Στη διαλεκτική σύνθεση βρίσκεται η λύση
Για τη διαλεκτική κίνηση της ιστορίας – Η οικοδόμηση της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας, διατυπωμένη με φιλοσοφικούς όρους, δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από τη διαδικασία της διαλεκτικής σύνθεσης των αντιθέτων.
Το άρθρο αυτό έχει στόχο να αναδείξει τη διαλεκτική κίνηση της ιστορίας, η οποία σήμερα μας καλεί για την ολοκλήρωσή της και το πέρασμα σε ένα νέο κόσμο. Βρισκόμαστε πράγματι στο κατώφλι ενός άλματος που οδηγεί στην οικοδόμηση μιας ριζικά νέας ζωής, μιας νέας κοινωνίας. Όσο κι αν ακούγεται σαν ονειροπόληση μέσα σε αυτή τη κατάσταση που επικρατεί σήμερα, αντιθέτως τώρα είναι η στιγμή που πρέπει να σκεφτεί κανείς ψύχραιμα και να δει πως οι βάσεις για ένα τέτοιο όνειρο έχουν τεθεί. Κάτι παραπάνω. Είναι η ίδια η κίνηση που απαιτεί μία τέτοια ριζική διέξοδο από αυτό το αδιέξοδο που έχει επιβληθεί στους ανθρώπους, μία κίνηση όμως που δεν μπορεί να προχωρήσει, να πραγματοποιηθεί και να ολοκληρωθεί, αν δεν αποκτήσει ρίζες και δεν συνειδητοποιηθεί από μια σημαντική μερίδα του κόσμου. Και είναι ακριβώς αυτό που τελικά θα μετατρέψει τη σημερινή βασανιστική κατάσταση και τους πολέμους σε Αναγέννηση και Επανάσταση.
Περνώ όμως τώρα στο κύριο μέρος του άρθρου.
Θέση- Αντίθεση- Σύνθεση.
Πρόκειται για το διαλεκτικό σχήμα το οποίο χαρακτηρίζει την ιστορική κίνηση γενικά, παρόλο που αμφισβητείται από διάφορους (και δη «μαρξιστές»), και για αυτό προτίθεμαι να μιλήσω στο συγκεκριμένο άρθρο. Υπάρχει άραγε κάτι που να μας αποδεικνύει αυτή την κίνηση;
Υπάρχουν διάφορα προτσές στα οποία εκδηλώνεται το συγκεκριμένο σχήμα, αλλά σήμερα θα αναφερθούμε στη γενικότερη κοινωνική κίνηση. Αφετηρία μας σε αυτή αποτελεί η πρωτόγονη κοινότητα ή αλλιώς ο πρωτόγονος κομμουνισμός. Ο πρωτόγονος κομμουνισμός αποτελεί εδώ τη Θέση.
Είναι πολλοί εκείνοι που αμφισβητούν την ύπαρξη μίας τέτοιας κατάστασης, γι’αυτό θα’ θελα να ξεκινήσω σημειώνοντας τα εξής:
Καταρχάς οι πρωτόγονες φυλές, οι οποίες αποτελούν και το φυσικό φορέα ενός τέτοιου τρόπου ζωής, υφίστανται ακόμα και σήμερα σε κάποια μέρη του πλανήτη και αποτελούν αντικείμενο έρευνας για τους ανθρωπολόγους (οικονομικούς και πολιτικούς), πολλοί από τους οποίους κάνουν λόγο για «εξισωτικές κοινωνίες», «κοινωνίες μοιράσματος» ή «ακρατικές κοινωνίες» και «εσμούς». Δύο τέτοια σύγχρονα παραδείγματα αποτελούν οι Αβορίγινες της Αυστραλίας (όσοι επιβίωσαν της βρετανικής κατοχής) και οι Ινουίτ (Εσκιμώοι) της Γροιλανδίας. Επιπλέον, οι προϊστορικοί αρχαιολόγοι μας μιλούν για τις κοινότητες των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών που ζούσαν χιλιάδες χρόνια πριν, για τις νεολιθικές γεωργικές κοινότητες και τα ευρήματα τους είναι σε θέση να αναδείξουν τη συλλογική και κοινόβια ζωή των ανθρώπων, επιτρέποντας μία ακόμη καλύτερη εικόνα για αυτόν τον τρόπο ζωής.
