Τράπεζες και κράτος: ένα κουβάρι μπερδεμένο
Η σχέση των τραπεζών με το κράτος είναι μια αμφίδρομη σχέση πολλαπλών αμοιβαίων εξαρτήσεων.
Μετά από πολλές τρικυμίες και ιστορίες για πειρατές, ήρθε η ώρα να πιάσουμε στεριά. Μιλήσαμε μέχρι τώρα για πολύ χρήμα, αλλά έτσι είναι ο ιμπεριαλισμός: βουτηγμένος στο χρήμα. Μην κοιτάτε που εσείς μπορεί να το έχετε για σπάνιο, το ξέρετε ήδη και δεν περιμένετε από εμένα να σας πω ότι λεφτά υπάρχουν. Απλά δεν προτιμάνε τις τσέπες του λαού, για την ακρίβεια δεν προτιμάνε καμία τσέπη: προτιμάνε τους λογαριασμούς των αστών στις τράπεζες!
Σε αντίθεση με το εφοπλιστικό κεφάλαιο που, σε κάποιο επίπεδο ανάπτυξής του, καταφέρνει να ξεφύγει από ένα μεμονωμένο κράτος και να εδραιώσει μια δική του ιμπεριαλιστική πυραμίδα, αν και πάντα με διασυνδέσεις με τα κράτη γενικά, οι τράπεζες δυσκολεύονται να κόψουν το γόρδιο δεσμό.
Να θυμίσουμε στο σημείο αυτό ότι, σύμφωνα με τη θεώρηση του ιμπεριαλισμού που έχει τεθεί σε αυτή τη σειρά των σημειωμάτων, ένας κλάδος/τομέας (μια “βιομηχανία” κατά Λένιν) ή μια επιχείρηση “κόβουν το γόρδιο δεσμό” με το κράτος στο οποίο γεννήθηκαν και γιγαντώθηκαν ως μονοπώλια στο βαθμό που υπάρχει μεγάλη ελευθερία κίνησης του κεφαλαίου. Αν υπήρχε πλήρης ελευθερία κίνησης του κεφαλαίου, τα κράτη θα έσβηναν και η σημασία τους στη διάρθρωση του ιμπεριαλισμού θα έπαιζε πολύ μικρό ρόλο.
Όπως έχουμε επισημάνει ήδη, η πιο χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση όπου το εθνικό κράτος εντάσσεται εθελοντικά με δεδομένο ότι θα αποδυναμωθεί. Η κυρίαρχη μερίδα της αστικής τάξης, που ορίζει το πολιτικό προσωπικό της κάθε χώρας, αποφασίζει συνειδητά ακριβώς να απεμπολήσει την ασπίδα των εθνικών συνόρων.
Αυτή είναι μια παρατήρηση, ένα γεγονός, μια μορφή εμφάνισης που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Αυτό που εξετάζεται είναι το γιατί, με ποια ανταλλάγματα και ποιες προσδοκίες, κάτω από ποιες συνθήκες, με ποιους μηχανισμούς και με ποιες παλινωδίες (aka αντιφάσεις) προχωράει αυτή η απεμπόληση.
Αυτό δεν αφορά μόνο τα κράτη δορυφόρους, τις μικρές χώρες, αν και δύσκολα μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει “μικρές χώρες” την Ιταλία, την Ισπανία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και άλλες. Αφορά τον ίδιο τον πυρήνα, τη Γαλλία και τη Γερμανία, που με τον ιστορικό συμβιβασμό των αστικών τάξεων σε αυτές τις χώρες στα τέλη της δεκαετίας του 1980 έδωσαν το πράσινο φως στο μεγάλο αγκάθι που ήταν η απεμπόληση ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής και, με τη μία ή την άλλη μορφή, στη μία ή την άλλη ιστορική συγκυρία, μέχρι τώρα στηρίζουν αυτό το συμβιβασμό.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στις τράπεζες. Πρόκειται για ένα κλάδο με πολύ μεγάλο βαθμό συγκεντροποίησης, που απαρτίζεται σχεδόν αποκλειστικά από μεγάλες επιχειρήσεις. Επιπλέον, αν υπάρχει ένας κλάδος με μεγάλη ελευθερία κίνησης του κεφαλαίου, αυτός είναι αναμφισβήτητα οι τράπεζες. Θα έπρεπε λοιπόν να έχουν από καιρό αποσπαστεί από κάθε κράτος, να έχουν απλώσει τα πλοκάμια τους σε όλα τα κράτη ώστε να έχει δημιουργηθεί μια παράλληλη (των κρατών) παγκόσμια κατάταξη.
Και πράγματι, έγιναν τέτοιες ενέργειες, παραδόξως όχι πιο πολύ μέσα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης απ’ ό,τι γενικά. Πριν φτάσουμε όμως στη σημερινή κατάσταση θα παραθέσω εκτεταμένα μέρη από δύο κείμενα που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα. Το πρώτο είναι το ερευνητικό κείμενο 21 του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ που αφορά στην Παραγωγική Αναδιάρθρωση του βιομηχανικού κεφαλαίου, κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2021 και έχει μια εκτεταμένη αναφορά στις τράπεζες. Αποτελεί ξεχωριστή μελέτη που έκανα για το ΙΜΕ.
Το δεύτερο είναι ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε διαδικτυακά στα αγγλικά για πρώτη φορά στις 25 Φεβρουαρίου 2022, στο Περιοδικό Competition and Change, (2022, Vol. 0(0) 1–20, DOI: 10.1177/10245294211060408) με τίτλο From “combined-but-not-unified” to “integrated isolation” – Greek banking in Europe 2010–2015. Η ελληνική μετάφραση μόλις δημοσιεύτηκε στη σειρά Discussion Papers του Voice of People με τίτλο: Από «συνδυασμένη-αλλά-μη-ενοποιημένη» στην «ολοκληρωμένη απομόνωση» – Η Ελληνική τραπεζική στην Ευρώπη 2010-2015. Είναι προϊόν της συνεργασίας μου με τον καλό συνάδελφο και φίλο Duncan Lindo, με τον οποίο συνυπογράφουμε το κείμενο.
Από αυτό το τελευταίο θα ξεκινήσουμε σήμερα. Αν και αρκετά τεχνικό σε κάποια σημεία του, το άρθρο εξετάζει ακριβώς τις ελληνικές τράπεζες ανάμεσα στο εθνικό και υπερεθνικό, με σημείο εκκίνησης την κρίση.
“{…] Υπάρχουν πολλές πιθανές προσεγγίσεις στην Ελληνική τραπεζική κρίση και τη διαχείρισή της, εμείς την προσεγγίζουμε από την πολιτική οικονομία των τραπεζών και τη σχέση τους με το κράτος. Αντλώντας {στοιχεία} από τις υπάρχουσες Μαρξιστικές θεωρίες των τραπεζών (π.χ. Marx, 1976, 1981; Hilferding, 1981; Lapavitsas, 2003, 2017) όπου η έκθεση βασίζεται σε τυπικές Μαρξιστικές θεωρήσεις της παραγωγής και της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, και όπου η πίστη μεταξύ καπιταλιστών (εμπορική πίστη) οδηγεί στην εμφάνιση των ειδικών της πίστης, για παράδειγμα, των προεξοφλητών {discounters}. Καθώς η έκθεση γίνεται πιο περίπλοκη και συγκεκριμένη, δημιουργούνται συνθήκες για την εμφάνιση τραπεζών που, αντί να πληρώνουν για χρέη με υπάρχοντες θησαυρούς χρήματος, πληρώνουν με δικές τους υποχρεώσεις (Lapavitsas, 2017). Οι τράπεζες γίνονται μεσάζοντες, δημιουργώντας το Δανειακό Χρηματικό Κεφάλαιο (Marx, 1981: Ch.30–32), από κατά τα άλλα προσωρινά αδρανή χρηματικά υπόλοιπα σε όλη την οικονομία (Lapavitsas, 2000). Καθιερώνουν μια σειρά κοινωνικών πρακτικών που αυξάνουν τη γενική εμπιστοσύνη ότι αυτές οι υποχρεώσεις θα εκπληρωθούν πλήρως και εγκαίρως (ή θα γίνουν ευρέως αποδεκτές σε αντάλλαγμα με εμπορεύματα) (Lapavitsas, 2003) και αυτές οι κοινά παρατηρούμενες πρακτικές, για παράδειγμα, η δημιουργία καταθέσεων μικρότερης διάρκειας από τα δάνεια, τις ορίζουν ως τράπεζα. Με αυτόν τον τρόπο οι τραπεζικές υποχρεώσεις έρχονται να λειτουργήσουν ως χρήμα και επομένως έρχονται να γίνουν χρήμα. Οι Μαρξιστές μελετητές των χρηματοοικονομικών καθιέρωσαν έτσι στη σκέψη μια εικόνα των τραπεζών που μοιάζει με τις παρατηρήσεις μας για τις τράπεζες. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι οι τράπεζες στην πραγματικότητα υπάρχουν χωρίς σχέσεις με άλλες, απροσδιόριστες ακόμη, κατηγορίες, κυρίως για το ερευνητικό μας ερώτημα: το κράτος.[1]
Στον πυρήνα αυτής της εικόνας των τραπεζών βρίσκεται μια μεγάλη αντίφαση. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά που πρέπει να εδραιώσουν οι τράπεζες είναι να γίνουν ο ειδικός της οικονομίας στην αξιολόγηση και την επιβολή της πιστοληπτικής ικανότητας (θέτοντας τη φερεγγυότητα στον πυρήνα της αντίληψής μας για τις τράπεζες). Αντίστοιχα, οι μη-τράπεζες γίνονται λιγότερο επιδέξιες στην αξιολόγηση και την επιβολή της πιστοληπτικής ικανότητας. Ωστόσο, για να λειτουργήσουν οι τραπεζικές υποχρεώσεις ως χρήμα (δηλαδή να καταστούν ρευστές), οι μη-τράπεζες πρέπει να είναι σε θέση να κρίνουν την αξιο-πιστία τους: εάν θα εκπληρωθούν εγκαίρως και πλήρως ή/και εάν θα είναι ανταλλάξιμες με εμπορεύματα. Πολλές από τις κοινές πρακτικές που υιοθετούν οι τράπεζες χρησιμεύουν για να ενισχύσουν την ικανότητα των μη-τραπεζών να κάνουν αυτή την κρίση· αλλά οι τράπεζες βοηθούνται από τις σχέσεις τους με το κράτος.
Η σχέση των τραπεζών με το κράτος είναι ένα «κουβάρι» {«entanglement»} (Braun, 2018), μια αμφίδρομη σχέση (McNally, 2014) πολλαπλών αμοιβαίων εξαρτήσεων. Τα κράτη βασίζονται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στου οποίου τον πυρήνα βρίσκονται οι τράπεζες, για παράδειγμα, ως έμποροι και κάτοχοι κυβερνητικού χρέους (Mandell, 1969: 16). Οι κεντρικές τράπεζες βασίζονται στις τράπεζες για να διαχειριστούν τη νομισματική πολιτική. Το κράτος βασίζεται στις τράπεζες ως τους δημιουργούς και θεματοφύλακες της κυρίαρχης μορφής χρήματος, του τραπεζικού πιστωτικού χρήματος. Ως αποτέλεσμα, τα κράτη λαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα προληπτικών και θεραπευτικών μέτρων για την προστασία των τραπεζών από τη χρεοκοπία. Ταυτόχρονα, οι τράπεζες βασίζονται στο κράτος. Σε γενικές γραμμές, το κράτος παρέχει ««δημόσια αγαθά» και κοινωνικές και υλικές υποδομές» που χρειάζονται οι καπιταλιστές, αλλά τις οποίες «κανένας μεμονωμένος καπιταλιστής» δεν θα παρείχε ή θα μπορούσε να προσφέρει. (Harvey, 1978: 84). Για τις τράπεζες, το κράτος θεσπίζει πρακτικές που συμβάλλουν στην οικοδόμηση της απαραίτητης εμπιστοσύνης στις τραπεζικές υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένης «μιας εξελιγμένης δημόσιας υποδομής ασφαλείας για τραπεζικές καταθέσεις» (Braun et al, 2020: 6).
Στα περισσότερα μέρη κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρους της ιστορίας του καπιταλισμού αυτή η δημόσια υποδομή ασφαλείας συνέβη στην εθνική κλίμακα, ωστόσο, με την έλευση της ΕΕ και της ΕΖ, μέρος της αλλά όχι όλη, μετατοπίστηκε στην υπερεθνική κλίμακα. Ο κλιμακωτός διαχωρισμός στην παροχή της μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε δύο κατηγορίες υποδομών. Πρώτον, το κράτος θεσπίζει νόμους και κανονισμούς, από την προστασία των καταθέσεων ως ιδιοκτησία και την ενίσχυση του καθεστώτος του τραπεζικού πιστωτικού χρήματος, έως την προστασία ενάντια στην απάτη, την αύξηση της διαφάνειας και την προσπάθεια περιορισμού των κινδύνων που αναλαμβάνουν οι τράπεζες. Δεύτερον, παρέχει οικονομική στήριξη από την ασφάλιση των καταθέσεων και τον δανεισμό έσχατης ανάγκης έως τις ανακεφαλαιοποιήσεις και τη διάσωση σε περιόδους οξείας πίεσης. Η υπόσχεση τέτοιων κεφαλαίων δημιουργεί εμπιστοσύνη στις τραπεζικές υποχρεώσεις (ο κάτοχος της υποχρέωσης αδιαφορεί για το αν η αποπληρωμή έρχεται από την τράπεζα ή το κράτος). Στην ΕΕ/ΕΖ η πρώτη {υποδομή} μετακινήθηκε σε μεγάλο βαθμό στο υπερεθνικό επίπεδο, η δεύτερη παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό εθνική.
Η κρίση της Ευρωζώνης ανανέωσε τις συζητήσεις για τη σχέση μεταξύ του εθνικού και του υπερεθνικού. […]
Πρώτον, η διαχείριση της κρίσης από το κράτος στην Ελλάδα περιστράφηκε γύρω από ζητήματα τόσο φερεγγυότητας όσο και ρευστότητας, μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι καθόλου σαφές ότι αυτά τα δύο είναι διαχωρίσιμα. Το έναυσμα για τη διαχείριση της Ελληνικής τραπεζικής κρίσης ήταν η χρεοκοπία του Ελληνικού κράτους. Ως αποτέλεσμα, τα ομόλογα του EFSF που μεταβιβάστηκαν ήταν αμέσως τόσο εισφορά κεφαλαίου όσο και πηγή ρευστότητας μέσω δανεισμού κεντρικής τράπεζας. Το μετοχικό μερίδιο του Ελληνικού κράτους στις τράπεζες που προέκυψε δεν τις έκανε να χάσουν χρήματα επειδή ήταν μη ρευστοποιήσιμο (ήταν εξαρχής μη ρευστοποιήσιμο), αλλά επειδή οι τράπεζες δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν αρκετές αποδόσεις για να πληρώσουν τους μετόχους. Το κυριότερο απομονωτικό αποτέλεσμα του ELA στην ΤτΕ δεν ήταν ένα {αποτέλεσμα} ρευστότητας (για όσο επιτρεπόταν ο ELA, το ΕΣΚΤ παρείχε χρηματοδότηση), αλλά ότι τυχόν ζημιές από τη μη πληρωμή στην ΤτΕ θα ανήκαν στην Ελλάδα στο σύνολό τους (και δεν θα μοιράζονταν με το Ευρωσύστημα). Από αυτή την άποψη, λοιπόν, το ερευνητικό μας ερώτημα ασχολείται αποκλειστικά με ζητήματα όπου τα χαρακτηριστικά της ρευστότητας και της φερεγγυότητας είναι αδιαχώριστα.
Στον πυρήνα της τραπεζο-κεντρικής μας προσέγγισης βρίσκονται οι απαιτήσεις που οι τράπεζες εκδίδουν και διαχειρίζονται και οι ιδιότητες που οι τράπεζες και το κράτος επενδύουν σε αυτές τις απαιτήσεις μέσω καθιερωμένων και κοινωνικών πρακτικών (Ilyenkov, 2012). Στην προσέγγιση αυτή, η «φερεγγυότητα» και η «ρευστότητα» δεν είναι διαχωρίσιμες/νομιμοποιημένες κατηγορίες. Καθώς η έκθεση χτίζει από το αφηρημένο, οι πιο σύνθετες κατηγορίες πρέπει να αναπτυχθούν λογικά από τις υπάρχουσες κατηγορίες και τις αντιφάσεις τους και δεν μπορούν απλά να «πεταχτούν μέσα». Η τράπεζα προκύπτει όταν δανείζει τη δική της υποχρέωση και το πιο σημαντικό βήμα είναι να πείσει τους κατόχους ότι η υποχρέωση θα είναι είτε ανταλλάξιμη με άλλες μορφές χρήματος (δηλαδή ότι η τράπεζα θα ικανοποιήσει την απαίτηση πλήρως και εγκαίρως) ή / και με εμπορεύματα (δηλαδή αυτή η εμπιστοσύνη είναι γενικευμένη). Προκειμένου η υποχρέωσή της να γίνει ρευστή η τράπεζα πρέπει να πείσει τους άλλους για την ικανότητά της να αξιολογεί την αξιο-πιστία και να επιβάλλει την αποπληρωμή (δηλαδή {πρέπει να πείσει τους άλλους} για τη φερεγγυότητα) – αυτή είναι η κεντρική ουσία και η κεντρική αντίφαση των τραπεζών. Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή της ανάλυσης, όταν οι τράπεζες εμφανίζονται, είναι αδύνατο να διαχωριστεί η φερεγγυότητα από τη ρευστότητα, η μία στερείται αναλυτικής ισχύος χωρίς την άλλη και αυτή η αδυναμία διαχωρισμού της φερεγγυότητας και της ρευστότητας συνεχίζει σε πιο σύνθετα επίπεδα έκθεσης, μέχρι τη μελέτη μας για την Ελληνική τραπεζική κρίση.
Δεύτερον, η κυριότερη εστίαση της Κριτικής Μακρο Χρηματοοικονομικής {μια σχολή σκέψης που σχολιάζεται στο άρθρο και που εν πολλοίς αποδέχεται τη θεωρία της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ, τουλάχιστον στα χρηματοοικονομικά} είναι τα παγκόσμια χρηματοοικονομικά κυρίως οι πρακτικές των πολύ μέγιστων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (Knafo, 2020). Μέσα σε αυτή την ανάλυση των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών υπάρχει μικρή θέση για τη γεωγραφία, πέρα από την κυριαρχία των ΗΠΑ.[2] Ωστόσο, το αντικείμενο της ανάλυσής μας αφορά κυρίως τις μεσαίου μεγέθους τράπεζες και τη γεωγραφία: πώς σχετίζεται η αναπροσαρμογή του κρατικού χώρου στην Ευρώπη (Brenner, 2003), μέσω της παροχής τραπεζικής υποδομής, με την ολοκληρωμένη απομόνωση της Ελλάδας, δηλαδή ποιες είναι οι ανισόμετρες γεωγραφικές επιπτώσεις ενός συνδυασμένου-αλλά-μη-ενοποιημένου τραπεζικού πλαισίου. Η εστίαση της Κριτικής Μακρο Χρηματοοικονομικής στην αλλαγή καθεστώτος προσφέρει μικρό πλεονέκτημα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι αλλαγές αυτές έχουν ποικίλες επιπτώσεις – γι’ αυτό, η προσοχή πρέπει να στραφεί στους μηχανισμούς με τους οποίους η παροχή τραπεζικής υποδομής επηρεάζει τις απαιτήσεις από και προς τις τράπεζες. Εν ολίγοις, αν και αντλούμε {στοιχεία} από τη CMF, μια τραπεζική άποψη μπορεί να προσφέρει διαφορετικές προοπτικές (Knafo, 2020) και το δικό μας πλαίσιο Μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας της τραπεζικής προσφέρει ένα πιο κατάλληλο πλαίσιο για την αντιμετώπιση της σχέσης μεταξύ της ολοκληρωμένης απομόνωσης των Ελληνικών τραπεζών και της παροχής Ευρωπαϊκής τραπεζικής υποδομής.
Τέλος, δεν είναι τυχαίο ότι η ανάλυσή μας επικεντρώνεται σε μια περίοδο κρίσης. Οι κρίσεις του καπιταλισμού μπορούν να ιδωθούν τόσο ως κινητήριες δυνάμεις των εξελίξεων όσο και ως μια στιγμή κατά την οποία βαθύτερες αντιφάσεις αποκαλύπτονται.[3] Η κρίση της Ευρωζώνης προκάλεσε αλλαγή στη λειτουργία της ΕΕ (Ardagna and Caselli, 2014). Τα γεγονότα στην Ελλάδα και ο φόβος μετάδοσης σε μεγαλύτερα τραπεζικά συστήματα, ήταν ένας καταλύτης ώστε το κράτος να επιχειρήσει περαιτέρω Ευρωπαϊκή τραπεζική ολοκλήρωση (Epstein and Rhodes, 2016, Gocaj and Meunier, 2013, Ioannou et al., 2015).[4] Νέες μορφές παροχής τραπεζικής υποδομής της ΕΕ/ΕΖ περιλάμβαναν: τη δημιουργία του EFSF και, στη συνέχεια, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ)· νέες μορφές παροχής ρευστότητας κεντρικής τράπεζας από τις Πράξεις Πιο Μακροχρόνιας Αναχρηματοδότησης (Longer Term Refinancing Operations, LTRO) έως τoν ερχομό στο προσκήνιο του ELA· και τους λεγόμενους ελέγχους κεφαλαίου στην Ελλάδα και την Κύπρο. Ενώ πολλά εθνικά τραπεζικά συστήματα επηρεάστηκαν από αυτές τις αλλαγές μορφής, η Ελλάδα είναι αυτή που γνώρισε όλο το φάσμα.
Ιστορική εξέλιξη
Μια αναδρομή στα τελευταία 30-40 χρόνια αποκαλύπτει, από την αρχή, μια κλιμακωτή διάσπαση, και ως εκ τούτου δύο κατηγορίες, κρατικής παροχής τραπεζικής υποδομής στην ΕΕ/ΕΖ. Η εναρμόνιση και η εποπτεία των κανόνων έχει μεταφερθεί σε μεγάλο βαθμό σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Η παροχή κρατικών κεφαλαίων και εγγυήσεων για έκτακτη φερεγγυότητα και ενίσχυση ρευστότητας παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό εθνική. Οι πρώιμες κινήσεις προς την Ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση έδωσαν τον τόνο για όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν και περιείχαν τρία βασικά βήματα. Πρώτον, η ελευθερία κίνησης του κεφαλαίου ήρε τα εμπόδια, κυρίως τους ελέγχους κεφαλαίου. Δεύτερον, ο «μηχανισμός διαβατηρίου» συνδύασε τον «έλεγχο της χώρας καταγωγής» με την «αμοιβαία αναγνώριση», που σημαίνει ότι μια τράπεζα που είχε λάβει άδεια λειτουργίας σε μια χώρα της ΕΕ είχε το δικαίωμα να δραστηριοποιείται σε άλλες χώρες της ΕΕ (Underhill, 1997), αλλά απέφυγε ένα ενοποιημένο τραπεζικό σύστημα με κεντρική αρχή αδειοδότησης. Οι τράπεζες στην ΕΕ/ΕΖ είναι εθνικές στη ζωή και στο θάνατο (Epstein and Rhodes, 2014). Τρίτον, η πρώτη Οδηγία για την Κεφαλαιακή Επάρκεια (η Ευρωπαϊκή επέκταση της Βασιλείας Ι) τηρούσε την αρχή των εναρμονισμένων διεθνών προτύπων που εφαρμόζονται από τις εθνικές κυβερνήσεις και τις τραπεζικές αρχές. Αυτά τα τρία στοιχεία, η αρνητική ολοκλήρωση μέσω της κατάργησης των συνοριακών ελέγχων, τα εθνικά τραπεζικά συστήματα συνδυασμένα-αλλά-μη-ενοποιημένα, και η εναρμόνιση/τυποποίηση των νόμων και των κανονισμών που πρέπει να εφαρμόζονται από τις εθνικές αρχές, επρόκειτο να παραμείνουν χαρακτηριστικά του τραπεζικού δικαίου της ΕΕ και της παροχής δημόσιας υποδομής.
Η παροχή υποδομής που διευκολύνει τις τραπεζικές πράξεις διασυνοριακά αλλά υπολείπεται της ενοποίησης, συνεχίστηκε σε διάφορες «συγκυρίες» της Ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής ολοκλήρωσης (Van Meeteren, 2019), για παράδειγμα μέσω αυξημένης διαφάνειας. Ακόμη και οι προετοιμασίες για τη νομισματική ένωση και την παροχή της απαραίτητης υποδομής βασίστηκαν σε εθνικά δομικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων το ΕΣΚΤ και η συνοδευτική υποδομή πληρωμών (ιδίως το σύστημα πληρωμής της Ευρωζώνης (TARGET2)[5]). Η κρίση και οι συνέπειές της ελάχιστα άλλαξαν το μοτίβο: η Τραπεζική Ένωση είναι «ατελής» (Quaglia, 2019), η εποπτεία των μεγαλύτερων τραπεζών είναι υπερεθνική, αλλά η ασφάλιση των καταθέσεων, για παράδειγμα, παραμένει εθνική· λίγα έχουν γίνει προς την κατεύθυνση της ολοκλήρωσης στην Ένωση Κεφαλαιαγορών {Capital Markets Union} (Haerter, 2020).
Μια προσεκτικότερη εξέταση των σχέσεων μεταξύ των κεντρικών τραπεζών της ΕΖ παρέχει ένα ακόμη, σημαντικό παράδειγμα του κλιμακωτού διαχωρισμού στην παροχή υποδομών. Το ΕΣΚΤ «περιλαμβάνει την ΕΚΤ και τις ΕθνΚΤ όλων των κρατών μελών της ΕΕ» (ECB, 2019). Η ΕΚΤ προσελκύει τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, αλλά το ΕΣΚΤ είναι ένα σύστημα «άξονα-και-ακτίνας» (Whelan, 2014) ή «κέντρου και περιφέρειας» (Padoa-Schioppa, 2004), στο οποίο οι ΕθνΚΤ διαδραματίζουν ένα κρίσιμο ρόλο. Οι ΕθνΚΤ είναι οι ιδιοκτήτες της ΕΚΤ, με τα μερίδια κεφαλαίου τους να αντικατοπτρίζουν τον πληθυσμό και το ΑΕΠ (ECB, 2019). Από κοινού εκδίδουν το Ευρώ, διαχειρίζονται το TARGET2, εποπτεύουν τον SEPA και ασκούν νομισματική πολιτική. Οι ζημιές σε κοινές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των πράξεων νομισματικής πολιτικής, κατανέμονται σύμφωνα με το μερίδιο κεφαλαίου της ΕθνΚΤ (Whelan, 2014). Η ΕΚΤ θεσπίζει και παρακολουθεί κανόνες για το ΕΣΚΤ, αλλά το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ αποτελείται από δεκαεννέα διοικητές ΕθνΚΤ συν έξι εκτελεστικά μέλη.[6]
Κρίσιμα, ωστόσο, οι ΕθνΚΤ παραμένουν ανεξάρτητες οντότητες. Είναι η τράπεζα των αντίστοιχων εθνικών κρατών τους και των τραπεζών αυτού του έθνους (δύο κεντρικοί ρόλοι των κεντρικών τραπεζών (Itoh and Lapavitsas, 1999)). Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ασκούν όλες τις δραστηριότητες πολιτικής, νομισματικές και μη-νομισματικές, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας (η ΕΚΤ έχει μικρή επιχειρησιακή ικανότητα), και οι τράπεζες μπορούν να έχουν πρόσβαση στο ΕΣΚΤ μόνο μέσω της δικής τους ΕθνΚΤ. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες διατηρούν εθνικές ευθύνες, όπως η διαχείριση των αποθεματικών (η ΕΚΤ καθορίζει τα επίπεδα των ελάχιστων αποθεματικών, αλλά οι ΕθνΚΤ τα διαχειρίζονται και τα κατέχουν (ECB, 2011: Ch.4)). Οι ζημιές σε δραστηριότητες εκτός των ρητά κοινών δραστηριοτήτων παραμένουν ευθύνη των ΕθνΚΤ. Με πολύ σημασία, γι’ αυτό το άρθρο, αυτό περιλαμβάνει ζημιές από τον ELA (ECB, 2017), ακόμη και αν η απόφαση για τη μετάβαση στον ELA είναι της ΕΚΤ (η ΕΚΤ έχει επίσης τον τελευταίο λόγο για την ποσότητα του ELA και για την καταλληλότητα των αντισυμβαλλομένων και των εξασφαλίσεων (Whelan, 2016:8)). Έτσι, ενώ οι Ευρωπαϊκές ΕθνΚΤ συνδυάζονται από το ΕΣΚΤ, δεν είναι ενοποιημένες, παραμένουν διακριτές οντότητες λειτουργικά και φέρουν τον πλήρη κίνδυνο απωλειών σε ορισμένα στοιχεία του ισολογισμού.
Τέλος, ο κλιμακωτός διαχωρισμός στην παροχή υποδομής μπορεί να σχετίζεται με τις άμπωτες και τις πλημμυρίδες των δραστηριοτήτων των τραπεζών. Πριν από την κρίση, η διασυνοριακή τραπεζική εντός της ΕΕ/ΕΖ φαινόταν να αυξάνεται σε ποσότητα (Bassens et al, 2013) και η διασυνοριακή πίστη διαδραμάτισε ένα σημαντικό ρόλο στην κρίση της Ευρωζώνης (Lapavitsas et al, 2012). Με την εμπιστοσύνη υψηλά, η πρόβλεψη εναρμονισμένων κανόνων και ανοικτών συνόρων ήρθε στο προσκήνιο. Όταν ξέσπασε η κρίση το 2008, η εμπιστοσύνη έπεσε και ήταν η άλλη κατηγορία τραπεζικής υποδομής που κυριάρχησε: ποιος θα βοηθούσε τις τράπεζες να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους; Η απάντηση ήταν σαφής: τα εθνικά κράτη ήταν εκείνα που θα έπρεπε να πληρώσουν τον λογαριασμό και οι τράπεζες υποχώρησαν δεόντως πίσω από τα εθνικά σύνορα. Η διασυνοριακή πίστη έπεσε ραγδαία, με μόνο μικρές και εύθραυστες αυξήσεις από το 2012 (ECB, 2020a).[7] Τα μέτρα διαχείρισης της κρίσης που ακολούθησαν ήταν η αναγκαία μορφή εμφάνισης της συνδυασμένης-αλλά-μη-ενοποιημένης φύσης της Ευρωπαϊκής τραπεζικής και πρόσθεσαν ένα ποιοτικό επίπεδο στην ποσοτική υποχώρηση, απομονώνοντας περαιτέρω τα εθνικά τραπεζικά συστήματα μέσα σε ένα συνδυασμένο υπερεθνικό πλαίσιο. Πάνω απ’ όλα στην Ελλάδα.”
[1] Ο Μαρξ θεωρούσε τις κατηγορίες ως «μια αφηρημένη μονόπλευρη σχέση ενός ήδη δεδομένου συγκεκριμένου και ζωντανού συνόλου» (Marx, 1904:294). Η αφαίρεση σε μεμονωμένες κατηγορίες μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση, αλλά δεν πρέπει ποτέ να θεωρηθεί ότι αρνείται τις σχέσεις με κατηγορίες που δεν περιλαμβάνονται (ακόμη) στην ανάλυση.
[2] Η υποταγμένη χρηματιστικοποίηση θεωρείται παράλληλο πεδίο (Gabor, 2020).
[3] Ίσως ενάντια στον ισχυρισμό του Knafo (2020: 91) ότι η εστίαση στην κρίση «αποκρύπτει την εξουσία που ασκούν τα χρηματοοικονομικά σε κανονικούς καιρούς».
[4] Για μια ποικιλία θεωρητικών προοπτικών σχετικά με αυτήν την ερώτηση δείτε το ειδικό τεύχος του Journal or European Public Policy, 2015, Vol 22, issue 1. “European integration in times of crisis: theoretical perspectives”
[5] Το TARGET2 έχει υπάρξει κεντρικό σε πολλές επικρίσεις για τις ανισορροπίες της Ευρωζώνης και την κρίση (Π.χ., De Grauwe and Ji, 2012, Bibow, 2013, Eichengreen et al., 2014).
[6] Δημιουργώντας πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ εθνικών και υπερεθνικών ευθυνών (Hayo and Meon, 2013).
[7] Ακόμη και στο αποκορύφωμά τους, τα ενδο-ευρωζωνικά διασυνοριακά δάνεια και καταθέσεις παρέμειναν μικρό μέρος του ισολογισμού των τραπεζών και ήταν σταθερά μικρότερα από τα διασυνοριακά δάνεια και καταθέσεις σε χώρες εκτός ΕΖ (ECB 2020c), καθιστώντας δύσκολη τη διάκριση του εξευρωπαϊσμού από την παγκοσμιοποίηση, ακόμη και μετά από 20 χρόνια του ευρώ.
Αναφορές
Ardagna S and Caselli F (2014) The political economy of the Greek debt crisis: a tale of two Bailouts. American Economic Journal: Macroeconomics 6(4): 291–323. https://www.aeaweb.org/articles?id=10.1257/mac.6.4.291.
Bassens D, Van Meeteren M, Derudder B, et al. (2013) No more credit to Europe? Cross-border bank lending, financial integration, and the rebirth of the national scale as a credit scorecard. Environment and Planning A: Economy and Space 45(10): 2399–2419. DOI: 10.1068/a4618.
Bibow J (2013) Lost at Sea: The Euro Needs a Euro Treasury. Levy Economics Institute. Working Paper. (780).
Braun B (2018) Central banking and the infrastructural power of finance: the case of ECB support for repo and securitization markets. Socio-Economic Review 18(2): 395–418. DOI: 10.1093/ser/mwy008.
Braun B, Krampf A and Murau S (2020) Financial globalization as positive integration: monetary technocrats and the Eurodollar market in the 1970s. Review of International Political Economy 28(4): 794–819. DOI: 10.1080/09692290.2020.1740291.
Brenner N (2003) Metropolitan institutional reform and the rescaling of state space in contemporary Western Europe. European Urban and Regional Studies 10(4): 297–324.
De Grauwe P (2012) The European Central Bank has delegated its lender of last resort duty to panicky bankers who are the slaves of market sentiments. Pumping in over 1,000 billion Euros this way has not stabilized Europe’s sovereign debt markets. LSE Blog. 9 March 2012 https://blogs.lse.ac.uk/europpblog/2012/03/09/ecb-lender-last-resor/
ECB (2011) The Monetary Policy of the ECB 2011. Frankfurt am Main, Germany: European Central Bank Report. Available at: https://www.ecb.europa.eu/pub/pdf/other/monetarypolicy2011en.pdf.
ECB (2017) Agreement on Emergency Liquidity Assistance. ECB – Eurosystem. 17 May 2017. Available at: https://www.ecb.europa.eu/pub/pdf/other/Agreement_on_emergency_liquidity_assistance_20170517.en.pdf.
ECB (2019) European Central Bank – Eurosystem – About – Organisation. Available at: https://www.ecb.europa.eu/ecb/orga/html/index.en.html (accessed December 2019).
ECB (2020a) Financial Integration and Structure in the Euro Area. European Central Bank. March 2020. Available at: https://www.ecb.europa.eu/pub/pdf/annex/ecb.fie202003_annex.en.pdf.
ECB (2020c) Balance sheet items. ECB Statistical Data Warehouse. Available at: http://sdw.ecb.europa.eu/browse.do?node=1491 (accessed May 2020).
Eichengreen B, Mehl A, Chitu L, et al. (2014) Mutual Assistance between Federal Reserve Banks, 1913-1960 as Prolegomena to the TARGET2 Debate (No. 20267). DOI: 10.1017/CBO9781107415324.004.
Epstein R and Rhodes M (2014) International in Life, National in Death? Banking Nationalism on the Road to Banking Union. KFG Working Paper Series, No. 61. https://www.ssoar.info/ssoar/handle/document/41314.
Epstein RA and Rhodes M (2016) The political dynamics behind Europe’s new banking union. West European Politics 39(3): 415–437. DOI: 10.1080/01402382.2016.1143238.
Gabor D (2020) Critical macro-finance: a theoretical lens. Finance and Society 6(1): 45–55.
Gocaj L and Meunier S (2013) Time will tell: the EFSF, the ESM, and the Euro crisis. Journal of European Integration 35(3): 239–253. DOI: 10.1080/07036337.2013.774778.
Haerter N (2020) Ceci n’est pas un Capital markets union: re-establishing EU-led financialization. Competition & Change 24(3–4): 248–267. DOI: 10.1177/1024529420915627.
Harvey D (1978) The Marxian theory of the State. Antipode 8(2): 80–89. DOI: 10.1111/j.1467-8330.1976.tb00641.x.
Hayo B and Meon P-G (2013) Behind closed doors: revealing the ECB’s decision rule. Journal of International Money and Finance 37(October 2013): 135–160.
Hilferding R (1981) Finance Capital: A Study of the Latest Phase of Capitalist Development. London: Routledge & Kegan Paul.
Ilyenkov E (2012) Dialectics of the Ideal (2009). Historical Materialism 20: 149–193.
Ioannou D, Leblond P and Niemann A (2015) European integration and the crisis: practice and theory. Journal of European Public Policy 22(2): 155–176. DOI: 10.1080/13501763.2014.994979.
Itoh M and Lapavitsas C (1999) Political Economy of Money and Finance. London: Palgrave Macmillan. DOI: 10.1177/030981689906800111.
Knafo S (2020) Macro-finance and the financialisation of economic policy. Finance and Society 6(1): 87–94. DOI: 10.2218/finsoc.v6i1.4412.
Lapavitsas C (2000) On Marx’s analysis of money hoarding in the turnover of capital. Review of Political Economy 12(2): 219–235. DOI: 10.1080/095382500406521.
Lapavitsas C (2003) Social Foundations of Markets, Money, and Credit. London, NY: Routledge.
Lapavitsas C, Kaltenbrunner A, Lambrinidis G, et al. (2012) Crisis in the Eurozone. Brooklyn, London: Verso.
Lapavitsas C (2017) Marxist Monetary Theory: Collected Papers. Leiden, Boston: Brill.
McNally D (2014) The blood of the commonwealth: war, the State, and the making of world money. Historical Materialism 222: 3–32. https://brill.com/view/journals/hima/22/2/article-p3_1.xml.
Marx K (1976) Capital. Vol I, Harmondsworth: Penguin.
Marx K (1981) Capital. Harmondsworth: Penguin. Vol III.
Marx K (1904) A Contribution to the Critique of Political Economy. Trans. N. 1. Stone. Chicago: Charles H. Kerr & Co.
Mandel E (1969) The Marxist Theory of the State. New York: Merit.
Padoa-Schioppa T (2004) The Euro and its Central Bank. Cambridge, Massachusetts & London, England: Getting United after the UnionThe MIT Press.
Quaglia L (2019) The politics of an ‘incomplete’ Banking Union and its ‘asymmetric’ effects. Journal of European Integration 41(8): 955–969. DOI: 10.1080/07036337.2019.1622541.
Van Meeteren M (2019) European Union financial integration, a geography perspective. Geography Compass 13(4): e12424. DOI: 10.1111/gec3.12424.
Whelan K (2014) TARGET2 and central bank balance sheets. Economic Policy 29(77): 79–137. DOI: 10.1111/1468-0327.12025.
Whelan K (2016) Banking Union and the ECB as lender of last resort. WP16/09. UCD Centre for Economic Research Working Paper Series. August 2016. Available at: http://www.ucd.ie/t4cms/WP16_09.pdf.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
3 Trackbacks