Τα εκατό χρόνια και τα τριάντα αργύρια
1917 – 2017. Απόψε το βράδυ στη μεγάλη κεντρική εκδήλωση της ΚΕ του ΚΚΕ οι καρδιές και τα μυαλά παρόντων αλλά και παρόντων – απόντων θα δονηθούν απ’ τη συνοπτικότερη αποτίμηση της επίδρασης της Οκτωβριανής Επανάστασης όλων μας και ολούθε «ο πάγος έσπασε, ο δρόμος χαράχτηκε».
1917 – 2017. Απόψε το βράδυ στη μεγάλη κεντρική εκδήλωση της ΚΕ του ΚΚΕ οι καρδιές και τα μυαλά παρόντων αλλά και παρόντων – απόντων θα δονηθούν απ’ τη συνοπτικότερη αποτίμηση της επίδρασης της Οκτωβριανής Επανάστασης όλων μας και ολούθε «ο πάγος έσπασε, ο δρόμος χαράχτηκε».
Εν αναμονή, σκόρπιες σκέψεις επί του παρόντος, αλλά και ψήγματα μνήμης του παρελθόντος, του απλού μικρού ανθρώπου που ‘χουμε όλοι μέσα μας πετάγονται ανεξέλεγκτα πότε πονώντας, πότε καλμάροντας τις χορδές των ζωντανών. Σκέφτομαι, αν ζούσε ο πατέρας μου, γεννημένος το Μάρτη του ’17, πως δε θα μπορούσε να ‘ρθει μαζί μου κι ας είχε ακούσει κάμποσες φορές αυτό το «να τα κατοστήσεις». Αυτός που επέζησε απ’ τη Μέρλιν, το Χαϊδάρι και το στρατόπεδο συγκέντρωσης BERNDORF, φοβισμένος, τσακισμένος. Κι όμως, ποιος ξέρει πόσο επαναστατικό θα βρήκε στα οχτώ μου χρόνια να μου τραγουδάει ψιθυριστά μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά… για να ενισχύσει την ιδεολογική μου αντοχή μαζί με ιστορίες φιλτραρισμένης φρίκης απέναντι στο μαρτυρικό παιδικό πονόδοντο της νύχτας.
Σκέφτομαι πόσο διακριτή είναι ως τα σήμερα αυτή η αιδημοσύνη των κομμουνιστών που μπορούν και σου επιτρέπουν να ξεχωρίσεις τη γιορτή απ’ τη φανφάρα και την ιαχή απ’ την κραυγή. Εκατό χρόνια μετά χωρίς τους κόκκινους, λέω, έτσι στο εμπειρικό ξεκούδουνο, πως οι δημόσιες σχέσεις θα είχαν καταπιεί ολότελα τις ανθρώπινες σχέσεις. Αναλογίζομαι τα χιλιάδες άγραφα σημειώματα που τα αισθανόμαστε μετρώντας ζωές που θυσιάστηκαν, νιάτα που θερίστηκαν κρατώντας ζωντανή την ουσία της επανάστασης και σε καιρό πολέμου και σε καιρό ειρήνης.
Αναπόφευκτα γίνομαι, όπως όλοι μας, παραλήπτης των εικόνων και των λόγων της εποχής, που θες – δε θες έχει πλημμυρίσει ύβρη. Δεν είμαι, δεν θέλω, δεν μπορώ, δεν φαντάζομαι καν ότι μπορεί να παραλαμβάνει, χωρίς να με ρωτήσει, τάχα μου δήθεν εξ ονόματός μου ως μέλος του «ελληνικού λαού», τα βραβειάκια του ο Τσίπρας. Στο Παρίσι. Από κλειστές λέσχες με ολοφάνερο διατυμπανισμένο εχθρικό ταξικό πρόσημο. Αυτός που εξαργύρωσε τα τριαντάφυλλα της Καισαριανής για τριάντα πολιτικά αργύρια εγγράφοντας το μύθο του στις πετσέτες των γευμάτων που τιμούν όσους καινοτόμησαν στην πολιτισμένη καπιταλιστική σφαγή. Συντρώγων κι όχι σύντροφος στο πάνθεον καταγραμμένος των… προσωπικοτήτων που συναγωνίστηκαν στη μεθοδευμένη επικράτηση του μεγαλύτερου ψέματος, της καλύτερης κωλοτούμπας, της προσφορότερης ενσωμάτωσης στο σύστημα. Θέλει πολύ «σθένος» να καταθέτεις προϋπολογισμό σαν κι αυτόν που μελετάμε τώρα. Να τον διαβάζεις και να βλέπεις το αίμα να στάζει των γέρων, των τσακισμένων στη δουλειά, των αναπήρων, των παιδιών, των ανήμπορων και να τιμολογείται εκτός των άλλων και με τόνους μετρικούς αντικομμουνιστικής λάσπης.
Δεν ξέρω αν πηγαίνοντας στο δωμάτιό του, μετά τη βράβευσή του, ο πρωθυπουργός δάγκωσε τα μετάλλια, όπως παλιά οι σαράφηδες τις λίρες, για να δει αν αυτός, ως κλεπταποδόχος των ιδεών της επανάστασης, μπορεί για μια ακόμη φορά να γυρίσει και να την πουλήσει ως φο μπιζού μέχρι το επόμενο παράσημο των εχθρών…
Σημείωση: Το άρθρο αναδημοσιεύεται από τον σημερινό Ριζοσπάστη