρίνειας μεμονωμένων αστών που πρόσφεραν πολύτιμο στατιστικό αν και ατελές υλικό για τις μελέτες των κλασσικών του μαρξισμού.

Ο καταμερισμός της εργασίας, εκτός από καταμερισμός ανθρώπων στην παραγωγική διαδικασία, αποτελεί και καταμερισμό πρώτων υλών, μηχανών, σκοπών και τρόπων εργασίας όπως περιγράφει ο Β.Α.Βαζιούλιν. Ταυτόχρονα ο δεδομένος καταμερισμός της εργασίας είναι εφικτός, λόγω των αποτελεσμάτων του προηγούμενου, των πρώτων υλών που έχουν παραχθεί, των ανθρώπων με τις εργασιακές τους ικανότητες, των σκοπών που έχουν μελετηθεί, των μηχανών που έχουν κατασκευαστεί, των τρόπων εργασίας που είναι γνωστοί. Οπότε ο καταμερισμός της εργασίας μετατρέπεται διαρκώς από αιτία, σε απότελεσμα και αντίστροφα μέσα στην ίδια την εργασιακή διαδικασία. Αυτή η πτυχή χάνεται εντελώς στη συγκεκριμένη μελέτη αλλά και σε κάθε ερώτηση που τίθεται με τον ίδιο τρόπο.

Με άλλα λόγια αν πρόκειται πραγματικά να υλοποιηθεί η τεχνολογικά εφικτή αυτοματοποίηση της παραγωγής, τότε ο καταμερισμός εργασίας πρέπει να μεταβληθεί. Εδώ πρέπει επίσης να ληφθούν υπ’ όψιν εργασιακές δραστηριότητες που εγκαταλείπονται ή νέες εργασιακές δραστηριότητες που εμφανίζονται για πρώτη φορά και μεταβάλουν διαρκώς τον καταμερισμό εργασίας  Χωρίς να επεκταθούμε περισσότερο, θα σημειώσουμε ότι αυτή η πτυχή χάνεται συνήθως και στις συζητήσεις μεταξύ των κομμουνιστών για τις δυνατότητες μελλοντικής σχεδιοποίησης της παραγωγής στο σοσιαλισμό. Αποσιωπάται η δυναμικότητα και υλικότητα του καταμερισμού της εργασίας που αντανακλά την ίδια την εργασιακή ζωή.

Σημαίνει μήπως αυτό ότι είναι πρακτικά αδύνατη η σχεδιοποίηση της παραγωγής; Τι νόημα θα είχαν τα πεντάχρονα πλάνα, μπρος σε έναν καταμερισμό εργασίας που μεταβάλλεται συνεχώς, με εργασιακές διαδικασίες που ξεπηδούν και σβήνουν συνεχώς; Μήπως είναι ανθρωπίνως αδύνατο να διευθυνθεί η παραγωγή με αυτούς τους όρους; Μηχανικώς όμως; Μήπως υπάρχει καταφύγιο και για μας τους κομμουνιστές στην αγκαλιά της τεχνοκρατικής ιδεολογίας; Μήπως οι μηχανές θα καταφέρουν αυτό που για μας είναι αδύνατον; Μήπως χρειαζόμαστε κομμουνιστές τεχνοκράτες;

Περιέργως η απάντηση βρίσκεται μέσα στην αναφορά που μελετούμε αν και έχει διατυπωθεί καθαρά από τον Β.Α.Βαζιούλιν.  Ο καταμερισμός της εργασίας δεν είναι απλά ένα άθροισμα, ένα σύνολο, ξένων και εξωτερικά συνδεδεμένων εργασιακών διαδικασιών άσχετα αν προβάλλει με αυτόν τον τρόπο στην κεφαλαιοκρατία λόγω των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων που τις διαμεσολαβούν. Είναι ξεκάθαρο ότι η εφόσον η χρήση μηχανών στην παραγωγή, έχει αποφασιστική σημασία για την ίδια την παραγωγή, τότε η διεύθυνση της παραγωγής μηχανών είναι αποφασιστικής σημασίας για τη διεύθυνση όλου του καταμερισμού εργασίας. Και αν οι αυτόματες μηχανές έχουν αποφασιστική σημασία στην παραγωγή, τότε η διεύθυνση της παραγωγής αυτόματων μηχανών, έχει αποφασιστική σημασία για το σύνολο του καταμερισμού εργασίας. Αρκεί λοιπόν ο έλεγχος πάνω σε αυτές τις διεργασίες για τη συνολική διεύθυνση της παραγωγής. Η επίδραση που μπορεί να έχουν οι αυτόματες μηχανές στην παραγωγή και στις επιμέρους εργασιακές δραστηριότητες μπορεί προς το παρόν να εκτιμηθεί από τα εμπειρικά στοιχεία της αναφοράς που μελετούμε.

