Σοβαρά τώρα, ξέρει κανείς γιατί υπάρχει ο Στέλιος Κούλογλου;
Μα τι έχουν επιτέλους οι αγρότες και φωνάζουν, αναρωτιέται αγανακτισμένη η ιστοσελίδα του Κούλογλου, μπλέκοντας αγρότες, εκπαιδευτικούς, πυροσβέστες και τυρόπιτες σε μια επιχείρηση αυτοματισμού ενταγμένη στις καλύτερες πασοκικές παραδόσεις.
Κάποιοι μπορεί να θυμούνται τις – μακρινές – πια εποχές που ο Τσίπρας ανέβαινε στα τρακτέρ «στηρίζοντας» τάχα τον αγώνα των αγροτών. Έναν αγώνα, που σύμφωνα με το tvxs του ευρωβουλευτή του Σύριζα Στέλιου Κούλογλου μοιάζει με κατάληψη Λυκείου επειδή το κυλικείο διαθέτει ακριβές τυρόπιτες. Ό,τι ακριβώς έλεγαν κι οι δεξιοί δηλαδή για τον «καταληψία» Τσίπρα το ’91.
Ας μην είμαστε άδικοι βέβαια. Τότε ο σημερινός πρωθυπουργός εμφανιζόταν αλληλέγγυος, γιατί οι αγρότες πράγματι είχαν σοβαρά προβλήματα, ενώ πλέον «τα φορολογικά, ασφαλιστικά ή άλλα οικονομικά θέματα είναι όλα λυμένα – παρά την κρίση» μας ενημερώνει η σελίδα του Κούλογλου. Επειδή όμως μιλάμε για άπληστους τεμπέληδες, τολμούν να ζητούν «μείωση του κόστους παραγωγής», το οποίο είναι ασήμαντο κατά τον ευρωβουλευτή. Κι όχι μόνο ασήμαντο, αλλά και ουτοπικό, γιατί «μοιάζει το αγροτικό κίνημα να ζητά την κατάλυση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, που διαμορφώνει τις συνθήκες του ανταγωνισμού». Αν είναι δυνατόν δηλαδή να αμφισβητεί κανείς ένα σύστημα που επιτρέπει να λύνονται όλα τα προβλήματα, αρκεί στην κυβέρνηση να βρίσκεται μια καλή, αριστερή κυβέρνηση.
Οι αγρότες βέβαια δεν είναι παρά μια καλή αφορμή για ένα κρεσέντο κοινωνικού αυτοματισμού κατά διαφόρων κλάδων που είχαν την αγνωμοσύνη να μην αναγνωρίσουν το τεράστιο κυβερνητικό έργο γι’ αυτούς, κάνοντας «επίδειξη κυνισμού και παρωχημένου πολιτικού εκβιασμού». Μια τέτοια επαγγελματική ομάδα είναι οι εκπαιδευτικοί, που τολμούν να ζητούν διπλάσιους διορισμούς από τους 15000 που τόσο γενναιόδωρα και με τόσο δίκαια κριτήρια αποφάσισε το υπουργείο παιδείας. Αξίζουν προφανώς μερικά χημικά κατακούτελα ακόμα για να στρώσουν χαρακτήρα.
Άλλοι αχάριστοι ήταν οι πενταετείς πυροσβέστες που έσπαγαν τζαμαρίες όπου υπογραφόταν η μονιμοποίησή τους (όχι όλων, αλλά τι σημασία έχουν τέτοιες λεπτομέρειες), και γενικά αν δει κανείς το κείμενο ο πόνος του τζαμιού είναι διάχυτος, κάτι ιδιαίτερα ειρωνικό από έναν πολιτικό χώρο που είχε χτίσει ολόκληρο αφήγημα πάνω στο «ούτε ένα σπασμένο τζάμι» της Παπαρήγα το Δεκέμβρη του 2008.
Μπλέκει μετά εκ του πονηρού τις αντιδράσεις αυτές με τη βολική δεξιά κριτική περί αρνητικών επιπτώσεων της αύξησης του κατώτατου στην οικονομία – βολική γιατί παρακάμπτει σκόπιμα το ουσιώδες, τη διαιώνιση της κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας- και το νεοπασοκικό ποτ πουρί είναι έτοιμο προς κατανάλωση.
Το κείμενο κλείνει με νουθεσίες προς το συνδικαλιστικό κίνημα «για το καλό του», αφήνοντας και μια έμμεση αλλά σαφή απειλή: “Αφού σοβαρεύτηκε αρκετά η χώρα, καιρός να σοβαρευτεί και ο συνδικαλισμός”. Αλλιώς θα τον σοβαρέψουμε εμείς με το ζόρι, μπορεί να διαβάσει κανείς πίσω από τις γραμμές, όπως κάνει ήδη εξάλλου η κυβέρνηση με νόμους όπως αυτόν για τις απεργίες με 50 + 1. Και ιδού η χρησιμότητα του Κούλογλου και του κάθε Κούλογλου, να νομιμοποιεί ηθικά και πολιτικά τέτοιου είδους επιχειρήσεις “σοβαρέματος”.