Ντέιβιντ Ρικάρντο: Πηγή έμπνευση και κριτικής για το Μαρξ
Ο Μαρξ, με την κριτική στο Ρικάρντο και τις άλλες αστικές οικονομικές θεωρίες δεν διορθώνει απλώς τα λάθη ή τα ασαφή στοιχεία τους, αλλά δημιουργεί ένα καινούργιο επιστημονικό παράδειγμα.
O Ντέιβιντ Ρικάρντο, που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1772 στην Αγγλία, υπήρξε μια από τις βασικές μορφές της κλασικής πολιτικής οικονομίας και προπάτορας των οικονομικών επιστημών γενικότερα. Πολύ σπουδαία ήταν η επίδραση που άσκησε τόσο μέσω των ίδιων των ιδεών του, όσο-κυρίως-μέσω της κριτικής αντιπαράθεσης προς αυτές, στον ιδρυτή του επιστημονικού σοσιαλισμού Κάρολο Μαρξ. Εξάλλου όπως είχε γράψει ο Λένιν, ο μαρξισμός δεν ήταν παρά η σύνθεση της γερμανικής φιλοσοφίας, του γαλλικού σοσιαλισμού και της αγγλικής πολιτικής οικονομίας, της οποίας, μαζί με τον προγενέστερό του Άνταμ Σμιθ, ο Ρικάρντο υπήρξε ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπος.
Γεννήθηκε στο Λονδίνο κι ήταν ο τρίτος γιος ενός δούκα με μεγάλη περιουσία. Στα 14 χρόνια του ασχολήθηκε με την επιχείρηση του πατέρα του στη συναλλαγματική αγορά αποθεμάτων της πόλης. Ήρθε σε σύγκρουση με τον πατέρα του για θρησκευτικά ζητήματα (προσχώρησε στο ρεύμα του μονισμού) κάνοντας τον να ανοίξει με επιτυχία δική του επιχείρηση. Το 1799 ξεκίνησε να σπουδάζει οικονομικά, αφότου διάβασε το σημαντικό έργο του Άνταμ Σμιθ “Ο πλούτος των εθνών”. Μετά το 1809 ξεκίνησε να δημοσιεύει οικονομικά συγγράμματα και άρθρα. Το 1814 άφησε την επιχείρησή του και εγκαταστάθηκε στην επαρχία. Συνδέθηκε με γνωστούς αστούς οικονομολόγους και συγγραφείς, όπως ο Τζέιμς Μιλ, ο Τζέρεμι Μπένθαμ και ο Τόμας Μάλθους, του οποίου τις αντιλήψεις σχετικά με τον υπερπληθυσμό ως αίτιο οικονομικής δυσπραγίας συμμεριζόταν. Με έκθεσή του το 1814 σχετικά με τους νόμους για το καλαμπόκι, συγκεκριμένα την αύξηση του δασμού επί του εισαγόμενου προϊόντος, που προωθούσε η βρετανική κυβέρνηση, ζητούσε την κατάργησή τους ώστε να ευνοηθούν οι παραγωγικές τάξεις, δηλαδή βιοτέχνες και βιομήχανοι, κι όχι οι γαιοκτήμονες.
Το σημαντικότερο βιβλίο του, στο οποίο στηρίζει εν πολλοίς την ανάλυση και την κριτική του σε εκείνον ο Μαρξ, δημοσιεύτηκε το 1817 με τίτλο “Αρχές πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας”, όπου εξέταζε τον τρόπο κατανομής του χρήματος μεταξύ εργατών, ιδιοκτητών γης και κεφαλαιοκρατών. Ανάμεσα στα συμπεράσματά του ήταν ότι τα κέρδη διαφοροποιούνται με τρόπο αντίστροφο από εκείνον τον μισθών, κι ότι τα ενοίκια αυξάνονται ανάλογα με την αύξηση του πληθυσμού. Θεωρούσε πως η ανεργία δεν ήταν σύμφυτη με το κεφαλαιοκρατικό σύστημα παραγωγής, θεωρώντας πως η αύξηση του πληθυσμού ήταν εκείνη που έτεινε να φέρει τους μισθούς σε επίπεδα που οριακά κάλυπταν τη διαβίωση των εργατών, περιορίζοντας παράλληλα τα κέρδη. Επιπλέον πίστευε πως το διεθνές εμπόριο επηρεαζόταν από το σχετικό κόστος παραγωγής και από διαφορές μεταξύ των χωρών στις εσωτερικές δομές των τιμών που μπορούσαν να μεγιστοποιούν τα επιμέρους συγκριτικά πλεονεκτήματα μιας χώρας έναντι της άλλης. Το 1819 εξαγόρασε μια θέση βουλευτή, από την οποία παραιτήθηκε λόγω ασθενείας το 1823, για να φύγει από τη ζωή λίγο αργότερα στις 11 Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς, σε ηλικία 51 ετών.
Ο Μαρξ, με την κριτική στο Ρικάρντο και τις άλλες αστικές οικονομικές θεωρίες δεν διορθώνει απλώς τα λάθη ή τα ασαφή στοιχεία τους, αλλά δημιουργεί ένα καινούργιο επιστημονικό παράδειγμα. Ο ίδιος ωστόσο αναγνώριζε την οφειλή του στο Ρικάρντο Ο Μαρξ σημείωνοντας ότι η μεγάλη συμβολή του Άγγλου οικονομολόγου στην Πολιτική Οικονομία βρίσκεται στο ότι επιχείρησε να μελετήσει τις οικονομικές σχέσεις του καπιταλισμού βασιζόμενος στη θεωρία της αξίας της εργασίας. Ετσι, δινόταν η δυνατότητα να αποκαλυφθούν οι εσωτερικοί νόμοι του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Επέκρινε ωστόσο τον αστικά περιορισμένο ορίζοντα του Ρικάρντο σχετικά με τη θεωρία περί εγγείου προσόδου, όπως και την ιστορική του καθυστέρηση στη διατύπωση της θεωρίας του περί χρήματος.
Πιο συγκεκριμένα, μας λέει ο Μαρξ, ο Ρικάρντο δεν ερευνά τον ιδιαίτερο καθορισμό της εργασίας σαν δημιουργού ανταλλακτικής αξίας ή σαν κάτι που παρασταίνεται με ανταλλακτικές αξίες. Γι’ αυτό δεν κατανοεί το συσχετισμό της εργασίας με το χρήμα κι ότι αναγκαστικά η εργασία αυτή παρασταίνεται ως χρήμα, ενώ για τον ίδιο λόγο δεν αντιλαμβάνεται ούτε το συσχετισμό ανάμεσα στον καθορισμό της ανταλλακτικής αξίας του εμπορεύματος από το χρόνο εργασίας και την ανάγκη των εμπορευμάτων να συνεχίσουν την πορεία τους ως τη μετατροπή τους σε χρήμα. Η κριτική του Μαρξ στην πολιτική οικονομία, όπως εκφράζεται από το Ρικάρντο και άλλους, αναδεικνύει τη σημασία της εργατικής τάξης ως καθοριστικού παράγοντα της παραγωγικής διαδικασίας, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο η μελέτη της συμβολής της έρχεται σε αντίθεση προς τους περιορισμούς των αστών οικονομολογών.