Όταν δυσκολεύουν τα πράγματα στο βουνό, πάντα οι Κλάρες δίνουν τη λύση

-Όταν θα λέω “Στα…”, εσείς θα λέτε “βέντο”!
-Στα… -Βέντο…
-Στα…
-…
Λιν;

Ένας μη αστικός, κατακόκκινος μύθος λέει πως η δεύτερη μέρα του Φεστιβάλ είναι μεταβατική και λιγότερο έντονη: χωρίς τα εγκαίνια και τον ενθουσιασμό της πρώτης μέρας, χωρίς την κορύφωση και τη μελαγχολία της τελευταίας. Αλλά γι’ αυτό ακριβώς είναι ίσως η καλύτερη για να τα δεις όλα, να χαρείς το Φεστιβάλ και να… αναστοχαστείς, για να δανειστούμε έναν όρο που ακούστηκε αρκετές φορές -στα όρια του drinking game- στη συζήτηση της Λαϊκής Σκηνής για την Κομμούνα.

Μια συζήτηση που αφορά πρωτίστως το μέλλον, όπως σωστά τονίστηκε, απέφυγε τις πολλές ιστορικές αναφορές -που προσωπικά δεν τις βρίσκω ποτέ περιττές- και επικεντρώθηκε σε σύγχρονα ζητήματα: από την κριτική της ομοιοπαθητικής σοφιστείας ότι μια αστική κυβέρνηση μπορεί να αλλάξει το αστικό κράτος, μέχρι τον προβληματισμό αν οι Λαϊκές Επιτροπές ήταν ή μπορούσαν να γίνουν το πρόπλασμα των σοβιέτ της εποχής μας. Γιατί να είναι όμως εδαφικής βάσης -όπως οι Λ.Ε.- και όχι στους χώρους δουλειάς;

Η Κομμούνα ήταν κατά κάποιον τρόπο το τιμώμενο γεγονός του Φεστιβάλ, με μια σειρά εκδηλώσεις, θεματικές εκδόσεις της ΣΕ και την κεντρική έκθεση -σε συνδυασμό με το ντοκιμαντέρ της ΚΝΕ ως “ορεκτικό”- που ανέδειξαν πολλές πλευρές: από τα γεγονότα ως την πολιτική ερμηνεία τους και από τη συμβολή των γυναικών ως το αποτύπωμα των καλλιτεχνών στην Κομμούνα. Και όλα αυτά δίνουν τροφή για σκέψη και ερεθίσματα που χρήζουν ξεχωριστής αναφοράς. Αλλά ας κρατήσουμε τον συνειρμό με τη φράση του Ένγκελς (θέλετε να μάθετε τι λογής είναι η δικτατορία του προλεταριάτου; Δείτε την Κομμούνα…) και της κοινωνίας που ονειρευόμαστε.

-Θέλετε λοιπόν να μάθε τι λογής θα είναι η Κόκκινη Πολιτεία που θα φτιάξουμε;
Δείτε τη μικρή Πολιτεία του Φεστιβάλ… Τέτοιος θα είναι ο νέος κόσμος που θα στήσουμε.

Μια “πολιτεία” που ενώνει την εθελοντική προσφορά με την οργάνωση, που βγάζει τον καλύτερό μας εαυτό και από όλους μαζί κάτι ωραίο και μεγάλο, κάτι ανεπανάληπτο, που ξεπερνά το άθροισμά μας ως μονάδες ξεχωριστές, γιγαντώνεται και κάνει έφοδο στον ουρανό.

Το τιμώμενο πρόσωπο του Φεστιβάλ δεν ήταν άλλο από τον Μίκη Θεοδωράκη, που ήταν παντού. Παρών στην ομιλία του ΓΓ (μία μέρα μετά) με τους στίχους του διάσπαρτους στο κείμενο, παρών στις γιγαντοοθόνες του Φεστιβάλ, στις συναυλίες – αφιερώματα, στις αφιερώσεις των καλλιτεχνών που τον αποχαιρετούσαν επί σκηνής, στα μπλουζάκια των πλανόδιων που ήταν ροκ κοπής αλά Μοναστηράκι. Παρών σε όλα όσα πρέπει να είναι, όπως λέει ο ποιητής, που ο Μίκης τον έβαλε στο τραπέζι του λαού, πλάι στο ποτήρι και το ψωμί του -όπως είχε πει ο ίδιος ποιητής.

Ο Μίκης ήγαν ακόμα και στο κιόσκι-μπαρ του Ελληνοκουβανικού, απέναντι από τη Διεθνούπολη, όπου έγινε η συζήτηση για την αλληλεγγύη στην Κούβα, με τη συμμετοχή της Κουβανής πρέσβειρας. Και επειδή έχουν ειπωθεί πολλά για την κριτική του ΚΚΕ και τις σχέσεις του με ο νησί της επανάστασης (λες και η κριτική δεν είναι το οξυγόνο της [επανάστασης] αλλά την πνίγει), αναρωτιέται και αναστοχάζεται κανείς ποιος άλλος χώρος διοργανώνει τέτοιες συζητήσεις, ποιος (άλλος) δείχνει έμπρακτη αλληλεγγύη, ποιος προβάλλει συστηματικά τους άθλους της Κούβας στον ιατρικό τομέα -παρά το εξοντωτικό εμπάργκο-, την καμπάνια για τη βράβευση της Ιατρικής Ταξιαρχίας Henry Reeves με το Νόμπελ (και τελικά αντ’ αυτών κάποιος Γουλιμής, τύπου Γκρέτας Τούνμπεργκ). Και αν τελικά η ελπίδα προέρχεται από τους πολιτικούς χώρους που έκαναν τρεις ημέρες να βγάλουν μια ανακοίνωση για την απόπειρα “πολύχρωμης (αντ)επανάστασης-πραξικοπήματος στην Κούβα, λες και περίμεναν να δουν πού θα κάτσει η μπίλια ή περίμεναν ενημέρωση από τα τοπικά γραφεία τους στην Αβάνα.

Το μόνο δικό μου σχετικό ερώτημα είναι γιατί η κουβανική παρουσία να περιορίζεται στο κιόσκι του Ελληνοκουβανικού και το αλέγκρο χρώμα της Διεθνούπολης με τα κοκτέιλ, αντί να έχει δική της παρουσία πχ η νεολαία του ΚΚ Κούβας μαζί με τις άλλες αποστολές ή πχ να υπάρχει μια συμβολή – άρθρο των Κουβανών στο τεύχος της Διεθνούς Κομμουνιστικής Επιθεώρησης που είναι αφιερωμένο στο σοσιαλισμό και τις νομοτέλειές του.

Κατά τα άλλα, το πρόγραμμα της 2ης μέρας ήταν πολυσυλλεκτικό και με αντίστοιχο κοινό. Είχε εναλλακτικά μποφιλάκια, φαν της Νατάσσας -που πρέπει να την πείσουν να λέει και άλλα πολιτικά τραγούδια, γιατί τα αναδεικνύει μοναδικά και την αναδεικνύουν με τη σειρά τους- και ορδές χύμα φασαίων για τον Μυστακίδη ή τους Γκιντίκι (τέλειο όνομα), μικρά και ακόμα μικρότερα παιδιά για τον Μαλιάτση, λαϊκό κόσμο με βαρύ νταλγκά στον Μαργαρίτη, στη λαϊκή σκηνή -δίπλα στο κελί 33. Και γενικώς τόσο συνωστισμό που τρόμαζες στη σκέψη τι θα γινόταν από κοσμοσυρροή την επόμενη μέρα -δε θες να ξέρεις.

Πόσα άτομα χωράει ένα πάρκο; Πόσα ακόμα θα είχε αν υπήρχε κοντά Μετρό και δε φοβόντουσαν κάποιοι για τον κορονοϊό; Και αν δε μας χωρά ούτε αυτό το μέρος, τότε ποιο;

Η δεύτερη μεγαλύτερη έκπληξη-καινοτομία της δεύτερης μέρας -επειδή δεν είχα κάνει καλή επιτόπια έρευνα την πρώτη- ήταν οι παντσέτες, ως νέα είσοδος στις ταβέρνες του Φεστιβάλ -που τις παίρνεις ζεστές, χωρίς την ουρά που έχουν τα σουβλάκια, όπως θα θυμούνται άλλωστε οι αναγνώστες των 50 κανόνων του Φεστιβάλ.

Αλλά η μεγαλύτερη έκπληξη ήταν οι Σταβέντο, ο κόσμος που μάζεψαν στη μαθητική σκηνή και βασικά η “εξομολόγηση” του τραγουδιστή ότι είναι μεγάλη του τιμή που ήρθε, γιατί ξεκίνησε από αυτά τα Φεστιβάλ, πριν από περίπου είκοσι χρόνια! Τι έγινε ρε παιδιά;

https://twitter.com/odigitis/status/1441504398773944323

Τελικά η ΚΝΕ, εκτός από μεγάλο σχολείο είναι και κυνηγός ταλέντων. Ακόμα και όσοι είναι ήδη φτασμένοι, τραγουδάνε σε κοινό που δεν το βλέπουν κάθε μέρα και φαίνεται στην γκάβλ… εεε… στη δίψα και το πάθος που βγάζουν επί σκηνής, μετά από τόσους μήνες αποχής και του υποχρεωτικού προαυλισμού χωρίς συναυλίες και παραστάσεις.

Και ύστερα άρχισε ο διάλογος του Σταβέντο με το κοινό.

-Όταν θα λέω “Στα…”, εσείς θα λέτε “βέντο”!
-Στα… -Βέντο…
-Στα…
-…Λιν;

Την καλύτερη ατάκα την είπε πάντως ο τσολιάς Αποστόλης, μιλώντας για τα υπερσύγχρονα μέσα πυρόσβεσης του επιτελικού κράτους και τους απεγνωσμένους κατοίκους που προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά με κλαδιά και κάθε άλλο πιθανό μέσο. Γιατί, ως γνωστόν, όταν δυσκολεύουν τα πράγματα στο βουνό, πάντα οι Κλάρες δίνουν τη λύση…

Ένα από τα καλύτερα στιγμιότυπα ήταν η ιδέα της σφήνας στη μαθητική σκηνή -που ίσως να την αδικεί κάπως η δική μου ερασιτεχνική λήψη εδώ.

Αλλά επειδή το κείμενο γράφεται εκ των υστέρων, επιλέγουμε ως καλύτερο στιγμιότυπο κάτι από το κλείσιμο της τελευταίας μέρας και το Ικαριώτικο γλέντι στη λαϊκή σκηνή, με τον Φάκαρο να εκστασιάζεται, να παίρνει την κόκκινη σημαία και να φωνάζει επί σκηνής: “Ζήτω το Φεστιβάλ, ζήτω η ΚΝΕ!”…

Άδικο έχει;

Έτσι “ανάποδα” που ήρθαν τα πράγματα, με τις φεστιβαλικές ανταποκρίσεις, σε αυτήν πρέπει να γίνει και ένα είδος μικρού απολογισμού. Οι Οι διοργανωτές μιλάνε για το μεγαλύτερο Φεστιβάλ των τελευταίων πολλών ετών και η αλήθεια είναι πως μόνο με αυτά της δεκαετίας του ’80 μπορεί ίσως να συγκριθεί σε μαζικότητα. Αν και δεν είναι τόσο εύκολο να το μετρήσεις με αποκόμματα εισιτηρίων -έτσι και αλλιώς δεν κόβουν όλοι όσοι μπαίνουν στον χώρο, ούτε έρχονται όλοι όσοι έχουν κόψει για να δώσουν οικονομική ενίσχυση. Το μετράς με το μάτι, με το αδιάψευστο κριτήριο πως την τρίτη μέρα τελείωσαν τα σουβλάκια και άλλα είδη “πρώτης ανάγκης” από τις ταβέρνες, από τους γνωστούς που πέτυχες αλλά δεν περίμενες να δεις, από τους φίλους που περίμενες να δεις αλλά δεν πέτυχες γιατί πού να τους βρεις όλους μες στον πανικό και την πολυκοσμία.

Τέλος πάντων, πάει και αυτό το Φεστιβάλ και ας καρτερούμε ένα άλλο. Αλλά αν αυτό, που ήταν αφιερωμένο και στην Κομμούνα μεταξύ άλλων, ανέβασε τόσο ψηλά τον πήχη, κοντά στον ουρανό, τι παραπάνω μπορούν να κάνουν τα επόμενα;

Υγ: *Αυτή η ανάρτηση έπρεπε να έχει βγει μια βδομάδα πριν, αλλά δεν ολοκληρώθηκε εγκαίρως και βγαίνει -ετεροχρονισμένα έστω- για να υπάρχει στο αρχείο, μαζί με τις ανταποκρίσεις των άλλων ημερών.

“Μισώ τον άνθρωπο που είναι απολιτίκ!” – Αποδελτιώνοντας την 1η μέρα του Φεστιβάλ

Ομορφαίνεις Φεστιβάλ μου την Αθήνα – Ημέρα 3η

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: