Μετατροπή της υπεραξίας σε κεφάλαιο και γενικός νόμος της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης.
Συνοπτική παρουσίαση της πραγμάτευσης της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου, στο Κεφάλαιο του Μαρξ. Η μετατροπή της υπεραξίας σε κεφάλαιο και ο γενικός νόμος της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης.
Στο παρακάτω κείμενο παρουσιάζεται συνοπτικά η πραγμάτευση της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου στο Κεφάλαιο του Μαρξ και πιο συγκεκριμένα οι σελίδες 600-651 από τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή Αθήνα 2002) που αφορούν στη μετατροπή της υπεραξίας σε κεφάλαιο και το γενικό νόμο της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης.
Το σημείο αυτό του Κεφαλαίου, παρουσιάζει ενδιαφέρον σε συνδυασμό με τις σύγχρονες ανατροπές στην τεχνική και την επιστήμη και την αυτοματοποίηση- βιολογικοποίηση της παραγωγής στα πλαίσια της κεφαλαιοκρατίας. Από την άλλη παρουσιάζει οικονομικό και πολιτικό ενδιαφέρον καθώς καταρρίπτει κοινές αυταπάτες της αστικής πολιτικής οικονομίας που προβάλλονται ως σύγχρονες, επαναστατικές, πρώτης γραμμης, νεωτερικές και ισχύουσες σε σχέση με τον «παρωχυμένο» (sic) κλασσικό μαρξισμό. Πιθανόν να έχουμε την ευκαιρία να αναλύσουμε τα θέματα αυτά πιο διεξοδικά στη συνέχεια.
Ελπίζω ότι το κείμενο θα παρακινήσει σε μια προσωπική ενασχόληση με το Κεφάλαιο παρά το μύθο που δικαιολογημένα περιβάλλει το έργο αυτό. Είναι αυτή η αυστηρότητα της σκέψης που κάνει το Κεφάλαιο προσιτό ακόμα και στο μη εξοικειωμένο αλλά αφοσιωμένο αναγνώστη.
Μετατροπή της υπεραξίας σε κεφάλαιο
Η κεφαλαιοκρατική διαδικασία παραγωγής σε διευρυμένη κλίμακα.
Μετατροπή των νόμων ιδιοκτησίας της εμπορευματικής παραγωγής σε νόμους κεφαλαιοκρατικής ιδιοποίησης
Η μετατροπή της υπεραξίας σε κεφάλαιο, με την κατανομή της υπεραξίας, στα συστατικά μέρη του κεφαλαίου, ανάλογα με τη φύση της διαδικασίας παραγωγής, ονομάζεται συσσώρευση. Ήδη ο Μάλθους είχε ορίσει τη συσσώρευση ως την μετατροπή εκ νέου της υπεραξίας σε κεφάλαιο.
Για να συμβεί όμως η μετατροπή αυτή, ο κεφαλαιοκράτης πρέπει, ακόμα και αν έχει αποκομίσει από την πώληση των εμπορευμάτων του όλη την υπεραξία που εμπεριέχεται σε αυτά, να βρει στην αγορά τα αναγκαία εμπορεύματα ‘ κάποιος πρέπει δηλαδή να τα έχει ήδη παράγει καθώς η χρήση του χρονιάτικου προϊόντος εξαρτάται από τη σύνθεσή του και όχι από την κυκλοφορία του. Συνεπώς ένα μέρος της χρονιάτικης υπερεργασίας πρέπει να έχει χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή πρόσθετων μέσων παραγωγής και συντήρησης, πάνω από τις ποσότητες που απαιτούνται για την αναπλήρωση του προκαταβεβλημένου κεφαλαίου. Επίσης πρέπει ο κεφαλαιοκράτης να βρεί και πρόσθετη εργασία. Αν δεν αυξηθεί ο βαθμός εκμετάλλευσης των υπαρχόντων εργατών, πρέπει να αυξηθεί αριθμητικά η εξαρτημένη εργατική τάξη. Συνεπώς, μέσω του μισθού, πρέπει να καταβάλλονται και τα έξοδα διευρυμένης αναπαραγωγής της εργατικής τάξης.