Αν παρατηρήσουμε το διάγραμμα στο ένθετο 6, και εξαιρέσουμε τα επαγγέλματα που απαιτούν δημιουργική κοινωνική ή διευθυντική εργασία στη δεξιά πλευρά του διαγράμματος, εξαφανίζεται κατά τη γνώμη μου κάθε συσχέτιση του δυναμικού αυτοματοποίησης και του μισθού όπως αναγνωρίζουν και οι συγγραφείς. Το δυναμικό αυτοματοματοποίησης της κάθε δραστηριότητας, εξαρτάται τώρα από πολύ τεχνικά χαρακτηριστικά, και από τον ίδιο τον τρόπο της εργασίας. Παράλληλα με την αξία που παράγει στη μονάδα του χρόνου, το αν αποτελεί σύνθετη ή απλή εργασία, ανθυγιεινή ή όχι, περισσότερο ή λιγότερο κοινωνικά αναγκαία, ανακύπτει εδώ μια κλίμακα αξιολόγησης, ένας ολόκληρος επιστημονικός κλάδος που μελετά πόσο εφικτή είναι η δραστηριότητα αυτή για τη μηχανή.

Όσο αδύνατη, και πρακτικά αδιάφορη, είναι για το μεμονωμένο κεφαλαιοκράτη η σύλληψη του συνολικού κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, τόσο μεγαλύτερο ενδιαφέρον αποκτά η πλήρης και αυστηρή  γνώση του στην ίδια του την επιχείρηση. Μαζί με την ανάπτυξη του μεγέθους της, μέχρι το μονοπώλιο, αναπτύσσεται φυσικά και το ενδιαφέρον του, για τον καταμερισμό της εργασίας, τις εργασιακές δραστηριοτήτες και τις αντοχές του εργάτη, στη δική του επιχείρηση. Αναπτύσσονται λοιπόν επιστημονικές μέθοδοι για τον έλεγχο αυτών των παραμέτρων. Ποιες «ευγενικές» υπηρεσίες έχουν παράσχει στο κεφάλαιο, και σε τι πειράματα έχουν υποβάλει τον εργαζόμενο κατά την εργασία του, ίσως το δούμε σε ξεχωριστό κείμενο. Συγκροτούν ωστόσο από την άλλη και ένα σύνολο μεθόδων για την σχεδιοποίηση της παραγωγής στη χειραφετημένη ανθρωπότητα.

Ακριβώς επειδή οι ικανότητες της μηχανής ταξινομήθηκαν στην αναφορά με βάση τα εκατοστημόρια της κανονικής κατανομής των ανθρώπων σε  κάθε δεξιότητα, προκύπτει εδώ ένας χάρτης της βαρβαρότητας του σύγχρονου καταμερισμού της εργασίας. Προκύπτει το γνωστό παιχνίδι της μίμησης του Ά.Turing αλλά από την ανάποδη. Ο άνθρωπος μιμείται τη μηχανή. Σε πόσες άραγε δραστηριότητες που απαιτούν μόνο το 25% ή το 0% ανθρώπινων ικανοτήτων δεν εργάζονται εκατομμύρια κατά τα άλλα υγιείς και ικανοί άνθρωποι. Το ένθετο 9 μπορεί να θεωρηθεί τώρα με διαφορετικό μάτι.

Αν επιστρέψουμε δε στο ένθετο 15 και το δεχθούμε ως ακριβές, με βάση το πορτοκαλί πολύγωνο, είναι ήδη εφικτή η αυτοματοποίηση του 50% των ανθρώπινων εργασιακών δραστηριοτήτων. Πότε όμως θα έχει υλοποιηθεί αυτή η αυτοματοποίηση; Το ταχύτερο το 2035 και το βραδύτερο το 2068 σύμφωνα με το οργουελιανό όνειρο. Είναι λοιπόν δεδομένη στην καλύτερη περίπτωση, η σπατάλη σχεδόν μιας γενιάς της εργατικής τάξης αν όχι δύο γενεών, σε δραστηριότητες που μπορούν ήδη να αντικατασταθούν από μηχανές. Πόσο μάλλον αν όπως δείξαμε η επιβράδυνση είναι αναπόφευκτη στην κεφαλαιοκρατία.

Αντι επιλόγου

Παρά την προφανή χρεοκοπία της παραπάνω αναφοράς, το παράδειγμά της θα μας χρησιμεύσει για λίγες τελευταίες σημαντικές παρατηρήσεις και με αυτές θα κλείσουμε το κείμενό μας.

Η μελέτη των δυνατοτήτων αυτοματοποίησης της παραγωγής και των συνεπειών της, δεν μπορεί να γίνει έξω από την ανάλυση της πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας. Ειδάλλως καταλήγει κανείς σε εξωπραγματικές αφαιρέσεις, και αδυνατεί να οργανώσει το εμπειρικό υλικό. Δυστυχώς για τους αστούς θεωρητικούς, στην ανάλυση της κεφαλαιοκρατίας ο Μαρξ παραμένει συνεκτικός, συνεπής και αξεπέραστος.

Σε τέτοιες συζητήσεις, είναι απαραίτητο να έχει γνωριστεί κανείς με τις συνέπειες της τεχνοκρατικής ιδεολογίας και τα ζητήματα που τίθονται σε αυτή τη βάση. Εκπληκτικό είναι από αυτήν την άποψη το βιβλίο του Ε. Ιλιένκοφ «Τεχνοκρατία και Ανθρώπινα Ιδεώδη στο Σοσιαλισμό». Ο αναγνώστης βλέπει εκεί, ότι η πάλη με την τεχνοκρατική ιδεολογία δεν περιορίζεται στην αστική κοινωνία.

Στη συζήτηση σχετικά με την αυτοματοποίηση της παραγωγής ανακύπτει συνεχώς το ζήτημα των ορίων μηχανοποίησης της ανθρώπινης νόησης. Από τα γραπτά του Ιλιένκοφ προκύπτει ότι το ζήτημα απασχολούσε και τον ίδιο, και φαίνεται να είχε υπ’ όψιν του τις θεωρίες μη πληρότητας του Gödel ίσως και τη δουλειά των Turing και von Newman. Αν στις απαρχές του κομμουνιστικού κινήματος τίθονταν το ζήτημα της διάκρισης της ζωώδους από την ανθρώπινη φύση, τώρα το ζήτημα της φυσης και των ορίων της Μηχανής σε σχέση με τις δυνατότητες του Ανθρώπου αλλά και του ζώου γίνεται επίκαιρο.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η άποψη του Ιλιένκοφ που διατυπώνεται στο δεύτερο δοκίμιο του βιβλίου, ότι εφόσον η μηχανή διαμεσολαβεί απλά τη σχέση μεταξύ των ανθρώπων, δηλαδή του ιδιοκτήτη της μηχανής και του εργάτη χειριστή της, καμία μεταβολή του μέσου διαμεσολάβησης, δεν μπορεί να μεταβάλει την ίδια την ουσία της σχέσης μεταξύ των ανθρώπων. Συνεπώς η ανατροπή της κεφαλαιοκρατίας, παρά την τεχνολογική πρόοδο δεν μπορεί να είναι ποτέ αυτόματη, φυσική εξέλιξη της ανάπτυξης των μέσων παραγωγής, αλλά απαιτεί την ανθρώπινη συνειδητή δράση.

Με την ανατροπή της κεφαλαιοκρατίας και την εμπέδωση της κοινωνικής ιδοκτησίας στα ώριμα για κοινωνικοποίηση μέσα παραγωγής, αποκαθίσταται ο έλεγχος του ανθρώπου ως εργαζομένου πάνω στο προϊόν της εργασίας του, και αποκτάται για πρώτη φορά στην ιστορία η ικανότητα διεύθυνσης της συνολικής  παραγωγικής δραστηριότητας του ανθρώπου. Δεν επιλύονται όμως όλες οι αντιφάσεις της εργασιακής διαδικασίας.

Οι κλασσικοί του μαρξισμού, θεώρούσαν ότι η γενικευμένη χρήση των μηχανών στην παραγωγή, θα εξάλειφε τον υποδουλωτικό καταμερισμό εργασίας. Αντίθετα αυτός επεκτάθηκε ακόμα και απουσία της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Ίδιες φιλοδοξίες υπήρχαν για τα πρώιμα στάδια αυτοματοποίησης της παραγωγής αλλά έχει ήδη αποδειχθεί ότι αυτό δεν συνέβη. Με βάση το διάγραμμα στο ένθετο 6 προκύπτει ότι η αντίθεση μεταξύ σωματικής και πνευματικής εργασίας δε θα εξαλειφθεί εύκολα, ούτε σε πιο ανεπτυγμένα στάδια αυτοματοποίησης με βάση τις εκτιμήσεις της αναφοράς.

Ουσιώδες στοιχείο του κομμουνιστικού ιδανικού αποτελεί η επανάκτηση της κυριαρχίας της ζωντανής ανθρώπινης εργασίας, πάνω στην παρωχημένη νεκρή εργασία. Αυτό σημαίνει αφενός ουσιαστική άρση όλης της κληρονομημένης υλικής βάσης της κοινωνίας, από κάθε επόμενη ανθρώπινη γενιά, αλλά και μοναδική, πρωτότυπη, ιστορικής σημασίας συνεισφορά της κάθε προσωπικότητας στην ανθρώπινη εξέλιξη. Από αυτό προκύπτει ένας εκτεταμένος άμεσος έλεγχος και ελεύθερη πρόσβαση του κάθε ανθρώπου στο σύνολο των ανθρώπινων εργασιακών μέσων. Οπότε το ζήτημα άρσης της αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, με διατήρηση του ανθρώπινου ελέγχου στην παραγωγή και την εργασία, χωρίς διολίσθηση σε τεχνοκρατικές δυστοπίες είναι ένα απτό χειροπιαστό πρόβλημα για το κομμουνιστικό ιδανικό.

Δυστυχώς ο συγγραφέας αυτών των γραμμών δεν μπορεί να δώσει εδώ απάντηση στα ερωτήματα που μόλις έθεσε και επιφυλλάσεται γι’ αυτό στο μέλλον. Με βάση το ινστιτούτο MacKinsey θα πρέπει να βιαστεί…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6


Notice: Only variables should be passed by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
1 Σχόλιο

  • Ο/Η Ηλίας Τζαμουράνης λέει:

    Eξαιρετικά ενδιαφέρον, αλλά θέλει μελέτη και αντιπαραβολή και με το έναυσμα!
    Συνεπώς, χαρντ-κόπυ και τα δύο και μαζί στις …διακοπές, με ησυχία.
    Μια παρατήρηση στα πεταχτά: Η ανταλλακτική αξία κάθε συγκεκριμένου εμπορεύματος και κάθε συγκεκριμένης ποσότητας εμπορευμάτων, αποτελείται από νεκρή και ζωντανή εργασία, δηλαδή από εργασία γενικά. Ισως αυτό εδώ: “η ζωντανή εργασία, αποτελεί την μόνη πηγή ανταλλακτικής αξίας των εμπορευμάτων” να θέλει μια διευκρίνιση σε τι αναφέρεται, για να μην παρανοείται.
    Ελπίζω στο επόμενο πόνημα, να έχω την ευκαιρία νάμαι πιο διαβασμένος.

Κάντε ένα σχόλιο: