Όλα τριγύρω αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν
«Η ελπίδα που έρχεται» ήρθε και μαζί της συμπαρέσυρε όλη την ελληνική κοινωνία σε ένα πολιτικό «λήθαργο» και σε μια παγιωμένη αντίληψη ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση.
Η πολιτική αποτυχία του Αλέξη Τσίπρα και ευρύτερα του ΣΥΡΙΖΑ είναι προφανής λίγες ημέρες πριν τη διεξαγωγή των εθνικών εκλογών στις 7 Ιουλίου. Αυτό ενισχύεται σημαντικά και από την μετατόπιση του πολιτικού άξονα προς τα δεξιά αλλά και του βασικού διακυβεύματος των εκλογών που δεν είναι πλέον το ποιο θα είναι το πρώτο κόμμα, ούτε πόση θα είναι η διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων, αλλά το αν η Νέα Δημοκρατία θα καταφέρει να κερδίσει την «πολυπόθητη» αυτοδυναμία που αναζητά.
«Η ελπίδα που έρχεται» ήρθε και μαζί της συμπαρέσυρε όλη την ελληνική κοινωνία σε ένα πολιτικό «λήθαργο» και σε μια παγιωμένη αντίληψη ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση εκτός μνημονίων, εποπτείας και ελέγχου. Οι δανειστές έκαναν σαφές από το Λουξεμβούργο πως το «πακέτο παροχών» Τσίπρα και η μη τήρηση των δεσμεύσεων από πλευράς κυβέρνησης κυρίως σε ότι αφορά τις 120 δόσεις και τη μείωση του αφορολόγητου κινούνται προς τη λάθος κατεύθυνση με το στόχο του πλεονάσματος του 3,5% να μην είναι απόλυτα εφικτός.
Ο οικονομικός μποναμάς του Ζαππείου δεν έπεισε και δεν δελέασε τον ελληνικό λαό μιας και η διάβρωση των μόνιμων κατακτήσεών του δεν αντισταθμίζεται με συγκυριακά και εφάπαξ «επιδόματα». Η κυβέρνηση δεν επιχείρησε να υλοποιήσει ούτε ένα μικρό μέρος από τις διακηρύξεις, με βάση τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε να αυξήσει την εκλογική επιρροή του το διάστημα 2010-2015, και αυτό το πλήρωσε από την πρώτη κιόλας εκλογική αναμέτρηση. Η αδυναμία του Αλέξη Τσίπρα να υλοποιήσει μια φιλολαϊκή πολιτική έφερε τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία να διεκδικούν τη νίκη και την αυτοδυναμία στις 7 Ιουλίου απολαμβάνοντας τους καρπούς όχι της δικής τους πολιτικής αποτελεσματικότητας αλλά της διαλυτικής κρίσης του κυβερνώντος κόμματος.
Χωρίς λαϊκά ερείσματα και θεμέλια στην κοινωνία ο ΣΥΡΙΖΑ διολίσθησε πολιτικά στην προοπτική της τελικής σύμφυσης του με τη σοσιαλδημοκρατία και μετατράπηκε σε κόμμα της (μετα)μοντέρνας κεντροαριστεράς, επιχειρώντας να υπερκαλύψει το κενό του ΚΙΝΑΛ με την προοπτική σταθεροποίησης ενός νέου ενιαίου πόλου. «Στη ζωή όταν δεν αλλάζεις γίνεσαι μνημείο του εαυτού σου. Δεν είναι ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ του 2019 με τον ΣΥΡΙΖΑ του 2012 και του 2015» είχε δηλώσει ο Αλέξης Τσίπρας σε μία από τις συνεντεύξεις του υποδηλώνοντας την περαιτέρω μεταστροφή και μετάλλαξη του κόμματος προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ο πολιτικός σχεδιασμός που ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ, ήταν να αποδεχθεί το υπάρχων σύστημα, και μέσα σε αυτό να χτίσει και να διαμορφώσει ένα «βελτιωτικό» πρόγραμμα αναδιανομής της φτώχειας προς όφελος των κατώτερων στρωμάτων. Αυτή είναι και βασική θέση και προπαγάνδιση της «κυβέρνησης της αριστεράς» ενόψει των εκλογών – Ποιος είναι ο καλύτερος διαχειριστής της κρίσης και της υπάρχουσας κατάστασης; – Ποιος αποτελεί το μικρότερο κακό; Φυσικά δεν αποτελεί γραμμή πολιτική άμυνας η θεώρηση το να συντάσσεσαι με το μικρότερο κακό, μιας και το αποτέλεσμα γράφει μείον.
Το success story της τετραετίας του Αλέξη Τσίπρα δεν είχε δράκο, αλλά τον δημιούργησε ο ίδιος, με τον ισχυρισμό ότι η συμφωνία υπήρξε αποτέλεσμα εκβιασμού των δανειστών σε μια πολύωρη και σκληρή διαπραγμάτευση. Το επιχείρημα αυτό, του εξ ορισμού άνισου συσχετισμού δύναμης που οδηγεί στον συμβιβασμό, αποτελεί την καλύτερη δικαιολογία ότι «δεν είχαμε εναλλακτική επιλογή», εμποτίζοντας στην κοινωνία αυτή την άποψη και εγκαταλείποντάς την σε αυτή τη δεινή θέση που βρίσκεται σήμερα – στο να καλείται να επιλέξει όχι στο ποιος θα κάνει καλύτερη τη ζωή του, αλλά στο ποιος θα διαχειριστεί καλύτερα την κατάσταση.
Το υπερσυντηρητικό και νεοφιλελεύθερο προφίλ που διατηρεί η Νέα Δημοκρατία αποτελεί το σκαλοπάτι για τον ΣΥΡΙΖΑ, όχι στο να διεκδικήσει κάτι καλύτερο από τη δεύτερη θέση, αλλά στο να μην βιώσει ότι το ΠΑΣΟΚ το 2012, με τα ποσοστά του να φτάνουν σε μονοψήφιο αριθμό. Φυσικά κανείς δεν ξέρει αν μετά την ήττα στις 7 Ιουλίου o Αλέξης Τσίπρας θα συνεχίσει να κρατά τα σκήπτρα του ΣΥΡΙΖΑ ή αν θα προσπαθήσει να δημιουργήσει κάτι καινούργιο επιχειρώντας νέα πολιτικά ανοίγματα. Από την άλλη ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα επιχειρήσει να μετατρέψει την πολιτική ήττα του αντιπάλου του, εκμεταλλευόμενος και την αποθάρρυνση ενός ευρύτερου κόσμου, σε στρατηγική ήττα, ώστε να μην υπάρξει δεύτερος πόλος αντιπαράθεσης.