Το τριαδικό μπαλέτο: Το όνειρο του Όσκαρ Σλέμερ
Το τριαδικό μπαλέτο υπήρξε το μεγάλο όνειρο και στοίχημα του Όσκαρ Σλέμερ. Λόγω της ιδιαιτερότητας του σαν θέαμα κατάφερε μια μικρή διαδρομή στα θέατρα και δεν έχαιρε της προσοχής που του άξιζε. Σήμερα παραπάνω από έναν αιώνα αργότερα θεωρείται ένα από τα πιο γνωστά avant-garde θεάματα της σύγχρονης τέχνης.
Το τριαδικό μπαλέτο υπήρξε το μεγάλο όνειρο και στοίχημα του Όσκαρ Σλέμερ. Λόγω της ιδιαιτερότητας του σαν θέαμα κατάφερε μια μικρή διαδρομή στα θέατρα και δεν έχαιρε της προσοχής που του άξιζε. Σήμερα παραπάνω από έναν αιώνα αργότερα θεωρείται ένα από τα πιο γνωστά avant-garde θεάματα της σύγχρονης τέχνης.
Ήταν το 1912, στην καλοκαιρινή Στουτγάρδη, όταν ο Όσκαρ Σλέμερ άρχισε να δουλεύει πάνω στην ιδέα ενός μπαλέτου που όμοιος του δεν θα είχε παρουσιαστεί μπροστά στο κοινό ως τότε. Επιθυμώντας να χαράξει την δική του ξεχωριστή πορεία και μη εφησυχάζοντας με ό,τι υπήρχε ήδη στην τέχνη του χορού, σκεφτόταν κάτι που θα τάραζε τα μέχρι τότε καθιερωμένα.
Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, οι κανόνες στο χώρο του χορού και στην κινησιολογία έχουν αρχίσει να σπάνε. Το κλασικό μπαλέτο με τις ντελικάτες κινήσεις ακριβείας έχει αρχίσει να δίνει την θέση του στην δημοφιλία στο σύγχρονο χορό. Ο σύγχρονος χορός απαιτούσε ελευθερία κινήσεων, δεν υπήρχε τίποτα το προκαθορισμένο και στυλιζαρισμένο. Ήταν η αυγή μιας νέας εποχής όπου το σώμα απελευθερώθηκε από τα ”πρέπει” συγκεκριμένων επιταγών.
Ο Σλέμερ μαζί με το ζευγάρι των χορευτών Άλμπερ Μπέργκερ και Έλζα Χέτζελ ήθελαν κάτι το ακριβώς αντίθετο από την τάση της εποχής. Ήθελαν να υποτάξουν το σώμα σε κινήσεις ”μηχανιστικές”, ”μαριονετίστικες”. Η ιδέα ήταν του Σλέμερ, ο οποίος είχε οραματιστεί μια παράσταση περισσότερο κουστουμιών παρά ανθρωπίνων σωμάτων. Μια παράσταση όπου το χρώμα και ο ήχος θα κυριαρχούσαν και σε δεύτερο πλάνο τα ανθρώπινα σώματα.
Η ιδέα του σταμάτησε ξαφνικά, όταν ξέσπασε ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και πήγε εθελοντής. Τραυματίστηκε και γύρισε πίσω το 1915 με πιο κατασταλαγμένες ιδέες για το τι ήθελε να υλοποιήσει. Το Σεπτέμβρη του 1915, σημειώνει για πρώτη φορά την ιδέα του σε χαρτί: Τα κουστούμια να έχουν σχήμα γεωμετρικό ώστε να κρύβουν εντελώς το ανθρώπινο σώμα και πρόσωπο, δημιουργώντας απόκοσμα πλάσματα τα οποία χορεύουν με πολύ μετρημένες κινήσεις σαν μαριονέτες, χάνοντας για πάντα την ανθρώπινη υπόσταση τους.
”Το στήθος τετράγωνο, κύκλος για την κοιλιά, κύλινδρος για τον λαιμό,κύλινδροι για τα μπράτσα και τα πόδια,κύκλοι για τις αρθρώσεις των αγκώνων, των γονάτων, των ώμων, των αστραγάλων..Κύκλοι για το κεφάλι και τα μάτια,τρίγωνο για την μύτη..”
Τα κουστούμια αρχίζουν να ράβονται το 1920 με την βοήθεια του αδερφού του. Οι Μπέργκερ και Χέτζελ τον χρηματοδοτούν εξ ολοκλήρου από εκείνον περνούν όλα τα θέματα προς έγκριση: Τα χρώματα, τα γεωμετρικά σχήματα, το ράψιμο των κουστουμιών, η χορογραφία, η μουσική, η σκηνοθεσία. Ο ίδιος αποφασίζει να γίνει μέρος της παράστασης και του εγχειρήματος του. Αποφασίζει να είναι ο τρίτος χορευτής που θα συνοδεύει το ζευγάρι επί σκηνής χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο. Όντας περισσότερο εικαστικός φορμαλιστής και όχι χορευτής, ο ίδιος, είχε δημιουργήσει μια παράσταση που δεν χρειαζόταν κανένα ταλέντο στο χορό, θα μπορούσε κάτω από το κουστούμι να ήταν ο οποιοσδήποτε το επιθυμούσε.
Γιατί μονάχα τρεις χορευτές:
”Γιατί τριαδικός; Γιατί το 3 είναι εξαιρετικά σημαντικός, χαρακτηριστικός αριθμός που, υπερβαίνοντας τον ατομικισμό του ένα και τον ανταγωνισμό του δύο, οδηγεί στη συλλογικότητα..”
Το ”μπαλέτο” ήταν χωρισμένο σε τρεις σειρές, όπως τις έλεγε ο Σλέμερ τις πράξεις του έργου και αποτελούσαν σύντομες χορογραφίες χωρίς συγκεκριμένο σενάριο ή σύνδεση μεταξύ των μερών.Η πρώτη είχε χρώμα κίτρινο και ήταν μια παρωδία, η δεύτερη είχε χρώμα ροζ και ήταν πιο σοβαρή, η τρίτη είχε χρώμα μαύρο και αποτελούσε το πιο μυστικιστικό, ονειρικό μέρος της παράστασης. Οι δύο άνδρες ο Σλέμερ και ο Μπέργκερ και μια γυναίκα η Έλζα, χόρευαν συνολικά 12 διαφορετικούς χορούς μέσα σε 18 διαφορετικά κουστούμια τα οποία αντιπροσώπευαν 18 διαφορετικούς ρόλους.
Τα σκηνικά ήταν ένα πάτωμα σκακιέρα και τρεις βαριές κουρτίνες που η μια έπεφτε διαδοχικά πίσω από την άλλη όταν άλλαζαν τα μέρη.Αυτή η λιτότητα στο σκηνικό ήταν μελετημένη ώστε το βλέμμα του θεατή να απορροφάται μόνο από τα ”παράξενα ανθρώπινα πλάσματα με τα γεωμετρικά σώματα”. Τα ρεύματα του ιμπρεσιονισμού, κυβισμού και κονστρουκτιβισμού έβρισκαν την εφαρμογή τους αφήνοντας τα δύσκαμπτα σώματα των χορευτών να ξεχωρίζουν από τον εξωτερικό χώρο με τρόπο έντονο και σαφές.
Η πρώτη παράσταση έγινε στην Στουτγάρδη τον Σεπτέμβριο του 1922 και σημείωσε επιτυχία παρά τα λάθη επί σκηνής. Σχεδόν χωρίς πρόβα, οι χορευτές βρέθηκαν να φορούν τα βαριά κουστούμια για πρώτη φορά. Ο χειρισμός του αποδείχτηκε κάτι παραπάνω από δύσκολος σε σημείο, πολλά κομμάτια των ρούχων να πέφτουν πάνω στην σκηνή κατά την διάρκεια της χορογραφίας. Οι κριτικές, ωστόσο υπήρξαν διθυραμβικές και πολλά μέλη της σχολής Μπάουχάουζ βρήκαν αυτή την ιδέα ταιριαστή με την σχολή που αντιπροσώπευαν και συνεχάρησαν θερμά τον Σλέμερ.
Ακολούθησαν άλλες δύο παραστάσεις στην Βαϊμάρη και στην Δρέσδη, η τελευταία χαρακτηρίστηκε από σωρεία οργανωτικών λαθών, σε σημείο οι τρεις συνεργάτες να οδηγηθούν σε καυγά και σε συνέχεια να σπάσουν την συνεργασία τους, παίρνοντας ως αποζημίωση κάποια από τα κουστούμια.
Μόνος του πλέον ο Σλέμερ, δεν ξέρει πως να χειριστεί την κατάσταση.Μην έχοντας την επιτυχία που περίμενε να συναντήσει, κρατά το έργο του μακριά από την σκηνή για 3 ολόκληρα χρόνια. Επανέρχεται σε ένα φεστιβάλ μουσικής με κουτσουρεμένο έργο και σχεδόν τα μισά κοστούμια.Παρουσιάστηκαν 8 χορογραφίες και 12 κοστούμια κάτω από την μουσική υπόκρουση του Χίντεμιτ. Η μουσική ήταν αποκλειστικά γραμμένη για την παράσταση και παιζόταν από ένα μικρό εκκλησιαστικό όργανο το οποίο λειτουργούσε με ένα μικρό κύλινδρο. Η ιδέα ήταν η μουσική που θα συνόδευε το θέαμα, να θυμίζει μουσική από μουσικό κουτί και ο ήχος να ακούγεται τόσο ”μηχανικός” ώστε να εναρμονίζεται με τις μηχανικές κινήσεις των χορευτών.
Επόμενος σταθμός για το τριαδικό μπαλέτο ήταν η παρουσίαση του για ολιγοήμερες παραστάσεις στην Φρανκφούρτη και για τρεις μήνες στο Βερολίνο στα πλαίσια επιθεωρήσεων -παραστάσεων όπου εμφανίζονταν ανάμεσα σε άλλα καλλιτεχνικά δρώμενα. Στην πραγματικότητα δεν μιλάμε για την παρουσίαση του τριαδικού μπαλέτου αλλά για συμμετοχή του τριαδικού μπαλέτου. Οι χορευτές δεν ήταν πλέον τρεις αλλά 12 όσα και τα κοστούμια της παράστασης. Όλοι εμφανίζονταν ταυτόχρονα επί σκηνής και το θέαμα δεν είχε κρατήσει τίποτα από την αρχική ματιά του Σλέμερ.
Για ακόμα μια φορά ήταν απογοητευμένος σε σημείο, να θέλει να δωρίσει τα κοστούμια της παράστασης σε θεάματα βαριετέ και να αφήσει πίσω ένα όραμα το οποίο φαινόταν όλο και πιο πολύ ουτοπικό και κοστοβόρο.
Μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια να αναδείξει την ιδέα του έκανε το 1932 στο Παρίσι, στα πλαίσια ενός διαγωνισμού χορού. Ο ίδιος επιθυμούσε το έργο του να ταξιδέψει εκτός συνόρων και να αναδειχτεί και πιθανόν να κινηματογραφηθεί ώστε να υπάρχει έστω και σαν αρχείο το άτυχο εγχείρημα του. Τα προβλήματα που έπρεπε να ξεπεράσει ώστε να βρεθεί στο Παρίσι ήταν αρκετά. Τα κοστούμια μετά από τρεις μήνες παραστάσεων είχαν καταστραφεί και η μουσική του Χίντεμιτ δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί λόγω πνευματικών δικαιωμάτων.
Η χορογραφία που παρουσιάστηκε στο διαγωνισμό χορού, για ακόμα μια φορά, δεν θύμιζε τίποτα την αρχική ιδέα του Σλέμερ. Αρχικά, οι αναποδιές δεν έλειψαν μέχρι και την τελευταία στιγμή πριν αρχίσει η παράσταση: Πολλά κοστούμια δεν έφτασαν ποτέ στο Παρίσι, όπως και οι παρτιτούρες της νέας μουσικής που είχε γραφτεί ειδικά για την παρουσίαση του μπαλέτου. Οι χορευτές αναγκάστηκαν να εμφανιστούν επί σκηνής για περίπου 25 λεπτά με μισά κοστούμια και με άλλη μουσική υπόκρουση.
Για οικονομία χρόνου, το έργο δεν είχε 3 μέρη, αλλά μόνο ένα: το μαύρο το οποίο στήθηκε άρον-άρον από τους διοργανωτές από μαύρες κουρτίνες ενός γραφείου τελετών και ένα μαύρο χαλί ακατάλληλο για χορό. Οι χορευτές γλιστρούσαν πάνω στο χαλί χάνοντας την δυνατότητα να εκτελούν τις μηχανικές κινήσεις τους με ακρίβεια. Παρά τις αναποδιές, το μπαλέτο κέρδισε την 6η θέση στο διαγωνισμό, πράγμα που σε κάνει αν αναρωτιέσαι πόσο χάλια μπορεί να είχαν πάει οι προηγούμενοι;
Μετά από αυτό το φιάσκο, ο Σλέμερ αποφάσισε να θάψει το όνειρο του για το Τριαδικό μπαλέτο και να μην το ξαναπαρουσιάσει ποτέ πια μπροστά στο κοινό. Τα κοστούμια ξεκίνησαν την δική τους ξεχωριστή καριέρα αποσπασμένα από την χορογραφία. Εκτέθηκαν σε πολλές διεθνείς εκθέσεις του εξωτερικού σαν ενδεικτικές δημιουργίες του ρεύματος Μπάουχαουζ, αυτός ήταν και ο λόγος που ονομάζεται και Μπάουχαουζ μπαλέτο εκτός από Τριαδικό.
Ο Σλέμερ παραμένει και εργάζεται στο Βερολίνο την δεκαετία του ’30 παρότι δεν συμπαθεί καθόλου το καθεστώς του Χίτλερ. Στις 13 Απριλίου του 1943 πεθαίνει στο Μπάντεν -Μπάντεν ξεχασμένος καλλιτεχνικά σχεδόν από όλους.
Το 1970, το Τριαδικό μπαλέτο ”ξαναζωντανεύει ”. Το Bavaria Atelier GmbH αποφασίζει να ανακατασκευάσει κάποια από τα κοστούμια της παράστασης σύμφωνα με τις σημειώσεις του Σλέμερ και να κινηματογραφήσει μια μικρού μήκους ταινία με την χορογραφία, διάρκειας 30 λεπτών με το τίτλο ”Das triadische Ballet” υπό τους ήχους της μουσικής του Έριχ Φέρστλ.
Ο Όσκαρ Σλέμερ υπήρξε κάτι περισσότερο από άτυχος σε ό,τι αφορά την δημιουργία του Τριαδικού Μπαλέτου. Ενώ η ιδέα του ήταν πρωτοποριακή και συνέπεσε με μια εποχή όπου η κοινωνία ήταν έτοιμη να πειραματιστεί σε διάφορους τομείς της τέχνης και της επιστήμης, ο ίδιος δεν διέθετε τα κατάλληλα μέσα στήριξής του. Πέραν των τεχνικών δυσκολιών που παρουσίαζαν τα κοστούμια, ο ίδιος έπρεπε συνεχώς να τρέχει να βρει άλλους χορευτές, άλλη μουσική, άλλους τρόπους παρουσίασης και δεν κατάφερε να δώσει στο κοινό την αίσθηση μιας σταθερής νέας πρότασης.