Οίκοι αξιολόγησης: οι δολοφόνοι με το «αγγελικό» πρόσωπο
Αν αξιολογούσαμε εμείς τους περίφημους οίκους αξιολόγησης, όχι μόνο θα τους είχαμε ταράξει στις υποβαθμίσεις, αλλά παράλληλα θα αντικρίζαμε τον κόσμο γύρω μας, 30 περίπου χρόνια μετά τη νίκη όλων εκείνων που εκπροσωπούν, με ακόμη μεγαλύτερη σιγουριά πως «μια μέρα αυτά τα μεγάλα σκυλιά […] θα φαγωθούν από μικρότερα σκυλιά».
Οι οίκοι αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας που κυριαρχούν παγκόσμια είναι τρεις: η Standard & Poor’s (λειτουργεί από το 1941), η Moody’s (λειτουργεί από το 1909) και η Fitch (λειτουργεί από το 1913). Αυτοί, εκδίδοντας εκθέσεις και πορίσματα, μετατρέποντας τις αναβαθμίσεις σε υποβαθμίσεις και αντίστροφα, παίζουν τον ρόλο του παγκόσμιου θεματοφύλακα των επενδύσεων, υποδεικνύοντας την ικανότητα ενός εκδότη χρέους να είναι συνεπής με τις δανειακές του υποχρεώσεις σε επενδυτές και πιστωτικά ιδρύματα, διασφαλίζοντας τάχα μου τους επενδυτές από ενδεχόμενες λάθος αποφάσεις. Κατά αυτόν τον τρόπο, οι τελευταίοι διευκολύνονται με το να εξαλείφουν τα περιβόητα ρίσκα τους – την μόνιμη επωδό των υποστηρικτών της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της «δίκαιης» αποσπασμένης υπεραξίας.
Το 2008 με το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης, ακόμα και νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι διέκριναν «στοιχεία αδυναμιών» και «παραλείψεων» στους οίκους αξιολόγησης, αφού, όπως χαρακτηριστικά ισχυρίζονταν, δεν κατάφεραν να προβλέψουν τα αρνητικά αποτελέσματα που θα είχε η «υπέρμετρη πιστωτική επέκταση» των προηγούμενων ετών. Μάλιστα, σε μελέτη που δημοσίευσε η ΕΚΤ το 2017, αναδεικνύονταν επιδερμικά κάποιες από τις εγγενείς «αδυναμίες» τους, αφού οποιαδήποτε προσπάθεια ανοιχτής αμφισβήτησής τους θα έμοιαζε με σταγόνα στον ωκεανό της παντοδυναμίας τους.
Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα πίσω από τους οίκους αξιολόγησης;
Αξίζει να επισημάνουμε πως οι αξιολογήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας διενεργούνται ύστερα από στοιχεία που παρέχει είτε το ίδιο το υποκείμενο της αξιολόγησης (επιχείρηση, χώρα, τράπεζα) είτε άλλες αξιόπιστες πηγές. Το τι σημαίνει, βέβαια, αξιόπιστη πηγή αποτελεί μια έννοια ευεπίφορη σε πολλαπλές ερμηνείες, που σχετίζονται με τον γνωστό διαχρονικό ερώτημα: αξιόπιστες για ποιον;
Αυτό θα επιχειρήσουμε να διασαφηνίσουμε, ξεκινώντας από το κάπως μακρινό 2010, όπου ο τότε πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου, σε ομιλία του στο Economist είχε δηλώσει: «Είναι οξύμωρο η τύχη μας (σ.σ. η τύχη της χώρας) να ορίζεται μεταξύ άλλων από αποφάσεις οίκων αξιολόγησης». Η δήλωση αυτή καθιστά με τον πιο ευδιάκριτο τρόπο πασιφανή την ισχύ που απολαμβάνουν οι οίκοι αξιολόγησης – δύναμη που αυξήθηκε μετά τη συμφωνία «Βασιλεία ΙΙ» για το τραπεζικό σύστημα του 2006 – που τους δίνει τη δυνατότητα να μπορούν να οδηγήσουν σε οικονομικό στραγγαλισμό ακόμα και ολόκληρες χώρες.
Το 2013, η Fitch, μετά από διαρκείς υποβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας που την είχαν φέρει στο επίπεδο του CCC (βαθμός που απονέμεται σε εκείνους που παρουσιάζουν μικρή πιθανότητα αποπληρωμής) αναβάθμισε την ελληνική οικονομία σε «B-», ενώ μετά από έναν σχεδόν χρόνο προχώρησε σε νέα αναβάθμιση σε «B». Τι μεσολάβησε μέσα σε αυτόν τον χρόνο; «Η μεγάλη μείωση του μισθολογικού κόστους και η διαρκώς μειούμενη κοινωνική δαπάνη», σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, στοιχεία που δεν μπορεί παρά να εκτιμήσει κάθε επενδυτής – και κάθε οίκος αξιολόγησης που φροντίζει για τα συμφέροντά τους.
Λίγο μετά τις εκλογές του 2015 και την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, η Fitch προχώρησε σε υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας τοποθετώντας την Ελλάδα στην κλίμακα CCC, κυρίως λόγω της πολιτικής ρευστότητας που εκπροσωπούσε ο ΣΥΡΙΖΑ εκείνη την περίοδο, που διακήρυττε πως θα «καταργούσε τα μνημόνια με ένα νόμο και ένα άρθρο». Όπως όλοι βέβαια γνωρίζουμε, δεν έγινε τίποτα απ’ όλα αυτά που διαλαλούσε ο ΣΥΡΙΖΑ, αντίθετα ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, το ξεπούλημα των 14 περιφερειακών αεροδρομίων στη γερμανική Fraport, η περαιτέρω καταστρατήγηση των εργασιακών σχέσεων, η θέσπιση του υπερταμείου αποκρατικοποιήσεων για 99 χρόνια, η σύναψη της συμφωνίας για την παραχώρηση του Ελληνικού – γεγονότα που έκαναν τους οίκους αξιολόγησης να αναφέρουν λίγο μετά πως βλέπουν σταθεροποίηση στην Ελλάδα.
Η σταθεροποίηση που έβλεπαν, τη στιγμή που όλα συνομολογούσαν πως υπήρχε – και υπάρχει – η μεγαλύτερη απορρύθμιση που έχει γνωρίσει μεταπολιτευτικά ο τόπος, πρόκειται για εκείνη τη σταθεροποίηση που σχετίζεται με τα συμφέροντα των μεγαλοεπιχειρηματιών και των κάθε λογής επενδυτών, που στην κοινωνική αναμπουμπούλα έβρισκαν την ευκαιρία που έψαχναν για να κερδοσκοπήσουν.
Από εκεί και πέρα, δεν υπήρξαν πολλά σκαμπανεβάσματα, όλα κυλούσαν έτσι όπως ήθελαν οι «εταίροι» μας, με πρωτογενή πλεονάσματα, δημοσιονομική προσαρμογή και σταδιακό ξήλωμα κάθε κατακτημένου δικαιώματος. Άλλοτε με περισσότερο «καρότο» κι άλλοτε με περισσότερο «μαστίγιο», η δουλειά τους γινόταν στην εντέλεια.
Κάπως έτσι «επιβραβευτήκαμε» στις 24 Ιανουαρίου του 2020, με τη Fitch να αναβαθμίζει την ελληνική οικονομία σε «ΒΒ» από «ΒΒ-», αφού διαπίστωσε πως το 2019 έκλεισε με πρωτογενές πλεόνασμα 5 δις ευρώ – το τέταρτο στη σειρά έτος όπου παρατηρείται «υπεραπόδοση έναντι των στόχων».
Μετά από όλα αυτά, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε με σχετική ασφάλεια πως αν αξιολογούσαμε εμείς τους περίφημους οίκους αξιολόγησης, όχι μόνο θα τους είχαμε ταράξει στις υποβαθμίσεις, αλλά παράλληλα θα αντικρίζαμε τον κόσμο γύρω μας, 30 περίπου χρόνια μετά τη νίκη όλων εκείνων που εκπροσωπούν, με ακόμα μεγαλύτερη σιγουριά πως «μια μέρα αυτά τα μεγάλα σκυλιά […] θα φαγωθούν από μικρότερα σκυλιά».