Το στοίχημα της αυτοματοποίησης στην ΕΣΣΔ και το σχέδιο του Γκλουτσκόφ
Το σχέδιο Γκλουσκόφ βρισκόταν στον πυρήνα των αναγκών και της απαιτούμενης στρατηγικής ανάπτυξης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, δεδομένου ότι αναβάθμιζε καίρια τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας, κυρίως όσον αφορά τις υλικοτεχνικές και οργανωτικές υποδομές σχεδιοποιημένης διεύθυνσής τους.
Το ερώτημα ποια θα ήταν η εξέλιξη της ΕΣΣΔ αν είχε προλάβει το τραίνο της ΕΤΕ (Επιστημονικής – τεχνολογικής επανάστασης) και ειδικότερα την επανάσταση στο χώρο της πληροφορικής και των υπολογιστών. Οι απόπειρες στην κατεύθυνση αυτή υπήρξαν και μόνο επιπόλαιες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Η σημαντικότερη ήταν εκείνη του Βίκτορ Γκλουτσκόφ, διευθυντή του Ινστιτούτου Κυβερνητικής της ΕΣΣΔ. Οι βασικοί άξονες του σχεδίου Γκλουτσκόφ, τα οφέλη του αν εφαρμοζόταν στη σοβιετική οικονομία, τα αίτια που δεν εφαρμόστηκε ποτέ, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ένταση των αγοραίων κατευθύνσεων και τη χαλάρωση του κεντρικού σχεδιασμού την ίδια περίοδο, αλλά και τα αντικειμενικά όρια ακόμα και σε περίπτωση υλοποίησής του, αναλύονται στο σχετικό υποκεφάλαιο “Το σχέδιο του Γκλουτσκόφ”, από το βιβλίο του Περικλύ Παυλίδη, “Ιστορία και Κομμουνισμός”, εκδόσεις ΚΨΜ, σ.σ 194 – 203:
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 στην ΕΣΣΔ, μαζί με την ανάπτυξη σε σοβιετικό έδαφος της κυβερνητικής και των τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης, άρχιζαν να εμφανίζονται απόψεις για την αναγκαιότητα χρήσης των μαθηματικών μοντέλων και των ηλεκτρονικών υπολογιστών στις δραστηριότητες σχεδίασης και διεύθυνσης της σοβιετικής οικονομίας.
Η κεντρική-συγκεντρωτική εκπόνηση των πλάνων ανάπτυξης της οικονομίας προϋπέθετε την ικανότητα του κέντρου να συλλέγει πληροφορίες για τις κατά τόπους επιχειρήσεις. Αν αυτές οι πληροφορίες δεν ήταν επαρκείς και ακριβείς τότε οι στόχοι των κεντρικών σχεδίων θα ήταν αυθαίρετοι.
Δεδομένου ότι η σοβιετική οικονομία έχιε διογκωθεί σε μεγάλο βαθμό, για την κεντρική σχεδίαση και διεύθυνσή της απαιτούνταν τεράστια ποσότητα πληροφοριών, η μετάδοση, συγκέντρωση και επεξεργασία των οποίων με τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνταν τότε στη χώρα καθιστούσε το όλο εγχείρημα διαρκώς όλο και πιο δύσκολο και αναποτελεσματικό.
Έτσι γεννήθηκε η ιδέα της αυτοματοποίησης των διαδικασιών διοίκησης της σοβιετικής οικονομίας διαμέσου της δημιουργίας ενός ευρισκόμενου υπό κεντρικό έλεγχο ενιαίου δικτύου συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών, συγκροτημένου από περιφερειακά κέντρα, τα οποία θα συνδέονταν με ποικίλους οργανισμούς και επιχειρήσεις της χώρας. Το δίκτυο αυτό θα χρησιμοποιούνταν για την αυτόματη συλλογή οικονομικών στοιχείων, την οικονομική σχεδίαση, την κατανομή πόρων, τις τραπεζικές συναλλαγές και την παρακολούθηση των μεταφορών. Η χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών θα αναβάθμιζε σημαντικά την ακρίβεια των συλλεγόμενων πληροφοριών και αντίστοιχα την ακρίβεια των εκπονούμενων σχεδίων, αντιμετωπίζοντας έτσι ένα τεράστιο και χρονίζον πρόβλημα της σοβιετικής οικονομίας.
Το Δεκέμβριο του 1957 οι επικεφαλής της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ σε επιστολή τους στο προεδρείο της ΚΕ του ΚΚΣΕ έγραφαν τα εξής:
Η χρήση υπολογιστών στη στατιστική και τη σχεδίαση είναι απολύτως εξαιρετικής σημασίας όσον αφορά τα ζητήματα αποτελεσματικότητας. Στις περισσότερες των περιπτώσεων μια τέτοια χρήση θα καταστήσει εφικτή την επιτάχυνση κατά εκατοντάδες φορές της λήψης αποφάσεων και την αποφυγή σφαλμάτων, τα οποία επί του παρόντος προκύπτουν από το δυσκίνητο γραφειοκρατικό μηχανισμό που ασχολείται με αυτές τις δραστηριότητες. (S. Gerovich, From Newspeak to Cyberspeak. A History of Soviet Cybernetics)
Η πρώτη πρόταση δημιουργίας ενιαίου αυτοματοποιημένου συστήματος διεύθυνσης στη βάση δικτύου Η/Υ που θα κάλυπτε όλη την ΕΣΣΔ προήλθε από τον Ανατόλι Κιτόφ (Anatoly Kitov), υποδιευθυντή του Κέντρου Υπολογιστικής του Υπουργείου Άμυνας της ΕΣΣΔ. Ο Κιτόφ εισηγήθηκε τη χρήση ενός τέτοιου συστήματος για τις ανάγκες τόσο της οικονομίας όσο και των ενόπλων δυνάμεων, χωρίς όμως η πρότασή του να υιοθετηθεί από την ηγεσία της χώρας.
Εμβληματικός συνεχιστής της προσπάθειας του Κιτόφ υπήρξε ο Βίκτορ Γκλουτσκόφ, διευθυντής του Ινστιτούτου Κυβερνητικής της ΕΣΣΔ, ο οποίος έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εκπόνηση του σχεδίου αυτοματοποίησης της διεύθυνσης της σοβιετικής οικονομίας. Οι εργασίες που σχετίζονταν με αυτό το εγχείρημα ξεκίνησαν τυπικά με την απόφαση της ΚΕ του ΚΚΣΕ και του υπουργικού συμβουλίου της ΕΣΣΔ στις 21 Μαΐου 1963 “Για τη βελτίωση της διεύθυνσης της εισαγωγής στη λαϊκή οικονομία υπολογιστικής τεχνικής και αυτοματοποιημένων συστημάτων διεύθυνσης”. Βάσει αυτής της απόφασης άρχισε η εισαγωγή στις διάφορες υπηρεσίες και επιχειρήσεις της ΕΣΣΔ αυτοματοποιημένων συστημάτων διεύθυνσης, ενώ για την εκπόνηση μεθόδοων αυτοματοποίησης της συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών δημιουργήθηκε το ΤΣΕΜΙ (Κεντρικό Οικονομικό-μαθηματικό Ινστιτούτο), το οποίο με τις μελέτες του έπαιξε σημαντικό ρόλο στην όλη προσπάθεια.
Ο Γκλουτσκόφ ετέθη σύντομα επικεφαλής ενός συμβουλίου στο οποίο συμμετείχαν επιστήμονες υψηλού επιστημονικού επιπέδου στο χώρο της κυβερνητικής καθώς και εκπρόσωποι όλων των αρμόδιων υπουργείων και υπηρεσιών της ΕΣΣΔ, αποστολή του οποίου ήταν η εκπόνηση και υποβολή στην ηγεσία της χώρας πρότασης για τη δημιουργία Ενιαίου Κρατικού Δικτύου Υπολογιστικών Κέντρων, το οποίο θα αποτελούσε την τεχνική βάση ενός ενιαίου αυτοματοποιημένου συστήματος σχεδίασης και διεύθυνσης της σοβιετικής οικονομίας.
Η πρόταση που εκπόνησαν οι Σοβιετικοί ειδικοί προέβλεπε τη δημιουργία ενιαίου συστήματος βελτίωσης σχεδίασης και διεύθυνσης της οικονομίας βασισμένου σε ένα εθνικό δίκτυο κέντρων υπολογισμού, δομημένου σε τρεις βαθμίδες. Η κατώτερη θα αποτελούνταν από τα υπολογιστικά κέντρα των επιχειρήσεων και των οργανισμών, η μεσαία από υπολογιστικά κέντρα που θα δημιουργούνταν σε ορισμένες μεγάλες βιομηχανικές πόλεις με τρόπο που να καλύπτουν όλες τις οικονομικές περιφέρεις της ΕΣΣΔ και η ανώτερη θα αφορούσε ένα κέντρο στη Μόσχα, το οποίο θα ήλεγχε όλο το δίκτυο και θα εξυπηρετούσε άμεσα τα κεντρικά όργανα σχεδίασης και διεύθυνσης της οικονομίας.
Συνενώνοντας σε ένα ενιαίο σύστημα όλες τις βαθμίδες διεύθυνσης, από τα κεντρικά όργανα, τις περιφερειακές και κλαδικές αρχές μέχρι την κάθε ξεχωριστή επιχείρηση, θα ήταν εφικτό να αντιμετωπιστούν πάρα πολλά χρονίζοντα προβλήματα, όπως η παρακολούθηση του υλικοτεχνικού εφοδιασμού των παραγωγικών μονάδων και οργανισμών και η διασφάλιση της ακρίβειας και αποτελεσματικότητάς του, αλλά και ο έγκαιρος εντοπισμός ανεπαρκειών στην τρέχουσα επιχειρησιακή διεύθυνση της οικονομικής δραστηριότητας.
Κατ’ ουσίαν όμως το σύστημα αυτό θα πρόσφερε ένα ολοκληρωμένο σώμα πληροφοριών μεγάλης ακρίβειας για το σύνολο της οικονομίας βάσει των οποίων μπορούσαν να εκπονηθούν οι βέλτιστες αποφάσεις για τη διεύθυνσή της. Σύμφωνα με σχετικές εκτιμήσεις η δημιουργία του θα απαιτούσε δέκα χρόνια (1965-1975).
Το σχέδιο που εκπόνησαν οι Σοβιετικοί επιστήμονες με επικεφαλής τον Γκλουτσκόφ αποσκοπούσε στη ριζική αναδιοργάνωση και βελτίωση του συστήματος κεντρικού σχεδιασμού της σοβιετικής οικονομίας και ως τέτοιο εντασσόταν σε μια στρατηγική ανάπτυξης της ΕΣΣΔ, ριζικά αντίθετη προς τις προτάσεις σημαντικού μέρους των Σοβιετικών οικονομολόγων, οι οποίοι υποστήριζαν την αποκέντρωση της κεντρικής διεύθυνσης της οικονομίας, την ενίσχυση της αυτονομίας των επιχειρήσεων και την ανάπτυξη εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων μεταξύ τους.*
*Στη δεκαετία του 1960 οι οικονομολόγοι οι οποίοι υποστήριζαν τη δημιουργία οικονομία της αγοράς στην ΕΣΣΔ (αποκαλούμενοι και “τοβάρνικοι”, από την αντίστοιχη λέξη που σημαίνει εμπόρευμα) διευρύνθηκαν γρήγορα με την προσχώρηση στο στρατόπεδό τους και οικονομολόγων που πρωτύτερα τάσσονταν υπέρ του κεντρικού σχεδιασμού και της συγκεντρωτικής διεύθυνσης της οικονομίας. Μεταξύ αυτών ήταν και ορισμένοι από όσους συμμετείχαν στη συγγραφή του εγχειριδίου πολιτικής οικονομίας το 1954, το οποίο είχε εκπονηθεί υπό την εποπτεία του Στάλιν. Αξιοσημείωτο είναι ότι στους οπαδούς των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων είχαν προσχωρήσει οικονομολόγοι όπως ο Γκατόφσκι (Gatovsky), ο οποίος στη δεκαετία του 1930 εξέφαζε την πλέον αριστερίστικη άποψη της μετάβασης στη ρύθμιση της οικονομίας βάσει του άμεσου υπολογισμού των δαπανών κοινωνικής εργασίας. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 η πλειοψηφία των Σοβιετικών οικονομολόγων έκλινε προς την απλουστευτική ιδέα ότι αρκούσε να καταστεί το κέρδος (το οποίο αντιλαμβάνονταν ως τεχνικό μέσο, ως εργαλείο οικονομικής πολιτικής και όχι ως κομβικό στοιχείο ανταγωνιστικών κοινωνικών σχέσεων) βασικό κριτήριο της λειτουργίας του συνόλου των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων για να ξεπεραστούν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η σοβιετική οικονομία.
Όχι τυχαία, μετά την υποβολή του σχεδίου δημιουργίας Ενιαίου Κρατικού Δικτύου Υπολογιστικών Κέντρων στη σοβιετική κυβέρνηση το 1964 οι οικονομολόγοι που υποστήριζαν την ανάπτυξη των εμπορευματικών χρηματικών σχέσεων (Λιμπερμάν, Μπίρμαν κ.ά.) άρχισαν ανοικτά να ασκούν κριτική σε αυτό, θεωρώντας ότι η υλοποίησή του θα ενίσχυε περισσότερο το συγκεντρωτικό χαρακτήρα της οικονομίας. Οι αντίπαλοι του σχεδίου του Γκλουσκόφ έδιναν έμφαση στο πολύ μεγάλο κόστος της υλοποίησής του.
Ειρήσθω εν παρόδω, και ορισμένοι θεωρητικοί της χρήσης της κυβερνητικής και των Η/Υ στη σχεδίαση και διεύθυνση της σοβιετικής οικονομίας αντιμετώπιζαν θετικά την ανάπτυξη στη χώρα των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων. Μεταξύ αυτών ήταν και δύο απ’ τους εισηγητές της θεωρίας της “βέλτιστης σχεδίασης και διεύθυνσης της λαϊκής οικονομίας”, οι Β. Σ. Νεμτσίνοφ και Β. Β. Νοβοζίλοφ.
Ο Βίκτωρ Νοβοζίλοφ υποστήριξε την “έμμεση συγκεντροποίηση” του συστήματος διεύθυνσης της σοβιετικής οικονομίας, με την οποία εννοούσε ότι το κέντρο, αντί να επιβάλλει ποσοστώσεις παραγωγής σε κάθε ξεχωριστή επιχείρηση, έπρεπε να περιορίζεται στον προσδιορισμό των βέλτιστων τιμών και των δεικτών αποτελεσματικής επενδυτικής δραστηριότητας, αφήνοντας ελεύθερες τις επιχειρήσεις να παίρνουν τις δικές τους αποφάσεις.
Ο Νοβοζίλοφ θεωρούσε ότι ο μηχανισμός της αγοράς προσφέρει πολύτιμη ανατροφοδότηση πληροφοριών στα διοικητικά όργανα.
Είναι πλέον γνωστό ότι η κυβερνητική δικαιώνει την οικονομική ιδιοσυντήρηση ως παράγοντα αντιστάθμισης της τυχαιότητας που υφίσταται στη σχεδιοποιημένη οικονομία συνιστά ένα πολύπλοκο σύστημα, το οποίο υπόκειται στη λειτουργία πληθώρας τυχαίων παραγόντων και δεν επιτρέπει την περιγραφή του με πλήρεις λεπτομέρειες. Ο έλεγχος ενός τέτοιου συστήματος είναι εφικτός μόν υπό τον όρο ότι υπάρχει ένα μηχανισμός αυτορύθμισης με δυνατότητες ανατροφοδότησης, ο οποίος μπορεί γρήγορα να αντισταθμίσει το έργο τυχαίων παραγόντων και να επαναφέρει το σύστημα στην επιδιωκόμενη κατάσταση ή στον επιδιωκόμενο δρόμο της ανάπτυξης. Ένας μηχανισμός αυτορύθμισης με ανατροφοδότηση παρακολουθεί τις τιμές των διαφόρων μεταβλητών (πχ την κερδοφορία της παραγωγής) και επενεργεί στο σύστημα με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτρέπει την υπερβολική απόκλιση αυτών των τιμών από τις κανονιστικές τιμές. Σε μια σοσιαλιστική οικονομία ο μηχανισμός της αγοράς (οι εμπορευματικές-χρηματικές σχέσεις) είναι ένας τέτοιος ρυθμιστικός μηχανισμός (…). Οι βασικές αναλογίες της ανάπτυξης και οι κύριοι δείκτες ελέγχου θα πρέπει να καθορίζονται από το εθνικό οικονομικό σχέδιο. Η διαχείριση των λεπτομερειών, η διόρθωση και η υλοποίηση του σχεδίου θα πρέπει να ρυθμίζονται από την οικονομική ιδιοσυντήρηση.
Αντίθετα στη δημιουργία ενός ενιαίου αυτοματοποιημένου συστήματος διεύθυνσης της οικονομίας ήταν και σημαντικό μέρος των διοικητικών οργάνων στις επιχειρήσεις, τα υπουργεία και τις κεντρικές κρατικές υπηρεσίες (ιδιαίτερα στην Κεντρική Διεύθυνση Στατιστικής), διότι αισθανόταν ότι θα έχαναν την αυτονομία τους στη διαχείριση των πληροφοριών και συνακόλουθα στην άσκηση εξουσίας. Η αυτοματοποίηση αρκετών διοικητικών διαδικασιών και η τελική συγκέντρωση μεγάλου όγκου πληροφοριών στην κεντρική υπηρεσία που θα διαχειριζόταν το πανεθινικό αυτοματοποιημένο σύστημα που είχαν αναπτυχθεί σε διαφορετικές βαθμίδες του διοικητικού μηχανισμού. Τουτέστιν, θα περιόριζε τις δυνατότητες που διέθεταν να αξιοποιούν δικά τους συμφέροντα, ενώ συνάμα θα μείωνε άμεσα και σε σημαντικό βαθμό τον αριθμό των στελεχών τους.
Η πολιτική ηγεσία της ΕΣΣΔ για αρκετό διάστημα εξέταζε σοβαρά το σχέδιο του Γκλουσκόφ. Μάλιστα στο 24ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (30 Μαρτίου έως 9 Απριλίου 1971) ελήφθη η απόφαση δημιουργίας ενός “Παν-κρατικού αυτοματοποιημένου συστήματος συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών για τις λειτουργίες του ελέγχου, της σχεδίασης και της διεύθυνσης της οικονομίας”, ενώ ταυτιζόταν ότι θα έπρεπε εξαρχής να διασφαλιστεί η οργανωτική, μεθοδολογική και τεχνική ενότητά του. Όμως μετά το συνέδριο το όλο εγχείρημα υποβαθμίστηκε.
Τελικά, αντί της συγκρότησης στην ΕΣΣΔ ενός ενιαίου αυτοματοποιημένου συστήματος διεύθυνσης της οικονομίας, δημιουργήθηκαν πολλά, απομονωμένα και ασύμβατα μεταξύ τους, κλαδικής εμβέλειας συστήματα πληροφοριών, πράγμα που επέτρεπε στα υπουργεία να διατηρούν τον έλεγχο των πληροφοριών που αφορούσαν τις υπαγόμενες σε αυτά επιχειρήσεις και να διευρύνουν τη διοικητική τους αυτονομία εντός του σοβιετικού κρατικού και οικονομικού μηχανισμού σε βάρος των κεντρικών διευθυντικών οργάνων.
Το σχέδιο Γκλουσκόφ βρισκόταν στον πυρήνα των αναγκών και της απαιτούμενης στρατηγικής ανάπτυξης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, δεδομένου ότι αναβάθμιζε καίρια τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας, κυρίως όσον αφορά τις υλικοτεχνικές και οργανωτικές υποδομές σχεδιοποιημένης διεύθυνσής τους. Η λογική του ήταν σύμφυτη με το σοβιετικό τρόπο ανάπτυξης της οικονομίας που ήθελε τον κεντρικό διοικητικό μηχανισμό να εκπονεί και να υλοποιεί, μέσω της συγκεντρωτικής και επιλεκτικής αξιοποίησης των διαθέσιμων πόρων, μακρόπνοα και μεγάλης κλίμακας σχέδια, τα οποία άλλαζαν άρδην το χαρακτήρα της οικονομίας. Κανένα άλλο πρόγραμμα από εκείνα που δρομολογούνταν εκείνη την περίοδο στην ΕΣΣΔ δε θα μπορούσε να υποστηρίξει τόσο αποφασιστικά την προοδευτική εξέλιξη της σοβιετικής οικονομίας σε κατεύθυνση σοσιαλιστική/κομμουνιστική, όσο αυτό που αφορούσε τη ριζική αναβάθμιση του επιπέδου συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών για το σύνολο του συστήματος της παραγωγής.
