Τον Τσίπρα πώς τον βλέπω; Αστική τάξη, παιδί μου, τι περιμένεις;
Αποσπάσματα από μια συνέντευξη του “Τελευταίου Αντάρτη”, Τάκη Σάντρα.
Στη νεολαία, ένα μονάχα λέω: Να έχουν πίστη στον εαυτό τους. Όταν πιστεύουν στον εαυτό τους μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα. Επίσης, να μην λέμε λόγια. Κάτι που λέμε να το πραγματοποιούμε. Εμείς οι παλιοί αυτό κάναμε. Αυτό που λέμε πρέπει να πραγματοποιηθεί.
Αυτό είναι το τελευταίο Σαββατοκύριακο που ανεβαίνει η πετυχημένη παράσταση “Ο τελευταίος Αντάρτης” που είχε πάρει ήδη παράταση, για όσους δεν πρόλαβαν την δουν. Πρόκειται για μια πολύ ιδιαίτερη παράσταση, όπου παίρνει μέρος κι ο Τάκης Σάντρας, ο τελευταίος επιζών αντάρτης από το απόσπασμα που έφυγε τελευταίο από την Ελλάδα, μετά από την ήττα του ΔΣΕ στο Γράμμο, στα τέλη Αυγούστου του 1949. Την περασμένη βδομάδα μάλιστα, ο Τάκης Σάντρας έκλεισε τα 93 του χρόνια επί σκηνής, σβήνοντας τα κεράκια σε μια τούρτα με σφυροδρέπανο.
Με αυτήν την αφορμή, αναδημοσιεύουμε κάποια αποσπάσματα από ένα θέμα της Μελπομένης Μαραγκίδου στο Vice, με όσα λέει ο ίδιος ο Τ. Σάντρας (ή αλλιώς Δημήτρης Ζαφείρης), για τη ζωή του, την πολιτική του πορεία, τη σχέση του με το κόμμα -όπου δε δέχτηκε να γίνει μέλος, γιατί είχε κάνει δήλωση, αλλά το ψηφίζει- και γενικά πώς βλέπει τα πράγματα σήμερα -από όπου προέρχεται κι η ατάκα, στον τίτλο της ανάρτησης.
Ονομάζομαι Δημήτρης Ζαφείρης ή αλλιώς Τάκης Σάντρας. Γεννήθηκα στις 15 Απριλίου 1925 στην Πυρσόγιαννη, ένα ορεινό χωριό πάνω στον Γράμμο. Ο πατέρας μου, Κώστας, ήταν μετανάστης στην Αμερική από το 1912. Με τη μάνα μου, Όλγα, παντρεύτηκαν το 1924. Απέκτησαν 4 παιδιά, όλα αγόρια. Μετά τον γάμο, ο πατέρας συνέχισε να δουλεύει στη Νέα Υόρκη.
Εμείς με τη μάνα ζούσαμε στο χωριό. Όταν έγινε ο πόλεμος με τους Ιταλούς, ήμουν μαθητής στην Δ΄ Γυμνασίου στην Πωγωνιανή. Τα σχολεία έκλεισαν και γύρισα στο χωριό. Ποιος να φανταζόταν τότε το τι θα γινόταν τα χρόνια που θα έρχονταν. Ήμασταν αγόρια και κορίτσια και σε μία νύχτα γίναμε άνδρες και γυναίκες. Από το χωριό, 250 παιδιά πολέμησαν τον ιταλικό φασισμό. Από κοντά και οι γυναίκες. Ζαλικωμένες… Στις λάσπες και στα χιόνια, κουβαλούσαν πολεμοφόδια για τον στρατό.
Μετά ήρθαν οι Γερμανοί. Μάζεψαν όλα τα τρόφιμα. Πέθαινε ο κόσμος.
Σωθήκαμε χάρη στη φιλοξενία του Αλβανικού λαού. Ζητιανεύαμε στις πόλεις και στα χωριά. Μας έδιναν. Άλλοι λίγο, άλλοι περισσότερο. Μας λυπόνταν. Μας αγκάλιαζαν και κλαίγανε. Μας έλεγαν για τους Έλληνες φαντάρους που κοιμούνταν στα σπίτια τους και κορίτσι δεν πείραξαν. Αντίθετα από τους Ιταλούς.
Με τα πόδια κουβαλάγαμε, φορτωμένοι στην πλάτη, οκάδες το στάρι και το καλαμπόκι μέσα από τα βουνά. Φούντωσε το αντάρτικο.
Το Φλεβάρη του 1943, η Πυρσόγιαννη ελευθερώθηκε από τον ΕΛΑΣ. Λαϊκή αυτοδιοίκηση, λαϊκά δικαστήρια και για τη νεολαία, πολιτιστική λέσχη. Πού να τα ’χαμε δει αυτά μέχρι τότε;
Τότε έπαιξα και θέατρο, πρώτη φορά. Πριν από 75 χρόνια.
Μετά τα Δεκεμβριανά ξεκίνησε η μεγάλη τρομοκρατία. Τη Μεγάλη Τετάρτη του 1945 ήρθε στο χωριό ο Άρης Βελουχιώτης. Μαζευτήκαμε το βράδυ στο σχολείο και μιλήσαμε.
Στις 22 Οκτώβρη του 1947, παρουσιάζομαι στον στρατό, στην Κόρινθο. Λόγω φρονημάτων, 100 παιδιά μας ξεχωρίζουν και μας πηγαίνουν στο Μακρονήσι, αρχές Νοέμβρη. Εκεί ζούμε μια κόλαση. Βασανιστήρια, πέρα από κάθε φαντασία.
Στις 29 Φλεβάρη 1948, χρόνος δίσεκτος, μετά την πρωινή αναφορά, καθώς ο έβδομος λόχος πήγαινε για «κατήχηση» στο θέατρο, χτυπήθηκε με όπλα. Πέντε νεκροί και 20 τραυματίες.
Με το που χτυπήθηκε, ξεκίνησαν να κατεβαίνουν τα παιδιά προς τα κάτω, στο γήπεδο που ήμασταν εμείς, φωνάζοντας «Αδέρφια μας σκοτώνουν». Στο γήπεδο ήμασταν 4.000 παιδιά. Για δευτερόλεπτα, παγώσαμε, πιάστηκε η ανάσα μας, η αναπνοή μας. Αμέσως μετά απαιτήσαμε να έρθει επιτροπή από τον ΟΗΕ, να εξετάσει την κατάσταση μας και ξεκινήσαμε απεργία πείνας.
Την επόμενη μέρα, 1η Μαρτίου 1948, ήμασταν στις σκηνές μας – 40-50 άτομα σε κάθε σκηνή. Από τον λόχο διοίκησης, ξεκίνησαν να κατεβαίνουν αξιωματικοί και αλφαμίτες. Οι αξιωματικοί με τα περίστροφα στα χέρια μπαίνουν στις σκηνές και πυροβολούν εν ψυχρώ στα κεφάλια. Γέμισαν οι σκηνές μυαλά. Βγαίνουμε τρέχοντας από τις σκηνές, αλαφιασμένοι. Πατούσαμε πάνω στα πτώματα – 500 παιδιά σκοτώθηκαν εκείνη τη μέρα.
Οι αλφαμίτες παίρνουν τα κορμιά τους στο καΐκι. Μόλις ξανοίγονταν στη θάλασσα, κρεμούσαν στο λαιμό τους βαρίδια και τα φουντάρανε στο πέλαγος.
Η κόλαση, τα βασανιστήρια συνεχίζονταν και μετά τα ανήκουστα, τρομερά, αιματηρά γεγονότα.
Στις 5 Μάη, δραπέτευσα και ανέβηκα στο βουνό αντάρτης. Στον Δημοκρατικό Στρατό υπηρέτησα στην 107 Ταξιαρχία, στο τάγμα του Λαδιά, στον Αϊ-Ηλία Πυρσόγιαννης.
Στις 26 Αυγούστου 1949, ξεκίνησε η μεγάλη και τελευταία μάχη του Γράμμου. Το τάγμα μου, λόγω θέσης, φύλαγε τον αυχένα της Μπάντρας, απ’ όπου θα περνούσαν όλα τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού, στην αποχώρηση. Στις 29 Αυγούστου το βράδυ, περάσαμε τελευταίοι από τον αυχένα μεταξύ Γκόλιου και Κάμενικ.
Πώς βλέπει τα πράγματα σήμερα, στα 93 του χρόνια
Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε εκείνη την εποχή με τη σημερινή. Τότε, ο κόσμος ολόψυχα συμμετείχε σε μια αντίσταση. Τώρα έχει διαβρωθεί αυτή η θέληση. Πάει. Ο κόσμος πλάγιασε, που λέμε. Εμείς, όμως, οι παλιοί, έχουμε άλλη αντίληψη για τη ζωή. Εμείς πιστεύουμε ότι ανεξάρτητα από τη νεολαία, υπάρχουν και οι παλιοί. Οι παλιοί καθοδηγούν, πιστεύουν σε κάτι και η νεολαία τώρα μάς ακολουθεί. Το ευχάριστο για εμάς είναι ότι έχουμε τη νεολαία κοντά μας. Όποιος έχει τη νεολαία, δεν μπορεί να φοβάται τίποτα.
Στη νεολαία, ένα μονάχα λέω: Να έχουν πίστη στον εαυτό τους. Όταν πιστεύουν στον εαυτό τους μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα.
Επίσης, να μην λέμε λόγια. Κάτι που λέμε να το πραγματοποιούμε. Εμείς οι παλιοί αυτό κάναμε. Αυτό που λέμε πρέπει να πραγματοποιηθεί.
Το θέατρο δεν μου έκανε κακό. Πριν από 75 χρόνια, με την ΕΠΟΝ, το είχα κάνει ξανά. Παίξαμε και Γκόλφω. Αλλά εδώ τα μπερδεύω ποιος ήταν ο πρώτος μου ρόλος. Τάσος ή Κίτσος, δεν θυμάμαι. Με την ΕΠΟΝ ασχοληθήκαμε με το θέατρο μόνο στην Κατοχή. Μετά την Κατοχή, ήταν δύσκολο. Είχαμε άλλα πράγματα. Εξορίες, Μακρονήσια, το ένα, το άλλο. Αυτά μας σακάτεψαν.
Τι με έχει πληγώσει περισσότερο όλα αυτά τα χρόνια; Είναι ότι μεταξύ μας δεν μπορούμε να μονιάσουμε. Αλλά αυτό είναι το κακό μας, λέμε «α μωρέ, τι ξέρει αυτός; Θα τον βάλω πάνω από τον εαυτό μου;». Έχουμε το «εγώ». Αυτό το «εγώ» το αστικό, του παρά.
Πολιτικά, δεν είμαι ενταγμένος κάπου. Αλλά για να είμαι ειλικρινής, το μόνο που ψηφίζω είναι ΚΚΕ. Δεν πάνε να λένε ό,τι θέλουν. Έκανε λάθη, αλλά η βάση μου είναι εκεί. Δεν είμαι μέλος, όμως. Δεν καταδέχομαι, επειδή υπέγραψα. Ήμουν κομματικό μέλος, αλλά μετά πήγαμε στο Μακρονήσι και υπογράψαμε μια τοοόσο μεγάλη υπογραφή. Η κατάσταση ήταν τέτοια που δεν μπορούσες. Ή υπέγραφες ή σου έβαζαν δυο κρικέλες και σε πνίγανε στη θάλασσα. Δεν καταδέχτηκα μετά να πάω στο Κόμμα – και όταν πήγα στην Τασκένδη, ούτε τότε μπήκα στο Κόμμα. Ε, έφυγα και από εκεί, άμα διαβάσατε την ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος, τα ξέρετε, τις φαγωμάρες κτλ. Γύρισα στο χωριό, μετά στην Αθήνα. Ήταν δύσκολα για εμάς, επειδή μας είχαν αποκηρυγμένους.
Τώρα, η πολιτική κατάσταση δεν εξαρτάται ούτε από την Ελλάδα. Εδώ παίζει το κεφάλαιο. Τα άλλα είναι παραμύθια – και δεν υπάρχει Κομμουνιστικό Κίνημα οργανωμένο, όπως ήταν παλιά. Τότε ήταν οργανωμένο, τώρα όμως έσπασε. Η νεολαία, βέβαια, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αντιστέκεται. Είναι η ιδιοσυγκρασία της τέτοια. Αλίμονο αν κάτσει να λέει «Παναγιά, βοήθα με». Γροθιά και όποιον πάρει ο Χάρος. Ευτυχώς είναι καλή η νεολαία, έχει μυαλό. Τον Τσίπρα πώς τον βλέπω; Αστική τάξη, παιδί μου, τι περιμένεις;
Εγώ στα νέα παιδιά έχω να πω να προσέχουν τον εαυτό τους, να έχουν αυτοπεποίθηση, να μην στηρίζονται στους άλλους. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα, από το να περιμένεις από τους άλλους. Η ζωή είναι ζωή. Η νεολαία πρέπει να έχει ελπίδα και γι’ αυτήν την ελπίδα να αγωνίζεται, να παλεύει όσο μπορεί. Τίποτα άλλο δεν μας σώνει. Αν περιμένουμε από τους άλλους, άστο.