Βόλφγκανγκ Βάστα Σόιμπλε – Η πορεία του “κακού δαίμονα” του ελληνικού μνημονίου
Ως αρχετυπικός εκπρόσωπος “προτεσταντικής ηθικής”, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ταυτίστηκε όσο κανείς με τη λαίλαπα που ακολούθησε την είσοδο της χώρας στα μνημόνια το Μάη του 2010.
Μπορεί η πολιτική λιτότητας και κατεδάφισης των όποιων κοινωνικών ή εργατικών κατακτήσεων να μην είναι αποτέλεσμα κάποιων προσωπικών χαρακτηριστικών ή “εκδικητικότητας” των πρωταγωνιστών της, είναι όμως σαφές ότι τα πρόσωπα άφησαν το δικό τους στίγμα στη διαμόρφωση των ποικιλώνυμων μνημονίων και αποκτούν συμβολική διάσταση στη δημόσια αντιπαράθεση.
Ως αρχετυπικός εκπρόσωπος “προτεσταντικής ηθικής”, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ταυτίστηκε όσο κανείς με τη λαίλαπα που ακολούθησε την είσοδο της χώρας στα μνημόνια το Μάη του 2010. Ο Σόιμπλε μετατράπηκε σε ένα από τα πιο αντιδημοφιλή πρόσωπα στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα οι λεγόμενες “αντι-μνημονιακές” δυνάμεις να τον επικαλούνται συχνά-πυκνά ως το απόλυτο κακό, σε μια ρητορική που αποδείχτηκε στην πορεία πόσο ρηχή και άνευ ουσίας ήταν. Από την άλλη, το στρατόπεδο των “Μένουμε Ευρώπη”, πριν ακόμα βαπτιστεί έτσι, την περίοδο του δημοψηφίσματος, ανήγαγε σε ίνδαλμα τον “αυστηρό πλην δίκαιο” υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, αποσπώντας επάξια την ειρωνική προσφώνηση “βάστα Σόιμπλε” από τους αντιπάλους της.
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1942 στο Χόρνμπεργκ και μεγάλωσε σε συντηρητικό και θρησκευτικό προτεσταντικό περιβάλλον. Ο πατέρας του, Καρλ Σόιμπλε, ήταν μέλος των Χριστιανοδημοκρατών κι ένας από τους πρώτους τοπικούς βουλευτές στο κρατίδιο της Βάδης-Βυτεμβέργης. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες και σταδιοδρόμησε ως εφοριακός και ως δικηγόρος. Ήδη από το 1961 έγινε μέλος της χριστιανοδημοκρατικής νεολαίας και ανήλθε γρήγορα στην κομματική ιεραρχία.
Το 1972 εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής και έκτοτε εκλέγεται διαρκώς, όντας ο βουλευτής με τη μεγαλύτερη θητεία στο γερμανικό κοινοβούλιο μετά τον Αύγουστο Μπέμπελ.
Το 1984 διορίστηκε υπουργός “Ειδικών Υποθέσεων” της κυβέρνησης Κολ και το 1989 υπουργός Εσωτερικών, ιδιότητα με την οποία διεξήγαγε για λογαριασμό της ΟΔΓ τις διαπραγματεύσεις για την ενσωμάτωση-προσάρτηση της ΓΛΔ. Το λεγόμενο “συμβόλαιο ενότητας” που υπογράφτηκε στις 2 Ιούλη του 1990, φέρει σε μεγάλο βαθμό τη σφραγίδα του Σόιμπλε, όπως και η πολιτική του ιδρύματος “Treuhand” που ρευστοποίησε έναντι πινακίου φακής την περιουσία του ανατολικογερμανικού λαού, κλείνοντας πολλές επιχειρήσεις κι ιδιωτικοποιώντας άλλες με όρους Ελντοράντο. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως ο ίδιο πριν λίγα χρόνια είχε προβάλει το εν λόγω παράδειγμα ως πρότυπο για την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης.
Στις 12 Οκτώβρη 1990, στη διάρκεια προεκλογικής ομιλίας σε μπιραρία του Όπεναου, ο Σόιμπλε έπεσε θύμα επίθεσης με δύο σφαίρες από έναν ψυχοπαθή που τραυμάτισε επίσης το σωματοφύλακά του. Ο Σόιμπλε από τότε είναι παράλυτος στο μεγαλύτερο μέρος της σπονδυλικής του στήλης και κινείται με αναπηρικό αμαξίδιο.
Την περίοδο 1999-00 το όνομά του ενεπλάκη στο σκάνδαλο των μαύρων ταμείων των Χριστιανοδημοκρατών. Ο Σόιμπλε, ως επικεφαλής του CDU τότε καθώς και της ΚΟ του κόμματος, είπε ψέματα για τη σχέση του με τον έμπορο όπλων Καρλχάιντς Σράιμπερ, ο οποίος έκανε κρυφή δωρεά στο κόμμα ύψους 100 εκ. μάρκων, η τύχη των οποίων αγνοείται. Ο Σόιμπλε αργότερα παραδέχτηκε ότι απέκρυψε την αλήθεια και ότι το κόμμα του παραβίασε το νόμο. Παραιτήθηκε από τα κομματικά του αξιώματα, ωστόσο ποτέ δε διώχθηκε δικαστικά για την υπόθεση που μπήκε στο αρχείο.
Ήδη από τον καιρό που ήταν Υπουργός Εσωτερικών, ο Σόιμπλε διακρίθηκε για την ένθερμη στήριξή του στην αστυνομοκρατία και την καταστολή εν ονόματι της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και του εγκλήματος. Μεταξύ άλλων ζητούσε την παύση του ελέγχου της κεντρικής κυβέρνησης στη δράση των Μυστικών Υπηρεσιών, τη χρήση ομολογιών που είχαν αποσπαστεί με βασανιστήρια, την αναστολή του Συντάγματος για τους “τρομοκράτες” και τη δημιουργία στρατοπέδων για υπόπτους τρομοκρατίας, με αποτέλεσμα το 2009 να βραβευτεί ειρωικά ως Big Brother της χρονιάς.
Πανευρωπαϊκά και διεθνώς γνωστός έγινε βέβαια για το ρόλο του στην αντιμετώπιση της κρίσης στην ευρωζώνη, αποσπώντας αντιπάθειες κυρίως στον ευρωπαϊκό Νότο και τη Γαλλία, αλλά και τα εύσημα της γερμανικής αστικής τάξης για τη συμβολή του στην ισχυροποίηση της θέσης της τελευταίας την ίδια περίοδο. Συμπλέοντας σε γενικές γραμμές με την καγκελάριο Μέρκελ, διαφοροποιούνταν κάποιες φορές φραστικά και τακτικά από εκείνη, είτε σε επικοινωνιακό επίπεδο “καλού και κακού μπάτσου”, είτε αντανακλώντας πραγματικές προσωπικές και ενδοαστικές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της Γερμανίας.
Η πιο σοβαρή διαφοροποίηση της καγκελαρίου από εκείνον ήταν σε θέμα εξωτερικής πολιτικής το 2014, όταν δήλωσε πως η ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας προσιδιάζει σε εκείνη της Σουδητίας από τους ναζί το 1938. Η Μέρκελ, όπως και το μεγαλύτερο μέρος του κόμματός του, τήρησαν σαφείς αποστάσεις, εξαναγκάζοντάς τον σε ανασκευή και υπαναχώρηση.
Πλήρης ήταν και είναι ως τώρα η ευθυγράμμισή του με τη Μέρκελ στο προσφυγικό και τη διαμάχη με το σκληροπυρηνικό χριστιανοκοινωνιστή υπουργό Εσωτερικών Ζεεχόφερ, τον οποίο κάλεσε τον περασμένο Μάρτη να αποδεχτεί ότι “το Ισλάμ έχει γίνει τμήμα της χώρας μας”. Οι “φιλοπροσφυγικές” θέσεις του Σόιμπλε, εκκινούμενες από την ανάγκη ισχυρού τμήματος της γερμανικής αστικής τάξης για εργατικό δυναμικό χαμηλού κόστους, δεν αντιφάσκουν καθόλου με μια παράλληλη ρητορική “εθνικής περηφάνιας” και “ιδιαίτερου ρόλου της Γερμανίας στην Ευρώπη”, που φτάνει στο σημείο να συγκρίνει τη σύχρονη Γερμανία με την “Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία” του Μεσαίωνα.