Τα ιδεολογικά ρεύματα του Παρισινού Μάη του 1968 – Α’ Μέρος
Πρόκειται για φιλοσοφικά ρεύματα που η αποδοχή τους σημαίνει αφοπλισμό της εργατικής τάξης, του λαού και της νεολαίας στην πάλη τους ενάντια στους εκμεταλλευτές τους, παρότι παρουσιάστηκαν με το προσωπείο του προοδευτικού και της υπεράσπισης του λαού.
Από χτες κυκλοφορεί ο Οδηγητής του Σεπτεμβρίου μαζί με την έκδοση της Σύγχρονης Εποχής, υπό την επιμέλεια της Ιδεολογικής Επιτροπής του ΚΣ της ΚΝΕ, με τις Ομιλίες από την εκδήλωση που είχε γίνει στο Φεστιβάλ ΑΕΙ Αττικής της ΚΝΕ για τον Παρισινό Μάη του 68′, με κεντρικό ομιλητή το Μάκη Παπαδόπουλο.
Εμείς επιλέξαμε να αντιγράψουμε και να δημοσιεύσουμε σε δύο συνέχειες την ενδιαφέρουσα παρέμβαση του Λουκά Αναστασόπουλου, μέλος του Γραφείου του ΚΣ της ΚΝΕ, και την κριτική στα ιδεολογικά ρεύματα που ξεπήδησαν από τον Παρισινό Μάη και η επίδραση ή ο απόηχός τους φτάνει ως της μέρες μας.
Παρακολουθώντας κανείς όσα γράφτηκαν σε εφημερίδες και αφιερώματα και όσα παίχτηκαν στην τηλεόραση τους τελευταίους μήνες για το Μάη του 68′, θα διαπιστώσει ότι ο Μάης, καθώς και όλες οι δεκαετίες από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1970 προβάλλονται ως μια περίοδος εκρηκτικής παραγωγής πρωτοπόρων κοινωνικών και πολιτικών θεωριών, ως μια επανάσταση στο επίπεδο των ιδεών, που ανέτρεψε τα δήθεν παρωχημένα θεωρητικά σχήματα του παρελθόντος, στα οποία συγκαταλέγουν και το μαρξισμό-λενινισμό.
Η κριτική μελέτη των ιδεολογικών και φιλοσοφικών ρευμάτων που εμφανίστηκαν τότε είναι ουσιαστικής σημασίας για την κατανόηση των εξελίξεων εκείνης της περιόδου, όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σίγουρα θα αναρωτηθεί κανείς αν η ενασχόληση με όλα αυτά έχει κάποια αξία για το σήμερα. Αν υπάρχει κάποιος λόγος να μελετήσουμε όλες αυτές τις θεωρίες πέρα από την εξαγωγή ιστορικών συμπερασμάτων για το τότε.
Το πρώτο ζήτημα είναι ότι αυτά τα ρεύματα με τις διάφορες παραλλαγές και αποχρώσεις τους τα βρίσκουμε μπροστά μας και σήμερα, στην καθημερινή πάλη που διεξάγουμε. Τα συναντάμε καθημερινά στα πανεπιστημιακά συγγράμματα, τα διδασκόμαστε στις σχολές μας. Στα αμφιθέατρα, μας τις παρουσιάζουν σαν τις πιο καινοτόμες σκέψεις. Οι αντιδραστικές θεωρίες για το τέλος της ταξικής πάλης, του ατομικού δρόμου, της κάλπικης αντίθεσης ανάμεσα στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, οι αναχρονιστικές θεωρίες του κοινωνικού φύλου, η θεωρία ότι η ανάπτυξη της τεχνολογίας και της επιστήμης εξαλείφει την καπιταλιστική εκμετάλλευση αφήνοντας αναλλοίωτες τις καπιταλιστικές σχέσεις, είναι όλες θεωρίες που έχουν την προέλευσή τους σ’ εκείνη την περίοδο.
Όμως το σημαντικότερο είναι ότι το ιδεολογικό-πολιτικό μέτωπο με όλες αυτές τις θεωρίες -που απαιτεί και μια στοιχειώδη γνώση της ιστορικής τους εξέλιξης και διαμόρφωσης- παίζει ρόλο στη διαμόρφωση της επαναστατικής πολιτικής σήμερα, καθώς πρόκειται για φιλοσοφικά ρεύματα που η αποδοχή τους σημαίνει αφοπλισμό της εργατικής τάξης, του λαού και της νεολαίας στην πάλη τους ενάντια στους εκμεταλλευτές τους, παρότι παρουσιάστηκαν με το προσωπείο του προοδευτικού και της υπεράσπισης του λαού. Όλες αυτές οι θεωρίες είναι βαθιά αντιδραστικές, γιατί στερούν το επαναστατικό κίνημα από τα πραγματικά εργαλεία ανάλυσης της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και από τη δημιουργία μιας σύγχρονης για την εποχή επαναστατικής στρατηγικής, για την εφ’ όλης της ύλης σύγκρουση με το καπιταλιστικό σύστημα.
“Ποικιλία” αντιδραστικών θεωριών
Ανάμεσα σε αυτές τις θεωρίες θα συναντήσει κανείς εκείνη του Γκυ Ντεμπόρ και της ομάδας των καταστασιακών, που θεωρούσαν ότι η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι ένα άθροισμα από καταστάσεις που αλλάζοντάς τες μπορείς ν’ αλλάξεις και την ίδια την πραγματικότητα που ζούμε. Θα δει τους υπαρξιστές, όπως το Σαρτρ και τον Καμύ, που πίστευαν ότι σε τελευταία ανάλυση οι κοινωνικές εξελίξεις καθορίζονται από τις τυχαίες επιλογές των μεμονωμένων ανθρώπων και όχι από την πολιτική δράση των τάξεων της κοινωνίας. Θα συναντήσεις τους νεοφροϊδιστές, που πίστευαν ότι η κοινωνία είναι ψυχικά άρρωστη, γιατί το κοινωνικό σύνολο γενικά -και όχι οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής- καταπιέζει τ’ ατομικά συμφέροντα και τις ανάγκες κάθε ανθρώπου, χωρίς ταξική διάκριση. Θα διαβάσει για τους εκπροσώπους του λεγόμενου “Δυτικού Μαρξισμού”, όπως το Φίσερ, το Λεφέβρ, τον Πουλαντζά, τον Αλτουσέρ και τον Καστοριάδη που αναθεωρούσαν το μαρξισμό με το επιχείρημα της βελτίωσης ή υπεράσπισής του. Θ’ ακούσει για τη Σχολή της Φρανκφούρτης, για τον Αντόρνο και το Μαρκούζε,, που διακήρυσσε ότι ο άνθρωπος ενδιαφέρεται πια μόνο για την κάλυψη των υλικών αναγκών του, ότι είναι δέσμιος του καταναλωτισμού, ότι έχει γίνει μονοδιάστατος κι έχει αφήσει στην άκρη τις πνευματικές του ανάγκες που μόνο μέσα από αυτές πηγάζει και η ανάγκη για αλλαγή της κοινωνίας.
Όλα τα παραπάνω φιλοσοφικά ρεύματα συμπίπτουν με θαυμαστό τρόπο -στον ουσιαστικό πυρήνα τους και στα συμπεράσματά τους- με άλλες φιλελεύθερες θεωρίες, όπως αυτές του Αρόν, του Μπελ, του Πόπερ και του Φρίντμαν που προσπάθησαν να τεκμηριώσουν φιλοσοφικά-επιστημονικά ότι ο καπιταλισμός είναι το μόνο φυσιολογικό σύστημα που μπορεί να διασφαλίσει μια “ανοιχτή δημοκρατική κοινωνία” με την ελευθερία της ατομικής επιλογής, ότι το καθοριστικό στην κοινωνική εξέλιξη είναι η ανάπτυξη της τεχνολογίας και της επιστήμης και όχι η ταξική πάλη, ότι εξαφανίζεται η εργατική τάξη.
Φυσικά κοινός παρονομαστής όλων ήταν ο αντικομμουνισμός και η εχθρική στάση ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Ο Πόπερ ανέπτυξε τη γνωστή σε όλους μας θεωρία των ολοκληρωτικών καθεστώτων, που ως βασικό του παράδειγμα είχε το σοσιαλισμό που οικοδομούνταν τότε στα εργατικά κράτη της Ευρώπης. Ο Γκυ Ντεμπόρ έλεγε ότι τόσο τα καπιταλιστικά όσο και τα εργατικά κράτη είναι συντηρητικά και ότι μάλιστα στα δεύτερα αλλοιώνεται ο μαρξισμός. Οι Φίσερ και Λεφέβρ έλεγαν ότι στην ΕΣΣΔ υπάρχει δικτατορία της γραφειοκρατίας των στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος και όχι δικτατορία του προλεταριάτου. Στην ίδια κατεύθυνση, ο Καστοριάδης διακήρυσσε ότι στις χώρες που οικοδομήθηκε ο σοσιαλισμός στον 20ό αιώνα, μπήκαν οι βάσεις για τη δημιουργία μιας νέας παραλλαγής της εκμεταλλευτικής και καταπιεστικής κοινωνίας. Χρησιμοποιούσε μάλιστα τον όρο “γραφειοκρατικός καπιταλισμός” για τα εργατικά κράτη, θεωρώντας και αυτός με τη σειρά του ότι σε εκείνες τις χώρες η γραφειοκρατία του κομμουνιστικού κόμματος έχει πάρει τη θέση της αστικής τάξης και ότι ο “τύπος οργάνωσης” της παραγωγής ήταν στην ουσία του ίδιος με τον καπιταλισμό. Φυσικά κανένας από τους παραπάνω δεν είχε ενδοιασμό να ονομάσει μέχρι και αντεπαναστατικές ενέργειες, όπως αυτή στην Τσεχοσλοβακία το 1968 την οποία υμνούν σήμερα οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ, ως προσπάθειες εκδημοκρατισμού και βαθέματος του σοσιαλισμού που έπνιξε η ΕΣΣΔ.
Όλοι ακολούθησαν τη γνωστή συνταγή, που ανήγαγε αδυναμίες και καθυστερήσεις στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε εγγενή προβλήματα της εργατικής εξουσίας. Ενώ ταυτόχρονα μιλούσαν για την ελευθερία και τη δημοκρατία, ως έννοιες υπερταξικές που καταπατούνταν στην ΕΣΣΔ, κρύβοντας ότι υπάρχει είτε αστική δημοκρατία, δηλαδή ελευθερία για τους καπιταλιστές να εκμεταλλεύονται την εργατική τάξη και το λαό, η οποία λέγεται δικτατορία του κεφαλαίου, είτε εργατική δημοκρατία ή αλλιώς δικτατορία του προλεταριάτου, δηλαδή η ελευθερία της εργατικής τάξης και του λαού να επιβάλουν την εξουσία τους ενάντια στους εκμεταλλευτές τους, που δε θα παραιτηθούν από τις προσπάθειες να την ξανακερδίσουν.
Αδυνατώντας να ερμηνεύσουν την κίνηση του καπιταλισμού
Προκύπτει λογικά το ερώτημα, γιατί δημιουργήθηκαν όλα αυτά τα ρεύματα. Ήταν απλά φαντασιοπληξίες κάποιων καθηγητών πανεπιστημίου και καλλιτεχνών ή προέκυψαν επειδή δόθηκαν στρεβλές απαντήσεις, απαντήσεις από τη σκοπιά της αστικής τάξης, σε ερωτήματα που η αντικειμενική κίνηση κι εξέλιξη του καπιταλισμού γέννησε;
Όπως ακούσαμε στην ομιλία που προηγήθηκε (σ.σ.: του Μάκη Παπαδόπουλου), στις δεκαετίες που ακολουθούν μετά από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη Γαλλία, όπως και στις περισσότερες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης, οξύνεται η βασική αντίθεση του καπιταλισμού ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ατομική-καπιταλιστική ιδιοποίηση μέρους των αποτελεσμάτων της. Η τεχνολογία και η επιστήμη εντάσσονται με μεγαλύτερους ρυθμούς στην παραγωγή προς όφελος της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Την ίδια στιγμή, υπάρχει η απαίτηση για περισσότερο τεχνικά κι επιστημονικά ειδικευμένο εργατικό προσωπικό.
Όλα αυτά γεννούν μια σειρά ερωτήματα, με πρώτο απ’ όλα το αν είναι πλέον ο ίδιος ο καπιταλισμός. Όλα τα ρεύματα που αναφέραμε παραπάνω θεωρούσαν, κάθε ένα με τη δική του απόχρωση, ότι η ανάπτυξη της βιομηχανίας έχει αλλάξει την ουσία του καπιταλισμού. Ότι πια το κύριο δεν είναι η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την τάξη των καπιταλιστών, αλλά η καταπίεση γενικά και ιδιαίτερα των νέων, ο “καταναλωτισμός” που αλλοτριώνει τη ζωή μας και η κρατική γραφειοκρατία.
Αστοί θεωρητικοί, όπως ο Μπελ και ο Αρόν, έγραψαν ότι πλέον βρισκόμαστε στη μεταβιομηχανική εποχή, στην κοινωνία της γνώσης και της πληροφορίας, ότι έχουμε ξεπεράσει τον καπιταλισμό. Οι οπαδοί του Φρόιντ έλεγαν ότι το πρόβλημα της κοινωνίας είναι ότι το άτομο καταπιέζεται από το κοινωνικό σύνολο. Ο Λεφέβρ διακήρυσσε ότι ο καπιταλισμός έχει αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις σε σημείο που ο Μαρξ θεωρούσε ότι ήταν ανίκανος να το κάνει. Ότι έχει πλέον την ικανότητα να λύσει προβλήματα όπως αυτά της φτώχειας και της ανεργίας. Μάλιστα, θεωρούσε ότι η μαρξιστική θεωρία ανήκει σ’ ένα ήδη ξεπερασμένο στάδιο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. “Ο Μαρξ ανήκει σ’ έναν κόσμο που μας αφήνει”, έλεγε, ενώ ο Μαρκούζε συμπλήρωνε ότι για τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες ο σοσιαλισμός είναι μια ουτοπία. Παραφράζοντας μάλιστα το γνωστό έργο του Ένγκελς, έλεγε ότι ο σοσιαλισμό περνά από την επιστήμη στην ουτοπία. Ο Καστοριάδης, με τη σειρά του, παρότι θεωρούσε ότι ο “καπιταλισμός βρίσκεται σε κρίση”, έλεγε ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού δεν επιβεβαίωσε τις προβλέψεις του Μαρξ, και το μόνο που μπορούμε να κρατήσουμε από το μαρξισμό είναι η μέθοδος και όχι τα πολιτικά του συμπεράσματα για τη νομοτελειακή ανατροπή του καπιταλισμού.
Η πραγματικότητα τους διέψευσε παταγωδώς. Ο καπιταλισμός από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα έχει αναπτυχθεί ακόμη παραπάνω. Το ίδιο και τα μέσα παραγωγής και η επιστήμη. Όμως οι σύγχρονες ανάγκες του λαού και της νεολαίας δεν ικανοποιούνται. Και ο λόγος είναι ακριβώς επειδή η ανάπτυξη των σύγχρονων δυνατοτήτων της κοινωνίας για να παράγει όλα όσα χρειάζεται δε γίνεται με άξονα την κάλυψη των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, αλλά για την αύξηση της κερδοφορίας των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων. Η καπιταλιστική εκμετάλλευση συνεχίζει και δίνει το “παρών” καθημερινά στις ζωές μας, όχι εξαιτίας μιας υποτιθέμενης αντίθεσης ανάμεσα στην κοινωνία και το άτομο, αλλά γιατί δεχόμαστε την ασταμάτητη ταξική επίθεση από την τάξη των εκμεταλλευτών, επειδή είμαστε νέοι από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Ο σοσιαλισμός δεν είναι μια ουτοπία, αλλά η επικαιρότητα και αναγκαιότητά του προβάλλουν από τις αντιθέσεις του ίδιου του καπιταλισμού. Ενός συστήματος που φρενάρει την ανάπτυξη που θα μπορούσαν να έχουν πετύχει οι παραγωγικές δυνάμεις της σημερινής κοινωνίας, αν κυρίαρχη ήταν η εργατική τάξη και η οικονομία ήταν κεντρικά κι επιστημονικά σχεδιασμένη.