Αν γυρίσουμε τώρα το χρόνο πίσω, από τον Κολόμβο μέχρι και την αποικιοκρατία, εκεί βρίσκουμε να αναπτύσσεται μία διαρκής επιστολογραφία σχετικά με τους ιθαγενείς, τους οποίους συνάντησαν στο ταξίδι τους οι Ευρωπαίοι θαλασσοπόροι και ιεραπόστολοι, κάποιοι από τους οποίους μάλιστα προτίμησαν να μείνουν μαζί τους. Είναι πολλές οι αναφορές σε αυτές τις επιστολές για τη ζωή αυτών των ανθρώπων, όπου ανάμεσα στις βαρβαροποιημένες εικόνες σημειώνονται κάποτε με δέος τα αγνά ήθη, η αλληλεγγύη και η συνεργατική συμβίωση που χαρακτηρίζει τις δραστηριότητές τους. Από αυτές τις εικόνες είναι που θα εμπνευστούν και μεγάλοι διανοούμενοι του Διαφωτισμού για να θίξουν το ζήτημα της «φυσικής κατάστασης» της ανθρωπότητας και του φυσικού δικαίου που θα προκαλέσει ριζοσπαστικές αλλαγές στη σκέψη της εποχής.
Τέλος, επιστημονικές μελέτες και έρευνες έχουν πραγματοποιήσει συγγραφείς όπως ο αμερικανός ανθρωπολόγος Lewis Henry Morgan, οι Μαρξ και Ένγκελς που βασίστηκαν στον προηγούμενο, ο Π.Κροπότκιν, η Ρόζα Λούξεμπουργκ κ.α, οι οποίοι μας παρέχουν σημαντικά δεδομένα για αυτή την πρωταρχική κατάσταση. Η τελευταία μάλιστα στην «Πρωτόγονη Κομμουνιστική Κοινωνία» της, αναφέρεται σε «ίχνη» αυτού του τρόπου ζωής που επιβίωναν ακόμα τότε στην Ευρώπη, όπως στη Ρωσία και τη Γερμανία.
Αν πάρει κανείς λοιπόν υπόψιν του όλα τα παραπάνω και τα συσχετίσει βάζοντας για λίγο τον εαυτό του στη θέση του ερευνητή, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί πως η πρωτόγονη κομμουνιστική κοινότητα όχι απλώς δεν αποτελεί κάποια φαντασιοπληξία προκατειλημμένων ιδεολόγων, αλλά είναι η φυσική αφετηρία του ανθρώπινου οδοιπορικού στην οποία μπορεί να βρει τις βάσεις για την ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων.
Συνεχίζοντας τώρα από εκεί που σταματήσαμε- πως ο πρωτόγονος κομμουνισμός αποτελεί τη Θέση της διαλεκτικής-ιστορικής κίνησης- ας αναφερθούμε σε κάποια πιο συγκεκριμένα βασικά του χαρακτηριστικά.
Αρχικά πρέπει να σημειώσουμε πως εδώ δεν υφίσταται ιδιοκτησία, ενώ όταν θα εμφανιστεί αργότερα με την ανακάλυψη της γεωργίας, η ιδιοκτησία της γης θα είναι αρχικά κοινή. Τα εργαλεία (ή τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται άμεσα από τη φύση) στην ουσία είναι επίσης κοινά, αφού αυτά οι άνθρωποι είτε τα βρίσκουν έτοιμα στη φύση αρχικά, είτε είναι απλά, δεν χρειάζονται εξειδίκευση και ο καθένας μπορεί να τα φτιάξει με λίγη ή καθόλου βοήθεια. Αυτό, μαζί με το ότι η συνεργασία για την επιβίωση καθίσταται αναγκαία ανάμεσα στα λίγα μέλη που ζουν μέσα σε δύσκολες φυσικές συνθήκες, αποτελεί ένα βασικό λόγο για το ότι δεν υφίσταται εκμετάλλευση της εργασίας. Αυτό καθιστά παράλληλα τα προϊόντα της εργασίας κοινά, μιας εργασίας που είναι ακόμα χειρωνακτική.
