Οι τράπεζες αισθάνονται κοσμοπολίτισσες στην εθνική τοποθεσία κουλουβάχατα
Η συνδυασμένη-αλλά-μη-ενοποιημένη κρατική παροχή τραπεζικής υποδομής εκδηλώνεται στην Ελληνική τραπεζική κρίση και εξηγεί πώς το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα μπορεί να είναι πλήρως μέρος του Ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα και παρ’ όλ’ αυτά απομονωμένο κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Στο προηγούμενο άρθρο της σειράς για τον Ιμπεριαλισμό, μιλήσαμε για τις τράπεζες και τη σχέση τους με το κράτος, μέσα από την ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βασιστήκαμε στην αναπαραγωγή κειμένου από ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε το Φλεβάρη στα αγγλικά στο περιοδικό Competition and Change και στα ελληνικά στη σειρά Discussion Papers του Voice of People. Σε εκείνο το κείμενο είδαμε τις παλινωδίες του τραπεζικού συστήματος ανάμεσα στο εθνικό και το υπερεθνικό, την τάση να φύγει από τα εθνικά σύνορα και τα βαριά δεσμά που το κρατάνε. Αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει το τραπεζικό σύστημα να είναι: συνδυασμένο-αλλά-μη-ενοποιημένο (μία λέξη!). Η κρίση οδήγησε μάλιστα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα στην ολοκληρωμένη απομόνωση (!).
Προφανώς αυτές οι καταστάσεις είναι άκρως αντιφατικές και θα λήξουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Είναι όμως πραγματικές. Δείχνουν την τάση του κεφαλαίου να αποδεσμευτεί από τα εθνικά σύνορα και εν τέλει να τα καταργήσει, προς όφελος της κερδοφορίας του. Από την άλλη, δείχνουν την αδυναμία του κεφαλαίου να πάει όλο το δρόμο μπροστά στον ανταγωνισμό, την ανισομετρία και φυσικά τις ζημιές, στον επιμερισμό των οποίων δεν θέλει να συμμετέχει κανείς καπιταλιστής. Τα εθνικά σύνορα μετατρέπονται από δόρυ, που ήταν στα πρώτα βήματα του ιμπεριαλισμού, σε μια βαριά ασπίδα, που τη θυμούνται οι αστοί ιδίως την ώρα της κρίσης.
Συνεχίζουμε με αποσπάσματα από το ίδιο κείμενο από την εισαγωγή και τα συμπεράσματα. (Το κυρίως μέρος του άρθρου περιγράφει λεπτομερώς τους μηχανισμούς που επιστρατεύτηκαν στην κρίση. Ο πιο εξοικειωμένος αναγνώστης μπορεί να τους βρει στους παραπάνω συνδέσμους του άρθρου).
Τα τελευταία 30-40 χρόνια παρατηρείται μια σταθερή ροή Ευρωπαϊκής τραπεζικής νομοθεσίας και ρύθμισης, παρέχοντας ως επί το πλείστον διάφορες μορφές τραπεζικής υποδομής, όπως η εφαρμογή μηχανισμού διαβατηρίου και η ίδρυση του Ευρώ και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ). Πριν από το 2008, αυτή φαινόταν να συνδέεται με την αύξηση της διασυνοριακής τραπεζικής δραστηριότητας εντός των ΕΕ/ΕΖ {Ευρωπαϊκή Ένωση / Ευρωζώνη} (Bassens et al., 2013) (αν και η αύξηση αυτή δεν ξεπερνούσε τη διασυνοριακή τραπεζική γενικότερα). Η κρίση το άλλαξε αυτό. Πρώτον, η διασυνοριακή τραπεζική δραστηριότητα αντιστράφηκε με τις τράπεζες να υποχωρούν πίσω από τα εθνικά σύνορα. Δεύτερον, και η εστίαση αυτού του άρθρου, σε πολλές περιπτώσεις τα μέτρα διαχείρισης κρίσης αύξησαν περαιτέρω την απομόνωση των εθνικών τραπεζικών συστημάτων εντός των ΕΕ/ΕΖ, μετατρέποντας την ποσοτική υποχώρηση σε ποιοτική.
Στην Ελλάδα, αυτό εκδηλώθηκε με τρεις διαφορετικές και αξιοσημείωτες παρεμβάσεις μεταξύ 2010 και 2015 (άλλα έθνη των ΕΕ / ΕΖ γνώρισαν μόνο μία ή δύο). Πρώτον, το 2012 μια εισφορά κεφαλαίου για τις Ελληνικές τράπεζες στο πλαίσιο του δεύτερου κρατικού πακέτου διάσωσης ήταν δομημένη έτσι ώστε το Ελληνικό κράτος υπέστη τεράστιες ζημιές από τα μετοχικά του μερίδια στις Ελληνικές τράπεζες, αλλά το χρέος του προς την «Τρόικα» παρέμεινε στο ακέραιο. Δεύτερον, σε δύο έντονες στιγμές της τραπεζικής κρίσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανάγκασε τις Ελληνικές τράπεζες να μετατρέψουν τον δανεισμό τους από τα συνήθη εργαλεία στην Έκτακτη Ενίσχυση σε Ρευστότητα (Emergency Liquidity Assistance – ELA), τυχόν ζημιές των οποίων παραμένουν στην ευθύνη της εθνικής κεντρικής τράπεζας (ΕθνΚΤ) και δεν μοιράζονται με το υπόλοιπο ΕΣΚΤ. Τρίτον, τον Ιούνιο του 2015, μετά από μια 9μηνη μαζική απόσυρση καταθέσεων {bank run} που διευκολύνθηκε κατά κάποιο τρόπο από τους μηχανισμούς της Ευρωζώνης, επιβλήθηκαν αυστηροί έλεγχοι στη λειτουργία των Ελληνικών τραπεζικών καταθέσεων με την ταμπέλα των κεφαλαιακών ελέγχων {capital controls}. Τα Ευρώ στη μορφή Ελληνικών τραπεζικών καταθέσεων δεν μετατρέπονταν πλέον εύκολα σε τραπεζογραμμάτια και κέρματα Ευρώ, ούτε σε καταθέσεις σε Ευρώ που τηρούνται αλλού στην Ευρωζώνη. Χρειάστηκαν σχεδόν πέντε χρόνια για να αρθούν πλήρως οι έλεγχοι. Και στις τρεις περιπτώσεις το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα απομονώθηκε από την υπόλοιπη ΕΕ/ΕΖ και οι ζημιές και οι υποχρεώσεις περιορίστηκαν στην Ελλάδα. Ωστόσο, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου, η Ελλάδα παρέμεινε στην ΕΕ/ΕΖ, υποκείμενη στους νόμους και τους κανονισμούς της, πλήρως συνδεδεμένη στις υποδομές της, η Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ) παρέμεινε μέλος του ΕΣΚΤ και το νόμισμα της Ελλάδας παρέμεινε το Ευρώ. Με άλλα λόγια, η ολοκληρωμένη απομόνωση της Ελλάδας ήταν ένα χαρακτηριστικό, όχι ένα σφάλμα.
Σε αυτό το άρθρο ρωτάμε πώς η ολοκληρωμένη απομόνωση της Ελλάδας σχετίζεται με την παροχή τραπεζικής υποδομής στην Ευρώπη. Εξετάζουμε το ζήτημα μέσα από το πρίσμα της πολιτικής οικονομίας των τραπεζών, αντλώντας {στοιχεία} από τις υπάρχουσες μαρξιστικές θεωρίες των τραπεζών και των μεθόδων, ενώ ενσωματώνουμε άλλες διορατικές παρατηρήσεις, όπως από μελετητές της Κριτικής Μακρο Χρηματοοικονομικής (Critical Macro Finance, CMF). Εδραιώνουμε θεωρητικό και ιστορικό πλαίσιο, εστιάζοντας στον ρόλο που διαδραματίζει το κράτος για τις τράπεζες, ιδίως στην παροχή «δημόσιας υποδομής ασφαλείας» (Braun et al, 2020: 6). Στη συνέχεια εξετάζουμε λεπτομερώς τους μηχανισμούς παροχής κρατικής τραπεζικής υποδομής στα τρία επεισόδια για να κατανοήσουμε τις υποκείμενες σχέσεις, σε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «πολιτική οικονομία των χρηματοπιστωτικών μηχανισμών» (Lindo, 2018, Lindo & Stenfors, 2018). Εξετάζουμε αυτά τα περιστατικά χρονολογικά, αλλά επίσης, ξεκινώντας από την εισφορά κεφαλαίου, περνώντας στον δανεισμό κεντρικής τράπεζας και τελικά στη μαζική απόσυρση καταθέσεων και τους ελέγχους των καταθέσεων, η ανάλυση γίνεται πιο περίπλοκη σε κάθε στάδιο καθώς οι διάφοροι χρηματοπιστωτικοί μηχανισμοί αλληλεπιδρούν. Μέσα από αυτή την ανάλυση, δείχνουμε πώς οι χρηματοπιστωτικοί μηχανισμοί που χρησιμοποιήθηκαν ήταν η «αναγκαία μορφή εμφάνισης» (Brown, 2008: 140) της ουσιαστικής φύσης της Ευρωπαϊκής τραπεζικής ολοκλήρωσης. Με αυτόν τον τρόπο, ενώ κάθε τόπος και χρόνος διατηρεί τις ιδιαιτερότητές του, η Ελληνική περίπτωση ρίχνει φως στην ευρύτερη φύση της τραπεζικής σε έναν από τους σημαντικότερους οικονομικούς χώρους και νομίσματα του κόσμου.
Ένας ορισμός της ολοκλήρωσης από το λεξικό έχει δύο προϋποθέσεις: τον συνδυασμό των στοιχείων και την ενοποίησή τους. Όσον αφορά την κρατική παροχή τραπεζικής υποδομής, τα εθνικά τραπεζικά συστήματα των ΕΕ/ΕΖ είναι σαφώς συνδυασμένα σε Ευρωπαϊκές δομές όπου οι κανόνες καθορίζονται όλο και περισσότερο σε υπερεθνικό επίπεδο και η συνεχής συμμετοχή εξαρτάται από την τήρηση των κανόνων.[1] Αλλά δεν είναι ενοποιημένα σε ένα μοναδικό τραπεζικό σύστημα. Η ΕΕ/ΕΖ έχει παράσχει ελάχιστη από την υποδομή που απαιτεί επιμερισμό του κινδύνου μεταξύ των κρατών μελών: είτε πρόκειται για ασφάλιση καταθέσεων, δανεισμό έσχατης ανάγκης (Lending of Last Resort – LLR) (Hadjimichalis 2011, Whelan, 2016) είτε για ένα Ευρωπαϊκό «ασφαλές περιουσιακό στοιχείο» (Gabor and Vestergaard, 2018). Ακόμα και ο μηχανισμός διαβατηρίου αποτυγχάνει να παράσχει μια κεντρική, Ευρωπαϊκή τραπεζική άδεια. Αυτά παραμένουν ευθύνη του κράτους σε εθνική κλίμακα, με αποτέλεσμα την κλιμακωτή διάσπαση της παροχής υποδομής.
