Βλαντίμιρ Πούτιν – Ένας “τσάρος” σε σοβιετικό κέλυφος
Διαχωρίζοντας έντεχνα τη γεωπολιτική ισχύ της ΕΣΣΔ, δημιουργεί ένα ταξικά απονευρωμένο ιστορικό παρελθόν κομμένα και ραμμένο στα μέτρα της αστικής διαχείρισης.
Αν πιστέψει κανείς τα δυτικά ΜΜΕ, ο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι αυτή τη στιγμή ο ισχυρότερος και συνάμα πιο επικίνδυνος άνθρωπος του πλανήτη, χωμένος στα πάντα, από (δήθεν) επιθέσεις χημικών του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία, μέχρι και λίγο – πολύ κάθε εκλογική αναμέτρηση από ΗΠΑ μέχρι Ακτή Ελεφαντοστού. Χωρίς ποτέ να υπάρξει “χαϊδεμένο” παιδί της Δύσης, είναι γεγονός πως σε έμβλημα του απόλυτου κακού ο επί 20ετία πρόεδρος της Ρωσίας αναδεικνύεται από τους διεθνείς αντιπάλους του τα τελευταία κυρίως χρόνια, σε βαθμό ευθέως ανάλογο με την αποφασιστικότητα με την οποία η καπιταλιστική Ρωσία διεκδικεί το δικό της μερίδιο στο ιμπεριαλιστικό (ξανα)μοίρασμα της πίτας. Αυτή η αποφασιστικότητα, ανεξάρτητα από τη μελλοντική της εξέλιξη, σαφώς και οφείλει πολλά στη δράση του ίδιου του Πούτιν, που αναδείχθηκε στο χάος της μετασοβιετικής Ρωσικής Ομοσπονδίας, κατορθώνοντας να σταθεροποιήσει -με σκαμπανεβάσματα και πολλές, όχι αδικαιολόγητες κατηγορίες περί αυταρχισμού- τη χώρα στο εσωτερικό και να την καταστήσει εκ νέου γεωστρατηγικό παίκτη παγκόσμιας εμβέλειας.
Γεννήθηκε στις 7 Οκτώβρη 1952 στο Λένινγκραντ, και πατέρας του ήταν ο εργάτης και αφοσιωμένος κομμουνιστής, παλαίμαχος του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου Βλαντίμιρ Σπυριντόνοβιτς Πούτιν, ενώ η μητέρα του επίσης εργάτρια Μαρίνα Ιβάνοβνα, ανήκε στη γενιά που είχε επιζήσει της πολιορκίας του Λένινγκραντ, στη διάρκεια της οποίας είχε χάσει τον άλλο γιο της από διφθερίτιδα. Ο Πούτιν ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας και το μόνο που επέζησε ως ενήλικας. Ο Πούτιν έλεγε πως η μητέρα του ήταν θρήσκα και τον είχε βαφτίσει σε ορθόδοξη εκκλησία κρυφά από τον πατέρα του.
Είχε τη φήμη ζωηρού παιδιού και άργησε να γίνει δεκτός στην Κομσομόλ λόγω της τάσης του να εμπλέκεται σε καβγάδες με συνομηλίκους του και ήταν αρκετά καλομαθημένος, έχοντας και δικό του αυτοκίνητο από φοιτητική ηλικία, δώρο των γονιών του. Σε μικρή ηλικία αναδείχθηκε πρωταθλητής του τζούντο στο Λένινγκραντ, πολεμική τέχνη που συνέχισε ως γνωστόν να εξασκεί και ως πρόεδρος στο Κρεμλίνο. Κατά δήλωσή του θέλησε να μπει στην KGB εμπνευσμένος από κατασκοπευτικές σοβιετικές ταινίες, αλλά αρχικά του συνέστησαν να σπουδάσει νομικά, όπως και έπραξε στο πανεπιστήμιο του Λένινγκραντ, όπου συνδέθηκε με τον καθηγητή Ανατόλι Σόμπτσακ, που αργότερα υπήρξε ιθύνων νους της περεστρόικα του Γκορμπατσόφ. Το 1975 έγινε αξιωματούχος της σοβιετικής μυστικής υπηρεσίας, με γνωστότερο επεισόδιο την παραμονή του στη ΓΛΔ από το 1985 μέχρι λίγους μήνες πριν τη διάλυσή της το Γενάρη του 1990, όταν επανακλήθηκε στην ΕΣΣΔ.
Η πολιτική του σταδιοδρομία στη μετασοβιετική Ρωσία συνδέθηκε στενά με εκείνη του πρώην καθηγητή του και δημάρχου της Αγίας Πετρούπολης (πλέον) Σόμπτσακ, υπηρετώντας από το 1992 ως το 1996 ως αντιδήμαρχος της πόλης και συνδεόμενος με το κυβερνών κόμμα του Μπόρις Γέλτσιν, όπου ανέλαβε σημαντικά πόστα, μεταξύ άλλων ως διευθυντής της μυστικής υπηρεσίας FSB από το 1998 ως τον Αύγουστο του 1999.
