Πάει και αυτό το Φεστιβάλ και ας καρτερούμε ένα άλλο – 360 και σήμερα…

Καταπολεμώντας τη μεταφεστιβαλική κατάθλιψη, τη σκόνη του χρόνου και του Πάρκου Τρίτση…

Και ήρθε εκείνη η ώρα να μαζέψεις τις φεστιβαλικές αναμνήσεις προσεκτικά σε ένα συρτάρι της μνήμης, για να μην τις φάει ο σκόρος μιας μίζερης καθημερινότητας και η σκόνη του χρόνου. Αν και από αυτήν έχεις αρκετό απόθεμα, μετά από τρεις ημέρες στο Πάρκο Τρίτση, που χόρευαν όλοι γύρω σου, από τον πιο μικρό σύντροφο ως τον Κουτσούμπα.

Και αν το έβλεπες από μακριά, μπορεί να έμοιαζε “φωτιά στα προάστια”, όπως λέει ένας σύντροφος, που τον χάσαμε στη χιπ-χοπ συναυλία του Σαββάτου. Αλλά ο βασιλιάς της σκόνης ήταν στη φοιτητική σκηνή, όπου οι Sober δεν άφησαν πέτρα πάνω στην πέτρα, σε ευγενή άμιλλα με το Ικαριώτικο και τα κλαρίνα στη Λαϊκή Σκηνή.

Εκεί δηλαδή που χόρεψε μια βραδιά και ο ΓΓ, και τον έψαχνε στο τέλος η Γιώτα Βέη:
Σηκωθείτε όλοι για χορό. Πού είναι ο ο πρόεδρος;
Δεν έχουμε πρόεδρο Γιώτα, αλλά δεν πειράζει. Προχωράμε.

Προχωράμε, τακτοποιώντας αναμνήσεις και στιγμιότυπα στον σκληρό δίσκο του μυαλού, για να γυρίζουμε σε αυτά, όταν το έχουμε ανάγκη. Και από πού να ξεκινήσεις άραγε την “αποθήκευση ως”; Έχουμε και λέμε -ενδεικτικά.

-Ο πανικός το βράδυ της τρίτης μέρας και η μάχη της καρέκλας -η μόνη αντίστοιχη που θα βρεις στους κομμουνιστές. Και η ματαιότητα του πράγματος, γιατί δε φτάνει η καρέκλα μόνη της, πρέπει να βρεις χώρο να την βάλεις, και αυτό σε κάποιες σκηνές -πχ Πέμπτη στον Τσολιά- ήταν πρακτικά αδύνατο.
Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω.

-Ο Τσολιάς της Ελληνοφρένειας να εξηγεί μεταξύ σοβαρού κι αστείου πως οι συνθήκες μια χαρά ώριμες είναι, οι άνθρωποι είναι που αργούν να ωριμάσουν.

-Ο Ζαραλίκος να εξηγεί πώς μπορείς να βρεις άπλα -και όχι απλά μια καλή θέση- σε μια παραλία “πατείς με πατώ σε”, με όπλο ένα φύλλο Ριζοσπάστη. Και αν τύχει να έχει καμιά διαφήμιση -πχ της Πειραιώς- στο οπισθόφυλλο, τον βάζεις υπόστρωμα, γυρίζεις μπρούμυτα και… πηδάς το κεφάλαιο.

-Ο Φρανκ να κόβει στη μέση την χιπ-χοπ συναυλία και να την λέει στα ίσια σε κάτι ηλίθιους που έκαναν μπάφο, να μαζέψουν τα τσιγαράκια τους και σε άλλη παραλία.

-Οι Κοινοί Θνητοί να ραπάρουν το “Αφιερωμένο” και ξαφνικά να “κολλάει η βελόνα” επίτηδες. Και στον Νίκο Μπελογιάννη, και στον Νίκο Μπελογιάννη, και στον Νίκο Μπελογιάννη και στον Νίκο Μπελογιάννη. Και ξέρετε σε ποιον άλλον; Στον Νίκο Μπελογιάννη!

-Ο Μικρούτσικος να παίζει στο κλείσιμο το “Μπέλα Τσάο” και να λέει: πάμε για την τράπεζα τώρα…

-Ο παιδότοπος και το παιχνίδι, όπου τα παιδιά έριχναν μπάλες και έριχναν το τείχος της αδικίας, της φτώχειας, και του συστήματος. Να σου δώσω μια να πέσεις, αχ βρε κόσμε πήλινε…

-Η καυτερή σάλτσα των Μεξικάνων, που αν είσαι άμαθος, μπορεί να σε κάνει να χοροπηδάς, για το άλμα στον ουρανό, αν την δοκιμάσεις.

-Ο πάγκος των πολιτικών προσφύγων και των απογόνων τους στη Θεσσαλονίκη, που έδιναν καρτ-ποστάλ με τον γίγα(ντα) στους γίγαντες, τον Ντιμιτρόφ.

-Οι απάλευτοι ζηλιάρηδες του διαδικτύου που κάθονται τιμωρία στη γωνία και εξηγούν πικρόχολα, σαν τους γέρους του Μάπετ Σόου, πως τα σταφύλια του Φεστιβάλ -που η καλύτερη εποχή τους είναι τώρα- είναι κρεμαστάρια. Κατήφορος χωρίς φρένα και θλίψη μεγαλύτερη και από τη μεταφεστιβαλική μελαγχολία.

-Ο Τσακνής να τραγουδάει working class hero (εντάξει, κάποιες αναμνήσεις δε θα τυλιχθούν πολύ καλά και θα ξεχαστούν γρήγορα, τι να γίνει).

-Η φοιτητική σκηνή που ήταν πολύ καλύτερα οργανωμένη από ό,τι πέρσι.
Και το καλλιτεχνικό πρόγραμμα, που κράτησε περισσότερο από άλλες χρονιές στο Τρίτση, ως τις 4 η ώρα -αλλά ο κόσμος δεν έφευγε.

Και ό,τι άλλο χώρεσε σε τρεις μέρες, τέσσερις σκηνές, ένα πάρκο, δεκάδες περίπτερα, μυριάδες κόσμου (δηλαδή δεκάδες χιλιάδες), τόσες άπειρες στιγμές.

Κι αν έχεις στήσει μια τέτοια πολιτεία, κόκκινη και ιδανική, σκέφτεσαι, γιατί να μην χτίσουμε μια μεγαλύτερη, που να χωράει τον κόσμο όλο, όταν ωριμάσουν οι συνθήκες -ή μάλλον οι άνθρωποι που τις διαμορφώνουν κι οι δύο πόλοι μαζί, σα διαλεκτική σύνδεση. Αγάλι-αγάλι γίνεται η αγουρίδα -και τα φεστιβαλικά σταφύλια- μέλι.

Μια ιδανική κόκκινη πολιτεία, όπου όπως λέει στις συναυλίες του ο Μικρούτσικος -δάνειο από τους κλασικούς- ο ψαράς θα γίνει ποιητής και ο ποιητής ψαράς. Και όπου η ιδανική συνθήκη θα είναι: οκτώ ώρες δουλειά, οκτώ ώρες ύπνο και οκτώ ώρες Φεστιβάλ, σε καθημερινή βάση. Αλλά δε θα τρώμε μία ώρα μέχρι να πάμε στο Τρίτση, γιατί θα έχει φτάσει το μετρό. Και πιθανότατα θα δουλεύουμε πολύ λιγότερες ώρες…

Μπορεί να μην είμαστε σε “ρομαντικές εποχές”, που οι φωτό στα άλμπουμ σκονίζονταν και βυθίζονταν στη λήθη του χρόνου, για να μας ταξιδέψουν σε αυτόν. Αλλά αυτά που βλέπουμε στο Φεστιβάλ τα τελευταία χρόνια, μπορεί να ξεπερνάνε τις πιο ένδοξες στιγμές του θεσμού στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.

Ιεροσυλία, ε; Ναι, αλλά οι τέσσερις σκηνές του φετινού Φεστιβάλ δε θα χωρούσαν στην Καισαριανή και στο Μπαρουτάδικο. Και γενικώς είναι ζήτημα πού θα μπορούσε να χωρέσει το κεντρικό Φεστιβάλ της Αθήνας, αν μεγαλώσει κι άλλο, με τον ρυθμό των τελευταίων χρόνων.

Μπορεί να μην το συνειδητοποιούμε τώρα, αλλά θα το καταλάβουμε μετά από χρόνια, που θα μπορούμε να λέμε πως “ήμουν και εγώ εκεί”. Αλλά ο στόχος δεν είναι να περάσουν τα χρόνια, για να νοσταλγούμε σαν βετεράνοι περσινά ξινά σταφύλια. Γιατί τα καλύτερα Φεστιβάλ μας δεν τα έχουμε ζήσει ακόμα, είναι αυτά που έρχονται. Κι αρχίζει, από σήμερα κιόλας, η ανυπομονησία για το επόμενο.

360 και σήμερα…

Αργούν πολύ να ωριμάσουν οι συνθήκες;

Υστερόγραφο

Η επόμενη μέρα έχει φεστιβαλική κατάθλιψη, αντίστοιχη με την επιλόχειο. Αλλά η ζωή προχωρά χωρίς να κοιτά τη δική μας μελαγχολία. Και η επόμενη μέρα έχει αγώνες και τη μεγάλη μάχη της απεργίας. Ή μάλλον η μεθεπόμενη. Γιατί η επόμενη είχε ξεστήσιμο και γενική καθαριότητα στο Πάρκο Τρίτση, που παραδόθηκε καλύτερο από ό,τι ήταν πριν. Και αν το κρατούσε η ΚΝΕ περισσότερο καιρό, μπορεί να είχε βρει λύση ακόμα και για τη λίμνη, που στερεύει και αφήνει τις πάπιες χωρίς το ζωτικό τους χώρο -αυτές για τις οποίες ανησυχούσαν κάποτε οι οικολόγοι που ήθελαν να διώξουν το Φεστιβάλ…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: