Τα ιδεολογικά ρεύματα του Μάη – Β’ Μέρος

Εκείνη την εποχή η σύνθεση της εργατικής τάξης δεν είναι ίδια με αυτήν της εποχής του Μαρξ. Όπως και η σημερινή σύνθεση της εργατικής τάξης διαφέρει πολύ από αυτήν της δεκαετίας του 1960. Όλοι αυτοί όμως έχουν ένα κοινό: Με τα χέρια, το μυαλό, τον κόπο και τον ιδρώτα τους δίνουν ζωή, κινούν τα μέσα που έχει σε κάθε εποχή στη διάθεσή της η κοινωνία για να παράγει. Αυτοί δημιουργούν τα μέσα παραγωγής.

Δημοσιεύουμε το δεύτερο μέρος από την ενδιαφέρουσα παρέμβαση του Λουκά Αναστασόπουλου, μέλος του Γραφείου του ΚΣ της ΚΝΕ, και την κριτική στα ιδεολογικά ρεύματα που ξεπήδησαν από τον Παρισινό Μάη και η επίδραση ή ο απόηχός τους φτάνει ως της μέρες μας. Περιλαμβάνεται στην έκδοση “50 χρόνια μετά.. Φανερές και αθέατες όψεις του Μάη 1968” που περιέχει τις ομιλίες και παρεμβάσεις από την εκδήλωση της Σπουδάζουσας τον περασμένο Ιούνιο, και κυκλοφορεί με τον Οδηγητή αυτού του μήνα.

Εδώ μπορείτε να βρείτε το Α’ Μέρος

Αναιρώντας τον πρωτοπόρο ρόλο της εργατικής τάξης στην κοινωνική απελευθέρωση

Με βάση το ίδιο επιχείρημα, ότι η “διάρθρωση της βιομηχανικής κοινωνίας”, όπως ονόμαζαν τον καπιταλισμό, είναι πολύ διαφορετική από την εποχή του Μαρξ, κατέληγαν στο συμπέρασμα είτε ότι δεν υπάρχει πλέον εργατική τάξη είτε ότι υπάρχει, αλλά είναι πλέον τόσο διαφορετική από την εποχή του Μαρξ, που έχει χάσει τον πρωτοπόρο ρόλο της στην κοινωνία. Όπως έλεγε ο Φίσερ, υπάρχουν νέες κοινωνικές ομάδες που μπορούν να παίξουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην κοινωνική εξέλιξη. Αυτές οι νέες δυνάμεις δεν μπορούν να είναι οι εργάτες, γιατί έχουν ενσωματωθεί πια στις ανάγκες του καπιταλισμού. Έχουν πνιγεί στον καταναλωτισμό, όπως έγραφε ο Μαρκούζε. Σα νέες δυνάμεις που θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική εξέλιξη αναγνώριζαν τους διανοούμενους και τους φοιτητές.

Είναι γεγονός ότι πραγματικά εκείνη την εποχή η σύνθεση της εργατικής τάξης δεν είναι ίδια με αυτήν της εποχής του Μαρξ. Όπως και η σημερινή σύνθεση της εργατικής τάξης διαφέρει πολύ από αυτήν της δεκαετίας του 1960. Δεν είναι σε καμία περίπτωση ίδιος ο εργάτης που χειρίζεται την ατμοκίνητη μηχανή του 19ου αιώνα, με αυτόν της αλυσίδας παραγωγής των βιομηχανιών του ’60 ή με τη σημερινή εργατική τάξη που πρέπει να χειρίζεται την παραγωγή, στην οποία η ρομποτική, η πληροφορική και ο προγραμματισμός παίζουν κυρίαρχο ρόλο.

Όλοι αυτοί όμως έχουν ένα κοινό: Με τα χέρια, το μυαλό, τον κόπο και τον ιδρώτα τους δίνουν ζωή, κινούν τα μέσα που έχει σε κάθε εποχή στη διάθεσή της η κοινωνία για να παράγει. Αυτοί δημιουργούν τα μέσα παραγωγής. Αυτοί δημιουργούν όλο τον πλούτο και τα κέρδη των καπιταλιστών που προκύπτουν από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό έχουν και τη δύναμη ν’ αλλάζουν την κοινωνία, ν’ ανατρέψουν με την πάλη τους την καπιταλιστική βαρβαρότητα.

Αυτό δε σημαίνει ότι στον αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού υπάρχει θέση μόνο για την εργατική τάξη. Το Κόμμα μας παλεύει καθημερινά για την προώθηση της κοινωνικής συμμαχίας. Τα μέλη και τα στελέχη της ΚΝΕ παλεύουμε καθημερινά να συναντηθούμε με χιλιάδες νέους σε όλους τους χώρους όπου ζει, εργάζεται, μορφώνεται και σπουδάζει η γενιά μας και να δυναμώσουμε τη δράση, την οργάνωση, την πάλη για ζωή με σύγχρονα δικαιώματα. Ταυτόχρονα, είναι εκ του πονηρού το να καταδικάζεται η απαίτηση για ένα μέλλον στο επίπεδο των σύγχρονων αναγκών μας ως καταναλωτισμός.

Το ύπουλο όμως χτύπημα του πρωτοπόρου ρόλου της εργατικής τάξης σε αυτόν τον αγώνα σημαίνει ότι χτυπιέται ύπουλα ο αναντικατάστατος πρωταγωνιστής στην πάλη ενάντια στους εκμεταλλευτές του λαού, γιατί είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να οδηγήσει μέχρι τέλους τον αγώνα όλων όσοι έχουν συμφέρον από την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Σημαίνει ότι οι νέοι της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, οι νέοι εργαζόμενοι, οι φοιτητές και οι μαθητές, στερούνται το μεγαλύτερο και πιο ικανό τους σύμμαχο στον αγώνα για τη ζωή που έχουν σήμερα ανάγκη.

Θολώνοντας τα νερά για τη διαμόρφωση επαναστατικής στρατηγικής

Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι την ίδια στιγμή προπαγάνδιζαν ότι είναι δυνατό να αλλάξει η κοινωνία χωρίς να ανατραπεί η καπιταλιστική εκμετάλλευση.

Ο Φίσερ έλεγε, για παράδειγμα, ότι η θεωρία του Λένιν είναι η διδασκαλία της επανάστασης σε μια καθυστερημένη χώρα και δεν μπορεί πια να εφαρμοστεί στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης. Διακήρυσσε ότι προς όφελος του λαού δεν υπάρχει μονάχα η επαναστατική στρατηγική, αλλά και μια αριστερή πολιτική που μπορεί να είναι φιλολαϊκή χωρίς όμως να θίγει τις σχέσεις παραγωγής. Νομίζουμε ότι από τέτοιες πολιτικές έχουμε εμπειρία και στην Ελλάδα πλέον, που η δήθεν προοδευτική και αριστερή πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ μεταφράζεται καθημερινά σε δεκάδες αντιλαϊκά ρεύματα.

Ο Σαρτρ, ένας από τους εκπροσώπους του υπαρξισμού υποστήριζε ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί με συνέπεια επαναστατική πολιτική, γιατί εξαρτάται από τις τυχαίες επιλογές των ατόμων της κοινωνίας. Το θέμα είναι όμως ότι η επίθεση στα δικαιώματα του λαού και της νεολαίας δεν είναι τυχαία επιλογή του εκάστοτε πολιτικού, ούτε οι αποφάσεις που παίρνονται, για παράδειγμα στην ΕΕ, δεν είναι τυχαία επιλογή μιας ομάδας αρχηγών κρατών. Είναι συνειδητές επιλογές για την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, ακριβώς γιατί η καπιταλιστική εκμετάλλευση δεν είναι τυχαία επιλογή του ξεχωριστού καπιταλιστή, αλλά ζωτικό συμφέρον της αστικής τάξης συνολικά, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και του λαού. Άρα και η απάντηση της εργατικής τάξης σε αυτήν την ταξική επίθεση δεν είναι θέμα τυχαίας επιλογής, αλλά αναγκαιότητα.

Συνολικά οι επιλογές των ατόμων δε διαμορφώνονται αυθαίρετα και άσχετα από την πορεία της ταξικής πάλης. Αν δούμε, για παράδειγμα, τη μετανάστευση νέων αποφοίτων στο εξωτερικό, μπορεί φαινομενικά να μοιάζει ως μια ατομική επιλογή, για την πλειοψηφία όμως γίνεται αναγκαστικά για την αναζήτηση εργασίας. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα της ταξικής επίθεσης της αστικής τάξης στην εργασιακή προοπτική των αποφοίτων; Το ατέρμονο κυνήγι δεξιοτήτων από τους φοιτητές δεν είναι απλά ατομική τους επιλογή, αλλά αποτέλεσμα της ταξικής επίθεσης στο δικαίωμά τους στη μόρφωση;

Άλλοι θεωρητικοί είχαν μεγαλύτερη φαντασία στο θέμα αυτό, χωρίς όμως να λοξοδρομούν από την αντιδραστική τους πορεία. Ο Φρομ, ένας φιλόσοφος που προσπαθούσε να συνδυάσει το μαρξισμό με τη θεωρία του Φρόιντ, έλεγε ότι αλλάζουμε την κοινωνία αλλάζοντας ψυχολογικά τους ανθρώπους. Ότι χρειάζεται ένα ηθικό πρόγραμμα επανάστασης στις ιδέες και στις καρδιές μας. Ενώ ο Γκυ Ντεμπόρ έλεγε ότι πρέπει ν’ αλλάξει η ατμόσφαιρα της ζωής μας γιατί δεν αρκεί ο τερματισμός της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά θα πρέπει να εκλείψουν και τα πάθη, οι παρηγοριές και οι συνήθειες που αυτή γέννησε.

Φυσικά κανείς δεν μπορεί ν’ αρνηθεί ότι η ανατροπή του καπιταλισμού, η κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη, αρκεί από μόνη της για να εξαλειφθούν τα κατάλοιπα του καπιταλισμού στη ζωή και στις συνήθειες των ανθρώπων, να κατακτηθεί η κομμουνιστική στάση απέναντι στην εργασία, να κυριαρχήσει η κομμουνιστική συνείδηση. Αυτές είναι πλευρές για τις οποίες χρειάζεται επίμονος αγώνας την περίοδο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, με πρωτοπόρο το Κομμουνιστικό Κόμμα. Είναι όμως τελείως διαφορετικό να διακηρύσσεις ότι με ηθικό κήρυγμα και με αισθητικές αλλαγές στην καθημερινότητα μπορεί κανείς ν’ αντιμετωπίσει την αστική τάξη, το κράτος της, τους νόμους της και τα κόμματά της. Για να το πούμε διαφορετικά, ακόμα και αν βάψεις με ωραία χρώματα την αλυσίδα σου, παραμένεις φυλακισμένος. Το ζήτημα είναι να σπάσεις τα δεσμά και να χτίσεις έναν όμορφο κόσμο.

Η αδυναμία αυτών των θεωριών να συμβάλουν στη διαμόρφωση επαναστατικής πολιτικής και στρατηγικής γίνεται φανερή και από την ανάλυσή τους για το αστικό κράτος. Ο Αλτουσέρ, για παράδειγμα, ενώ θεωρούσε ότι σκοπός του αστικού κράτους είναι η διασφάλιση και αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων, διακήρυσσε ταυτόχρονα ότι είναι και πεδίο ταξικής πάλης και παρέμβασης του εργατικού κινήματος. Στην ίδια κατεύθυνση, ο Πουλαντζάς έλεγε ότι πολλές πλευρές του αστικού κράτους (ειδικά εκείνες που ονόμαζε “ιδεολογικούς μηχανισμούς”) δε μένουν ανεπηρέαστες από την ταξική πάλη και άρα το εργατικό κίνημα με την παρέμβασή του μπορεί να τους ουδετεροποιήσει. Θεωρούσε ότι η μετάβαση προς το σοσιαλισμό δεν πρέπει να γίνει με τσάκισμα του αστικού κράτους (σύμφωνα με τα λεγόμενα του, κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην απώλεια δημοκρατικών δικαιωμάτων, όπως έγινε και στην ΕΣΣΔ), αλλά με την κατάκτηση και το μετασχηματισμό του από την εργατική τάξη, που πρώτο βήμα θα έχει την κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

