Μεταμοντερνισμός, θεωρίες ταυτοτήτων, δικαιωματισμός και άλλα…
Έχεις την ελευθερία μεν να ισχυρίζεσαι ότι είσαι κόκορας με βάση τις επιταγές του μεταμοντέρνου, όταν όμως θα πας στη δουλειά για να βιοποριστείς θα πρέπει να δουλέψεις σαν το σκύλο και να αμοίβεσαι σαν σπουργίτι και αυτό δεν είναι κάτι που προβληματίζει τους μεταμοντέρνους.
Την τελευταία περίπου δεκαετία έχουν αναδειχθεί με πολύ εμφατικό τρόπο διάφοροι προβληματισμοί και θεωρίες γύρω από το ζήτημα της ταυτότητας/identity οι οποίες έχουν απασχολήσει τόσο τον επιστημονικό χώρο[1] όσο και τον χώρο της πολιτικής[2] αλλά και τον δημόσιο διάλογο. Στο επίκεντρο των θεωριών αυτών βρίσκονται διάφορες κοινωνικές ομάδες (κυρίως μειονοτικές αλλά όχι μόνο) και εξετάζονται τόσο οι κοινωνικές διεργασίες εντός των ομάδων αυτών, οι αλληλεπιδράσεις τους με άλλες ομάδες, καθώς επίσης και οι ψυχολογικές και κοινωνικές λειτουργίες των ατόμων που τις αποτελούν.
Η ανάδειξη αυτού του τύπου των θεωριών σε μεγάλο βαθμό στηρίχθηκε σε δυο μεγάλες εξελίξεις του σύγχρονου κόσμου, της υποκειμενικής μείωσης των γεωγραφικών αποστάσεων[3] και της αντικειμενικής αύξησης της ταχύτητας που οι διάφορες οικονομικές/κοινωνικές/πολιτικές διεργασίες συμβαίνουν και αλληλοεπιδρούν. Η αύξηση αυτή των ρυθμών και η μείωση των αποστάσεων επιδρά με καταλυτικό τρόπο στα ανθρώπινα υποκείμενα και τις κοινωνίες. Οι άνθρωποι αναλαμβάνουν πολύ περισσότερους και πιο πολύπλοκους ρόλους, έρχονται σε επαφή με πολλές διαφορετικές κουλτούρες, με πολύ πιο πολύπλοκες ιδέες, ενώ βρίσκονται πολύ πιο συχνά, σε σχέση με παλαιότερα, σε νέα περιβάλλοντα (μετανάστευση, σπουδές στο εξωτερικό, ταξίδια εργασίας), αλλάζουν πολλές φορές εργασία ή και αντικείμενο εργασίας ενώ καλούνται να ανταγωνιστούν μεταξύ τους στο στίβο των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων αν θέλουν να μείνουν «επίκαιροι». Παράλληλα, νέες ταυτότητες πηγάζουν από τη σεξουαλική ελευθέρωση ενώ κάποιες από τις παραδοσιακές μεταβάλλονται ή και απειλούνται με εξαφάνιση. Οι νέες ταυτότητες είναι πιο πολύπλοκες, πιο ασταθείς, ανατροφοδοτούνται συνεχώς ενώ η συνεχής κίνηση ιδεολογιών και ανθρώπων έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία ολοένα και περισσότερων ρόλων αλλά και ομάδων εντός των ευρύτερων κοινωνικών συνόλων και τάξεων.
Στην ερώτηση, λοιπόν, αν ορθώς απασχολεί την κοινωνία και την επιστήμη το ζήτημα των ταυτοτήτων η απάντηση φυσικά είναι εύκολα ναι. Το επόμενο λοιπόν ερώτημα που τίθεται, είναι το κατά πόσο ο τρόπος με τον οποίο απαντάμε στις προκλήσεις που πηγάζουν από αυτά τα φαινόμενα είναι ο ενδεδειγμένος. Σκοπός μου στο παρόν άρθρο είναι να δείξω ότι η κυριαρχία του μεταμοντερνισμού στη συζήτηση γύρω από τις ταυτότητες, που σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζει τις αντιλήψεις των [μειονοτικών] ομάδων και των υποκειμένων, αλλά και της επιστημονικής κοινότητας, είναι προβληματική και περισσότερο θολώνει το τοπίο παρά μας βοηθάει να κατανοήσουμε και να διαχειριστούμε το φαινόμενο, είτε ως κοινωνίες, είτε ως «ειδικοί», είτε ως διακριτά υποκείμενα.
Μια από τις βασικές διαστάσεις του μεταμοντέρνου αφορά στην παραίτηση από την ελπίδα αποκάλυψης της αντικειμενικής αλήθειας ή του γενικού νόμου. Άμα όμως δεν υπάρχει «αντικειμενική αλήθεια», τότε δεν υπάρχει και κριτήριο αξιολόγησης του τι είναι ακριβές και τι όχι, του τι είναι αληθές και τι όχι. Ο κάθε ένας έχει την άποψη του και αυτή του η άποψη δεν μπορεί να είναι καλύτερη ή χειρότερη από κάποιου άλλου αφού δεν υπάρχει κάποιο αντικειμενικό κριτήριο. Το μεταμοντέρνο είναι ευθέως συμβατό με τέτοιου είδους οπτικές, για αυτό και παράγει θεωρίες τέτοιου τύπου οι οποίες με τη σειρά τους διαχέονται στην κοινωνία και βρίσκονται εντός των θεωριών ταυτοτήτων και των αντιλήψεων που πηγάζουν από αυτές.
Σαν αποτέλεσμα των παραπάνω, το «υποκείμενο» βρίσκεται στο επίκεντρο και ταυτόχρονα στο κενό, είτε αυτό αφορά το άτομο είτε ένα κοινωνικό υποκείμενο (όπως μια μειονοτική ομάδα). Το μεταμοντέρνο, σε αυτήν του την υπαρξιακή ταραχή, έρχεται και διδάσκει ότι υποκειμενική του αλήθεια είναι μια αλήθεια που έχει το ίδιο βάρος με όλες τις άλλες αλήθειες εκεί έξω. Δίνεται λοιπόν στα άτομα και στις μειονοτικές ομάδες η εντύπωση ότι η όποια «αλήθεια», αφού δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αντικειμενικά κριτήρια, είναι αυτό που πιστεύουμε και κανείς δεν δικαιούται να μας το προσβάλλει. Έτσι, και σε συνδυασμό με την ανάπτυξη θεωριών για το βιολογικό και το κοινωνικό φύλο[4], τα υποκείμενα κάνουν όπως λένε identify κατά βούληση και μη λαμβάνοντας υπόψη κανενός τύπου αντικειμενικότητα. Το αποτέλεσμα είναι να φτάνουμε σε μια σειρά από ακρότητες κατά τις οποίες μοιάζει απολύτως φυσιολογικό να μπορεί να αλλάζει κάποιος κοινωνικό φύλο όπως θα άλλαζε κάλτσες ή ακόμα και να μπορεί να αλλάζει είδος, αφού υπάρχει μια μερίδα ανθρώπων που κάνουν identify ως σκύλοι ή ως γάτες.
Στο εσωτερικό των ομάδων όλο αυτό δημιουργεί τελικά μια περιχαράκωση, αφού αυτές όλο και περισσότερο κλείνονται στην ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους αδιαφορώντας ή και ερχόμενοι σε αντιπαράθεση με την ευρύτερη κοινωνία που αρνείται να δει και να αναγνωρίσει τη δική τους πραγματικότητα.[5]
Σχετικά με την περιχαράκωση αυτή γράφει ο Hobsbawm:
«Πρώτα απ’ όλα, επιτρέψτε μου να επαναλάβω: οι ομάδες ταυτοτήτων είναι για τον εαυτό τους, για τον εαυτό τους και για κανέναν άλλον. Ένας συνασπισμός τέτοιων ομάδων που δεν συσπειρώνεται με βάση ένα κοινό σύνολο στόχων ή αξιών, έχει μόνο μια «ad hoc» ενότητα, όπως τα κράτη προσωρινά συμμάχησαν στον πόλεμο εναντίον ενός κοινού εχθρού.»[6]
Αυτό που ισχυρίζεται ο Hobsbawm είναι ότι τέτοιου είδους ομάδες, ομάδες πίεσης, που εμφανίζουν πολιτική δράση, είναι καταδικασμένες να επιστρέφουν στον εαυτό τους και είναι δομημένες έτσι που να μην μπορούν να δράσουν για μεγάλες περιόδους σε ένα ευρύτερο κοινωνικό κίνημα. Έχω γράψει σε παλαιότερο μου άρθρο ότι και από την πλευρά τους τα ευρύτερα κινήματα οφείλουν να συμπεριλαμβάνουν και τις (όποιες συμβατές) διεκδικήσεις των μειονοτήτων για να είναι δυνατή η ενσωμάτωση τους σε αυτά.
Οδηγούμαστε λοιπόν σε μια διάσπαση του όποιου υποκειμένου, στην προκειμένη περίπτωση του «κοινωνικού σώματος», σε τόσο μικρά κομματάκια που μάλλον το καθιστούν ανήμπορο να επιβάλλει τελικά τη βούληση του σε σημαντικά ζητήματα ή εκεί που πρέπει να συγκρουστεί με ισχυρά συμφέροντα. Η πολυδιάσπαση αυτή αποτελεί ένα ακόμη από τα χαρακτηριστικά της μεταμοντέρνας σκέψης, που δεν θα μπορούσε ποτέ να δει με συμπάθεια κάτι τόσο ευρύ όπως είναι η εργατική τάξη που σαν κοινωνικός τύπος είναι δυνατόν και να οριστεί αντικειμενικά εντός του καπιταλιστικού συστήματος, και να συσπειρώσει τα υποκείμενα γύρω από βασικά ζητήματα πάλης. Τα μεταμοντέρνα «Εγώ» όμως δεν μπορούν να χωρέσουν ποτέ σε ένα τόσο μεγάλο «εμείς», και αυτό είναι κάτι που εξηγεί γιατί ο καπιταλισμός είναι αρκετά φιλικός απέναντι στο μεταμοντέρνο. Για αυτό όσο και αν μοιάζει ο μεταμοντέρνος λόγος ως χειραφετικός, τα όρια χειραφέτησης εντός το μεταμοντέρνου είναι ιδιαιτέρως περιορισμένα στα επί μέρους.
Υπάρχει όμως και μια τριγωνική σχέση ανάμεσα στο μεταμοντέρνο, την ταυτότητα και τον δικαιωματισμό. Συχνά οι ομάδες πιέσης ζητούν τυπικά δικαιώματα ή τυπική αναγνώριση. Στην όλη αυτή εξίσωση αυτό που οι μεταμοντέρνες τάσεις τείνουν να αγνοούν είναι το επόμενο βήμα του «έχω δικαίωμα να…» και αυτό είναι το «έχω τη δυνατότητα να…». Πχ, είναι ενα πράγμα το να αποκτήσουν οι γυναίκες με βάση το νόμο τυπική ισότητα και ένα άλλο πράγμα να αποκτήσουν ουσιαστική ισότητα. Το μεταμοντέρνο, λοιπόν, στέκει κυρίως στους τύπους και λιγότερο στην ουσία, επιμένει θα λέγαμε στο τυπικό για να υποβαθμίσει την αξία του ουσιαστικού. Για να το πούμε και αλλιώς, ειναι διαφορετικό να έχεις το δικαίωμα να μπεις στην Αθηνών – Κορίνθου και διαφορετικό αν έχεις να πληρώσεις τα διόδια.
Καθόλου αποσυνδεμένη με τα παραπάνω δεν είναι η μετανεωτερική αντίληψη περί αυτοδιάθεσης του σώματος. Όταν το Εγώ νομιμοποιείται να μη δίνει λογαριασμό σε κανένα, τότε γιατί να υπάρχουν περιορισμοί και στο τι μπορεί να κάνει το άτομο με το σώμα του; «Αν θέλω να με βλάψω θα με βλάψω και κανείς δεν μπορεί να με εμποδίσει…», σε αυτά τα άκρα ωθούνται οι μεταμοντέρνες αντιλήψεις. Το άτομο, θεωρητικά, δεν δίνει λογαριασμό σε κανένα[7] και οποιαδήποτε προσπάθεια θεσμοθετημένης παρέμβασης στα θέλω του από οποιοδήποτε κρατικό οργανισμό, θεωρείται αυτομάτως ολοκληρωτισμός. Ακόμη και η κοινωνική πρόνοια σε αυτά τα πλαίσια μπορεί να χαρακτηριστεί ολοκληρωτική. Το αποτέλεσμα είναι να γίνεται σταδιακά αποδεκτή η χρήση ναρκωτικών αρκεί αυτά να γίνονται σε ειδικούς χώρους χρήσης, ενώ παράλληλα μετατρέπεται σε ντεμοντέ η όποια αντίληψη περί καταπολέμησης της χρήσης ουσιών. Αναλόγως, σε πολλά «εξελιγμένα» κράτη του Δυτικού κόσμου, έχει ανοίξει μια κουβέντα περί υποβοηθούμενης αυτοκτονίας με την φροντίδα του κράτους. Πρόσφατα μάλιστα λανσαρίστηκε από τις Κάτω Χώρες η «λύση» του χαπιού αυτοκτονίας για άτομα άνω των 70 ετών που δεν θέλουν να συνεχίσουν τη ζωή τους.
Υπάρχει και μια πολύ καλύ ταινία που πραγματεύεται το ζήτημα της αυτοδιάθεσης του σώματος, λέγεται Ares και είναι δυστοπική ταινία επιστημονικής φαντασίας σε ένα κόσμο που η αυτοδιάθεση του σώματος έχει φτάσει στο έπακρο. Στον κόσμο αυτό τα άτομα είναι ελεύθερα να πουλάνε τα όργανα τους, να παίρνουν ότι ουσίες θέλουν, να γίνονται πειραματόζωα, να πουλούν τον εαυτό τους με συμβόλαια σε εταιρίες κλπκλπκλπ.
Στα πλαίσια λοιπόν του μεταμοντέρνου, το σύγχρονο κράτος καλείται να διαχειριστεί τα αρνητικά κοινωνικά προβλήματα, όχι με την αντιμετώπιση τους, αλλά με το να τα αποδεχθεί και να τα εντάξει ως κανονικότητες. Οτιδήποτε άλλο μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωτικό, ασχέτως αν τελικά, στα πλαίσια της απελευθέρωσης του σώματος, προτείνονται λύσεις που χρησιμοποιήθηκαν από τους ναζί όπως η ευθανασία. Δυστυχώς τέτοιου τύπου θεωρίες περί αυτοδιάθεσης του σώματος βρίσκουν μεγάλη απήχηση στο λαό, ενώ δεν θα έπρεπε γιατί στην πραγματικότητα του εναντιώνονται. Πρέπει να απαιτούμε από το κράτος να δημιουργεί τις συνθήκες για να γίνουμε καλύτεροι να υπάρχει πρόνοια για επανένταξη στην κοινωνία όσων πέφτουν σε λακκούβες, όμως αυτό κοστίζει και το αστικό κράτος δεν θέλει να επενδύει στην πρόνοια. Αντί αυτού, οι συνθήκες έχουν γίνει τόσο άθλιες που οι άνθρωποι φτάνουν στο σημείο να θέλουν να δώσουν τέλος στη ζωή τους, είτε αυτοκτονώντας άμεσα είτε έμμεσα (ναρκωτικά), ότι πιο εύκολο και ανέξοδο για το αστικό κράτος είναι να τους κρατάει το χέρι σε τούτη την καταστροφική πορεία ή να πατάει τη σκανδάλη και να τους ξεφορτώνεται. Αυτό μπορεί να αφορά είτε τη φυσική είτε την κοινωνική εξόντωση τους.
Τέλος, το μεταμοντέρνο αγκαλιάζει το «πολιτικά ορθό» και το πολιτικά ορθό είναι άμεσα συνδεδεμένο με τις θεωρίες ταυτοτήτων. Οι μειονοτικές ομάδες, για παράδειγμα, αγωνίζονται πολύ συχνά για την επιβολή του πολιτικά ορθού, ακόμη και όταν αυτό δεν είναι λογικά ορθό. Αλλά ακόμη και όταν δικαίως διάφορες μειονοτικές ομάδες εναντιώνονται σε μη πολιτικά ορθές λέξεις, πχ να μη χρησιμοποιείται η ιστορικά αρνητικά φορτισμένη λέξη niger, συχνά η εμμονή στην διατύπωση δεν δίνει χώρο (η αποκρύπτει την) στην πρακτική αντιμετώπιση διαφόρων φαινομένων, όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση ο ρατσισμός. Το παραπάνω παρατηρείται ξεκάθαρα στις πολιτικές επιλογές δημοκρατικών και ρεπουμπλικάνων στις ΗΠΑ που προωθούν ένα προοδευτικό ή συντηρητικό προφίλ με βάση την υιοθέτηση ή μη ενός πολιτικά ορθού λόγου, ικανοποιώντας έτσι τους οπαδούς τους και υφαρπάζοντας της ψήφο τους χωρίς να χρειαστεί να παρέμβουν στην ουσία των προβλημάτων (ή παρεμβαίνοντας με αρνητικό πρόσημο).[8]
Εν τέλει, το μεταμοντέρνο καταφέρνει να παρεισφρήσει στις σύγχρονες κοινωνίες ως κάτι επαναστατικό, ριζοσπαστικό και νέο. Στην πραγματικότητα αυτό που κάνει είναι να παίρνει το παλιό και συντηρητικό και να το περνάει μέσα από μια αίθουσα παραμορφωτικών καθρεπτών προσπαθώντας να το επανεφεύρει ή τουλάχιστον να μας μπερδέψει τόσο με τις τόσες διαθλάσεις που να το δεχθούμε ως κάτι νέο και να υιοθετήσουμε στοιχεία του. Το μεταμοντέρνο σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί εργαλείο κοινωνικής απελευθέρωσης, είναι το ακριβώς αντίθετο, είναι ένα 12αρι κλειδί με το οποίο ποτέ δεν θα μπορέσεις να ξεβιδώσεις την τεράστια βίδα εκείνη που θα φέρει την κοινωνική πρόοδο. Οι όποιες ελευθερίες ευαγγελίζεται είναι είτε κατ’ όνομα μόνο ελευθερίες, είτε αφορούν προόδους που επιτρέπεται να γίνουν μέσα στα πλαίσια του οικονομικού συστήματος χωρίς να απειληθεί στο ελάχιστο η κυριαρχία του. Έχεις την ελευθερία μεν να ισχυρίζεσαι ότι είσαι κόκορας με βάση τις επιταγές του μεταμοντέρνου, όταν όμως θα πας στη δουλειά για να βιοποριστείς θα πρέπει να δουλέψεις σαν το σκύλο και να αμοίβεσαι σαν σπουργίτι και αυτό δεν είναι κάτι που προβληματίζει τους μεταμοντέρνους.
Οι αντιθέσεις και οι αντιφάσεις του σύγχρονου καπιταλιστικού κόσμου που εκφράζονται με ραγδαίο τρόπο βοηθούν το μεταμοντέρνο να καρποφορήσει ως στοιχείο αποδοχής μη δυνατότητας κατανόησης, πόσο μάλλον συνειδητής συνολικής παρέμβασης, ενός τόσο ταχέως κινούμενου και πολύπλοκου κόσμου που κανέναν δεν περιμένει. Στα πλαίσια όλου αυτού που συμβαίνει στο μακροεπίπεδο, στο μικροεπίπεδο, τα υποκείμενα μένουν κλεισμένα μέσα σε ιδεαλιστικές ταυτότητες και παγιδευμένα στο Εγώ τους, σε ένα είδος αυτό – ικανοποίησης που απέχει πολύ από την υγιή κοινωνική πραγμάτωση. Παράλληλα είναι ανήμπορα να στοιχειοθετήσουν ένα αντίπαλο δέος σε όσα συμβαίνουν στο περιβάλλον που πηγάζουν από ένα σύστημα που τα υπερβαίνει ως άτομα και ως μικρές ομάδες. Συμπερασματικά, οι μεταμοντέρνες αντιλήψεις και οι θεωρίες που πηγάζουν ή που επηρεάζονται από αυτές, αντί να δίνουν πραγματικά χρήσιμες απαντήσεις στα υπαρκτά κοινωνικά προβλήματα, γίνονται μέρος του ίδιου του προβλήματος συμβάλλοντας είτε παθητικά είτε ενεργητικά στη διαιώνιση του.
Λαγωνικάκης Φραγκίσκος (Poexania)
Σημειώσεις
[1] Ιδιαίτερα τις ανθρωπιστικές/κοινωνικές επιστήμες και τα παρακλάδια τους όπως η κοινωνιολογία, η ψυχολογία, η ανθρωπογεωγραφία, η πολιτική επιστήμη κ.α.
[2] Το κόμμα των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, έχει προσαρμόσει στον πολιτικό του λόγο και στην πολιτική του προπαγάνδα μια σειρά από «ελευθεριακές» αντιλήψεις οι οποίες πηγάζουν από επεξεργασίες εντός του χώρου των θεωριών ταυτότητας. Ανεξάρτητα όμως από την υιοθέτηση μέρους αυτών των θεωριών από κάποιο πολιτικό κόμμα ή κόμματα, αυτές είναι έτσι και αλλιώς πολιτικά φορτισμένες αφού εστιάζουν σε μειονοτικά ζητήματα και υιοθετούνται από διάφορες «ομάδες πίεσης» που τις εντάσσουν στο ιδεολογικό οπλοστάσιο τους.
[3] Υποκειμενική επειδή δεν είναι πως η Γη συρρικνώθηκε αλλά ότι μπορούμε να ταξιδέψουμε ή να έρθουμε σε έμμεση επαφή με οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη πολύ πιο γρήγορα σε σχέση με το παρελθόν.
[4] Θεωρίες οι οποίες υποστηρίζουν ότι υπάρχει βιολογικό και κοινωνικό φύλο (sex και gender) και ότι το κοινωνικό φύλο αποτελεί μια κοινωνική κατασκευή. Αν και αυτές οι θεωρίες δεν είναι κατά βάση λανθασμένες, η πλήρης αποσύνδεση του κοινωνικού φύλου από το βιολογικό δεν μπορεί παρά να είναι ιδεαλιστική λαθροχειρία.
[5] Επειδή δεν θέλω να παρεξηγηθώ, ξεκαθαρίζω ότι εδώ δεν ισχυρίζομαι ότι δεν υπάρχουν ιδιαίτερες διαστάσεις που χαρακτηρίζουν την α ή τη β κοινωνική ομάδα και την κάνουν να διακρίνεται από το ευρύτερο σύνολο ή ότι αυτό δεν είναι θεμιτό. Αυτό που θέλω να δείξω είναι ότι οι μεταμοντέρνες αντιλήψεις οδηγούν τις ομάδες και τα άτομα να δρουν με ένα είδος βουλησιαρχίας χωρίς εξωτερικά κριτήρια και με εσωτερικά κριτήρια τα οποία οφείλουν να σχετίζονται με το αχαλίνωτο Εγώ.
[6] https://praxisreview.gr/eric-hobsbawm%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%84%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CF%84%CE%AE%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%B1%CF%81%CE%B9%CF%83/?fbclid=IwAR0rHi25NbMiTxIcBW4_o09uVZirJc53c_dPNWY33xdVKrAOW2DC1knjbyw
[7] Αντικειμενικά βέβαια περιορίζεται από τους νόμους του καπιταλισμού.
[8] Για περισσότερα γύρω από το πολιτικά ορθό μπορείτε να διαβάσετε ένα παλιότερο μου άρθρο εδώ.