Όντως επαναλαμβάνεται σαν φάρσα: όταν ο Χατζηδάκης ντύθηκε Γιαννίτσης
Ο νόμος έκτρωμα δεν έχει καθόλου πλάκα, αν και η πλάκα και η χλεύη που έχει προκαλέσει βοηθούν στην απονομιμοποίησή του στις συνειδήσεις των εργαζομένων και εν τέλει στην απαξίωσή του. Η μάχη που δίνεται αυτές τις μέρες από το ταξικό κίνημα είναι πολυεπίπεδη και έχει και αυτήν την διάσταση.
Ο νόμος έκτρωμα δεν έχει καθόλου πλάκα, αν και η πλάκα και η χλεύη που έχει προκαλέσει βοηθούν στην απονομιμοποίησή του στις συνειδήσεις των εργαζομένων και εν τέλει στην απαξίωσή του. Η μάχη που δίνεται αυτές τις μέρες από το ταξικό κίνημα είναι πολυεπίπεδη και έχει και αυτήν την διάσταση. Σε αυτήν την κατεύθυνση, κάθε βόλι μετράει, από το τεράστιο ανάστημα που σηκώνει ο απεργός σε αυτές τις συνθήκες μέχρι τη συμμετοχή σε όλες τις άλλες μορφές πάλης.
Σε αυτήν την ιστορία, πολλά πράγματα δεν «κουμπώνουν» καλά και η αξιοποίησή τους μπορεί να βάλει κι αυτή ένα λιθαράκι. Είναι προφανές ότι οι ελιές είναι άσχετες με το θέμα μας, όπως άσχετη είναι η ανάγκη της μάνας να δει το παιδί της την Παρασκευή. Αυτά είναι επιχειρήματα του ποδαριού, πρέπει να βγήκαν σε κανένα διάδρομο στην αναμονή για είσπραξη εντολών από τα αφεντικά του τόπου, βιομήχανους, εφοπλιστές και ξενοδόχους. Αλήθεια όμως, πάμε για 4η Βιομηχανική Επανάσταση με όπλο μας τον τενεκέ;
Αν ήταν αλήθεια όσα λέει η κυβερνητική προπαγάνδα, τότε με το Ταμείο Ανάκαμψης θα γίνουν επενδύσεις που θα μεταμορφώσουν τη χώρα και θα την κάνουν έναν ψηφιακό παράδεισο για το λαό. Μέσα σε όλα τα άλλα, ρομπότ θα ραβδίζουν τις ελιές και θα κάνουν τη διαλογή τους, ανάλογα με την ωριμότητά τους για λάδι πρώτης ποιότητας ή πυρηνέλαιο. Drone θα μεταφέρουν τις ελιές στα υπερσύγχρονα έξυπνα ελαιοτριβεία. Ο ιδιοκτήτης των ελιών θα έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί τη διαδικασία σε πραγματικό χρόνο και να παρεμβαίνει σε αυτήν, κάνοντας παράλληλα άλλες δουλειές. Ο τενεκές θα εκτυπώνεται από 3D εκτυπωτή και θα αποστέλλεται γεμάτος λάδι στον εργαζόμενο-ιδιοκτήτη ελιών. Τι χρείαν έχει το ρεπό λοιπόν, κύριε Χατζηδάκη; Για να λουφάρουν οι εργαζόμενοι και να κάνουν διακοπές το μισό χρόνο, ξοδεύοντας άσκοπα τον παχυλό μισθό τους, αντί να τον αποταμιεύουν, δημιουργώντας έτσι πολλαπλασιαστικά οφέλη στις επενδύσεις;
Εξάλλου, με την τρισδιάτατη απεικόνιση, την εικονική πραγματικότητα και τα ολογράμματα, η μητέρα μπορεί να βλέπει το παιδί της και την Παρασκευή, που φαίνεται να είναι μια δύσκολη μέρα για την επικοινωνία μάνας-παιδιού. Επιπλέον, με τη γενίκευση της τηλε-εργασίας, η μητέρα μπορεί να βλέπει το παιδί της όποτε θέλει απλά ανοίγοντας το ντουλάπι που θα το έχει προσωρινά αποθηκεύσει, για να μπορεί να εργαστεί. Η ιστορία αυτή με τις μανάδες έχει κι άλλο κενό καθώς αντιτίθεται στο πνεύμα του πρόσφατου νόμου για την συνεπιμέλεια, κάνοντας σαφή διάκριση μεταξύ μητέρας και πατέρα. Γιατί δηλαδή κάθε Παρασκευή να είναι της μάνας;
