Σεμίνα Διγενή: Όλες οι μάνες, στο πρόσωπό της…
Η Μάγδα Φύσσα τα βράδια δεν μπορεί να έχει χρόνο και διάθεση να παρίσταται σε δεξιώσεις και μέγαρα. Όπως έχει πει η ίδια, τα βράδια γυρίζει σπίτι της, για να μιλήσει στο γιο της, γιατί νιώθει πως είναι ακόμη εκεί ο Παύλος και την περιμένει.
Την Μάγδα Φύσσα δεν τη θυμάμαι μόνο στην επέτειο της δολοφονίας του παιδιού της. Χρόνια τώρα, μου δημιουργεί σκέψεις και ερωτήματα, που για να καταγραφούν, δεν περιμένουν κάποια επέτειο ή κάποιο άλλο γεγονός, όπως π.χ. το γεγονός ότι δεν παρευρέθηκε στη δεξίωση, στο Προεδρικό Μέγαρο, για την 47η επέτειο από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Αυτό φανταζόμουν πως θα έκανε και μπορώ να την καταλάβω.
Στο πρόσωπο αυτής της γυναίκας, που μοιάζει να βγήκε από αρχαία τραγωδία, βλέπω πάντα κι άλλες μάνες. Στο άδειο βλέμμα της, βλέπω και τη μάνα του Πακιστανού εργάτη Σαχζάτ Λουκμάν, που δολοφόνησαν χρυσαυγίτες στα Κάτω Πετράλωνα, όταν πήγαινε με ποδήλατο, ξημερώματα στη δουλειά του, βλέπω τις μάνες των Αιγύπτιων ψαράδων και των αλλοδαπών εργατών γης στην Κρήτη, που δέχτηκαν δολοφονική επίθεση, βλέπω τις μάνες των κομμουνιστών και των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ, για τους οποίους στήθηκε δολοφονική ενέδρα από ναζιστές και τόσες ακόμη… Βλέπω έναν Χορό γυναικών με μαύρα ρούχα, μέσα σε ένα βλέμμα. Όλες μέσα στα μάτια της Μάγδας, που έγιναν αστείρευτες λίμνες δακρύων, αλλά και ορμητικά ποτάμια θυμού και αγώνα. Η Μάγδα Φύσσα, από το 2013, από εκείνον τον Σεπτέμβρη, που ο Ρουπακιάς μαχαίρωσε το γιο της στην καρδιά, έχει μαχαιρωθεί κι εκείνη. Με δυνατή, επαγγελματική μαχαιριά. Αυτή η εικόνα της αγέρωχης, δυνατής γυναίκας, που τα βάζει μ’ ένα ολόκληρο σύστημα, που δε λυγίζει στιγμή και μόνη της στέκεται απέναντι, όχι μόνο στους χρυσαυγίτες, αλλά και στον χυδαίο «νομικό» χρυσαυγιτισμό, που δε ζητάει βοήθεια από κανέναν όταν παλεύει με τα τέρατα και δεν βγάζει τα μαύρα από πάνω της, στην πραγματικότητα, είναι ένα πλάσμα που δεν έχει ανάσα. Το έχει πει έτσι ακριβώς. Ένιωθε πως είχε νεκρωθεί. Δεν υπήρχε στ’ αλήθεια, απλώς ανέπνεε. Ούτε γνώριζε ότι μπορεί να έχει τόση δύναμη, δεν μπορούσε να φανταστεί ποτέ ότι θα έχανε το παιδί της και δεν θα πέθαινε η ίδια σε πέντε λεπτά. Δεν πέθανε, ναι, αλλά ζει – κι αυτή όπως κι όλες οι άλλες μάνες – με τον πιο επώδυνο, αλλόκοτο κι εφιαλτικό τρόπο, το «μετά» από εκείνη τη νύχτα. Τους νίκησε, ναι, αλλά δεν έχει το παιδί της. Την πρώτη φορά που την είδα, η εικόνα της χώρεσε αστραπιαία μέσα στο ίδιο κάδρο με εκείνη την άλλη μάνα που θρηνεί πάνω από τον δολοφονημένο απεργό γιο της, τον Μάη του ’36. Και για τις δυο, αλλά και για όλες τις προηγούμενες, έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος αυτά τα λόγια στον «Επιτάφιο»: «Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι. Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε».
Η Μάγδα Φύσσα τα βράδια δεν μπορεί να έχει χρόνο και διάθεση να παρίσταται σε δεξιώσεις και μέγαρα. Όπως έχει πει η ίδια, τα βράδια γυρίζει σπίτι της, για να μιλήσει στο γιο της, γιατί νιώθει πως είναι ακόμη εκεί ο Παύλος και την περιμένει. Εκείνη του μιλάει κανονικά, του λέει τα νέα και περιμένει να τον ακούσει. Το ότι δεν παίρνει απάντηση, την πληγώνει βαθιά και την πονάει αφάνταστα. Καμιά φορά, του θυμώνει που βγήκε έξω εκείνο το βράδυ, ύστερα όμως κλαίει και του ζητάει συγγνώμη, γιατί ξέρει ότι ποτέ δεν θα έκανε κάτι που θα την στενοχωρούσε… Κι έτσι περνούν οι ώρες και τα χρόνια. Αναρωτιέμαι, όλες αυτές οι μάνες πώς μπορούν να αντέχουν την ομορφιά ενός καλοκαιριού, χωρίς τα παιδιά τους; Πώς μοιράζονται – μόνες τους πια – τη χαρά μιας γιορτής, μιας εκδρομής, ενός αστείου; Πώς κάθονται σ’ ένα στρωμένο τραπέζι, δίπλα στην άδεια θέση τους, πώς αγγίζουν ακόμη ένα ρούχο τους, πώς είναι να μην ακούγεται πια το κλειδί τους στην πόρτα, ούτε τα γέλια κι οι φωνές τους; Πώς είναι να ζουν με ακρωτηριασμένη καρδιά; Ακόμη και όταν στις 22-10-20 η Δικαιοσύνη έστειλε 38 φασίστες στο κελί, εκείνη ένιωσε πως «ο Παύλος δε δικαιώθηκε, γιατί δεν ήταν εκεί». Έτσι είπε. «Ο αγώνας όλων μας δικαιώθηκε», ψιθύρισε, «αλλά ο Παύλος λείπει». Η τίγρης – λένε – προστατεύει το μωρό της ακόμη και νεκρό. Κι εκείνη αυτό κάνει, αυτό ξέρει, από την ώρα που είδε το γιο της στον νεκροθάλαμο. Τα ουρλιαχτά πόνου για το παιδί της, που σκίζουν τα σπλάχνα της, ακούγονται μόνο μέσα της. Έξω, στο πέτρινο πρόσωπό της φαίνεται κι ακούγεται δυνατά μόνο η απόφαση. Θα το προστατεύσει! Και μαζί μ’ αυτό και κάθε άλλο αθώο παιδί, που θέλει να είναι ελεύθερο. Δεν καταλαβαίνει από απειλές και τρομοκρατία και ρόπαλα και σιδερογροθιές και μαχαίρια… Άντεξε και όταν βρέθηκε ολομόναχη σε μια άδεια αίθουσα δικαστηρίου. Άντεξε κι όταν ήρθε αντιμέτωπη με τα θηρία, τους χλευασμούς, τις προσβολές, τις συκοφαντίες, τα ψέματα… Με τους φίλους του γιου της στο πλευρό της, στάθηκε βράχος, ακόμη κι όταν έβλεπε να τον ξαναμαχαιρώνουν, με εκείνο το προκλητικό «ξέπλυμα» της εγκληματικής δράσης της Χρυσής Αυγής, από την εισαγγελέα Οικονόμου.
Υπάρχει ένα τραγούδι του Παύλου Φύσσα, τα «Ζόρια», που λέει κάπου: «Μια τέτοια μέρα είναι ωραία για να πεθαίνεις όμορφα κι όρθιος σε δημόσια θέα, με λένε Παύλο Φύσσα από τον Περαία, Έλληνας κι ό,τι συνάδει αυτό, όχι μια σημαία».
Η μάνα του δε γίνεται να συμβιβαστεί με το ότι δεν θα τον ξανακούσει να τραγουδάει. Αγαπάει τόσο πολύ τα τραγούδια του και λίγο πιο πολύ ένα από εκείνα που έχει «πειράξει», τις «Αναμνήσεις», που κάπου λέει «Πώς να ξεχάσω την αγκαλιά της μάνας…». Η αγκαλιά της τώρα χωράει χιλιάδες παιδιά και όσο ζει θα παλεύει για να μη δοθεί σπιθαμή δημόσιου χώρου και λόγου στους φασίστες. Δεν είναι πια μόνο ό,τι γράφει η ταυτότητά της. Σε καιρό ειρήνης, είναι πλέον ένα σύμβολο στον αντιφασιστικό αγώνα. Έτσι τη σεβόμαστε, τη σκεφτόμαστε, την αγαπάμε, είναι δικός μας άνθρωπος, είναι οικογένειά μας.
Σεμίνας ΔΙΓΕΝΗΠηγή: Ριζοσπάστης