Ο Γέλτσιν, σε αναζήτηση διαδόχου, διόρισε τον άγνωστο εκτός Πετρούπολης Πούτιν στη θέση του πρωθυπουργού, ο οποίος σύντομα έγινε δημοφιλής διοργανώνοντας στρατιωτική επιχείρηση κατά των Τσετσένων αυτονομιστών, οι τρομοκρατικές ενέργειες των οποίων θα στιγμάτιζαν και τα πρώτα χρόνια της θητείας του, με πιο γνωστή τη σφαγή 385 παιδιών και ενηλίκων σε σχολείο του Μπεσλάν το Σεπτέμβρη του 2004. Στις εκλογές του Δεκέμβρη 1999 η εκλογική συμμαχία “Ενότητα” του Πούτιν αναδείχθηκε νικήτρια, ενώ μετά την παραίτηση Γέλτσιν τον ίδιο μήνα ο Πούτιν διορίστηκε πρόεδρος της χώρας, κερδίζοντας με 53% τις εκλογές του Μάρτη 2000.
Προχώρησε σε κάποιες εντυπωσιακές κινήσεις ελέγχου των Ρώσων ολιγαρχών που λυμαίνονταν τη μετασοβιετική οικονομία, κλείνοντας ΜΜΕ και διεξάγοντας δίκες κατά διαφόρων εκπροσώπων τους, συμβάλλοντας παράλληλα στην άνοδο νέων τζακιών εντός της νεαρής και υπό διαμόρφωση αστικής τάξης της Ρωσίας. Η σχέση του με τη Δύση σε εκείνη τη φάση εναλλασσόταν μεταξύ επιφυλακτικότητας και συνεργασίας. Έτσι, κατήγγειλε την κυβέρνηση Μπους το 2001 για την εγκατάλειψη της αντιπυραυλικής συμφωνίας του 1972, αλλά προσφέρθηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου να προσφέρει το ρωσικό εναέριο χώρο για την παροχή “ανθρωπιστικής βοήθειας και διάσωσης” στα πλαίσια του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”. Στην περίοδο του πολέμου του Ιράκ το 2003 πάλι, προσέγγισε τους δυτικοευρωπαίους ηγέτες Γαλλίας και Γερμανίας που εκείνη την εποχή για δικούς τους λόγους αντιτάχθηκαν στην επέμβαση κατά του Σαντάμ Χουσεΐν. Η βελτίωση των οικονομικών δεικτών μετά από μια δεκαετία και πλέον καταστροφικής ύφεσης λόγω καπιταλιστικής παλινόρθωσης συνέβαλε στην εύκολη επικράτησή του στις εκλογές του 2004, εν μέσω κατηγοριών για εκλογικές παραβάσεις που έκτοτε θα συνόδευαν σχεδόν κάθε αναμέτρηση, τόσο από τη φιλοδυτική αντιπολίτευση, όσο και από το ΚΚΡΟ, με το οποίο οι σχέσεις κυμαίνονται από αμοιβαία ανοχή, μέχρι ανοιχτή πολεμική, που τα τελευταία χρόνια φαίνεται να εντείνεται, με πρόσφατο παράδειγμα ανοιχτή καλπονοθεία σε τοπικές εκλογές του Βλαδιβοστόκ.
Πλήρης ήταν και η επικράτησή του στις βουλευτικές εκλογές του 2007, ενώ το 2008 παραιτήθηκε από πρόεδρος λόγω συνταγματικού κωλύματος, αφήνοντας ως άνθρωπό του στη θέση τον Ντμίτρι Μεντβέντεφ, που διόρισε τον Πούτιν πρωθυπουργό μετά τη θριαμβευτική του νίκη στις προεδρικές του 2008. Τελικά το 2012 ο Πούτιν επανήλθε στο προεδρικό αξίωμα, αντιστρέφοντας αξιώματα με το Μεντβέντεφ.
Η περίοδος αυτή σημαδεύεται από αυξανόμενες καταγγελίες για καταπίεση των φιλοδυτικών ιδίως αντιπάλων του (την ίδια περίοδο πάντως απελευθέρωσε 25.000 άτομα από τις ρωσικές φυλακές, ανάμεσά τους τον τέως ολιγάρχη Μιχαήλ Χοδορκόφσκι), ενώ αρχίζει και η φάση αυτού που ονομάστηκε “αναβίωση του ψυχροπολεμικού κλίματος”, με τη διαφορά βέβαια ότι δεν πρόκειται πλέον για αναμέτρηση δυο διαμετρικά αντίθετων κοινωνικοοικονομικών συστημάτων, αλλά για ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, με τους κινδύνους που αυτοί συνεπάγονται για τους λαούς όλου του κόσμου. Αυτό ανεξάρτητα από τις καλοπροαίρετες κάποιες φορές αυταπάτες, ακόμα και σημαντικών τμημάτων του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, για τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Ρωσίας σε έναν “πολυπολικό” κόσμο με στοχοποίηση κυρίως ή αποκλειστικά του δυτικού ιμπεριαλισμού.
Χαρακτηριστική της όξυνσης της σχέσης με τις ΗΠΑ ήταν η φιλοξενία που πρόσφερε στον Έντουαρντ Σνόουντεν η Ρωσία, με όρο, κατά δήλωση του Πούτιν “να μη φέρνει ζημιά στους Αμερικανούς μας συνεργάτες”. Εκεί όμως που οι αντιθέσεις πήραν τη μορφή ανοιχτής ρήξης ήταν στο Ουκρανικό ζήτημα, όταν ΗΠΑ και ΕΕ, (με διαφορετικές επιμέρους επιδιώξεις, αλλά κοινό αντίπαλο) με την ενορχήστρωση και στήριξη του ακροδεξιού “κινήματος” του Ευρωμεϊντάν, ανέτρεψαν το φιλορώσο πρόεδρο της χώρας Βίκτορ Γιανουκόβιτς, που κατέφυγε στη Μόσχα, εγκαθιστώντας το γνωστό φιλοναζιστικό καθεστώς που μετατρέπει την Ουκρανία συνεχώς ως και σήμερα σε φασιστικό κράτος. Οι διώξεις των εθνοτικά Ρώσων της Κριμαίας έδωσαν την κατάλληλη αφορμή στον Πούτιν για την κατάληψη της Κριμαίας, η οποία επιβεβαιώθηκε από μη αναγνωρισμένο διεθνώς δημοψήφισμα του πληθυσμού το Μάρτη του 2014, για να ακολουθήσει στις 21 του ίδιου μήνα η επίσημη προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία, παραμένοντας ακόμα ένα ανοιχτό και φλέγον διεθνές ζήτημα, το οποίο προκάλεσε και την επιβολή σημαντικών οικονομικών κυρώσεων στη χώρα από ΗΠΑ και ΕΕ, που διευρύνονται συνεχώς.
Η επιβεβαίωση της πρόθεσης του Πούτιν να παρεμβαίνει ενεργά για την εξασφάλιση όσων έκρινε ως ζωτικό χώρο της Ρωσίας επιβεβαιώθηκε με την επίσημη εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο της Συρίας, όπου από σοβιετικής εποχής ως γνωστόν υπάρχει σημαντική ρωσική βάση. Η ρωσική επέμβαση από το 2015 ως σήμερα ανέτρεψε τα δεδομένα του πολέμου, συμβάλλοντας στην επικράτηση του συμμάχου του Μπασάρ Αλ-Άσαντ στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας σήμερα σε βάρος του ανοιχτά ή κεκαλυμμένα προστατευόμενου από τη Δύση Ισλαμικού Κράτους και τον ποικιλώνυμων “μετριοπαθών” αντιπολιτευτικών οργανώσεων. Το 2016 η ένταση με τη Δύση έφτασε σε νέα ύψη με την δολοφονία του αυτόμολου στη Μεγάλη Βρετανία πράκτορα των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών Αλεξάντερ Λιτβινένκο. Στις βουλευτικές εκλογές της ίδιας χρονιάς η συμμετοχή ανήλθε μόλις στο 47,8%, δείχνοντας την κόπωση του εκλογικού σώματος, το κόμμα του Πούτιν ωστόσο εξασφάλισε τη νίκη. Το γεγονός όμως που σημάδεψε αδιαμφισβήτητα εκείνη την περίοδο ήταν οι κατηγορίες πως η Ρωσία είχε παρέμβει σε συμπαιγνία με το περιβάλλον του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές, μέσω κυβερνοεπιθέσεων, προπαγάνδας και διαρροής μέσω Γουικιλίκς διαφόρων email της Χίλαρι Κλίντον. Η υπόθεση ήταν μόνο η αρχή για επανάληψη τέτοιων κατηγοριών σε πολλές ακόμα εκλογικές αναμετρήσεις διαφόρων χωρών, ενώ και στην Αμερική το ζήτημα ανακινείται διαρκώς στα μίντια αλλά και δικαστικά, εμπλέκοντας συνεργάτες του Αμερικανού προέδρου σε επαφές με Ρώσους παράγοντες.
Στις αρχές του 2018 μια νέα υπόθεση ήρθε να εντείνει τον ήδη ευρισκόμενο στα όρια της υστερίας αντιρωσισμό, η δολοφονία του πρώην πράκτορα των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών Σεργκέι Σκριπάλ, καταδικασμένου για κατασκοπία υπέρ της Βρετανίας, που είχε απελαθεί στην Αγγλία στα πλαίσια ανταλλαγής κρατουμένων, η οποία αποδόθηκε σε απευθείας εντολή του Πούτιν. Χωρίς να υπάρχει σχετική απόδειξη ως σήμερα, η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι και στη συνέχεια το σύνολο των χωρών της ΕΕ απέλασαν Ρώσους διπλωμάτες. Οι εκλογές του Μάρτη του 2018, και πάλι εν μέσω καταγγελιών για παρατυπίες, χωρίς να αμφισβητείται το τελικό αποτέλεσμα, σηματοδότησαν μια θριαμβευτική επανεκλογή του Πούτιν με ποσοστό άνω του 76%.
Ακολούθησε η κατά γενική ομολογία πετυχημένη φιλοξενία του Μουντιάλ στη Ρωσία το καλοκαίρι του 2018, που έδωσε νέα ώθηση στη δημοφιλία του προέδρου, ωστόσο την ίδια ακριβώς περίοδο η ρωσική κυβέρνηση επέλεξε να προχωρήσει στην αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, μετά από χρόνια που το μέτρο “ψηνόταν” στο δημόσιο διάλογο, καταργώντας έτσι μια από τις τελευταίες κατακτήσεις της ΕΣΣΔ που είχαν μείνει όρθιες μετά τον Αρμαγεδδώνα της αντεπανάστασης. Το μέτρο αυτό, που ξεσηκώνει ακόμα σοβαρές αντιδράσεις και κινητοποιήσεις μεταξύ των εργαζομένων και φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά την απήχηση του προέδρου, είναι μια ακόμα απόδειξη του πόσο κούφια είναι η οικειοποίηση πτυχών του σοβιετικού παρελθόντος για να ενισχύσει το φιλολαϊκό προφίλ της κυβέρνησής του. Διαχωρίζοντας έντεχνα τη γεωπολιτική ισχύ της ΕΣΣΔ, της οποίας τη διάλυση είχε χαρακτηρίσει το 2005 τη “μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ου αιώνα”, από την κομμουνιστική ιδεολογία που αποτέλεσε κινητήριο δύναμη της συγκρότησης και πορείας της τελευταίας, δημιουργεί ένα ταξικά απονευρωμένο ιστορικό παρελθόν κομμένα και ραμμένο στα μέτρα της αστικής διαχείρισης, πατώντας στα αγνά φιλοσοβιετικά αισθήματα της πλειονότητας του ρωσικού λαού. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως κι όταν ακόμα αναφέρεται στον κομμουνισμό, το κάνει με όρους μιας αντιδραστικής σύγκρισής του με το χριστιανισμό, αποκλείοντας φυσικά την οικονομική του εφαρμογή, τον κεντρικό σχεδιασμό.
Σε ό,τι αφορά τη σχέση του με την Ελλάδα, μπορεί κανείς να πει με σιγουριά ότι διανύει τη χειρότερη φάση μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ τουλάχιστον, μετά την -έστω και ετεροχρονισμένη -ευθυγράμμιση της ελληνικής κυβέρνησης με τη δυτική πρακτική της απέλασης Ρώσων διπλωμάτων, ενέργεια στην οποία δεν είχε προχωρήσει ούτε η δικτατορία των συνταγματαρχών. Η ψύχρανση αυτή σηματοδοτεί καταπώς φαίνεται το τέλος του όποιου διστακτικού φλερτ τμημάτων της αστικής τάξης με το ρωσικό παράγοντα – με αποκορύφωμα την περίφημη συμφωνία για τον αγωγό Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης επί Καραμανλή Β’, που τροφοδότησε και τη γνωστή παραφιλολογία περί σχεδίων ανατροπής ή και δολοφονίας του από τους Αμερικανούς-, ενόψει του οφέλους που εκείνη εκτιμά πως θα προσποριστεί ως “πιστότερος σύμμαχος του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια” από την αντιπαράθεση Τουρκίας με τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Ενδεικτικός άλλωστε είναι ο περιορισμός ή και η απάλειψη της άλλοτε έντονα φιλορωσικής ρητορικής των ΑΝΕΛ και της ΧΑ, με αποτέλεσμα η τελευταία να περιορίζεται σήμερα κατά βάση στον εκλογικά περιθωριακό σχηματισμό της ΛΑΕ. Οι επιπτώσεις αυτών των εξελίξεων στην “πουτινοφιλία” σημαντικού μέρους της ελληνικής κοινής γνώμης μένει ακόμα να διαπιστωθούν.