Εκεί που πραγματικά ζορίζεται το πράγμα όμως είναι μια δεύτερη σκέψη. Όλη η λογική του Ταμείου Ανάκαμψης, της νεοσύστατης Κυβερνητικής Επιτροπής Βιομηχανίας[1], της στρατηγικής των «Φίλων της Βιομηχανίας», του γαλλικού, γερμανικού και ευρωπαϊκού ΣΕΒ, είναι η άνοδος της παραγωγικότητας στην γηραιά ήπειρο. Η αύξηση της παραγωγικότητας στοχεύει σε μεγαλύτερη παραγωγή στον ίδιο χρόνο εργασίας, με αναγκαστικά πιο εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό, για να μπορεί να χειρίζεται τις εξελιγμένες μηχανές και να ακολουθεί τις σύνθετες διαδικασίες παραγωγής (και κυκλοφορίας) των εμπορευμάτων. Χρειάζεται δηλαδή αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος από το νηπιαγωγείο μέχρι το Πανεπιστήμιο για να ανέβει συνολικά η στάθμη της μέσης εκπαίδευσης της εργατικής τάξης και για να παραχθούν στοχευμένα εκείνες οι ειδικότητες που θα χρειαστεί το κεφάλαιο για την αναπαραγωγή του. Οι υπάρχοντες εργαζόμενοι θα πρέπει να μετεκπαιδευτούν ώστε να μπορούν να ακολουθήσουν τις παραπάνω εξελίξεις. Με άλλα λόγια, και σε σχέση με τις ώρες εργασίας, η υιοθέτηση νέων σύγχρονων μηχανών και διαδικασιών μάλλον απαιτεί μια μείωση της εργάσιμης ημέρας, ενώ σίγουρα υπονομεύεται από μια αύξησή της. Αντίθετα, η παράταση της εργάσιμης ημέρας είναι μια διαδικασία αύξησης της απόλυτης υπεραξίας. Το κεφάλαιο που την υιοθετεί δείχνει μάλλον απαισιόδοξο για την αναβάθμισή του μέσω αύξησης της παραγωγικότητας στον ανταγωνισμό του περιφερειακά και διεθνώς ή ποντάρει σε διαφορετική εξέλιξη των πραγμάτων απ’ ότι οι ανταγωνιστές του.
Από την άλλη, είναι ξεκάθαρο ότι το νομοσχέδιο-έκτρωμα έχει υπαγορευτεί από τους εγχώριους κεφαλαιοκράτες και έχει την πλήρη στήριξή τους. Είναι στρατηγική επιλογή τους. Και πώς αποδεικνύεται αυτό; Από έναν άλλο (πανομοιότυπο) νόμο που ψηφίστηκε πριν από 21 χρόνια, στις 29 Δεκέμβρη (!), από έναν άλλο (πανομοιότυπο) υπουργό μιας άλλης (πανομοιότυπης) κυβέρνησης. Βέβαια, εκείνη την εποχή, το να πεις τον Γιαννίτση πανομοιότυπο με τον Χατζηδάκη και τη Νέα Δημοκρατία πανομοιότυπη με το ΠΑΣΟΚ αποτελούσε ύβρη και απαρχαιωμένη ανάλυση, ξύλινη γλώσσα και κολλημένο μυαλό στο σύνθημα «5 κόμματα 2 πολιτικές». Η ζωή όμως είναι για άλλη μια φορά αμείλικτη με τους τσαρλατάνους και έρχεται 21 χρόνια μετά να φέρει η επάρατος δεξιά ένα νομοσχέδιο ίδιο με ένα παλιό νόμο της «αριστεράς». Ο λόγος γίνεται για το Ν. 2874/2000 (ΦΕΚ Α 286/29-12-2000) με τον ευφάνταστο τίτλο «Προώθηση της απασχόλησης και άλλες διατάξεις». Το πόσο προωθήθηκε η απασχόληση το θυμόμαστε όλοι. Μεσολάβησε κι ένας νόμος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά θα τον αφήσουμε προς στιγμήν στην άκρη.
Η κριτική σε εκείνο το νόμο του ΠΑΣΟΚ είναι τόσο (μα τόσο!) επίκαιρη στο πρώτο σκέλος (απορρύθμιση του χρόνου εργασίας) που παρατίθεται αυτούσια. Μαζί παρατίθεται και η κριτική για το άλλο σκέλος (της μείωσης του λεγόμενου μη μισθολογικού κόστους), για να φανεί όλη η στρατηγική των κεφαλαιοκρατών, από την πλευρά των εργατών. Σε επόμενο κείμενο, θα επανέλθουμε στις επιπτώσεις του νόμου στην κεφαλαιοκρατική συσσώρευση, που υπαινιχθήκαμε παραπάνω.
«[…] Η φιλοσοφία του νόμου αφορά δύο ουσιαστικές τομές στις εργασιακές σχέσεις: α) απορρυθμίζει τον ως τα σήμερα γνωστό, τον «παραδοσιακό» τρόπο απασχόλησης. Απασχόληση σήμαινε μέχρι πρότινος συλλογική σύμβαση, σταθερό ωράριο – ως επί το πλείστον 8ωρο – κοινωνική ασφάλιση και άλλα πράγματα που απορρέουν από τα παραπάνω. β) μειώνει το λεγόμενο μη μισθολογικό κόστος, τις εργοδοτικές εισφορές. Μειώνει δηλαδή τον μισθό εργασίας. Από την άλλη αυξάνει, έστω και λίγο, την εισφορά του εργαζόμενου.
Απορρύθμιση της έννοιας της Απασχόλησης
Υποβαθμίζονται σε βαθμό κατάργησης οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Η διαπραγμάτευση γίνεται μεταξύ εργοδότη και τοπικής ένωσης εργαζομένων. Στο σημείο αυτό, σημαντικός παράγοντας είναι η απουσία συνδικάτων ικανών να διαπραγματευτούν με ευνοϊκούς για τους εργαζόμενους όρους. Η ρύθμιση του χρόνου εργασίας δεν γίνεται με βάση τη μέρα και την εβδομάδα (40/48 ώρες ισοκατανεμημένες), αλλά το χρόνο. Έτσι, εισάγεται η ευελιξία και η διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Ο εργοδότης μπορεί να «αξιοποιεί» το εμπόρευμα της εργατικής δύναμης που αγοράζει με πολύ καλύτερο τρόπο αφού:
Δεν γίνονται νέες προσλήψεις (έκτακτων, κλπ). Παράλληλα, αυξάνεται το όριο απολύσεων. Η ανεργία έτσι αυξάνεται.
Δεν πληρώνονται πλέον υπερωρίες και συνεπώς αυξάνει η κερδοφορία του κεφαλαίου και μειώνεται ο μισθός. Αυτό έχει σαν συνέπεια να πέσει η «ενεργός ζήτηση» της πλειοψηφίας του λαού.
Χτυπιέται η κοινωνική και συνδικαλιστική ζωή των εργαζομένων. Τα σωματεία αποδυναμώνονται ακόμη περισσότερο και δεν μπορούν να διαπραγματευτούν τους όρους εργασίας. Έτσι όμως διασαλεύονται οι όροι της θεωρίας των Νεοκλασικών, για το σχηματισμό των τιμών.
Το «Μη Μισθολογικό Κόστος»
Οι εργοδοτικές εισφορές είναι μέρος του μισθού. Μειώνεται λοιπόν παραπέρα ο μισθός. Μειώνονται όμως και τα έσοδα των Ασφαλιστικών Ταμείων.
Αύξηση της Σχετικής και Απόλυτης Υπεραξίας
Με τις παραπάνω αναδιαρθρώσεις, το κράτος πετυχαίνει για λογαριασμό των εργοδοτών πολλαπλό όφελος, που μεταφράζεται σε αύξηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και, για την ακρίβεια βελτίωση των προϋποθέσεων για διατήρηση της ταξικής κυριαρχίας του Κεφαλαίου πάνω στην Εργασία. Πιο συγκεκριμένα:
Ι. Ευελιξία του χρόνου εργασίας.
Αυτό σημαίνει παράταση (αύξηση) ή μείωση της εργάσιμης μέρας, «σύμφωνα με τις ανάγκες της παραγωγής», «σύμφωνα με τα όρια όπως καθορίζονται από το νέο νόμο».
- i. Αύξηση της Εργάσιμης Ημέρας.
«Αν η εργάσιμη ημέρα παραταθεί […] και μείνει αμετάβλητη η τιμή της εργατικής δύναμης (μισθός), τότε μαζί με το απόλυτο μεγαλώνει και το σχετικό μέγεθος της υπεραξίας». (1) Ο εργοδότης έχει την δυνατότητα να αυξήσει την εργάσιμη μέρα μέχρι και 12 ώρες. Σε συνδυασμό με τα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης, το όριο αυτό ενδέχεται και να μεγαλώσει. Ο εργαζόμενος δεν αποζημιώνεται πρόσθετα γι’ αυτό.
Όμως «όταν παραταθεί η εργάσιμη ημέρα, η τιμή της εργατικής δύναμης μπορεί να πέσει κάτω από την αξία της […]. Ίσαμε ένα ορισμένο σημείο η μεγαλύτερη φθορά της εργατικής δύναμης, φθορά αναπόσπαστη από την παράταση της εργάσιμης ημέρας, μπορεί να αναπληρωθεί με μεγαλύτερη αναπλήρωσή της. Πέρα από αυτό το σημείο η φθορά αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο και ταυτόχρονα καταστρέφονται όλοι οι κανονικοί όροι αναπαραγωγής και λειτουργίας της εργατικής δύναμης»(Μαρξ, 2002, p. 542).
- ii. Μείωση της Εργάσιμης Ημέρας.
«Όλες οι συνηθισμένες αντιρρήσεις για τον περιορισμό της εργάσιμης ημέρας προϋποθέτουν πως το φαινόμενο συντελείται στις συνθήκες που υποθέσαμε εδώ (σταθερή εντατικότητα της εργασίας, σταθερή παραγωγική δύναμη), ενώ στην πραγματικότητα γίνεται το αντίθετο: η αλλαγή στην παραγωγικότητα και εντατικότητα της εργασίας είτε προηγείται από τη συντόμευση της εργάσιμης μέρας, είτε την ακολουθεί άμεσα» (Μαρξ, 2002, pp. 541–2).
Θα πρέπει, σ’ αυτό το σημείο, να θυμηθούμε ότι ο ορισμός του αναγκαίου χρόνου, δεν αφορά την απασχόληση. Αν η μείωση της εργάσιμης ημέρας, για μια χρονική περίοδο (χαμηλής παραγωγής, υποαπασχόληση) είναι τέτοια ώστε ο εργαζόμενος να μην πληρώνεται την αξία της εργατικής του δύναμης, ανεξάρτητα από το αν την έχει εργαστεί, αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αποταμιεύει χρήματα από την περίοδο που θα υπεραπασχολείται. Αυτό όμως είναι ιδιαιτέρως δύσκολο για έναν εργαζόμενο, που ως επί το πλείστον πληρώνεται οριακά την αξία της εργατικής του δύναμης, όταν υπεραπασχολείται.
Μια άλλη λύση είναι να οδηγηθεί στην λύση της δεύτερης απασχόλησης για το εν λόγω διάστημα. Σ’ αυτήν την περίπτωση έχουμε αύξηση της ανεργίας.
ΙΙ. Ευελιξία στο είδος της απασχόλησης.
Με την «πολυειδίκευση» και την «απασχολησιμότητα» αλλοιώνεται πλέον το κατεστημένο της μιας ειδικότητας, της ειδικευμένης εργασίας και της αντίστοιχης πληρωμής. Δημιουργείται δηλαδή άλλη μια νομοθετική προϋπόθεση – στην πράξη απαντιέται ήδη – μείωσης του εργατικού μισθού, της τιμής της εργατικής δύναμης.
III. Διευθέτηση του χρόνου εργασίας.
Πέρα από την ευελιξία στο μέγεθος της εργάσιμης μέρας, δίνεται η δυνατότητα στον καπιταλιστή να αλλοιώσει και το συνεχόμενο ωράριο. Η εργάσιμη ημέρα μπορεί να είναι από 2 μέχρι 12 ώρες, καθόλου όμως αυτό δεν σημαίνει ότι αυτές θα είναι συνεχόμενες ώρες εργασίας. Αυτή η δυνατότητα διευθέτησης του χρόνου εργασίας είναι σημαντική για την αύξηση της εντατικότητας της εργασίας. Ο εργοδότης αξιοποιεί τον εργαζόμενο πιο αποδοτικά, αφού αυτός θα εργάζεται αυστηρά τις ώρες που τον έχει ανάγκη η επιχείρηση. Σύμφωνα και με τη θεωρία μετασχηματισμού της εργατικής δύναμης, ευνοείται ο παραπέρα ορθολογισμός της παραγωγής με την συμβολή της τεχνολογίας. Μειώνονται δηλαδή οι απώλειες χρόνου κατά την εργασιακή διαδικασία, ιδιαίτερα σε περιόδους υποαπασχόλησης, αλλά και σε περιόδους σταθερής και αυξημένης απασχόλησης. Αυτό πετυχαίνεται χωρίς πρόσθετες επενδύσεις σε σταθερό κεφάλαιο.
Ακόμα, ο εργαζόμενος δεν αποζημιώνεται για την πρόσθετη αξία που παράγει, στον ίδιο χρόνο. Όλη λοιπόν η πρόσθετη αξία που παράγεται, γίνεται προϊόν ιδιοποίησης του εργοδότη, υπεραξία.
Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας έχει και άλλες επιπτώσεις στην ζωή του εργαζόμενου, οι οποίες επηρεάζουν την αξία της εργατικής δύναμης ή, γενικότερα, τους όρους διεξαγωγής της ταξικής πάλης:
- i. Αύξηση της αξίας της εργατικής δύναμης.
Αυξάνονται οι οικογενειακές δαπάνες. Αυτό αφορά από την οργάνωση της οικογενειακής ζωής (φύλαξη των παιδειών, μαγείρεμα) μέχρι τα έξοδα μετακίνησης από και προς την εργασία. Από τη στιγμή που ο εργαζόμενος δεν πληρώνεται αυτήν την αύξηση στην αξία της εργατικής του δύναμης, μειώνεται ο πραγματικός μισθός.
- ii. Αποδιοργάνωση της κοινωνικής και προσωπικής ζωής του εργάτη.
Οι κοινωνικές δραστηριότητες του εργαζόμενου βάλλονται, ο ελεύθερος χρόνος γίνεται τόσο «ελεύθερος», όσο ελεύθερος είναι και ο εργαζόμενος να τον αξιοποιήσει κατά βούληση. Το «κόστος ευκαιρίας» για την ξεκούραση γίνεται πολύ μεγάλο. Δημιουργείται το πρότυπο του εργαζόμενου που θα είναι δυνατό να εργαστεί οποιαδήποτε ώρα, οσεσδήποτε φορές της ημέρας (ίσως και της νύχτας). Τα παραπάνω έχουν σαν αποτέλεσμα, συν τοις άλλοις την…
iii. …Αποδιοργάνωση της συνδικαλιστικής και πολιτικής δράσης.
Γίνονται ακόμα δυσκολότεροι οι όροι οργάνωσης της εργατικής τάξης. Έτσι αποδυναμώνεται ο ένας πόλος και ενισχύεται, αυτόματα, ο άλλος: η κεφαλαιοκρατική τάξη. Το γεγονός αυτό μπορεί να μην επιτρέπει στο Κεφάλαιο να αντλήσει άμεσα υπεραξία, αλλά του δίνει τη δυνατότητα να ισχυροποιήσει τη θέση του για μελλοντική αύξηση της εκμετάλλευσης των εργατών. Επιπλέον, η παραπέρα αποδυνάμωση των σωματείων είναι όρος για την εφαρμογή του νομοσχεδίου αφού, έστω και τυπικά, θεωρείται αναγκαία η συναίνεση του σωματείου σε πολλά ζητήματα (όπως η παράταση της εργάσιμης ημέρας).
IV. Μείωση των Εργοδοτικών Εισφορών.
Αυτό σημαίνει αυτόματα μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, του μισθού. Συνεπακόλουθα, έχουμε μείωση των παραγωγικών δαπανών για εργασία, μείωση δηλαδή του μεταβλητού κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει ανάλογη μείωση του κόστους παραγωγής. Μείωση του μισθού σημαίνει, όπως έχουμε ήδη πει, αύξηση του ποσοστού υπεραξίας και αύξηση του κέρδους, εφόσον η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει σταθερή. Να σημειωθεί εδώ, ότι στις προηγούμενες υποθέσεις μας (ευελιξία, διευθέτηση χρόνου εργασίας), ο μισθός θεωρήθηκε ότι μένει σταθερός, ενώ τελικά δεν είναι έτσι τα πράγματα.
V. Αύξηση του Ορίου Απολύσεων.
Μέχρι σήμερα ίσχυε, για επιχειρήσεις που απασχολούσαν πάνω από 50 άτομα, το όριο του 2% (του προσωπικού) το μήνα στις απολύσεις προσωπικού. Το όριο αυτό ουσιαστικά καταργείται. Από Μαρξιστική άποψη, αύξηση του ορίου απολύσεων (μέχρι και 11% το μήνα) σημαίνει ότι στη δράση του νόμου της καπιταλιστικής συσσώρευσης αίρεται ακόμα ένα εμπόδιο, που έμπαινε μέχρι σήμερα στη λειτουργία του από το κράτος. Να σημειωθεί ότι πρόκειται για μια κατάκτηση της εργατικής τάξης που καταργείται. Το αποτέλεσμα είναι να αυξάνεται ο εργατικός εφεδρικός στρατός, οι άνεργοι δηλαδή. Αυξάνει η πίεση που ασκείται πάνω στους εργαζόμενους οι οποίοι βρίσκονται ως εκ τούτου σε χειρότερη κατάσταση. «Όσο μεγαλύτερος όμως είναι αυτός ο εφεδρικός στρατός σε σχέση με τον εν ενεργεία εργατικό στρατό, τόσο μαζικότερος είναι ο σταθεροποιημένος υπερπληθυσμός που η φτώχια του είναι ευθέως ανάλογη προς τα βάσανα της δουλειάς του ενεργού εργατικού στρατού» (Μαρξ, 2002, p. 667).
VI. Μερική Απασχόληση.
Στην ουσία, πρόκειται περί μοιρασιάς της ανεργίας σε περισσότερα εργαζόμενα άτομα. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι το κατώτατο όριο των 4ων ωρών για τη μερική απασχόληση αίρεται με το νέο νόμο. Ακόμη θα πρέπει να υπενθυμίσουμε, ότι ο νόμος για τα εργασιακά πλαισιώνεται από μια πλειάδα άλλων νόμων και ρυθμίσεων. Σύμφωνα και με αυτά, η τιμή της εργατικής δύναμης πέφτει (μειωμένη ασφάλιση, επιδόματα, αποζημιώσεις).
Ισχύει και γι’ αυτήν την ρύθμιση, ότι αναφέρθηκε παραπάνω για την μείωση της εργάσιμης ημέρας. Σ’ αυτήν όμως την περίπτωση, ο εργαζόμενος δεν έχει την επιλογή της αποταμίευσης, ούτε θεωρητικά, γιατί είναι «μονίμως» υποαπασχολούμενος. Και με αυτό το μέτρο δημιουργούνται προϋποθέσεις για την αύξηση του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού.
VII. Υπερωρίες.
Σχεδόν έχει καλυφτεί το θέμα μέσα από τις παραπάνω επιμέρους αναλύσεις. Οι υπερωρίες καταργούνται και ταυτόχρονα καταργείται κάθε ρύθμιση ή υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώνει τον εργαζόμενο για κάθε επιπλέον φθορά της εργατικής του δύναμης (πέρα από αυτή που πληρώνεται με το μισθό). Από την άλλη, η τιμή της εργατικής δύναμης μειώνεται.
Η κατάργηση των υπερωριών μειώνει de facto τον μισθό. Αυτό, όπως έχουμε αναφέρει αυξάνει το ποσοστό υπεραξίας. Το θέμα όμως είναι ότι αυτή η αύξηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων γίνεται με ταυτόχρονη φθορά της εργατικής δύναμης, λόγω της παράτασης της εργάσιμης ημέρας.
Επιπλέον, η κατάργηση[2] των υπερωριών μειώνει την ανάγκη επιπλέον προσλήψεων. Ιδιαίτερα αυτό παρατηρείται σε εποχιακά επαγγέλματα και σε επαγγέλματα με διακυμάνσεις στην παραγωγή. Οι αντίστοιχες επιχειρήσεις απαλλάσσονται από την ανάγκη να προσλάβουν έκτακτο και εποχιακό προσωπικό, εφόσον δίνεται σε αυτές η δυνατότητα να απασχολήσουν περισσότερες ώρες το προσωπικό τους την περίοδο της αυξημένης παραγωγής, και να τους υποαπασχολήσουν όταν η παραγωγή σημειώσει καμπή. Αυτό βέβαια συνεπάγεται αύξηση της ανεργίας με τα αποτελέσματα που αναφέραμε παραπάνω.
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, θα πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι ο «νόμος για τα εργασιακά», όπως λέγεται, συνοδεύεται από μια πλειάδα άλλων νόμων, τροποποιήσεων και αλλαγών στην ελληνική κοινωνία που, άμεσα ή έμμεσα εξυπηρετούν τους ίδιους σκοπούς, την αύξηση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από την τάξη των κεφαλαιοκρατών, μέσω της αύξησης της υπεραξίας, που είναι η πηγή της εκμετάλλευσης αυτής. Τέτοιοι νόμοι είναι ο νόμος για το ασφαλιστικό σύστημα, για την υγεία (ψηφίστηκε στις 16/01/2001), η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση(2525/97). Ακόμα, η ιδιωτικοποίηση δημόσιου πλούτου με αρνητικούς όρους για το δημόσιο, όπως η ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ, της ΔΕΗ, του ΟΑΕΔ κ.ά. Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι τα «δημόσια αγαθά» δεν είναι τίποτα άλλο παρά εμπορεύματα που η αξία τους υπολογίζεται στην αξία της εργατικής δύναμης.
Σύμφωνα και με την παρατήρηση αυτή, θα πρέπει να αναφέρουμε ακόμα έναν παράγοντα που αυξάνει την αξία της εργατικής δύναμης: τα εργατικά ατυχήματα, το κόστος των οποίων επωμίζονται τώρα, κατά κύριο λόγο οι εργαζόμενοι. Η παρατήρηση γίνεται σε συνδυασμό με την αύξηση της φθοράς της εργατικής δύναμης από τους παράγοντες που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι μισθοί στην Ελλάδα είναι – ήδη – οι χαμηλότεροι στην Ε.Ε., σε αντίθεση με την κατάσταση που αφορά την κερδοφορία του ελληνικού κεφαλαίου.
Σαν Επίλογος: Συμπεράσματα
Ο Μαρξ στο Κεφάλαιο χρησιμοποιούσε ως αριθμητικό παράδειγμα για τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας το 12ωρο και για τον αναγκαίο χρόνο εργασίας το 6ωρο. Μιλούσε, ενδεικτικά αλλά όχι τυχαία για ένα ποσοστό υπεραξίας 100%. Σήμερα, η διάρκεια της εργάσιμης ημέρας τείνει πάλι στις 12 ώρες. Ο αναγκαίος όμως χρόνος εργασίας έχει πέσει πολύ κάτω από τις 6 ώρες, ίσως και στις 3. Ύστερα από 130 χρόνια [150 χρόνια σήμερα, ΓΛ], ο νόμος κατοχυρώνει την δυνατότητα να φτάσει νόμιμα το ποσοστό υπεραξίας στο 300% και να το ξεπεράσει (αν η εργάσιμη ημέρα υπερβεί το 12ωρο). Είναι λοιπόν προφανές, ότι για τους εργαζόμενους δεν αρκεί η κατοχύρωση των οικονομικών τους αιτημάτων. Το παράδειγμα του Σικάγου του 1886 αυτό δείχνει. Αργά ή γρήγορα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η τάξη των καπιταλιστών θα βρει την κατάλληλη στιγμή για να πάρει πίσω όσα έχει αναγκαστεί από την ταξική πάλη να παραχωρήσει. Η προλεταριακή επανάσταση, η επανάσταση των εργατών ενάντια στους εκμεταλλευτές τους και – ταυτόχρονα – ενάντια στην ίδια την εκμετάλλευση δεν θα σημάνει μόνο την εκπλήρωση μιας ιστορικής αποστολής για την εργατική τάξη αλλά και μια απώλεια για αυτήν: των αλυσίδων της.»
Μαρξ, Κ. (2002). Το Κεφάλαιο, Τόμος Ι. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή. (Μέρη 5ο και 7ο)
Α. Βλάχου (Επιμέλεια), (1999). Σύγχρονη Οικονομική Θεωρία: Ριζοσπαστικές Κριτικές του Νεοφιλελευθερισμού. Τυπωθήτω – Δαρδανός, σελ. 31-45, 61-68.
Α. Βλάχου και R. Wolff (επιμέλεια), (1993). Πολιτική Οικονομία του Καπιταλισμού, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Κ. Μαρξ, (1993). «Η μετατροπή του Χρήματος σε Κεφάλαιο», στο βιβλίο Α. Βλάχου και R. Wolff (επιμέλεια), σελ. 66-89
Θ. Λιανός, (1985). Μαρξιστική Οικονομική Ανάλυση, Αθήνα, σελ. 107-124, 145-157
- Berch, (1980). «Οι Μισθοί και η Εργασία» από το βιβλίο των F. Green – P. Note (Επιμ.) Τα Οικονομικά χωρίς Προσωπείο, Κάλβος 1980, σελ. 138-156
- Aglietta, (1993). «Οι Μετασχηματισμοί της Εργασιακής Διαδικασίας», στο βιβλίο Α.Βλάχου και R. Wolff (επιμέλεια), σελ. 130-151
[1] Η πρώτη συνεδρίαση αυτής της επιτροπής έγινε στις 14 Απριλίου του 2021.
[2] Τυπικά δεν καταργείται η υποχρέωση των καπιταλιστών να πληρώνουν υπερωρίες. Αυτή όμως η υποχρέωση δεν τίθεται σε ημερήσια βάση αλλά σε ετήσια. Υπερωρία δικαιούται ένας εργαζόμενος αν υπερβεί έναν αριθμό ωρών εργασίας το χρόνο!