Σε μια μορφή «διακυβέρνησης μέσω των χρηματοπιστωτικών αγορών» (Braun et al., 2018), οι υπερεθνικοί και εθνικοί θεσμοί παραμένουν διακριτοί και διατηρούν κανονικές σχέσεις ανταγωνισμού υποκείμενες σε μια οικονομική λογική, αφήνοντας χώρο για την αναδημιουργία ανισομετρίας (Hudson, 2003; Serfati, 2016). Η συνδυασμένη-αλλά-μη-ενοποιημένη κρατική παροχή τραπεζικής υποδομής εκδηλώνεται στην Ελληνική τραπεζική κρίση και εξηγεί πώς το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα μπορεί να είναι πλήρως μέρος του Ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα και παρ’ όλ’ αυτά απομονωμένο κατά τη διάρκεια της κρίσης. Όταν ξεσπά η κρίση, η συνδυασμένη φύση της τραπεζικής διασφαλίζει ότι η Ευρώπη είναι υποχρεωμένη να δράσει, αλλά η έλλειψη ενοποίησης οδηγεί σε χρηματοπιστωτικούς μηχανισμούς που διασφαλίζουν ότι οι ζημιές και οι υποχρεώσεις είναι απομονωμένες στο εθνικό επίπεδο.
[…]
διερευνήσαμε λεπτομερώς τη συγκεκριμένη μορφή των χρηματοπιστωτικών μηχανισμών που ξεδιπλώνονται από το κράτος σε υποστήριξη της Ελληνικής τραπεζικής. Υποστηρίζουμε ότι η επιλογή των μορφών αντανακλά την ουσιαστική φύση των σχέσεων μεταξύ Ελληνικού και υπερεθνικού κρατικού μηχανισμού σε σχέση με την παροχή τραπεζικής υποδομής. Το κράτος και στις δύο κλίμακες αισθάνθηκε την ανάγκη να στηρίξει την Ελληνική τραπεζική. Στην περίπτωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και της παροχής ρευστότητας έκτακτης ανάγκης, η αναγκαία μορφή της στήριξης αυτής απαιτούσε οι ζημιές και οι υποχρεώσεις να βαρύνουν τους εθνικούς και όχι τους υπερεθνικούς κρατικούς θεσμούς. Στην περίπτωση της μαζικής απόσυρσης καταθέσεων του 2015, που διευκολύνθηκε με πολλούς τρόπους από τον συνδυασμό των εθνών της ΕΕ/ΕΖ σε υπερεθνικές δομές, η μορφή της καθόρισε τις λεπτομέρειες των λεγόμενων ελέγχων κεφαλαίου που ακολούθησαν. Αυτοί οι έλεγχοι, που αρχικά εφαρμόστηκαν για να σταματήσει η αιμορραγία των Ελληνικών καταθέσεων, έθεσαν επίσης την Ελλάδα σε καραντίνα, απομονώνοντάς την από την υπόλοιπη ΕΕ/ΕΖ.
[…]
Αυτό το άρθρο επικεντρώθηκε στη σχέση μεταξύ ενός καπιταλιστικού τομέα και του εθνικού και υπερεθνικού μηχανισμού του κράτους· σε αυτή την περίπτωση το έθνος ήταν η κατάλληλη μονάδα ανάλυσης. Ωστόσο, υπήρχαν νικητές και ηττημένοι σε όλες τις χώρες της ΕΕ/ΕΖ. Το κόστος των μέτρων που ελήφθησαν στην Ελλάδα επωμίστηκε συντριπτικά η πλειοψηφία του Ελληνικού λαού, η εργατική τάξη και τα μικρά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα της κοινωνίας, ενώ το μεγάλο κεφάλαιο είτε εξαιρέθηκε από τον λογαριασμό είτε αποζημιώθηκε για τις ζημιές του. Ταυτόχρονα, στις χώρες του πυρήνα, οι εργαζόμενοι, οι ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων και οι οικογένειές τους υπέφεραν επίσης, π.χ. μέσω της λιτότητας και της συμπίεσης των μισθών. Σε αυτή την εστιακή απόσταση τα εθνικά και κεντρικά/περιφερειακά όρια θολώνουν και αντικαθίστανται από εκείνα μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Καθώς έχουν προκύψει νέες κρίσεις στα χρόνια από το 2015, η Ευρωπαϊκή τραπεζική φαίνεται να παραμένει συνδυασμένη-αλλά-μη-ενοποιημένη. Ωστόσο, η ιστορία δεν σταματά και οι αντιφάσεις μιας συνδυασμένης-αλλά-μη-ενοποιημένης Ευρώπης που εκδηλώνεται σε περιπτώσεις ολοκληρωμένης απομόνωσης θα αποτελέσουν κινητήρια δύναμη για αλλαγή, για την εμφάνιση νέων μορφών και, μαζί με αυτές, για αλλαγές στην ίδια την ουσία της Ευρώπης. Μένει να δούμε αν αυτοί που επωμίζονται το κόστος θα βάλουν τη σφραγίδα τους σε αυτές τις αλλαγές.
[1] Η οποία έχει συσχετιστεί με αυξανόμενο αυταρχισμό (Fabry and Sandbeck, 2018; Sandbeck and Schneider, 2013)
Αναφορές
Bassens D, Van Meeteren M, Derudder B, et al. (2013) No more credit to Europe? Cross-border bank lending, financial integration, and the rebirth of the national scale as a credit scorecard. Environment and Planning A: Economy and Space 45(10): 2399–2419. DOI: 10.1068/a4618.
Braun B, Gabor D and Hübner M (2018) Governing through financial markets: towards a critical political economy of Capital Markets Union. Competition & Change 22(2): 101–116. DOI: 10.1177/1024529418759476.
Braun B, Krampf A and Murau S (2020) Financial globalization as positive integration: monetary technocrats and the Eurodollar market in the 1970s. Review of International Political Economy 28(4): 794–819. DOI: 10.1080/09692290.2020.1740291.
Brown A (2008) A materialist development of some recent contributions to the labour theory of value. Cambridge Journal of Economics 32: 125–146.
Fabry A and Sandbeck S (2018) Introduction to special issue on ‘authoritarian neoliberalism’. Competition & Change 23(2): 109–115. DOI: 10.1177/1024529418813827.
Gabor D and Vestergaard J (2018) Chasing unicorns: the European single safe asset project. Competition & Change 22(2): 139–164. DOI: 10.1177/1024529418759638.
Hadjimichalis C (2011) Uneven geographical development and socio-spatial justice and solidarity: European regions after the 2009 financial crisis. European Urban and Regional Studies 18(3): 254–274. DOI: 10. 1177/0969776411404873.
Hudson R (2003) European integration and new forms of uneven development: but not the end of territorially distinctive capitalisms in Europe. European Urban and Regional Studies 10(1): 49–67. DOI: 10.1177/a032539.
Lindo D (2018) Why derivatives need models: the political economy of derivative valuation models. Cambridge Journal of Economics 42(4): 987–1008. https://doi.org/10.1093/cje/bex055.
Lindo D and Stenfors A (2018) Libor 1986–2021: the making and unmaking of ‘the world’s most important price’. Distinktion: Journal of Social Theory 19(2): 170–192. doi: 10.1080/1600910X.2018.1430599.
Sandbeck S and Schneider E (2013) From the Sovereign debt crisis to authoritarian statism: contradictions of the European state project. New Political Economy 19(6): 847–871. DOI: 10.1080/13563467.2013.861411.
Serfati C (2016) EU Integration as uneven and combined development. In: Desai R (ed) Analytical gains in geopolitical economy: Volume 30B. Research in Political Economy, 255–294. DOI: 10.1108/S0161-72302015000030B009.
Whelan K (2016) Banking Union and the ECB as lender of last resort. WP16/09. UCD Centre for Economic Research Working Paper Series. August 2016. Available at: http://www.ucd.ie/t4cms/WP16_09.pdf.