Athens Biennale – ANTI, μια ριζοσπαστική ανίχνευση των σύγχρονων τάσεων ή ένα πολιτισμικό AirBnB στο κέντρο της Αθήνας; – Γ’ μέρος
Η 6η Biennale της Αθήνας, αν και είχε ως επιμελητική αφετηρία την επιτέλεση της ως μια αντι-μπιενάλε που θα μπορούσε να προκαλέσει τη συζήτηση και τον αναστοχασμό γύρω από τις αντιφάσεις του σύγχρονου κόσμου και της σύγχρονης τέχνης, δεν κατόρθωσε τελικά κάτι παραπάνω από την παροχή μιας άνισου ενδιαφέροντος φιλοξενίας των ενδοσυστημικών αντιπαραθέσεων στο κέντρο της Αθήνας.
Διαβάστε εδώ το Α’ Μέρος
Διαβάστε εδώ το Β’ Μέρος
Μια ριζοσπαστική ανίχνευση των σύγχρονων τάσεων ή ένα πολιτισμικό AirBnB στο κέντρο της Αθήνας;
Η 6η Biennale της Αθήνας, όπως ήταν φυσικό, συνοδεύτηκε από μια ογκώδη και πλούσια έκδοση που περιλάμβανε τον αναλυτικό κατάλογο των έργων και των καλλιτεχνών που συμμετείχαν, τα εισηγητικά θεωρητικά κείμενα των επιμελητών, καθώς και μια σειρά από άρθρα και συνεντεύξεις Ελλήνων και ξένων ακαδημαϊκών και καλλιτεχνών που πλαισίωναν τροχιοδεικτικά την κεντρική προβληματική του ΑΝΤΙ, επιδιώκοντας κατά κάποιο τρόπο τη γείωσή του με την εγχώρια πραγματικότητα και εμπειρία. Στα άνισου ενδιαφέροντος κείμενα ανιχνεύονταν οι πιο πρόσφατες θεωρητικές, τεχνολογικές, πολιτικές τάσεις και οι επιπτώσεις τους στην πολιτισμική σφαίρα και στις πολιτικές και καλλιτεχνικές πρακτικές. Το ετερόκλητο background των συγγραφέων εξασφάλιζε μεν μια διακειμενική προσέγγιση, δεν αποφεύχθηκε όμως για άλλη μια φορά ο βερμπαλισμός και το διαχρονικό και γοητευτικό κατά τ’ άλλα, φλερτ της καινολογίας με την κενολογία που χαρακτηρίζει τις θεωρητικές προσεγγίσεις πολλών εκθέσεων.
Αν και δεν μπορούν να γίνουν ασφαλείς εκτιμήσεις για το ταξικό προφίλ των συμμετεχόντων καλλιτεχνών, μπορεί να γίνει η δεικτική παρατήρηση ότι κυριάρχησαν ,με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι συμμετοχές από χώρες και πόλεις του αναπτυγμένου δυτικού κόσμου. Βρήκε έδαφος δηλαδή για άλλη μια φορά ο προβληματισμός και η κριτική που γίνεται για έναν πολιτισμικό τουρισμό ανά την υφήλιο, των ισχυρών αγορών τέχνης. Ορισμένες, έστω και έμμεσα ως μεταναστευτικές, ασιατικές εξαιρέσεις έγιναν όπως και σε άλλες ανάλογες διεθνείς διοργανώσεις η ζωογόνος ένεση πρωτοτυπίας και ανανέωσης της αισθητικής και των μέσων σε έναν κατά τ’ άλλα προβλέψιμο καλλιτεχνικό κόσμο. Η video-εγκατάσταση των Korakrit Arunanondhai και Alex Gvojic με τίτλο There’s a word I’m trying to remember from a feeling I’m about to have με την χρήση μιας ιδιαίτερα ανανεωτικής φιλμικής γλώσσας και αισθητικής παρουσίαζε ένα μεταποκαλυπτικό μανιφέστο, το όποιο αν και αρθρωνόταν σε μια μεταψηφιακή εποχή, μετά από έναν υποτιθέμενο αφανισμό του κόσμου το 2023, αποτελούσε μια ελεγεία στο πως η τέχνη ανθρωποποιεί την άνθρωπο.
Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η παρατήρηση ότι οι ελληνικές συμμετοχές αφορούσαν σε καλλιτέχνες σχετικά μεγαλύτερης ηλικίας. Ανεξάρτητα από την ποιότητα των έργων τους, ήταν έκδηλη η απουσία νεότερων εγχώριων φωνών και της δυναμικής που θα μπορούσε να επιφέρει ο πιο αδιαμεσολάβητος καλλιτεχνικός τους διάλογος με τις σύγχρονες τάσεις. Η παρατήρηση θα μπορούσε να επεκταθεί και στο σύνολο των καλλιτεχνών, καθώς δεν υπήρχε σχεδόν καμία συμμετοχή κάτω των 30 ετών, δηλαδή ελάχιστοι από τους συμμετέχοντες είναι ψηφιακά γηγενείς 24(digitally native). Αν και όπως παρατηρεί ο Hebdige απαιτείται η έλευση μια γενιάς για τη συνειδητοποίηση της ύπαρξης μιας υποκουλτούρας, ταυτόχρονα η αντικειμενική έλλειψη μιας βιωματικής εμπειρίας της από τα υποκείμενα, ενέχει πάντα την πιθανότητα μιας λιγότερο διεισδυτικής κατανόησης και ουσιαστικής αποτύπωσής της. Ειδικά σε έργα που αφορούσαν στην επιτελεστική ψηλάφηση των πιο πρόσφατα διαμορφωμένων και μαζικοποιημένων υποκουλτούρων (online gaming, cosplay κ.α.), αυτή η έξωθεν τοποθέτηση γινόταν ιδιαίτερα αντιληπτή. Παράλληλα αποδυναμωτικά λειτούργησε και το γεγονός ότι η queer καλλιτεχνική παρουσία δεν δικαίωνε τον queer, δηλαδή τον ανατρεπτικό χαρακτήρα της. Εστιασμένη μονοσήμαντα στην αποτύπωση μίας σεξουαλικού τύπου πρόκλησης, η οποία για μια digitally native γενιά που ζει στην εποχή της διευρυμένης streaming παροχής οποιασδήποτε σεξουαλικής σημειολογίας, ήταν εκ των πραγμάτων προβλέψιμη και μη συγχρονισμένη με την προβληματική που αναπτύσσεται σήμερα.
Αν και στα θεωρητικά κείμενα γινόταν φαινομενικά μια ενδελεχής και πολύπλευρη προσέγγιση της έννοιας του ΑΝΤΙ, της αμφισημίας του και της σχέσης του με το Εναλλακτικό, εκδηλώθηκε μια αστοχία στην κεντρική προβληματική. Αυτό κυρίως συνέβη εξαιτίας του γεγονότος ότι ο προβληματισμός εκκινούσε από ένα ΑΝΤΙ που δεν ήταν ποτέ ΑΝΤΙ. Σε μια λίγο πιο «τολμηρή» αναγωγή του καλλιτεχνικού στο οικονομικοπολιτικό, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι εν τέλει δεν αποτυπώθηκε τίποτα παραπάνω από το πολιτισμικό ισοδύναμο της έκφρασης του στρατηγικού αδιεξόδου και της σύγχυσης μιας «προοδευτικού» πρόσημου ιδεολογικής απεικόνισης του ελεύθερου εμπορίου και της παγκοσμιοποίησης, που τα προηγούμενα χρόνια εκφράστηκε κατά βάση με σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές. Ακολουθώντας μάλιστα τον διεθνή βηματισμό έγινε μια διερευνητική απόπειρα διαζευκτικής σύνθεσης των μέχρι πρότινος αντιτιθέμενων πόλων, που αντικειμενικά οδηγεί στην υπαναχώρηση σε κάθε είδους συντηρητικές αντιλήψεις. Η πρόσφατη εγχώρια αλλά και διεθνής εμπειρία φανερώνει ότι η συλλογιστική της προβολής αντιδραστικών και φασιστικών εκφράσεων με σκοπό την ακύρωση τους μέσα από την ανοιχτή έκθεσή τους, είναι αδιέξοδη. Αποτελεί είτε μια επικίνδυνη αφέλεια είτε μια ιδιότυπη πολιτισμική στάση ανάλογη της πολιτικής του κατευνασμού κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου.
Σε πολλά από τα έργα η ηθική σκοπιά του καλλιτέχνη παρέμενε απροσδιόριστη. Σε συμβατότητα με την επιμελητική αφετηρία, που θεωρητικοποιούσε τη μη πρόταση κάποιας λύσης, δεν ήτανε σαφές το κατά πόσο γινόταν κριτική ή απλή αναπαραγωγή διαφόρων βίαιων αμφιλεγόμενων πρακτικών από τους καλλιτέχνες. Το ‘καθαρτήριο δίχως κάθαρση’ οδηγούσε τελικά σε μια έκθεση που ουσιαστικά δεν πρότεινε καμία μονομερή θέση (ή αντίθεση). Αν και κατά τους επιμελητές ‘-αντί να λαμβάνουν μια θέση κριτικής αποστασιοποίησης ή διαλεκτικής άρνησης, οι καλλιτεχνικοί μηχανισμοί που συνθέτουν αυτή την Biennale μας εισάγουν στην απόλαυση και τη δυσφορία που ενσαρκώνει η εναντίωση, ρωτώντας τι μπορεί να κινητοποιεί τις αντιδραστικές φαντασιώσεις και τι μπορεί να στεγάσει προοδευτικές απολαύσεις’25, δεν μπορεί παρά να εντοπιστεί η παρουσία μιας διαφήμισης, έστω και αρνητικής (που ως γνωστόν δεν υπάρχει), αυτών των αντιδραστικών φαντασιώσεων ή πραγματικοτήτων. Η κατάληξη δεν ήταν μια διαμαρτυρία της αδυναμίας26 ή μια biennale παθητικότητας, αλλά κάτι πολύ πιο κοντά σε αυτό που περιγράφει ο Debord, ότι ‘η ψευδής απελπισία της μη διαλεκτικής κριτικής και η ψευδής αισιοδοξία της καθαρής διαφήμισης του συστήματος είναι ταυτόσημες ως μορφές υποταγμένης σκέψης’27.
Αντί ενός σημειωτικού ανταρτοπολέμου28 απέναντι σε όλες τις εκδοχές διαχείρισης του σύγχρονου καπιταλισμού έγινε η άστοχη χρήση ενός σημειωτικού σαμποτάζ, που απειλεί τα ανθρωπιστικά θεμέλια πάνω στα οποία λειτουργούν εδώ και χρόνια τα προοδευτικά κινήματα. Η στρατηγική και οι τακτικές υπερταύτισης, που χρησιμοποιήθηκαν αρκετά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, μέσα στο πλαίσιο του σημερινού οικονομικού, πολιτικού και πολιτισμικού πλαισίου, του κοινωνικού αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων και της μη ύπαρξης αντίπαλου δέους ανεξαρτήτως αποτίμησης του, όχι μόνο δεν ανταποκρίνονται στην επείγουσα μετασχηματιστική δυναμική που απαιτείται από την τέχνη σήμερα, αλλά δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την αξιοποίησή της από κάθε λογής αντιδραστικές πολιτικές. Όπως θα παρατηρούσε ο Benjamin η απλή τροφοδότηση του μηχανισμού απέχει πολύ από το μετασχηματισμό του. Ο Lol29 μηδενισμός της έκθεσης, σε αντίθεση με τον μηδενισμό που είχαν ως κυρίαρχο στοιχείο διάφορες νεανικές υποκουλτούρες προηγούμενων δεκαετιών, απευθύνεται σε μια γενιά που μεγάλωσε χωρίς την ύπαρξη κάποιας εναλλακτικής στον καπιταλισμό. Όπως παρατηρεί ο Mark Fisher ‘η παλιά διαμάχη μεταξύ μεταστροφής και ανάνηψης, η διαμάχη μεταξύ υπονόμευσης και ενσωμάτωσης έχει λήξει. Αυτό που αντιμετωπίζουμε τώρα δεν είναι η ενσωμάτωση υλικών που φαίνονταν να κατέχουν υπονομευτικές δυνατότητες, αλλά αντίθετα, η προενσωμάτωσή τους’30. Επομένως η επιπόλαια (;) χρήση του πέπλου του post internet και της μεταηθικής, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να ενισχύει την αίσθηση του Καπιταλιστικού Ρεαλισμού31 στη συλλογική συνείδηση και να πραγματώνει de facto το θατσερικό ΤΙΝΑ32 στη σημερινή εποχή. Παραφράζοντας τον Andre Breton που σχολιάζοντας το dada παρατηρούσε ότι ‘άνοιξε όλες τις πόρτες αλλά αυτές οδηγούσαν σε έναν κλειστό κυκλικό διάδρομο’, σήμερα θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ακόμα κι αν οι πόρτες ανοίγουν οδηγούν κατευθείαν στο κενό, στο βαθμό που δεν αμφισβητείται ο καπιταλιστικός μονόδρομος και δεν αποφυσικοποιείται η κυριαρχία του.
Συμπερασματικά θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η 6η Biennale της Αθήνας, αν και είχε ως επιμελητική αφετηρία την επιτέλεση της ως μια αντι-μπιενάλε που θα μπορούσε να προκαλέσει τη συζήτηση και τον αναστοχασμό γύρω από τις αντιφάσεις του σύγχρονου κόσμου και της σύγχρονης τέχνης, δεν κατόρθωσε τελικά κάτι παραπάνω από την παροχή μιας άνισου ενδιαφέροντος φιλοξενίας των ενδοσυστημικών αντιπαραθέσεων στο κέντρο της Αθήνας.
Σημειώσεις
24 O όρος αναφέρεται και στην έκδοση της ΑΒ6 και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που μεγάλωσε στην ψηφιακή εποχή, σε αντίθεση με κάποιον που απέκτησε επαφή με τις ψηφιακές τεχνολογίες ως ενήλικος. Στη δεύτερη περίπτωση γίνεται η χρήση του όρου ψηφιακός μετανάστης.
25 ΑΝΤΙ- AB6 Athens Biennale, Αθήνα, Έκδοση της Μπιενάλε της Αθήνας, 2018, σελ. 29
26 Φράση που χρησιμοποίησε ο Brecht για την κριτική αποτίμηση του εξπρεσιονισμού
27 G. Debord, Η Κοινωνία του Θεάματος, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2016, σελ. 172
28 Φράση που αποδίδεται στον Umberto Eco
29 Laughing out loud
30 M. Fisher, Καπιταλιστικός Ρεαλισμός, Αθήνα, Εκδόσεις futura, 2015, σελ. 17
31 Η χρήση του όρου γίνεται με την έννοια που του προσδίδει ο Mark Fisher στο ομώνυμο βιβλίο του.
32 Το γνωστό προεκλογικό σύνθημα There Is No Alternative που χρησιμοποίησε η Θάτσερ τη δεκαετία του ‘80
Βιβλιογραφία
ANTI– AB6 Athens Biennale 2018, Αθήνα, Έκδοση της Μπιενάλε της Αθήνας, 2018
Benjamin W., Για τον Μπρεχτ, Αθήνα, Εκδόσεις έρμα, 2018
Benjamin W., Δοκίμια για την Τέχνη, Αθήνα, Εκδόσεις Κάλβος, 1978
Benjamin W., Ο Υπερρεαλισμός. Το τελευταίο στιγμιότυπο της ευρωπαϊκής διανόησης, Αθήνα, Εκδόσεις Λοκομοτίβα, 2015
Brecht B., Για το Ρεαλισμό, Αθήνα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1990
Debord G., H Κοινωνία του Θεάματος, Αθήνα, Εκδόσεις Μεταίχμιο 2016
Hebdige D., Subculture, The Meaning of Style, London, Taylor and Francis, 1979
Fisher M., Καπιταλιστικός Ρεαλισμός. Υπάρχει άραγε εναλλακτική;, Αθήνα, Εκδόσεις futura, 2015
Smith K., ‘Gramsci at the margins: subjectivity and subalternity in a theory of hegemony’, International Gramsci Journal, Volume 1 Issue 2, 2010, https://ro.uow.edu.au/cgi/viewcontent.cgi?referer=https://www.google.com/&httpsredir=1&article=1015&context=gramsci, (πρόσβαση 2 Φλεβάρη 2019)
James Gill., The Death of Subculture part7: subculture becoming culture, neotrabilsm and what’s the next subculture?, 19 December 2017, https://www.further.co.uk/blog/death-of-subculture-part-7-subculture-becoming-culture-neotribalism-whats-the-next-subculture, (πρόσβαση 15 Φλεβάρη 2019)
La Biennale Di Venezia – History of Biennale Arte, [website], 2017, https://www.labiennale.org/en/history-biennale-arte, (πρόσβαση 10 Φ