Σύμφωνα με την πολιτική οικονομία, η συσσώρευση ξεκινά με ένα προπατορικό ποσό χρημάτων που προήλθε από την εργασία των προγόνων του κεφαλαιοκράτη. Αυτή είναι η μόνη προϋπόθεση, που συμφωνεί με τους νόμους της εμπορευματικής παραγωγής. Όλο το υπόλοιπο κεφάλαιο αποτελεί υπεραξία, συσσωρευμένη υπεραξία και η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου βασίζεται σε αυτήν, και στο ζήτημα της πληρωμής περισσότερων μισθών στην εργατική τάξη. Η στάση αυτή του κεφαλαίου είναι στάση κατακτητή. Η εργατική τάξη, με την υπερεργασία ενός χρόνου, έχει αγοράσει τους επιπλέον εργάτες της επόμενης χρονιάς. Η ιδιοποίηση συνεπώς παρωχημένης απλήρωτης εργασίας, παρουσιάζεται σαν ο μοναδικός όρος για τη σημερινή ιδιοποίηση ζωντανής απλήρωτης εργασίας, σε διαρκώς διευρυνόμενη έκταση.
Ο νόμος της ατομικής ιδιοκτησίας που στηρίζεται στην εμπορευματική παραγωγή και την εμπορευματική κυκλοφορία, μετατρέπεται στο κατευθείαν αντίθετό του, χάρη στη δική του εσωτερική αναπόφευκτη διαλεκτική.(Μόνο κατ’ επίφαση ανταλλαγή, καθαρή μορφή, ξένη με το περιεχόμενό της). Η διαρκής αγορά και πώληση της εργατικής δύναμης είναι η μορφή. Το περιεχόμενο είναι η εκμετάλλευση της εργασίας.
Αρχικά το δικαίωμα της ιδιοκτησίας φαινόταν να στηρίζεται στην εργασία του ίδιου του ιδιοκτήτη. Από την πλευρά του κεφαλαιοκράτη η ιδιοκτησία εμφανίζεται τώρα, σαν το δικαίωμα να ιδιοποιείται ξένη απλήρωτη εργασία ή το προϊόν της. Από την πλευρά του εργάτη, αυτή εμφανίζεται σαν αδυναμία ιδιοποίησης του ίδιου του προϊόντος της εργασίας του. Η παραβίαση προκύπτει όχι από την καταπάτηση, αλλά από την ίδια την εφαρμογή αυτών των νόμων.
Το ιδιάζον χαρακτηριστικό του εμπορεύματος εργατική δύναμη, να παρέχει εργασία και να παράγει αξία, δε θίγει το γενικό νόμο της εμπορευματικής παραγωγής. Η κατανάλωση του εμπορεύματος από τον αγοραστή, βρίσκεται εκτός της σφαίρας της ανταλλαγής. Έτσι το προϊόν της εργασίας, ανήκει στον κεφαλαιοκράτη, και όχι στον εργάτη, η αξία του περιέχει και πρόσθετη αξία που στον κεφαλαιοκράτη δεν κόστισε τίποτα, ενώ ο εργάτης διατηρεί την εργατική του δύναμη και μπορεί να την ξαναπουλά, εφόσον βρίσκει αγοραστή.
Αν λοιπόν πρόκειται να κριθεί η εμπορευματική παραγωγή, ή ένα φαινόμενο που ανήκει σε αυτήν, σύμφωνα με τους δικούς της οικονομικούς νόμους, πρέπει να εξετάσουμε κάθε ανταλλακτική πράξη ξεχωριστά, έξω από κάθε σχέση με κάθε ανταλλακτική πράξη που προηγήθηκε, καθώς και έξω από κάθε σχέση, με κάθε ανταλλακτική πράξη που ακολουθεί. Αυτό επιτρέπει στο κεφάλαιο να διατηρεί την αρχική παρθενιά του, αφού δεν παραβιάζονται οι νόμοι της εμπορευματικής παραγωγής.
Το αποτέλεσμα της παραπάνω διαλεκτικής, γίνεται αναπόφευκτο με τη γενίκευση της μισθωτής εργασίας, που συνεπάγεται τη γενίκευση της εμπορευματικής μορφής της παραγωγής. Μόνο τότε, κάθε προϊόν παράγεται από πριν για πώληση, και όλος ο παραγόμενος πλούτος περνάει μέσα από την κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Οι νόμοι της εμπορευματικής παραγωγής μετατρέπονται σε νόμους της κεφαλαιοκρατικής ιδιοποίησης. Έτσι το αρχικό προπατορικό ποσό- αμάρτημα μετατρέπεται σε μικροσκοπική απόφυση του κεφαλαίου.
Η λαθεμένη αντίληψη της πολιτικής οικονομίας
για την αναπαραγωγή σε διευρυμένη κλίμακα
Η αστική πολιτική οικονομία ταυτίζει τη συσσώρευση του κεφαλαίου με την ατομική κατανάλωση των παραγωγικών εργατών, και συνεπώς για αυτήν, η κεφαλαιοποίηση της υπεραξίας σημαίνει απλή μετατροπή της υπεραξίας σε παραγωγική δύναμη. Έτσι πρωταρχικό χρέος του κεφαλαιοκράτη είναι η εγκράτεια και η συσσώρευση κεφαλαίων καταδικάζοντας τον αποθησαυρισμό. Συνεπώς η συσσώρευση εμπορευμάτων στην κεφαλαιοκρατία, γίνεται όχι σκόπιμα, αλλά λόγω σταματήματος της κυκλοφορίας ή υπερπαραγωγής.
Έτσι η πολιτική οικονομία ταυτίζει την παραγωγική κατανάλωση των μέσων παραγωγής και την αξιοποίηση του συσσωρευμένου κεφαλαίου, με την ατομική κατανάλωση του εργάτη, ταυτίζοντας την παραγωγική εργασία με τον παραγωγικό εργάτη, σαν όλο το κεφάλαιο να ξοδεύεται σε μισθούς. Η προσφορά των φυσιοκρατών με τον Οικονομικό Πίνακα ήταν να δώσουν μια εικόνα της χρονιάτικης παραγωγής με τη μορφή που προκύπτει από την κυκλοφορία.
Η θεωρία της εγκράτειας.
Χωρισμός της υπεραξίας σε κεφάλαιο και εισόδημα
Η υπεραξία χωρίζεται σε κονδύλι κατανάλωσης και κονδύλι συσσώρευσης. Όσο μεγαλώνει το ένα μικραίνει το άλλο. Ο τρόπος χωρισμού αποτελεί πράξη της βούλησης του κεφαλαιοκράτη. Μόνο σαν προσωποποιημένο κεφάλαιο, έχει ο κεφαλαιοκράτης κάποια ιστορική αξία, και στην παροδική αναγκαιότητα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, περιέχεται η δική του παροδική αναγκαιότητα, για την ανάπτυξη υλικής βάσης αντίστοιχης, μιας κοινωνικής μορφής που θεμελιακή της αρχή είναι η πλέρια ανάπτυξη του κάθε ατόμου.
Η απόλυτη τάση πλουτισμού του κεφαλαιοκράτη είναι αποτέλεσμα του κοινωνικού μηχανισμού, και ο ίδιος είναι μόνο ένας από τους τροχούς του. Η ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής μετατρέπει σε αναγκαιότητα, τη διαρκή αύξηση του κεφαλαίου, που είναι τοποθετημένο σε μια βιομηχανική επιχείρηση, μέσω του συναγωνισμού.
Ο κεφαλαιοκράτης θεωρεί συνεπώς την ατομική του κατανάλωση, ληστεία σε βάρος της συσσώρευσης του κεφαλαίου του. Μέσω αυτής, ο κεφαλαιοκράτης επεκτείνει την άμεση και έμμεση κυριαρχία του. Με την ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής ο κλασσικός κεφαλαιοκράτης μετατρέπεται σε σύγχρονο.
Στις αρχές του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, επικρατεί η τάση πλουτισμού και η φιλαργυρία. Η πρόοδος της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, δε δημιουργεί μόνο έναν καινούργιο κόσμο απολαύσεων, αλλά ανοίγει και χίλιους τρόπους απότομου πλουτισμού. Το κεφάλαιο αποκτά έξοδα παράστασης προκειμένου να ενισχύσει την πίστη σε αυτό, προβαίνει σε επίδειξη πλούτου. Κατά βάθος βέβαια επικρατεί η πιο βρωμερή φιλαργυρία και ο πιο ζυγισμένος υπολογισμός.
Η συσσώρευση και η παραγωγή αποτελούν για το κεφάλαιο αυτοσκοπό, και η πολιτική οικονομία έχυσε πολύ μελάνι για να διευθετήσει τις αντιφάσεις του ιστορικού ρόλου του κεφαλαιοκράτη. Βέβαια η περίοδος αυτή έληξε με την έναρξη των εφόδων του προλεταριάτου. Ήρθε τότε η ώρα της χυδαίας απολογητικής.
Παράγοντες που καθορίζουν την έκταση της συσσώρευσης ανεξάρτητα από την αναλογία που χωρίζεται η υπεραξία σε κεφάλαιο και εισόδημα.
Αρχικά η έκταση της συσσώρευσης εξαρτάται από παράγοντες που καθορίζουν το μέγεθος της υπεραξίας.
Ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης: το κεφάλαιο μόνιμα επιδιώκει την συμπίεση του μισθού κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης, επιδιώκει να αντικαταστήσει τα αναγκαία για την παραγωγή της εργατικής δύναμης εμπορεύματα με υποκατάστατα ή νοθευμένα εμπορεύματα, επιδιώκει την αύξηση της εργάσιμης μέρας εκτατικά ή εντατικά χωρίς άμεση αύξηση των μέσων εργασίας. Ειδικά στην εξακτική βιομηχανία, το κεφάλαιο δεν χρειάζεται να προκαταβάλει κεφάλαιο για τις πρώτες ύλες. Έτσι, το κεφάλαιο προσαρτώντας τους δύο πρωταρχικούς δημιουργούς του πλούτου, την εργατική δύναμη και τη γη, αποκτά μια επεκτατική δύναμη που του επιτρέπει να επεκτείνει τα στοιχεία της συσσώρευσής του, πέρα από τα όρια που φαινομενικά καθορίζονται από το μέγεθός του.
Ο βαθμός παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας: η αύξηση του βαθμού παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας, δίνει στον κεφαλαιοκράτη τη δυνατότητα να αυξάνει το κονδύλι της κατανάλωσης, χωρίς να ελαττώνει εκείνο της συσσώρευσης. Μπορεί μάλιστα να ελαττώνει το κονδύλι κατανάλωσης, αλλά αυτό να αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη μάζα εμπορευμάτων, λόγω της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Άλλωστε με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, φθηναίνει ο εργάτης, και τα μέσα παραγωγής, οπότε το ίδιο κεφάλαιο κινεί περισσότερη εργατική δύναμη, μέσα εργασίας, και πρώτες ύλες. Η αύξηση του βαθμού παραγωγικότητας της εργασίας, επιταχύνει τη συσσώρευση, διευρύνει την κλίμακα αναπαραγωγής της υλικής μορφής, αλλά και αυξάνει την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα της τοποθέτησης του κεφαλαίου.
Η ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας, επηρεάζει και το αρχικό κεφάλαιο, το αντικειμενοποιημένο σε μέσα παραγωγής, που φθείρεται σταδιακά. Η αντικατάστασή του γίνεται με φθηνότερες και αποτελεσματικότερες μηχανές εφόσον έχει αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας, στους κλάδους που τις παράγουν.
Με την ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνικής, το κεφάλαιο βρίσκει νέους τόπους τοποθέτησης, και τοποθετείται αποτελεσματικότερα στους παλαιούς εξοικονομώντας και πρώτες ύλες. Η παράπλευρη απώλεια, της μερικής υποτίμησης του λειτουργούντος κεφαλαίου, πέφτει πάνω στον εργάτη, εντείνοντας την εκμετάλλευσή του. Τέλος η αυξημένη ταχύτητα μεταφοράς αξίας, από τις πρώτες ύλες, στο προϊόν που προκύπτει από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, αποτελεί κίνητρο, για διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου, στη διαδικασία παραγωγής πρώτων υλών.
Έτσι, με την αύξηση των διαστάσεων και της αξίας των μέσων παραγωγής, δηλαδή με τη συσσώρευση που συνοδεύει την ανάπτυξη της νέας παραγωγικής δύναμης, η εργασία διατηρεί, και διαιωνίζει με διαρκώς νέες μορφές, μια διαρκώς αυξανόμενη παλαιά κεφαλαιακή αξία. Η φυσική αυτή δύναμη της εργασίας εμφανίζεται σαν δύναμη αυτοσυντήρησης του κεφαλαίου. Όσον αφορά τώρα τα μέσα εργασίας, στο βαθμό που αυτά δεν καταναλώνονται κατά τη δημιουργία του προϊόντος, προσφέρουν δωρεάν υπηρεσία στο κεφάλαιο, όπως οι φυσικές δυνάμεις. Η δωρεάν αυτή υπηρεσία, με τη συνεισφορά της ζωντανής εργασίας, συσσωρεύεται κατά την προοδευτικά αυξανόμενη κλίμακα της συσσώρευσης.
Με την αύξηση του κεφαλαίου, μεγαλώνει η διαφορά ανάμεσα στο χρησιμοποιούμενο και στο καταναλισκόμενο κεφάλαιο. Έτσι με δεδομένη τη συσσώρευση του κεφαλαίου, ο κεφαλαιοκράτης μπορεί να ζει πιο πλούσια και ταυτόχρονα να απαρνιέται περισσότερα, ενώ τα ελατήρια αυτά της επιτάχυνσης της συσσώρευσης, δρουν όλο και περισσότερο αποτελεσματικά, με την αύξηση της μάζας του προκαταβεβλημένου κεφαλαίου.
Το λεγόμενο κονδύλι εργασίας
Το κεφάλαιο δεν είναι πάγιο μέγεθος, αλλά ελαστικό μέγεθος του κοινωνικού πλούτου, που αλλάζει συνεχώς ανάλογα με το χωρισμό της υπεραξίας. Οι ελαστικές δυνάμεις του κεφαλαίου, του επιτρέπουν σε συγκεκριμένα όρια, ένα πεδίο δράσης ανεξάρτητο από το μέγεθος του. Της κλασσικής πολιτικής οικονομίας, της άρεσε ανέκαθεν, να αντιλαμβάνεται το κοινωνικό κεφάλαιο σαν πάγιο μέγεθος, με πάγιο βαθμό δραστικότητας. Έτσι αδυνατούσε να εξηγήσει τη συσσώρευση.
Το κεφάλαιο ως πάγιο μέγεθος, χρησιμοποιήθηκε για απολογητικούς σκοπούς, ιδιαίτερα όσον αφορά το μεταβλητό τμήμα του κεφαλαίου, σαν ξεχωρισμένο αυστηρά, παγιωμένο από τη φύση και αξεπέραστο. Προσπαθούσαν να παρουσιάσουν έτσι ένα κεφαλαιοκρατικό όριο, σαν όριο τοποθετημένο από τη φύση.
Ο γενικός νόμος της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης.
Αύξηση ζήτησης εργατικής δύναμης παράλληλα προς την αύξηση της συσσώρευσης με αμετάβλητη τη σύνθεση του κεφαλαίου
Ο σπουδαιότερος παράγοντας επίδρασης της συσσώρευσης στην εργατική τάξη, είναι η σύνθεση του κεφαλαίου, και οι αλλαγές που αυτή υφίσταται στην πορεία της συσσώρευσης. Διακρίνονται δύο τύποι σύνθεσης του κεφαλαίου: η αξιακή σύνθεση που αποτελεί τη σχέση σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου, και η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου που αποτελεί την υλική σχέση των μέσων παραγωγής, με την απαιτούμενη ποσότητα εργασίας για τη χρήση τους.
Η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου είναι η αξιακή του σύνθεση, στο βαθμό που καθορίζεται από την τεχνική του σύνθεση, και αντανακλά τις αλλαγές της. Ο μέσος όρος των ατομικών συνθέσεων, δίνει τη σύνθεση του συνολικού κεφαλαίου του κλάδου της παραγωγής. Αντίστοιχα ο μέσος όρος των συνθέσεων των κλάδων παραγωγής, δίνει τη σύνθεση του κοινωνικού κεφαλαίου μιας χώρας, και γι’ αυτή τη σύνθεση θα γίνει λόγος στη συνέχεια.
Πάντα ένα τμήμα της υπεραξίας που γίνεται πρόσθετο κεφάλαιο, πρέπει να μετατρέπεται σε μεταβλητό κεφάλαιο. Όταν όλοι οι παράγοντες παραμένουν σταθεροί όπως και η σύνθεση του κεφαλαίου, τότε η ζήτηση της εργατικής δύναμης αυξάνει ανάλογα με την αύξηση του κεφαλαίου. Εξαιτίας της δυνατότητας απότομης διαστολής της κλίμακας της συσσώρευσης του κεφαλαίου είναι πιθανόν οι ανάγκες της περαιτέρω συσσώρευσης, να υπερφαλαγγίσουν την αύξηση των εργατών οπότε αυξάνονται οι μισθοί της εργασίας. Αυτό δεν αλλάζει ωστόσο το βασικό χαρακτήρα της κεφαλαιοκρατίας. Η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου αναπαράγει σε διευρυμένη κλίμακα τη σχέση κεφαλαίου εργασίας. Συνεπώς η συσσώρευση του κεφαλαίου οδηγεί σε αύξηση του προλεταριάτου.
Έτσι λύνεται το μυστήριο της συσσώρευσης. Οι αστοί οικονομολόγοι στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν το φαινόμενο αυτό ισχυρίζονταν ότι όλο το πρόσθετο κεφάλαιο καταναλώνεται από τους εργάτες γίνεται δηλαδή μεταβλητό κεφάλαιο.
Κάτω από τους πιο ευνοϊκούς για τους εργάτες όρους συσσώρευσης που εξετάστηκαν έως τώρα, η σχέση εξάρτησης των εργατών από το κεφάλαιο παίρνει υποφερτές μορφές. Εδώ η σχέση κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας αναπτύσσεται εκτατικά. Ακόμα όμως και τότε η εργατική δύναμη μπορεί να πουλιέται, μόνο εφόσον διατηρεί τα μέσα παραγωγής σαν κεφάλαιο, εφόσον αναπαράγει την αξία της σαν κεφάλαιο, και παρέχει με την απλήρωτη εργασία της μια πηγή πρόσθετου κεφαλαίου. Στην καλύτερη των περιπτώσεων η κατάσταση αυτή σημαίνει την ποσοτική ελάττωση της απλήρωτης εργασίας που είναι υποχρεωμένος να προσφέρει ο εργάτης. Η ελάττωση αυτή ποτέ δεν μπορεί να συνεχιστεί μέχρι το σημείο που θα απειλούσε το ίδιο το σύστημα.
Δύο πράγματα μπορούν να συμβούν. Είτε συνεχίζεται η άνοδος της τιμής της εργατικής δύναμης, επειδή η άνοδός της δεν διαταράσσει την πρόοδο της συσσώρευσης, είτε η συσσώρευση εξαιτίας της αυξανόμενης τιμής της εργασίας ατονεί λόγω του ότι στομώνεται το κεντρί του κέρδους. Η συσσώρευση ελαττώνεται, και αποκαθίσταται η αντιστοιχία κεφαλαίου και εκμεταλλεύσιμης εργατικής δύναμης. Η τιμή της εργατικής δύναμης επανέρχεται σε αντίστοιχο επίπεδο. Έτσι, η συσσώρευση του κεφαλαίου είναι που προκαλεί αντίστοιχες μεταβολές του πληθυσμού και όχι το αντίθετο. Έτσι, η σχέση ανάμεσα στη συσσώρευση και το επίπεδο των μισθών, δεν είναι παρά η σχέση ανάμεσα στην πληρωμένη και την απλήρωτη εργασία του ίδιου εργατικού πληθυσμού. Όπως στη θρησκεία ο άνθρωπος κυριαρχείται από το δημιούργημα του κεφαλιού του, έτσι και στην κεφαλαιοκρατία ο άνθρωπος κυριαρχείται από το δημιούργημα του χεριού του.
Σχετική μείωση του μεταβλητού μέρους του κεφαλαίου
στην πορεία της συσσώρευσης και της συγκέντρωσης που τη συνοδεύει
Όταν υπάρχουν πια οι γενικές βάσεις του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, στην πορεία της συσσώρευσης, παρουσιάζεται πάντα ένα σημείο, όπου η ανάπτυξη της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας, γίνεται ο πιο ισχυρός μοχλός της συσσώρευσης.
