Οβελίξ και ΣΙΑ
Ο Γκοσινί -χωρίς να διαθέτει προφανώς μαρξιστικό ή ταξικό κριτήριο- σατιρίζει ανελέητα την κρίση και τα αδιέξοδα της καπιταλιστικής οικονομίας, όπου το κέρδος είναι το παν, ακόμα κι αν δε γνωρίζει κανείς την αξία χρήσης αυτών που παράγουμε…
Σήμερα συμπληρώνονται σαράντα χρόνια από το θάνατο του Ρενέ Γκοσινί, του μεγάλου δημιουργού διάσημων ηρώων κόμικ, όπως ο Αστερίξ, ο Λούκι Λουκ, ο Μικρός Νικόλας, ο Ιζνογκούντ και πολλοί άλλοι. Τιμώντας τη μνήμη του επιλέξαμε μια σημειολογική ανάλυση για το “Οβελίξ και ΣΙΑ”, το τεύχος του Αστερίξ όπου ο Γκοσινί -χωρίς να διαθέτει προφανώς μαρξιστικό ή ταξικό κριτήριο- σατιρίζει ανελέητα την κρίση και τα αδιέξοδα της καπιταλιστικής οικονομίας, όπου το κέρδος είναι το παν, ακόμα κι αν δε γνωρίζει κανείς την αξία χρήσης αυτών που παράγουμε…
Προϋπόθεση για να μελετήσουμε συστηματικά την τρέχουσα κρίση, είναι να καταφύγουμε στα κείμενα των κλασικών. Κι ένα τέτοιο κείμενο είναι το τεύχος από τις περιπέτειες του Αστερίξ, με τίτλο Οβελίξ και Σία. Η διεισδυτική ματιά του Γκοσινί αποδίδει με εκλαϊκευτικό τρόπο διαχρονικά νοήματα και φτάνει πολύ πιο βαθιά από διάφορες σύγχρονες αναλύσεις περί κρίσης χρέους.
Όσοι δεν είναι εξοικειωμένοι με τους ήρωες του κόμικ, ή δε γνωρίζουν την υπόθεση της συγκεκριμένης περιπέτειας, μπορούν να διαβάσουν εδώ μια περίληψη και να μπουν στο νόημα.
Ο Γκοσινί βάζει τους ειρηνικούς κατοίκους του γαλατικού χωριού να παράγουν μενίρ αδιάκοπα, με ρυθμούς εντατικής ανάπτυξης. Ένα καυστικό σχόλιο πάνω στον φετιχισμό του εμπορεύματος και στην παραγωγή για την παραγωγή –κατ’ αντιστοιχία της τέχνης για την τέχνη- που αποσκοπεί στην ανταλλαγή –και κατά συνέπεια στο κέρδος- κι οδηγεί νομοτελειακά στην υπερπαραγωγή και την κρίση. Και το πιο ωραίο είναι ότι κανείς δεν έχει καταλάβει –ακόμα και σήμερα- σε τι ακριβώς χρησιμεύει ένα μενίρ. Ή με όρους μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, ποια είναι η αξία χρήσης του.
Η αλυσίδα χρήμα- εμπόρευμα-χρήμα σπάει στον κρίκο του εμπορεύματος κι οδηγεί στην απαλλοτρίωση των μικροπαραγωγών, την καταστροφή της βασικής παραγωγικής δύναμης που είναι ο άνθρωπος και την απαξίωση κεφαλαίων, με την επίθεση των αγανακτισμένων Γαλατών στο Ρωμαϊκό στρατόπεδο, όπου τα κάνουν όλα λίμπα, με συνείδηση Λουδίτη μεν, καταδεικνύοντας δε ότι η διέξοδος βρίσκεται στο συλλογικό αγώνα κι είναι πάντοτε πολιτική, στο πεδίο της ταξικής πάλης κι όχι καθορισμένη ντετερμινιστικά από κάποιες επιστημονικές αυθεντίες.
Στο ενδιάμεσο οι Γαλάτες είχαν φτάσει μέχρι του σημείου, να κυνηγάνε οι μισοί εξ αυτών αγριογούρουνα για να εξασφαλίσουν τροφή στους άλλους μισούς που έφτιαχναν μενίρ. Περίπου όπως σήμερα, που μόνο τα φαγάδικα έχουν τζίρο κι είναι βιώσιμα. Με τη διαφορά ότι οι άλλοι μισοί… στην Κίνα βρίσκονται, ή αμείβονται με μισθούς Κίνας. Πολλές φορές και καθόλου. Ανεργία και χαρά..
Στο πρόσωπο του Κάιους Τεχνοκράτιους ο Γκοσινί σατιρίζει το σύγχρονο σινάφι των γκουρού της οικονομίας και τη δύσκολη έως ακατανόητη –στο ευρύ κοινό- ορολογία που χρησιμοποιούν, για να θολώσουν τα νερά. Σπρεντς, σι ντι ες, σελέκτιβ ντιφόλτ –που δεν είναι αυτό που νομίζετε, έγινε κάποιο λάθος στη μετάφραση- κοκ για να καταλήξει στο: εσύ πρέπει πληρώσει χρέος. Και στην πιο εκχυδαϊσμένη εκδοχή του: όλοι μαζί τα φάγαμε.
Στο τέλος βέβαια υπονοείται η κρατούσα αστική ερμηνεία της κρίσης: ότι φταίει ο χρυσοκάνθαρος, το golden boy, η λανθασμένη πολιτική διαχείρισης που ακολούθησε. Και κατά δεύτερο λόγο η κρατικοδίαιτη συντεχνία των κατασκευαστών μενίρ που αδειάζει το δημόσιο ταμείο της Ρώμης.
Αλλά τα νοήματα του έργου πηγαίνουν πιο βαθιά από την επιφάνεια. Σε πολιτικό επίπεδο ο Γκοσινί επεξηγεί το μηχανισμό ενσωμάτωσης των μικροαστών στις συστημικές αξίες και το όνειρο των Γαλατών που ξεχνάνε την ταπεινή τους καταγωγή και μεγαλοπιάνονται.
Ενώ σε οικονομικό επίπεδο δίνει ένα παράδειγμα εφαρμογής του νόμου της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους, όπου αν ξεπηδήσει ένας κλάδος με δυναμική, πλακώνουν πολλά κεφάλαια, κερδίζουν για κάποιο διάστημα, αλλά προοπτικά χαντακώνουν τη δυνατότητα διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Το αυτό γίνεται και σε διακρατικό επίπεδο, με τους Ρωμαίους παραγωγούς μενίρ -που δεν υπήρχαν καν ως κλάδος- να αντιδρούν ενάντια στην κοινή ρωμαϊκή αγορά της εποχής και τα ξένα προϊόντα που τους παίρνουν τη δουλειά.
Παράλληλα ο Γκοσινί κάνει μία ενδιαφέρουσα νύξη σε μια αποστροφή των Grundrisse του Μαρξ –οικονομικά χειρόγραφα υπό μορφή σημειώσεων, προπαρασκευαστικά του Κεφαλαίου, που ήρθαν στη δημοσιότητα μόλις τη δεκαετία του 1930- για τη γενική διάνοια (general intellect) και την επιστήμη ως άμεση παραγωγική δύναμη, στο πρόσωπο του Πανοραμίξ που δίνει μαγικό ζωμό στους κατασκευαστές μενίρ, μειώνοντας τον μόχθο του χειρώνακτα στο ελάχιστο. Κι εφόσον η γνώση είναι κάτι που –σε αντίθεση με τα κοινά εμπορεύματα- μπορούμε να την δώσουμε χωρίς να την αποστερηθούμε, τα καλούπια της ιδιωτικής ιδιοκτησίας που επιχειρούν να τη μεταχειριστούν ως εμπόρευμα, αποδεικνύονται στενά κι αναχρονιστικά.
Σε ένα γενικότερο επίπεδο, το γαλατικό χωριό ως σύλληψη –σε αντίθεση με το εξ Αμερικής ορμώμενο ιδανικό του τυχερού, μοναχικού καουμπόι, Λούκι Λουκ- προσφέρεται για μια σειρά κινηματικούς συνειρμούς.
Το ΚΚ είναι ένα είδος συλλογικού διανοούμενου, που περικλείει στις γραμμές του το σπέρμα της λαϊκής συμμαχίας, και στο σήμα του την ένωση του σφυριού της εργατικής τάξης του σιδερά Αυτοματίξ, με το δρεπάνι του διανοούμενου Πανοραμίξ που είναι ο πνευματικός καθοδηγητής του χωριού και παίζει στα δάχτυλα τον μ-λ, τον οποίο και κωδικοποιεί σε διάφορες σοφές συνταγές και μαγικά μαντζούνια.
Όμως, παρά τη διαλεκτική άρση της διαφοράς πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας, ελλοχεύει ο κίνδυνος του καπελώματος των μεν απ’ τους δε. Η κοινωνία του μέλλοντος θα προκύψει ως μια ζωντανή διαδικασία, η οποία καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, κι όχι μέσα από έτοιμες συνταγές παρμένες από τον τσελεμεντέ κάποιου… Αναρχίξ. Μέσα από πάλη κι όχι μεταφυσικά με κάποιο μαγικό ζωμό. Ο Πανοραμίξ έχει γενική εποπτεία της παραγωγής –βάση ονόματος μεταξύ άλλων- αλλά πρέπει να είναι αιρετός κι ανακλητός ανά πάσα στιγμή απ’ τη βάση του χωριού.
Κατά τα άλλα, ο Ιντεφίξ είναι το κομματικό σκυλάκι που έρχεται στις μάχες με τους Ρωμαίους και γαβγίζει τους μπάτσους. Ο Οβελίξ είναι κάτι σαν την περιφρούρηση των οικοδόμων, κι απλώς θέλει να του εξηγήσουν για τι παλεύουμε, που είναι κι η βάση της συνειδητής πειθαρχίας κάθε κομμουνιστή. Ο Μαζεστίξ έχει το κύρος του ΓΓ, που κανείς αστός αρχηγός δε θα μπορέσει ποτέ να αποκτήσει. Είναι γενναίος, ατρόμητος και το μόνο που φοβάται είναι μη τυχόν μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι την ώρα που θα επιχειρούμε την έφοδο προς αυτόν –ό,τι περίπου πάθαμε με τη Σοβιετική Ένωση και τις λοιπές ΛΔ.
Ο Μαθουσαλίξ είναι ο βετεράνος με τις ιστορίες από το παρελθόν, σαν αυτούς τους ξεχασμένους παππούδες που συναντάς στα γραφεία στις συνοικιακές Κόβες και σου διηγούνται ώρες ατέλειωτες, χωρίς ειρμό για τον περιφανή θρίαμβο του εαμ στη Ζεγκόβια. Κι η Αλεζία; (Βάρκιζα).
-Ποια Αλεζία; Τι τη θέλετε τέλος πάντων αυτή την Αλεζία, ε; Μου λέτε;
Ο Αλφαβητίξ είναι ένας οπορτουνιστής που τρώει ψάρια, αλλά υποτάσσεται στο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό του χωριού και τα αγριογούρουνα. Οι αντιλήψεις του αποτέλεσαν τη βάση για τη ρεφορμιστική μετάλλαξη του γαλλικού ΚΚ που τα ‘κανε θάλασσα και σήμερα είναι ένα θλιβερό απομεινάρι του ένδοξου παρελθόντος του. Τα αμφίβολης φρεσκάδας –σαν τα ψάρια του- επιχειρήματά του, για την ανανέωση της δίαιτας και των συνηθειών μας με πιο light θέσεις, γίνονται συχνά αφορμή για ασήμαντους καβγάδες στο εσωτερικό του χωριού, όσο δε μας παίρνει να τα βάλουμε με τους Ρωμαίους, και παίζουμε αναμεταξύ μας.
Είναι τρελοί αυτοί οι κομμουνιστές.
Μαζί κι ο Κακοφωνίξ, μια διαρκής παραφωνία στη σωστή γραμμή του κόμματος, που είναι αξιαγάπητος για παρέα όταν κρατάει κλειστό το στόμα του στις Κόβες. Αλλά όταν αρχίζει τη γκρίνια, οι σύντροφοι τον κόβουν στεγνά, με συνοπτικές διαδικασίες. Όχι δε θα τραγουδήσεις. Στην ουσία ενσαρκώνει έναν πρόδρομο του Ρασούλη στο ρόλο του τροτσκιστή βάρδου.
Όσο για το συνειρμό και τον παραλληλισμό του γαλατικού χωριού με την Κούβα είναι τόσο προφανής, που δε χρειάζεται να αναλυθεί περαιτέρω. Αρκεί όμως μια ματιά στις περιπέτειες του Αστερίξ -κι όχι σε κάποιο βαρύ πολιτικό κείμενο- πχ στην Κατοικία των Θεών, όπου η ύπαρξη του χωριού απειλείται από την οικονομική δύναμη και το “σύγχρονο, δυτικό” τρόπο ζωής των Ρωμαίων -σε έναν υπέροχο αναχρονισμό του Γκοσινί- για να καταλάβει κανείς τους κινδύνους που ελλοχεύουν στις πρόσφατες εξελίξεις.