Ο ρόλος του κράτους στη δημιουργία κέρδους σήμερα
Σε αυτό το άρθρο, μετάφραση του οποίου δημοσιεύουμε, ο Alex Callinicos επικρίνει ένα πρόσφατο επιχείρημα ότι διαμορφώνεται ένας νέος «πολιτικός καπιταλισμός», όπου η κερδοφορία καθορίζεται από την πολιτική άσκηση πίεσης.
Σε ένα σημείωμα με τίτλο “Ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο;” το Δεκέμβρη του 2020 είχαμε καταπιαστεί με το Κράτος και τη σχέση του με το Κεφάλαιο. Το βασικό επιχείρημα ήταν ότι αυτή η σχέση είναι ιστορικά καθορισμένη και μεταβάλλεται ανάλογα με τις ανάγκες της αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Από τη μια ο πόλεμος, από την άλλη τα σκάνδαλα διαφθοράς διεθνούς εμβέλειας, αμφότερα φαινόμενα σε έξαρση στις μέρες μας, φέρνουν ξανά και ξανά τη συζήτηση του ρόλου του κράτους. Αυτή η συζήτηση γίνεται σε όλο τον κόσμο και είναι χρήσιμη για τους εργαζόμενους γιατί μπορεί να ξεδιαλύνει αυταπάτες και να κάνει ακόμα πιο ξεκάθαρο ότι η ίδια η ανάγκη του λαού για επιβίωση σε αυτήν την συγκυρία περνάει μέσα από την αμφισβήτηση των θεμελίων του κεφαλαιοκρατικού συστήματος και των σχέσεων παραγωγής του.
Δημοσιεύουμε λοιπόν σήμερα τη μετάφραση ενός άρθρου του Alex Callinicos με τίτλο “Ο ρόλος του κράτους στη δημιουργία κέρδους σήμερα” που πρωτοδημοσιεύτηκε στα αγγλικά στο περιοδικό Socialist Worker στις 3/1/2023. Πρόκειται ουσιαστικά για κριτική του συγγραφέα σε ένα πρόσφατο επιχείρημα ότι διαμορφώνεται ένας νέος «πολιτικός καπιταλισμός», όπου η κερδοφορία καθορίζεται από την πολιτική άσκηση πίεσης. Η κριτική αυτή έχει ενδιαφέρον γιατί μας εισαγάγει στα κείμενα των Dylan Riley και Robert Brenner για το ζήτημα. Επειδή οι συγγραφείς είναι γνωστοί στον “δυτικό μαρξισμό” με συγκεκριμένη ατομική πολιτική στάση, θα πρέπει να σημειώσω εδώ ότι η αντιπαράθεσή τους έχει ενδιαφέρον τόσο για την αλήθεια και το ψέμα των επιχειρημάτων τους, όσο και για το πώς η αλήθεια και το ψέμα μπορούν να συνυπάρχουν σε ένα επιχείρημα. Επίσης, μπορεί ο “πολιτικός καπιταλισμός” τους μπορεί να μην κάνει καριέρα στην Ελλάδα, ή να μην φτάσει καν, αφού ο πολιτικός χώρος τους έχει άλλα σοβαρότερα ζητήματα να λύσει, όμως καλό είναι να τον έχουμε υπόψη μας δια παν ενδεχόμενο.
Με σκοπό να ακολουθήσει αναλυτικός σχολιασμός, μετά τη δημοσίευση μερικών σχετικών κειμένων, αλλά και με την πεποίθηση ότι τα κείμενα αυτά είναι χρήσιμα, ακόμα και χωρίς τον σύντομο και κωδικοποιημένο πρόλογό μου, και χωρίς άλλες περιστροφές, το κείμενο έχει ως εξής.
Κοιτάζοντας πίσω στο 2022, ένα πράγμα έχει γίνει σαφές και αυτό είναι μια απότομη στροφή που πήραν τα κορυφαία καπιταλιστικά κράτη. Εργάστηκαν για να αυξήσουν τα επιτόκια ως απάντηση στην πληθωριστική έξαρση από το 2021. Ένα ερώτημα που έχει εγείρει αυτή η μετατόπιση είναι ο ρόλος που διαδραματίζει σήμερα το καπιταλιστικό κράτος.
Η πανδημία Covid-19 έχει δει μια εντατικοποίηση της τάσης από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-09 για τα κράτη να παρεμβαίνουν μαζικά στις αγορές. Η προφανής εξήγηση είναι ότι η εμβάθυνση της αστάθειας σημαίνει ότι οι καπιταλιστικές οικονομικές δομές θα χρειάζονται όλο και περισσότερο να υποστηρίζονται από την κρατική παρέμβαση.
Αλλά δύο γνωστοί μαρξιστές, ο Ντίλαν Ράιλι και ο Ρόμπερτ Μπρένερ, το αρνούνται σε ένα άρθρο στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού New Left Review. Ακολουθεί άρθρο του Μπρένερ στις αρχές της πανδημίας. Ο τίτλος «Κλιμακούμενη λεηλασία» συνόψισε το επιχείρημά του.
Ως απάντηση στα lockdown, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, η Federal Reserve Board και το Κογκρέσο υιοθέτησαν μέτρα για τη στήριξη των τιμών και των εισοδημάτων. Ο Μπρένερ το απέρριψε αυτό ως απλώς μια προσπάθεια μεταφοράς πλούτου προς τα πάνω στα αφεντικά των μεγάλων εταιρειών και των συμμάχων τους.
Στο τέλος του άρθρου ο Μπρένερ υποσχέθηκε ένα «δεύτερο μέρος» που θα έθετε «αυτές τις τάσεις στο ιστορικό και παγκόσμιο πλαίσιό τους» και θα διερευνούσε «τις πηγές τους». Το νέο άρθρο με τον Riley φαίνεται να είναι ένα βήμα προς την εκπλήρωση αυτής της υπόσχεσης.
Η παραδοχή του είναι σωστή. Ο προηγμένος καπιταλισμός υποφέρει από αυτό που ο Μπρένερ ονόμασε νωρίτερα «μακρά ύφεση» – αργή ανάπτυξη που προκαλείται από το χαμηλό επίπεδο κερδοφορίας στη μεταποιητική βιομηχανία.
Το αποτέλεσμα, υποστηρίζουν τώρα οι Ράιλι και Μπρένερ, είναι «η άνοδος ενός νέου καθεστώτος συσσώρευσης» το οποίο ονομάζουν πολιτικό καπιταλισμό. «Στον πολιτικό καπιταλισμό, η ωμή πολιτική εξουσία, και όχι οι παραγωγικές επενδύσεις, είναι ο βασικός καθοριστικός παράγοντας του ποσοστού απόδοσης».
Δεν λένε απλώς ότι η πολιτική υπηρετεί το κεφάλαιο. Λένε ότι ο επηρεασμός της πολιτικής – για παράδειγμα, επενδύοντας σε κυβερνήσεις άσκησης πίεσης – καθορίζει όλο και περισσότερο την κερδοφορία του κεφαλαίου.
Το συγκρίνουν ακόμη και με προκαπιταλιστικές μορφές ταξικής κοινωνίας. «Η δραματική εντατικοποίηση της άσκησης πίεσης θα μπορούσε να γίνει κατανοητή ως μια μορφή “πολιτικής συσσώρευσης”, διαφορετική φυσικά από τον φεουδαρχικό πρόγονό της, αλλά παρόλα αυτά εξαιρετικά διακριτή», λένε.
Όμως, όπως έχει επισημάνει ένας άλλος μαρξιστής οικονομολόγος, ο Τιμ Μπάρκερ, «κάθε στοιχείο στον μακρύ κατάλογο νέων μορφών πολιτικής απόσπασης των Ράιλι / Μπρένερ –φοροαπαλλαγές, ιδιωτικοποίηση δημόσιων περιουσιακών στοιχείων σε εξευτελιστικές τιμές, χαμηλά επιτόκια, χρηματιστηριακές εκρήξεις με παράλογες συνέπειες, μαζικές κρατικές δαπάνες που στόχευαν απευθείας στην ιδιωτική βιομηχανία– υπήρχε σε διαφορετικά σημεία της “χρυσής εποχής” του 1945-1973».
Τότε ήταν που το ποσοστό κέρδους ήταν πολύ υψηλότερο. Τα κράτη έπαιζαν πάντα διαμορφωτικό ρόλο στις καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις. Διευκολύνουν την εκμετάλλευση των εργαζομένων και βοηθούν τις επιχειρήσεις τους να ανταγωνιστούν τους αντιπάλους τους.
Φυσικά, όταν τα κράτη παρεμβαίνουν στην οικονομία, ωφελούν ουσιαστικά συγκεκριμένες ομάδες καπιταλιστών. Τον Μάρτιο του 2020 η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αντέδρασε στον πανικό που σάρωνε τις χρηματαγορές αγοράζοντας κρατικά και εταιρικά ομόλογα σε τεράστια κλίμακα.
Αυτό σίγουρα διευκόλυνε αυτό που ο Μπρένερ αποκαλεί «προς τα πάνω διανομή του πλούτου». Ωφέλησε τους ήδη εξαιρετικά πλούσιους κατόχους χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, των οποίων οι τιμές εκτινάχθηκαν στα ύψη χάρη σε αυτό το πρόγραμμα.
Αλλά μία από τις κύριες αλλαγές που έχει βιώσει ο καπιταλισμός τις τελευταίες δεκαετίες είναι ότι οι επενδύσεις και το εμπόριο τείνουν όλο και περισσότερο να χρηματοδοτούνται από δανεισμό στις παγκόσμιες αγορές χρήματος. Κορυφαία κρατικά ομόλογα χρησιμοποιούνται ως εγγύηση για αυτά τα δάνεια. Η Fed και άλλες κεντρικές τράπεζες ενίσχυσαν τις αγορές ομολόγων για να διασφαλίσουν ότι αυτές οι κρίσιμες αγορές θα συνεχίσουν να λειτουργούν.
Οι παρεμβάσεις μπορεί να είναι αντιφατικές. Όταν οι κεντρικές τράπεζες αντέστρεψαν πιο πρόσφατα αυτήν την πολιτική και ώθησαν προς τα πάνω τα επιτόκια, δημιούργησαν τεράστια προβλήματα σε ορισμένους τομείς, ιδίως στα συνταξιοδοτικά ταμεία. Αλλά αυτή η στροφή της πολιτικής οδηγήθηκε από την ανάγκη υπεράσπισης των κερδών πιέζοντας την ανεργία και υπονομεύοντας έτσι την ικανότητα των εργαζομένων να υπερασπιστούν τους μισθούς τους από τον πληθωρισμό.
Ο καπιταλισμός παραμένει ένα παγκόσμιο σύστημα ανταγωνιστικής συσσώρευσης. Επιβάλλει τις επιτακτικές απαιτήσεις του σε όλους τους κρατικούς διαχειριστές, όσο διεφθαρμένοι ή παραπλανημένοι και αν είναι.
Σημειώσεις για τη μετάφραση [ΓΛ]
Η μετάφραση έγινε από εμένα και φέρω όλη την ευθύνη για την απόδοση του κειμένου στα ελληνικά. Η φωτογραφία στο πρωτότυπο κείμενο, που χρησιμοποιήθηκε και εδώ σαν εξώφυλλο, είχε την εξής λεζάντα: “Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αύξησε τα επιτόκια. Αντιπροσωπεύει όμως αυτό μια θεμελιώδη αλλαγή στη φύση της σχέσης του κράτους με το κεφάλαιο;”