Είναι φανερό ότι οι παραπάνω απόψεις δεν είναι κάτι άλλο παρά υπόκλιση στην αστική εξουσία, παρά τις φαινομενικές “επαναστατικές” τους διακηρύξεις. Η πραγματικότητα είναι ότι το κράτος εξυπηρετεί με το σύνολο των λειτουργιών του τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Το σύνολο των λειτουργιών του αστικού κράτους, το σύνολο των νόμων και του Συντάγματος υπηρετούν τον ίδιο κοινό στόχο: Να διασφαλίζεται η κυριαρχία και η εξουσία του κεφαλαίου και να ενισχύεται η καπιταλιστική κερδοφορία. Γι’ αυτό και είναι επικίνδυνη για το εργατικό κίνημα η άποψη ότι πλευρές ή λειτουργίες του κράτος μπορούν να “ουδετεροποιηθούν” κάτω από την επίδραση της ταξικής πάλης.

Συμπερασματικά

Το δρόμο για τον όμορφο κόσμο του σοσιαλισμού-κομμουνισμού δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να τον χαράξουν όλες αυτές οι θεωρίες. Εξάλλου ο κόσμος που περιέγραφαν ήταν μουντός και αραχνιασμένος, γιατί δεν ήταν παρά ο καπιταλισμός, που απλά του έδιναν την ονομασία του σοσιαλισμού. Τι άλλο είναι μια κοινωνία στην οποία θα υπάρχει περιορισμός των δικαιωμάτων της ατομικής ιδιοκτησίας χωρίς όμως να υπάρξει επαναστατική αλλαγή στα δικαιώματα αυτά, όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Φρομ; Ή τι άλλο παρά καπιταλισμός θα ήταν μια κοινωνία στην οποία δε θα άλλαζαν οι σχέσεις παραγωγής, αλλά απλά ο άνθρωπος θα είχε επιβληθεί στο γραφειοκρατικό μηχανισμό, με βάση τα λεγόμενα του Φίσερ;

Το βασικότερο συμπέρασμα είναι ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα, για να μπορέσει να διαμορφώσει σύγχρονη στρατηγική και πολιτικό επαναστατικό πρόγραμμα ικανό να καθοδηγήσει την εργατική τάξη στην πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού, πρέπει πάντοτε να παίρνει υπόψη του τα νέα δεδομένα και τα σύγχρονα ιδεολογήματα και θεωρίες που δημιουργεί η ανάπτυξη του καπιταλισμού.

Το ΓΚΚ βρέθηκε εκείνη την περίοδο ανέτοιμο ν’ ανταποκριθεί σ’ ένα τέτοιο καθήκον, γεγονός που ήταν αποτέλεσμα μιας συνολικότερης πορείας υποχώρησης από την επαναστατική στρατηγική μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ακόμη και μέσα από την αρνητική εμπειρία αναφορικά με τη στρατηγική του ΓΚΚ εκείνη την περίοδο, βγαίνει το συμπέρασμα ότι για να μπορεί ένα κομμουνιστικό κόμμα να διατηρήσει τον επαναστατικό του χαρακτήρα, χρειάζεται να επεξεργάζεται και να βαθαίνει την επαναστατική θεωρία του μαρξισμού-λενινισμού με βάση τις νέες συνθήκες που δημιουργεί η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Μόνο τότε μπορεί πραγματικά η δράση του να καθοδηγείται από την επαναστατική θεωρία.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: