Το ζήτημα της κατοικίας ως «τόπος» όξυνσης της ταξικής πάλης
Η υπεράσπιση του δικαιώματος στην κατοικία, ως λαϊκού και εργατικού δικαιώματος αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς αποτελεί την τελευταία ευκαιρία σε μια χρονική περίοδο που βαίνει προς ολοκλήρωση, να υπάρξει ένας θύλακας πρακτικής αντίστασης απέναντι στο σχέδιο του εγχώριου και ευρωπαϊκού κεφαλαίου που βρίσκεται στη τελική του ευθεία.
Η άσκηση κρατικής κατασταλτικής και προληπτικής βίας, εναντίον των συλλογικοτήτων που αντιμάχονται τους πλειστηριασμούς, αποτελεί το πεδίο στο οποίο αποκρυσταλλώνεται το σύνολο της πολιτικής της κυβέρνησης η οποία συναρτά την παραμονή της στην διαχείριση της αστικής εξουσίας με την πλήρη εκπλήρωση των προαπαιτουμένων που έχουν θέσει οι δανειστές, αναφορικά με τη στήριξη του τραπεζικού κεφαλαίου και την ταυτόχρονη καταστροφή των τελευταίων υπολειμμάτων μικροαστικής ιδιοκτησίας.
Θα έπρεπε να ήταν σαφές, ήδη από τα πρώτα χρόνια που ενέσκηψε η οικονομική κρίση, πως η μόνη υπαρκτή καπιταλιστική διέξοδος, ήταν εξάλλου, αυτή της ολοσχερούς συντριβής ενός σημαντικού μέρους του κεφαλαίου, όπως και μιας επίσης σημαντικής μερίδας των μικροαστικών μαζών με την ταυτόχρονη έλλογη απομύζηση του εργατικού εισοδήματος στα όρια της εξαθλίωσης.
Πολιτικά αλλά και οικονομικά δεν υφίστατο διαφορετική διέξοδος για το κεφάλαιο. Υπό αυτή την οπτική, οποιαδήποτε πολιτική πρόταση διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης με τα εργαλεία της αστικής πολιτικής ήταν «προγραμμένο» να οδηγηθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα. Αφού καταργήθηκε κάθε εργατικό, ασφαλιστικό και δημοκρατικό δικαίωμα, αφού χτυπήθηκε με κάθε τρόπο ο συνδικαλισμός, ενώ παράλληλα μεταβλήθηκαν σε σημαντικό βαθμό οι συσχετισμοί μεταξύ των εγχώριων καπιταλιστικών ελίτ, θα ακολουθούσε έλλογα η καταστροφή των μικροαστικών μαζών που, κατανοώντας ότι το τέλος πλησιάζει, προσεταιρίστηκαν με σχετικά μαζικό τρόπο την πολιτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, ευελπιστώντας να αποφύγουν το μοιραίο.
Ωστόσο, το μόνο που θα μπορούσε να συμβεί και τελικά συνέβη, ήταν να καθυστερήσει η «νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» καθώς σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να αποτραπεί. Επρόκειτο ουσιαστικά για μια διττά προγραμμένη εξέλιξη που αφορούσε τόσο στη φυσιολογική μετατροπή της σοσιαλδημοκρατίας που εκπροσωπούσε ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια εκφορά στυγνού νεοφιλελευθερισμού, όσο και στην ολοκλήρωση της καπιταλιστικής κρίσης με την καταστροφή των «απόβλητων» κοινωνικών στρωμάτων που βρέθηκαν μεταξύ σφύρας και άκμονος κατά τον πτωτικό στροβιλισμό του οικονομικού κύκλου.
Ήδη από τα πρώτα σκιρτήματα της καπιταλιστικής κρίσης, είχε γίνει διαυγές πως για την εργατική τάξη δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής, παρά μόνο αν έβγαινε εκτός των ορίων της αστικής πολιτικής. Μια τέτοια εξέλιξη ωστόσο δεν κατέστη δυνατή, καθώς το λαϊκό και εργατικό κίνημα που αναπτύχθηκε τουλάχιστον μέχρι το 2012, δεν πραγματώθηκε ως φορέας μιας ανταγωνιστικής πολιτικής πρότασης εξουσίας, δεδομένου ότι είτε διαχύθηκε χωρίς σχέδιο στην μικροαστική φενάκη μιας περιρρέουσας και ανερμάτιστης αγανάκτησης, είτε εγκλωβίστηκε στα όρια μιας ανώδυνης για το καθεστώς εξουσίας διαμαρτυρίας, που ποτέ δεν υπερέβη στα «αστικά εσκαμμένα».
Το παιχνίδι είχε ολοκληρωθεί πολύ πριν ο ΣΥΡΙΖΑ προσεγγίσει τα κυβερνητικά έδρανα, καθώς είχε παγιωθεί η πεποίθηση ότι δεν υφίστατο δυνατότητα για την αυτοτελή εμφάνιση μιας εργατικής πολιτικής πρότασης εξουσίας, ενώ ταυτόχρονα είχε επικρατήσει η πολιτική γραμμή εργαλειακής σύγκρουσης (επαχθές χρέος, παράλληλο σύστημα πληρωμών κοκ) με τους δανειστές –κυρίως σε οικονομοτεχνικό επίπεδο- εντός των ασφυκτικών πλαισίων που είχαν διαμορφωθεί από την μη αμφισβητήσιμη επιλογή παραμονής της χώρας στην ΕΕ και στην ΟΝΕ. Η αντίθετη πρόταση περί εξόδου από την ΕΕ και την ΟΝΕ δεν έλαβε σε καμία στιγμή χαρακτήρα πλειοψηφικής αναφοράς και πρόδηλα ποτέ δε μετουσιώθηκε, σε συγκρουσιακό αντίπαλο δέος απέναντι στο κυρίαρχο υπόδειγμα εξουσίας.
Φυσιολογικά λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε την πορεία του, μετατρεπόμενος σε ένα αστικό πόλο εξουσίας σφυρηλατώντας διόδους συνεννόησης με τις ευρωπαϊκές καπιταλιστικές ελίτ και οικοδομώντας ταυτόχρονα ένα καινούργιο πλέγμα πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων που τον διατηρεί στην εξουσία από καλοκαίρι του 2015 και μετά. Ταυτόχρονα η εκκωφαντική έλλειψη ενός στιβαρού κοινωνικού και πολιτικού ρεύματος εργατικών συμφερόντων που θα επέβαλλε στην πράξη, τόσο σε επίπεδο περιεχομένου όσο και μορφών, την αυτοτελή και εκτός των ορίων της αστικής πολιτικής έκφραση των δυνάμεων της εργασίας, οδήγησε περίπου τελεολογικά στη αυτοαναφορική καταγραφή ενός μειοψηφικού εργατικού μπλοκ εν πολλοίς ακίνδυνου για το αστικό καθεστώς και συνεπακόλουθα και για την κυβέρνηση.
Το ζήτημα της κατοικίας, της λαϊκής κατοικίας, από αυτήν τη σκοπιά, αποκτά ιδιάζουσα σημασία. Ακριβώς γιατί συνδέεται και αφορά πλειοψηφικές λαϊκές μάζες και ταυτόχρονα αποτελεί το τελειωτικό χτύπημα σε μια μακρά αλυσίδα αλλεπάλληλων ευτελισμών του λαού και της εργατικής τάξης. Η υπεράσπιση λοιπόν του δικαιώματος στην κατοικία, ως λαϊκού και εργατικού δικαιώματος αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς αποτελεί την τελευταία ευκαιρία σε μια χρονική περίοδο που βαίνει προς ολοκλήρωση, να υπάρξει ένας θύλακας πρακτικής αντίστασης απέναντι στο σχέδιο του εγχώριου και ευρωπαϊκού κεφαλαίου που βρίσκεται στη τελική του ευθεία.
Το ζήτημα δεν αφορά μονοδιάστατα στην υπεράσπιση της κατοικίας σε ατομικό επίπεδο αν και ο τρόπος που κατακρεουργείται η εργασία σε ατομικό επίπεδο δεν είναι καθόλου αμελητέα υπόθεση, ωστόσο το κυρίαρχο παραμένει, να υπάρξει με όρους καθολικότητας πρακτική υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας που βρίσκεται πραγματικά, σε κατάσταση ολιστικής εξαθλίωσης και πλήρως απροστάτευτος απέναντι στην ασυδοσία του καπιταλιστικού κράτους. Λογικές «Ρομπέν των Δασών» δεν έχουν τύχη, όταν η εργατική τάξη βρίσκεται αντιμέτωπη με την κρατική βία και την καταστολή.
Μόνη υπαρκτή και τελικά αποτελεσματική μέθοδος είναι η συλλογική εργατική πάλη με την πλήρη αξιοποίηση των δυνάμεων του οργανωμένου εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, ώστε τα εργατικά σωματεία, οι εργατικές επιτροπές όπως και οι λαϊκές επιτροπές να αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος σε μια μάχη που δεν μπορεί να δοθεί ατομικά, παρά μόνο μέσα από συλλογικές διαδικασίες εργατικής δημοκρατίας, που θα λειτουργήσουν ως προπλάσματα και ταυτόχρονα ως φορείς ενός εργατικού προτάγματος πολιτικής εξουσίας.
Ο εργάτης που λυγίζει κάτω από το βάρος της αστικής εξουσίας, που συντρίβεται στις μυλόπετρες της αστικής νομιμότητας, που έχει χάσει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας, δεν είναι σε θέση μετακινήσει το βλέμμα του πέραν των ορίων του δοσμένου από την κυρίαρχη εξουσία ορίζοντα. Σε αυτό το σημείο είναι που αναδύεται ο κρίσιμος ρόλος του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, προκειμένου αυτό να αποτελέσει, την αυθεντική κοινωνική και πολιτική έκφραση των αναγκών και των δικαιωμάτων των εργατών, σε μια περίοδο όπου η κρίση εκπροσώπησης της εργασίας είναι πιο κραυγαλέα από ποτέ.
Ειδάλλως, η λιμνάζουσα βαρύτητα της κοινωνικής ακινησίας θα παρασύρει –περαιτέρω- την εργατική τάξη στους πολλαπλώς και επανειλημμένως χαρτογραφημένους δρόμους μιας διηνεκούς και εξαιρετικά δύσκολα, αναστρέψιμης ήττας.