Ο κοινωνικός βαθμός παραγωγικότητας της εργασίας, εκφράζεται στη σχετική ποσοτική έκταση των μέσων παραγωγής, που ένας εργάτης τα μετατρέπει σε προϊόν, στη διάρκεια καθορισμένου χρόνου και με την ίδια ένταση εργατικής δύναμης. Η μάζα των μέσων παραγωγής, που μ’ αυτά εργάζεται ο εργάτης, αυξάνει με την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας του. Καθώς λοιπόν προχωρεί η συσσώρευση, δεν έχουμε μόνο ποσοτική και ταυτόχρονη αύξηση των διαφόρων υλικών στοιχείων του κεφαλαίου. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνικής εργασίας που φέρνει αυτή η πρόοδος εκδηλώνεται επίσης με ποιοτικές αλλαγές, με βαθμιαίες αλλαγές στην τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου, που ο αντικειμενικός του παράγοντας κερδίζει προοδευτικά σε μέγεθος σε σχέση με τον υποκειμενικό του παράγοντα. Στο μέτρο λοιπόν, που η αύξηση του κεφαλαίου κάνει πιο παραγωγική την εργασία, μειώνει τη ζήτηση εργασίας σε σχέση με το μέγεθός του. Η μεταβολή αυτή αντικατοπτρίζεται στην αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου, με την αύξηση του σταθερού έναντι του μεταβλητού κεφαλαίου, αλλά δείχνει μόνο κατά προσέγγιση την αλλαγή στη σύνθεση των υλικών συστατικών του.
Όταν αυξάνει η παραγωγικότητα της εργασίας δεν αυξάνει μόνο ο όγκος των μέσων παραγωγής που καταναλώνει, αλλά πέφτει και η αξία τους σε σύγκριση με τον όγκο τους. Έχουμε συνεπώς απόλυτη αύξηση της αξίας τους, όχι όμως στην ίδια αναλογία που αυξάνει ο όγκος τους. Συνεπώς η μάζα του σταθερού κεφαλαίου αυξάνεται σε πολλαπλάσιο βαθμό σε σχέση με τη μάζα της εργατικής δύναμης. Παρ’ όλα αυτά η μείωση του σχετικού μέρους του μεταβλητού κεφαλαίου, δεν αποκλείει μια σχετική αύξηση του μεγέθους του.
Στο έδαφος της εμπορευματικής παραγωγής, η ανάπτυξη της κοινωνικής παραγωγικής δύναμης της εργασίας μπορεί να γίνει μονάχα με κεφαλαιοκρατική μορφή. Γι’ αυτό προϋπόθεση του ειδικά κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής είναι μια κάποια συσσώρευση κεφαλαίου στα χέρια ατομικών εμπορευματοπαραγωγών.
Όλες οι μέθοδοι για το ανέβασμα της κοινωνικής παραγωγικής δύναμης της εργασίας, που αναφύονται πάνω σε αυτή τη βάση, είναι ταυτόχρονα μέθοδοι αύξησης της υπεραξίας ή του υπερπροϊόντος, που με τη σειρά του είναι το δημιουργό στοιχείο της συσσώρευσης. Είναι ταυτόχρονα μέθοδοι παραγωγής κεφαλαίου με κεφάλαιο, ή μέθοδοι επιταχυμένης συσσώρευσής του. Με τη συσσώρευση του κεφαλαίου αναπτύσσεται συνεπώς ο ειδικά κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, και με αυτόν τον τρόπο παραγωγής αναπτύσσεται η συσσώρευση του κεφαλαίου.
Η αύξηση του κοινωνικού κεφαλαίου γίνεται με την αύξηση πολλών ατομικών κεφαλαίων. Καταβολάδες αρχικού κεφαλαίου λειτουργούν σαν επιμέρους κεφάλαια. Έτσι με την αύξηση της συσσώρευσης έχουμε και αύξηση του αριθμού των κεφαλαιοκρατών. Η αύξηση της συγκέντρωσης, των κοινωνικών μέσων παραγωγής στα χέρια των κεφαλαιοκρατών περιορίζεται από το βαθμό αύξησης του κοινωνικού πλούτου. Το μέρος του κοινωνικού πλούτου που είναι τοποθετημένο σε κάθε κοινωνική σφαίρα της παραγωγής, μοιράζεται σε πολλούς κεφαλαιοκράτες που βρίσκονται αντιμέτωποι ο ένας απέναντι στον άλλο σαν ανεξάρτητοι και συναγωνιζόμενοι εμπορευματοπαραγωγοί. Έτσι η συσσώρευση παρουσιάζεται από τη μια μεριά σαν αυξανόμενη συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και εξουσίας πάνω στην εργασία, και από την άλλη παρουσιάζεται σαν αμοιβαία απώθηση πολλών ατομικών κεφαλαίων.
Υπάρχει ωστόσο και μια αντίθετη δύναμη αυτή της έλξης των κεφαλαίων. Αυτή δεν ταυτίζεται με τη συσσώρευση, καθώς είναι συγκέντρωση σχηματισμένων πια κεφαλαίων πρόκειται για απαλλοτρίωση ενός κεφαλαιοκράτη από άλλον. Η διαδικασία αυτή διακρίνεται από την προηγούμενη στο ότι προϋποθέτει μόνο μια διαφορετική κατανομή των κεφαλαίων που ήδη υπάρχουν και λειτουργούν, και συνεπώς το πεδίο δράσης της διαδικασίας αυτής, δεν περιορίζεται από την απόλυτη αύξηση του κοινωνικού πλούτου ή από τα απόλυτα όρια της συσσώρευσης. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται καθ’ εαυτό συγκεντροποίηση.
Τα μεγάλα κεφάλαια νικούν τα μικρά, λόγω παραγωγής φθηνότερων εμπορευμάτων. Παράλληλα αυξάνεται το ελάχιστο μέγεθος ατομικού κεφαλαίου που απαιτείται για τη διεξαγωγή μιας επιχείρησης. Τα μικρότερα κεφάλαια ωθούνται προς σφαίρες της παραγωγής που η μεγάλη βιομηχανία, τις έχει κατακτήσει σποραδικά ή ατελώς. Η μανία του συναγωνισμού είναι ανάλογη προς τον αριθμό και αντιστρόφως ανάλογη προς το μέγεθος των ανταγωνιζόμενων κεφαλαίων.
Με το σχηματισμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος που αρχικά εισχωρεί λαθραία, σαν βοηθός της συσσώρευσης, προσελκύονται στα χέρια των κεφαλαιοκρατών τα διασκορπισμένα χρηματικά ποσά. Στη συνέχεια όμως το χρηματοπιστωτικό σύστημα μετατρέπεται σε τρομερό όπλο στην πάλη του συναγωνισμού και σε ένα τεράστιο μηχανισμό για τη συγκεντροποίηση κεφαλαίων.
Στο βαθμό που αναπτύσσεται η κεφαλαιοκρατική παραγωγή αναπτύσσονται ο συναγωνισμός και η πίστη που αποτελούν ισχυρούς μοχλούς συγκεντροποίησης. Με την πρόοδο της συσσώρευσης αυξάνει η συγκεντροποιήσιμη ύλη. Η διεύρυνση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής δημιουργεί αλλού την κοινωνική ανάγκη και αλλού τα μέσα για επιχειρήσεις που εξαρτώνται από προηγούμενη συγκεντροποίηση. Η συγκεντροποίηση εξελίσσεται σε πολύ δυνατή τάση.
Αν και η σχετική έκταση της συγκεντροποιητικής κίνησης, καθορίζεται ως ένα βαθμό από το μέγεθος του κεφαλαιοκρατικού πλούτου που έχει επιτευχθεί και από την υπεροχή του οικονομικού μηχανισμού, ωστόσο η πρόοδος της συγκεντροποίησης δεν εξαρτάται καθόλου από τη θετική ποσοτική αύξηση του κοινωνικού κεφαλαίου. Το απώτατο όριο συγκεντροποίησης είναι το μονοπώλιο και το πλήρες μονοπώλιο.
Έτσι έχουμε προοδευτική μετατροπή κομματιασμένων και ρουτινιασμένων διαδικασιών παραγωγής σε κοινωνικά συνδυασμένες και επιστημονικά διευθυνόμενες διαδικασίες παραγωγής.
Η συσσώρευση είναι μια σχετικά αργή διαδικασία, σε σχέση με τη συγκεντροποίηση. Τα συγκεντροποιημένα κεφάλαια αναπαράγονται και πληθαίνουν πολύ πιο γρήγορα. Τα πρόσθετα κεφάλαια που προκύπτουν στην πορεία της κανονικής συσσώρευσης χρησιμεύουν κατά προτίμηση σα βοηθητικά μέσα για την εκμετάλλευση νέων εφευρέσεων και ανακαλύψεων και γενικά βιομηχανικών τελειοποιήσεων. Κάποια στιγμή ωστόσο και το παλιό κεφάλαιο ανανεώνεται ολόκληρο σε τελειοποιημένη τεχνική μορφή. Προκύπτει έτσι η ελάττωση της ζήτησης εργασίας σε σχέση με το μέγεθος του κεφαλαίου.