Η μη υλοποίηση του σχεδίου που εισηγήθηκε ο Γκλουσκόφ είναι δηλωτική του γεγονότος ότι η πολιτική ηγεσία της ΕΣΣΔ είχε απολέσει την ικανότητα της στρατηγικής σκέψης, αδυνατούσε στοιχειωδώς να αντιληφθεί τα στρατηγικά ζητήματα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού/κομμουνισμού. Βεβαίως, η απώλεια αυτής της ικανότητας συνδεόταν με την ισχυρή γρεαφειοκρατικοποίησή της, ενώ συνοδευόταν από τη ραγδαία ενισχυόμενη τάση στροφής της χώρας στην αντίθετη κατεύθυνση, στην εκτενή ανάπτυξη δηλαδή των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων, πράγμα που σήμαινε την ενίσχυση των ξεχωριστών συμφερόντων και επιδιώξεων των επιχειρήσεων, τη σταδιακή συρρίκνωση των δυνατοτήτων σχεδιοποιημένης διεύθυνσης της οικονομίας ως συνόλου και συνακόλουθα των δυνατοτήτων υλοποίησης μακρόπνοων σχεδίων μεγάλης κλίμακας.
Η αποτελεσματική λειτουργία του κεντρικού σχεδιασμού προϋπέθετε τον κεντρικό καταμερισμό των πόρων και τη μεγάλης κλίμακας συνένωση των επιχειρήσεων σε κλαδικούς και πολυκλαδικούς ομίλους. Οι μεμονωμένες επιχειρήσεις στην αυτόνομη λειτουργία των οποίων άρχισε να δίνεται έμφαση δεν μπορούσαν να αποτελέσουν φορείς μεγάλων τεχνολογικών και παραγωγικών αλλαγών.
Το σχέδιο του Γκλουσκόφ καθώς και η υλοποίηση παρόμοιων μακρόπνοων προγραμμάτων ριζικού εκσυγχρονισμού της οικονομίας προϋπέθετε οργανωτικές δομές κάθετης ολοκλήρωσης των επιχειρήσεων με τη μορφή ομίλων εξειδεικευμένων στην παραγωή συγκεκριμένων προϊόντων. Στην περίπτωση της κάθετης ολοκλήρωσης σε κλίμακα ομίλου επιχειρήσεων οι οποίες συγκροτούν μια αλυσίδα παραγωγικών δεσμών οι τεχνολογικές αλλαγές υλοποιούνται γρήγορα και σε μεγάλη κλίνμακα, ενώ η παραγωγικότητα και αποτελεσματικότητα αξιολογείται όχι με βάση τη δραστηριότητα της κάθε μεμονωμένης επιχείρησης (δεδομένου ότι σε φάσεις ανανέωσης του εξοπλισμού τους οι επιμέρους επιχειρήσεις κατά κανόνα μειώνουν τον όγκο της παραγωγής) αλλά του ομίλου συνολικά.
Αντιθέτως, η γενικευμένη αυτονόμηση των επιχειρήσεων σε συνθήκες ανάπτυξης μεταξύ τους εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων και ο προσανατολισμός της καθεμιάς στην αύξηση της δικής της κερδοφορίας είχε ως συνέπεια αρκετές από αυτές, ενώ αποτελούσαν ενδιάμεσο παραγωγικό κρίκο σε μια ενιαία τεχνολογική αλυσίδα, να ενδιαφέρονται μόνο για την ικανοποίηση των δικών τους συμφερόντων αδιαφορώντας για την πρόοδο του κλάδου ή της οικονομίας συνολικά.
Ο Γκλουσκόφ έβλεπε συνειδητά το σχέδιο αυτοματοποίησης της διεύθυνσης της οικονομίας ως τρόπο σταδιακής υπέρβασης των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων. Βεβαίως, την αποτελεσματικότητα του συστήματος που εισηγούνταν θα μπορούσε να περιορίσει σημαντικά η παρωχημένη τεχνολογία σε πολλές επιχειρήσεις και ο διατηρούμενος μεγάλος όγκος χειρωνακτικής εργασίας, πράγμα που καθιστούσε τη λειτουργία των επιχειρήσεων ευάλωτη σε πολλούς αστάθμητους παράγοντες. Κατ’ ουσίαν, η αυτοματοποίηση της συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών για την οικονομία προϋπέθετε και την ταυτόχρονη αυτοματοποίηση των μέσων παραγωγής, χωρίς την οποία τα στοιχεία για τις παραγωγικές δυνατότητες των επιχειρήσεων δε θα μπορούσαν να είναι ακριβή, αλλά και η ίδια η αυτοματοποιημένη λήψη τους δε θα ήταν εφικτή. Στις τότε συνθήκες ανάπτυξης της τεχνολογίας στην ΕΣΣΔ, συμπεριλαμβανομένης και αυτής των Η/Υ, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να διασφαλιστεί ο αυτοματοποιημένος υπολογισμός όλων των κρίσιμων στοιχείων και σχέσεων που καθόριζαν τη λειτουργία της σοβιετικής οικονομίας.
Επίσης, στην περίπτωση που υλοποιούνταν το σχέδιο Γκλουσκόφ, δε θα μπορούσαν να ξεπεραστούν πλήρως αρκετά προβλήματα της σοβιετικής οικονομίας τα οποία οφείλονταν στον εισέτι ανεπαρκώς ανεπτυγμένο κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας. Η αυτοματοποίηση της συλλογής πληροφοριών για τη βελτιστοποίηση της σχεδίασης της οικονομίας δε θα έλυνε, φερ’ ειπείν, το μεγάλο πρόβλημα της χαμηλής εργασιακής πειθαρχίας της πληθώρας των χειρωνακτών εργαζομένων, της παροχής σε αυτούς επαρκών κινήτρων για την αύξηση της παραγωγικότητας, ούτε το πρόβλημα της παρώθησης-υποχρέωσης των επιχειρήσεων να καταβάλλουν προσπάθειες για την εξοικονόμηση πόρων, τον εκσυγχρονισμό της τεχνολογίας τους και τη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων τους.
Αναμφιβόλως, η χρήση τεχνολογιών πληροφορικής ήταν εξόχως αναγκαία για την παρακολούθηση της κατάστασης της οικονομίας, την καταγραφή των αδυναμιών και των δυνατοτήτων της. Δεν μπορούσε όμως από μόνη της να λύσει το ζήτημα των κατευθύνσεων και του περιεχομένου της στρατηγικής ανάπτυξης της χώρας, το ζήτημα των κριτηρίων αξιολόγησης των κοινωνικών αναγκών και του προσδιορισμού των προτεραιοτήτων ικανοποίησής τους και συνακόλουθα των προτεραιοτήτων χρήσης των υφιστάμενων πόρων της οικονομίας. Τα ζητήματα αυτά αφορούσαν τις ίδιες τις σχέσεις παραγωγής, το ποιες κοινωνικές δυνάμεις και με ποιον τρόπο εμπλέκονται στις διαδικασίες λήψεις αποφάσεων, το πώς και σε ποιο βαθμό η κοινωνία συμμετέχει στη διεύθυνση της οικονομίας.
Βεβαίως, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η συνένωση των τμημάτων του συστήματος παραγωγής σε ένα ενιαίο δίκτυο συγκέντρωσης, επεξεργασίας και μετάδοσης πληροφοριών αποτελεί το πλέον καθοριστικό (από υλικοτεχνική σκοπιά) βήμα για τον εκδημοκρατισμό της διεύθυνσης της οικονομίας, δεδομένου ότι μόνο διαμέσου ενός τέτοιου συστήματος η κρίσιμη για τη λήψη διοικητικών αποφάσεων πληροφορία θα μπορούσε να είναι διαθέσιμη ταυτόχρονα τόσο στα επιτελικά κέντρα όσο και στις επιμέρους διοικητικές και παραγωγικές μονάδες. Η αυτοματοποίηση διαμέσου ενός τέτοιου συστήματος της συγκεντρωσης, επεξεργασίας και μετάδοης-διάδοσης πληροφορριών αποτελούσε εκ των ων ουκ άνευ όρο για την υπέρβαση του γραφειοκρατικού ιεραρχικού διοικητικού μηχανισμού που διεκπεραίωνε μέχρι τότε αυτό το καθήκον. Αλλά στην τότε Σοβιετική Ένωση δε βρέθηκαν οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να αντιληφθούν τη στρατηγική σημασία ενός τέτοιου εγχειρήματος και να το υλοποιήσουν.