Τα παραπάνω έρχεται να ενισχύσει ακόμα περισσότερο η ενότητα του ανθρώπου με τη φύση, πράγμα που ενώνει και τα μέλη μεταξύ τους, ως παιδιά της ίδιας μητέρας. Έτσι αναπτύσσεται μία ηθική σεβασμού τόσο απέναντι στη φύση, όσο και απέναντι στο μέλος της κοινότητας. Η γυναίκα εδώ βρίσκει ίση θέση δίπλα στον άντρα, ενώ παράλληλα αποτελεί αντικείμενο σεβασμού λόγω του ρόλου της στη γέννηση των νέων μελών. Ακόμη να προσθέσουμε πως εδώ κυριαρχεί η αυθόρμητη δράση του ανθρώπου που καθοδηγείται κυρίως από την εμπειρία, όπως και η άγνοια για τις εξωτερικές δυνάμεις της φύσης. Έτσι, η παραγωγικότητα της εργασίας είναι μικρή (πράγμα που οδηγεί κάποτε και στον κανιβαλισμό). Επίσης δεν υφίσταται κάποια μορφή (κάθετης) πολιτικής οργάνωσης (κράτος), ούτε και πολιτικές οργανώσεις (κόμμα).
Οι όποιες τέτοιες μορφές θα εμφανιστούν αργότερα κατά την ώριμη περίοδο της κοινοτικής ζωής, όταν θα βρίσκεται σε τροχιά αποσύνθεσης και θα είναι καταρχάς οριζόντιες (με την έννοια ότι δεν υπάρχει μεγάλη καθετοποίηση, όπως συμβαίνει στις συνελεύσεις άμεσων αντιπροσώπων του γένους), ενώ θα βασίζονται σε φυσικές σχέσεις συγγένειας (φατρίες).
Εδώ λοιπόν έχουμε να κάνουμε γενικά με μια πρωτόγονη αταξική κοινωνία.
Περνώντας τώρα στην επόμενη φάση (η οποία βέβαια δεν εμφανίζεται τελείως ξαφνικά, αλλά διαμεσολαβείται από εξελίξεις που συσσωρεύτηκαν σε μία περίοδο που ο αρχαιολόγος G.Childe χαρακτήρισε ως Νεολιθική Επανάσταση, αλλά δεν θα γίνει λόγος εδώ) η κίνηση σημειώνει ένα άλμα και περνάει σε μία νέα κατάσταση. Είναι η στιγμή που όπως θα διατυπώσει και ο Κ.Μαρξ αρχίζει η προϊστορία του πολιτισμού. Περνάμε τώρα στην ταξική κοινωνία, η οποία αποτελεί και την Αντίθεση σε αυτή τη φάση της κίνησης.
Εδώ τώρα τα πάντα αναπτύσσουν το αντίθετό τους. Από την κοινή ιδιοκτησία περνάμε στην ατομική ιδιοκτησία (τόσων των εργαλείων όσο και της γης). Τώρα ο άνθρωπος, αποκλεισμένος από τα μέσα εργασίας αναγκάζεται να εργαστεί για εκείνους που τα διαθέτουν. Έτσι αρχίζει η εκμετάλλευση της εργασίας και η συσσώρευση του πλούτου σε λίγους. Εμφανίζεται τώρα και η βασική αντίθεση ανάμεσα στους ιδιοκτήτες και τους παραγωγούς. Περαιτέρω, η ενότητα του ανθρώπου με τη φύση διασπάται και ο άνθρωπος-ιδιοκτήτης αρχίζει να εκμεταλλεύεται τη φύση προς χάρη του πλούτου και του κέρδους, δίχως να υπολογίζει τις συνέπειες που θα έχει για αυτή, αλλά και για τον ίδιο. Όλα αυτά παύουν την προηγούμενη ηθική που συνείχε την κοινότητα και αντίκριζε τον άνθρωπο ως ισότιμο μέλος και παιδί της φύσης. Τώρα θα αναπτυχθεί όλο και περισσότερο μια ατομοκεντρική ηθική γενικά που σκοπεύει στην ανάδειξη του προσώπου και των ατομικών αρετών.
Επιπλέον, θα αναπτυχθεί μία δημόσια-πολιτική πλευρά της ζωής, την οποία θα επωμιστεί κυρίως ο άντρας, περιορίζοντας τη γυναίκα στην ιδιωτική σφαίρα και στην εργασία του νοικοκυριού. Αυτή η εξέλιξη θα έχει ως αποτέλεσμα να μετατραπεί αυτή σε ένα απλό οικιακό και αναπαραγωγικό εργαλείο μπροστά στον «πολεμοχαρή» και «μεγαλοφυή» άντρα και έτσι να απολεσθεί ο προηγούμενος σεβασμός στο πρόσωπό της, να υποβαθμιστεί η θέση της και τελικά να εγκαθιδρυθούν οι σχέσεις της έμφυλης εκμετάλλευσης. Επίσης εμφανίζεται τώρα πάνω από τη χειρωνακτική, μία νέα μορφή εργασίας, η πνευματική, εμφανίζεται η διανόηση, η πολιτική και το κράτος, ενώ παράλληλα αναπτύσσεται και η πόλη ως αντίθεση στο χωριό που υφίστατο πριν στα πλαίσια της γεωργικής νεολιθικής κοινότητας.
Αν και πολλά από αυτά φαίνονται σε πρώτη εντύπωση «κακά» και αρνητικά, ωστόσο δεν πρέπει να τα εκλαμβάνουμε ακριβώς έτσι. Αυτή αποτελεί τη μία πλευρά του φαινομένου. Για να διεισδύσουμε στην ουσία πρέπει να λάβουμε υπόψη και την άλλη του πλευρά, αλλά και τη σχέση που αναδύεται μεταξύ τους.
Πράγματι είναι η στιγμή που η ανθρωπότητα εισέρχεται στην εποχή της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και διασπάται η ενότητα που χαρακτήριζε τη σχέση του με τη φύση. Μα ακριβώς αυτή η διάσπαση είναι που φέρει μέσα της και μία θετική πλευρά για τον άνθρωπο (παράλληλα με την αρνητική που θίχτηκε παραπάνω). Ο τελευταίος αποτελούσε έρμαιο των φυσικών δυνάμεων και η ζωή του ήταν ένας συνεχόμενος κύκλος γύρω από τη φυσική του επιβίωση, πράγμα που έφερνε τις κοινότητες των ανθρώπων διαρκώς σε σημείο σύγκρουσης. Με την ανακάλυψη της γεωργίας, το πλεόνασμα που αυτή προσέφερε και γενικά με τη Νεολιθική Επανάσταση συντελείται μια ριζοσπαστική αλλαγή που έρχεται να υποτάξει τις φυσικές δυνάμεις στην κοινωνία και να ανοίξει το δρόμο για μια μεγαλειώδη ανάπτυξη των δυνάμεων του ανθρώπου.
Το γεωργικό πλεόνασμα και ο νέος κάθετος καταμερισμός εργασίας επέτρεψε στον άνθρωπο να βγει από αυτό τον φυσικό κύκλο επιβίωσης, ενώ απελευθέρωσε το πνεύμα από το σώμα. Τώρα είχε το χρόνο και την οργάνωση να αναπτύξει δραστηριότητες που δεν του επέτρεπε ο προηγούμενος τρόπος ζωής, δραστηριότητες που θα εκδήλωναν τη δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος και θα στιγμάτιζαν μια για πάντα την ιστορία του.
Όσο ο γεωργός έσπερνε τους σπόρους και καλλιεργούσε τη γη του, θέριζε και μάζευε τις σοδειές του για να θρέψει τον «άλλον άνθρωπο», τόσο αυτός ο άλλος άνθρωπος παρατηρούσε τα άστρα, το φεγγάρι και τις βροχές που βρίσκονταν πάνω από το χωράφι του γεωργού και σκαρφιζόταν τρόπους που θα έκαναν την εργασία του πιο γόνιμη. Κάπως έτσι ο άνθρωπος κατάφερε να γίνει αστρονόμος. Ταυτόχρονα ένας άλλος έβαζε όλο του το μεράκι προκειμένου να δώσει μορφή στο μάρμαρο, απαθανατίζοντας τον άντρα εκείνο χάρη στον οποίο κερδήθηκε η μάχη, προστατεύτηκε η γη και κράτησε την πόλη ζωντανή. Έτσι η ανάπτυξη της γλυπτικής έπαιρνε νέες διαστάσεις. Την ίδια στιγμή κάποιος άλλος, καθισμένος σε μια πέτρα, ακουμπώντας τον αγκώνα του στο πόδι και πιάνοντας σκεπτικά το πιγούνι του, αναρωτιόταν τι να σήμαιναν όλα αυτά, ποιο είναι το νόημα της ζωής, από πού προήλθε ο άνθρωπος, ποια φύση τον γέννησε και προς τα πού πηγαίνει, ποια είναι η αλήθεια. Και κάπως έτσι τώρα γεννιόταν και η φιλοσοφία. Και όσο η γυναίκα συντηρούσε τα παιδιά και το σπίτι, τόσο ο άντρας κατέστρωνε σχέδια για τη διοίκηση της πόλης και την οργάνωση του πολέμου. Έτσι έγινε δυνατό να αναπτυχθεί η πολιτική.
Αυτό που χαρακτηρίζει την ταξική κοινωνία λοιπόν δεν είναι απλώς η εκμετάλλευση. Αυτό που την χαρακτηρίζει γενικά είναι η σχέση που συνυφαίνει την εκμετάλλευση με την πρόοδο. Αυτό εκδηλώνεται καταρχάς στο επίπεδο του καταμερισμού εργασίας, όπου επιβάλλεται σε ένα μεγάλο μέρος του ανθρώπινου δυναμικού να αναλάβει το χειρωνακτικό κομμάτι στη γεωργική, τη βιοτεχνική και την σπιτική εργασία παραμένοντας αποκλεισμένο από τη διευθυντική και πνευματική εργασία (εξού και εκμετάλλευση), από την πολιτική, την επιστήμη, τη φιλοσοφία, την τέχνη, των οποίων την ανάπτυξη αναλαμβάνει ένα άλλο μέρος της κοινωνίας (ιδιοκτήτες, πολιτικοί, διανοούμενοι). Αυτή η ανάπτυξη τώρα θα γυρίσει σε ένα βαθμό στους εκμεταλλευόμενους, αφού για παράδειγμα θα φτιαχτούν καλύτερα σπίτια, δρόμοι, εργαλεία, νοσοκομεία κλπ, αν και το μεγαλύτερό της κομμάτι θα προορίζεται για τις ανάγκες της εργασιακής εκμετάλλευσης, της διοίκησης, της ιδεολογικής χειραγώγησης και του πολέμου.
Η ταξική κοινωνία λοιπόν, ως Αντίθεση, αποτελεί ένα στάδιο ανάπτυξης και ωρίμανσης της ανθρωπότητας. Μία ανάπτυξη που πραγματοποιείται αντιφατικά μέσα από την συνύφανση της προόδου με την εκμετάλλευση. Η πρόοδος που θα σημειωθεί (σταδιακή και αλματώδης) μέσω αυτής της αντιφατικής κίνησης θα γεννήσει τελικά τους όρους της χειραφέτησης των ίδιων των εκμεταλλευόμενων. Οι ανάγκες της παραγωγής, του πολέμου κλπ θα οδηγήσουν σε μια θεαματική ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας, στη μόρφωση των παραγωγών και στην απόκτηση ικανοτήτων διεύθυνσης της παραγωγής που θα καταστήσουν τους ιδιοκτήτες όλο και περισσότερο περιττούς, ενώ η ταξική πάλη ανάμεσα στους παραγωγούς και τους ιδιοκτήτες θα επιβάλλει στους πρώτους την πολιτική οργάνωση που θα οδηγήσει τελικά στη δημιουργία αυτοτελούς επαναστατικού κόμματος μέσα από το οποίο οι παραγωγοί θα διδαχθούν την τέχνη της ταξικής πάλης και της κοινωνικής διεύθυνσης για τα δικά τους συμφέροντα. Πού έγγυται όμως τώρα η συνέχεια της κίνησης;
Αφού αναπτύχθηκαν και ωρίμασαν οι κοινωνικές αντιθέσεις ζητούν τώρα επίμονα να βρούνε μία λύση. Η μία διέξοδος που εμφανίζεται για αυτές είναι η κρίση, αλλά αυτή ποτέ δεν λύνει τη ρίζα των αντιφάσεων, απλώς παρατείνει τη ζωή τους και ετοιμάζει το δρόμο για μία βαθύτερη κρίση. Η άλλη διέξοδος είναι και αυτή που μπορεί να δώσει τη ριζική λύση στο πρόβλημα: η διαλεκτική σύνθεση των αντιθέτων.
Τι σημαίνει στην πράξη σύνθεση των αντιθέτων; Γενικά μπορούμε να πούμε πως αυτό που χαρακτηρίζει τη διαλεκτική σύνθεση των αντιθέτων είναι η διατήρηση των θετικών στοιχείων της κάθε πλευράς που συνεπάγεται και την αλληλο-εξουδετέρωση των αρνητικών αντίστοιχα. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω παρακάτω σύντομα και περιεκτικά αυτή τη δημιουργική σύσμειξη. Ας δούμε μία μία τις συνθέσεις.
1) Σύνθεση πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας:
Όπως είπαμε και πριν η κοινωνία χωρίστηκε σε δύο μέρη με βάση τον καταμερισμό εργασίας. Αυτό είχε ως συνέπεια όμως να χωριστεί και ο άνθρωπος στα δύο και να αναπτύσσει κάθε φορά μία μόνο πλευρά του Είναι του. Έτσι οι άνθρωποι διακρίνονταν τώρα ανάλογα με την εργασιακή τους δραστηριότητα σε αυτούς που ξεχώριζαν για το σώμα και τις πρακτικές τους ικανότητες και σε εκείνους που ξεχώριζαν για το πνεύμα και τις θεωρητικές ικανότητές τους (λίγοι ήταν εκείνοι που εξασφάλιζαν και τα δύο για τον εαυτό τους, ενώ για πολλούς δεν υφίστατο τίποτε από τα δύο στην ουσία). Αυτό το κόψιμο του ανθρώπου στα δύο, πέρα από τα θετικά που είχε όπως αναφέρθηκε παραπάνω, σήμαινε ταυτόχρονα για κάθε άνθρωπο ατροφία μίας σημαντικής πλευράς των ικανοτήτων του. Πράγμα που γενικά καθιστά τον άνθρωπο τελικά μονόπλευρο και λιγότερο παραγωγικό.
Η σύνθεση πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας σημαίνει καταρχάς την εξασφάλιση διανοητικής και χειροτεχνικής άσκησης για όλους τους ανθρώπους. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ικανότητα για θεωρία και πράξη, σημαίνει για τον άνθρωπο όχι απλώς να μπορεί να τοποθετεί τα τούβλα για το χτίσιμο ενός σπιτιού, αλλά και να γνωρίζει ταυτόχρονα ποιες είναι οι προϋποθέσεις για το χτίσιμό του, οι απαραίτητες δομές που καθιστούν ένα σπίτι σύγχρονο κλπ. Αυτό τώρα πάλι θα του εξασφαλίσει τη θέση να παρεμβαίνει άμεσα και δημιουργικά στις αποφάσεις σχετικά με τον σχεδιασμό της παραγωγικής διαδικασίας αποκτώντας έτσι διευθυντική θέση στην οργάνωση της κοινωνικής ζωής. Εδώ βέβαια πρέπει να σημειώσουμε πως συντελείται και μία άλλη σύνθεση, ανάμεσα στην οικονομία και την πολιτική, αφού τα όργανα των αποφάσεων μεταφέρονται μέσα στο χώρο εργασίας, με αποτέλεσμα αυτός να μετατρέπεται σε κύτταρο της εξουσίας.
Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε επίσης την εξασφάλιση ελεύθερης πρόσβασης σε διάφορες πολιτιστικές δραστηριότητες που αναπτύσσουν περαιτέρω την σωματική και πνευματική ικανότητα (όπως αθλητισμός και τέχνη) και καθιστούν τον άνθρωπο ακόμα πιο παραγωγικό.
2) Σύνθεση πόλης και χωριού:
Εδώ το θετικό της πόλης είναι καταρχάς οι συγκεντρωμένες παραγωγικές δυνάμεις που δημιούργησαν μία ανώτερη ποιότητα ζωής και πολιτισμού. Ωστόσο οι δυνάμεις αυτές τροφοδοτήθηκαν από την ύπαιθρο, υπερσυγκεντρώθηκαν και άφησαν τελικά το χωριό να φυτοζωεί. Έτσι, μέσα από τη διαδικασία της αστικοποίησης, συσσωρεύτηκαν στην πόλη ταυτόχρονα μια σειρά από αρνητικά στοιχεία όπως είναι το ανθυγιεινό και απόμακρο από τη φύση περιβάλλον, οι γρήγοροι ρυθμοί ζωής, η ηχορύπανση, η πυκνοκατοίκηση, το κυκλοφοριακό κ.α.
Αντιθέτως στο χωριό διακρίνουμε μια σχετική έλλειψη παραγωγικών δυνάμεων (παρόλο που κάποιοι γαιοκτήμονες και κτηνοτρόφοι διαθέτουν συγκεντρωμένες δυνάμεις, ωστόσο γενικά η ύπαιθρος υφίσταται μία σχετική εκμετάλλευση από την πόλη, και όπως έλεγε και ο Λένιν ο καπιταλισμός μεταθέτει τις καλύτερες δυνάμεις στην πόλη και τη βιομηχανία αφήνοντας στη γεωργία τις πιο αδύναμες) πράγμα που μειώνει και το πολιτισμικό επίπεδο συνολικά. Ωστόσο η ύπαιθρος διατηρεί κάποια θετικά στοιχεία όπως το φυσικό τοπίο, ο σχετικά λιγότερο επιβλητικός ρυθμός της ζωής, χαμηλότερες ηχητικές εντάσεις, η αραιοκατοίκηση κ.α.
Μπορούμε να παρατηρήσουμε εδώ πως τα θετικά του ενός μπορούν να διαγράψουν τα αρνητικά του άλλου. Μια σχετική αποκέντρωση της πόλης, όχι μόνο θα καταστήσει την τελευταία πιο διαχειρίσιμη με την αποσυμφόρηση να οδηγεί σε ένα πιο άνετο και αρμονικό τρόπο ζωής με την παράλληλη ανάπτυξη φυσικών τοπίων, όχι μόνο ένα μεγάλο μέρος της ανεργίας θα μειωθεί από την ανάθεση δουλειάς στην ύπαιθρο, μα ταυτόχρονα και η ύπαιθρος έτσι θα αποκτήσει τις παραγωγικές δυνάμεις που της λείπουν και θα μπορέσει να οικοδομήσει ένα γεμάτο ζωντάνια ανώτερο πολιτισμικό επίπεδο, διατηρώντας παράλληλα τα θετικά της στοιχεία. Κάπως έτσι θα γεννηθεί μία νέα μορφή οικισμού που θα μπορούσαμε καταχρηστικά να ονομάσουμε εδώ «υπαιθρούπολη».
3) Σύνθεση άντρα και γυναίκας:
Δεν μιλάμε για κάποια σύνθεση βιολογικής φύσης, αλλά κοινωνικής (και θα έπρεπε ίσως να προσθέσουμε και την ψυχολογική που αφορά ιδιαίτερα στο ζήτημα του έρωτα, αλλά δεν θα αναπτυχθεί εδώ).
Η γυναίκα για αιώνες ταυτίστηκε με τη δουλειά του σπιτιού, την ανατροφή των παιδιών και των ηλικιωμένων και την αναπαραγωγή. Στην εποχή του καπιταλισμού αυτός ο ρόλος φάνηκε να ανατρέπεται, μα δεν εκριζώθηκε. Και όχι μόνο αυτό, αλλά διατηρήθηκε λαμβάνοντας νέα μορφή. Τα περισσότερα επαγγέλματα που ανέλαβαν οι γυναίκες ως μισθωτές αφορούσαν ακριβώς την εργασία που έκαναν και στο σπίτι ή με την οποία είχαν ταυτιστεί παλιότερα: καθαρίστριες, δασκάλες (προηγουμένως ανατροφείς των παιδιών), νοσοκόμες (προηγουμένως μεριμνούσαν για τους ηλικιωμένους και τα παιδιά στο σπίτι), υπηρέτριες, συνοδοί σε οίκους ανοχής (πριν αναπαραγωγικά εργαλεία) κλπ.
Έτσι η γυναίκα ανέλαβε εργασίες στο δημόσιο χώρο με τις οποίες η κοινωνία ήταν κατά κάποιο τρόπο ήδη εξοικειωμένη για αυτή. Στην ουσία η σπιτική εργασία της γυναίκας εμπορευματοποιήθηκε και έτσι ο σεξισμός όχι μόνο συνεχίστηκε, αλλά δημοσιοποιήθηκε και πήρε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις, παρά την εισδοχή των γυναικών στο δημόσιο τομέα και σε «αντρικά» επαγγέλματα. Από την άλλη, ο άντρας διατήρησε τη θέση του στη δημόσια σφαίρα, την πολιτική, τον πόλεμο και σε κάποιους επιστημονικούς τομείς, διατηρώντας έτσι και την κυρίαρχη θέση του στις βασικές και δημιουργικές κοινωνικές δραστηριότητες.
Εδώ η σύνθεση έγκειται στη σύμφυση του ιδιωτικού ρόλου με τον δημόσιο για κάθε φύλο. Αυτό σημαίνει ότι η γυναίκα είναι αναγκαίο να αποκτήσει εξίσου δυναμικό ρόλο σε όλη τη δημόσια σφαίρα, όσο και ο άντρας, ενώ ο άντρας να αποκτήσει εξίσου σημαντικό με τη γυναίκα ρόλο στην ιδιωτική σφαίρα. Επιπλέον είναι αναγκαίος και για τους δυο ο περιορισμός της χειρωνακτικής εργασίας είτε στη μία σφαίρα είτε στην άλλη. Αυτό θα απελευθερώσει και τα δύο φύλα (ειδικά το γυναικείο), θα ξεριζώσει το σεξισμό, αλλά και θα δημιουργήσει περισσότερο αρμονικές διαπροσωπικές σχέσεις.
4) Σύνθεση ιδιοκτησίας και παραγωγής:
Αυτή η σύνθεση αποτελεί και την προϋπόθεση για όλες τις παραπάνω συνθέσεις. Αυτή αφορά στην επανένωση της ιδιοκτησίας με την παραγωγή και έχει ως αποτέλεσμα οι παραγωγοί να γίνουν και πάλι ιδιοκτήτες της παραγωγής τους (αλλά σε ανώτερο επίπεδο αυτή τη φορά).
Για να το θέσουμε καλύτερα, εδώ έχουμε να κάνουμε με τη σύνθεση ανάμεσα στα δύο πιο βασικά χαρακτηριστικά της αντίθεσης ανάμεσα στην πρωτόγονη αταξική και την ταξική κοινωνία. Από τη μία επανέρχεται η κοινή ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από την πρώτη εξουδετερώνοντας την ατομική ιδιοκτησία της δεύτερης, ενώ από την άλλη διατηρούνται οι υψηλές παραγωγικές δυνάμεις της δεύτερης που έχουν εξουδετερώσει την χαμηλή παραγωγικότητα της πρώτης. Αυτή η σύνθεση (η κοινωνικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων) καταργεί την εκμετάλλευση της εργασίας, εκτοπίζει την εμπορευματική παραγωγή, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για τη σταδιακή της απονέκρωση και καθιστά τους παραγωγούς κοινωνικούς ιδιοκτήτες της παραγωγής (σε ανώτερη βάση, αφού τώρα η βάση δεν είναι απλώς η φύση, αλλά οι κληροδοτημένες παραγωγικές δυνάμεις που ανέπτυξε η ταξική κοινωνία).
Εδώ εκφράζεται γενικά ο νόμος άρνησης της άρνησης και η σπειροειδής μορφή της κίνησης (1η άρνηση αυτή της πρωτόγονης αταξικής μέσω της γέννησης της ταξικής, 2η άρνηση αυτή της ταξικής κοινωνίας, αλλά και της πρωτόγονης αταξικής μέσω της νέας ανώτερης αταξικής κοινωνίας).
5) Τέλος έχουμε να κάνουμε με την σύνθεση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Αναφερθήκαμε ήδη σε αυτό κάπως έμμεσα. Αυτή στην ουσία συντελείται μέσω των παραπάνω συνθέσεων και αφορά π.χ στη σωματική υγεία και ικανότητα (αφορούν και στη διατροφή κλπ), στο φυσικό τοπίο (εδώ η «υπαιθρούπολη» αφορά και στη σύνθεση της βιομηχανικής με τη γεωργική εργασία και έτσι ο άνθρωπος μαθαίνει παράλληλα να εργάζεται και μέσα στη φύση), στην ιδιαίτερη φροντίδα του γυναικείου σώματος ως φυσικού φορέα της νέας γενιάς, αλλά και στην ίδια τη γενιά αυτή ως φυσικής-εργατικής δύναμης που έρχεται να αντικαταστήσει την παλιότερη. Επίσης αφορά άμεσα στην παραγωγή, η οποία, αφού κοινωνικοποιείται, παύει να σκοπεύει στο κέρδος, πράγμα που αλλάζει τη στάση του ανθρώπου απέναντι στην αξιοποίηση της φύσης κάνοντάς τον έτσι να αντιληφθεί καλύτερα τον εαυτό του ως οργανικό μέρος του οικοσυστήματος. Εδώ ξανά τίθενται οι βάσεις για την αναγέννηση μιας ηθικής σεβασμού απέναντι στη φύση και στον συνάνθρωπο ως οργανικό μέλος της φύσης-κοινωνίας.
Έτσι ο άνθρωπος φαίνεται να επανέρχεται σε σχέσεις όμοιες με αυτές που είχε κάποτε γνωρίσει. Φαίνεται να γυρνά στην αρχή από όπου ξεκίνησε, σε μια κομμουνιστική κοινωνία, μα τώρα όχι πρωτόγονη, αλλά με υψηλές παραγωγικές δυνάμεις και επιστημονικό (κεντρικό) σχεδιασμό.
Από αυτή την άποψη πρέπει να πούμε πως η οικοδόμηση της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας, διατυπωμένη με φιλοσοφικούς όρους, δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από τη διαδικασία της διαλεκτικής σύνθεσης των αντιθέτων.