Ανρί Ματίς – ο ηγέτης του φοβισμού
-Μα τι δουλειά έχει ο Ντονατέλο ανάμεσα στα θηρία [fauves];’
Ο Ματίς σύντομα αναδείχθηκε σε ηγέτη του κινήματος του φωβισμού, που αναγνωρίζεται ως ένα από τα πιο επαναστατικά κινήματα της σύγχρονης ζωγραφικής και το πιο καθοριστικό του 20ου αιώνα μαζί με τον κυβισμό.
Ο Ανρί Ματίς θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους τεχνίτες του χρώματος στον 20ό αι. και μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον Πικάσο στη σημασία των καινοτομιών του. Εμφανίστηκε ως μεταϊμπρεσιονιστής και έγινε ηγέτης του γαλλικού ζωγραφικού κινήματος του Φωβισμού. Παρότι τον ενδιέφερε το ρεύμα του κυβισμού, το απέρριψε, δίνοντας βάση στο χρώμα ως θεμέλιο εκφραστικών, διακοσμητικών και συχνά μνημειακών πινάκων. Όπως είχε γράψει κάποτε, προκαλώντας αρκετές συζητήσεις, επιδίωξή του ήταν να δημιουργήσει μια τέχνη που θα ήταν ” μια καταπραϋντική, ηρεμιστική επιρροή στο νου, παρά μια καλή πολυθρόνα”. Ασχολήθηκε κυρίως με τη νεκρή φύση και το γυμνό, επίσης επηρεάστηκε από τα βορειαφρικανικά τοπία, ενώ προς το τέλος της ζωής του δημιούργησε αρκετά έργα κολάζ. Σημαντικό επίσης υπήρξε το έργο του στη γλυπτική.
Ο Ματίς χρησιμοποιούσε καθαρά χρώματα και το λευκό καμβά για να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα γεμάτη φως στους πίνακές του. Αντί να χρησιμοποιήσει τη φωτοσκίαση, ο Ματίς κατέφευγε στην αντίθεση των καθαρών, ανόθευτων χρωμάτων μεταξύ τους, χαρακτηριστικό που διακρίνει το σύνολο του έργου του.
Σημαντική υπήρξε και η αναγνώριση από πλευράς του της αξίας της διακόσμησης στη μοντέρνα τέχνη. Ωστόσο, μολονότι συνήθως θεωρείται καλλιτέχνης ευχάριστης και ανάλαφρης θεματολογίας, η χρήση των χρωμάτων προκαλεί συχνά αισθήματα ανησυχίας και αποπροσανατολισμού στο θεατή.
Ο Ματίς επηρεάστηκε ιδιαίτερα από την τέχνη άλλων πολιτισμών, κυρίως από την αφρικανική γλυπτική, τα διακοσμητικά μοτίβα της ισλαμικής τέχνης, καθώς και τη μονοδιάστατη ιαπωνική ζωγραφική.
Η ανθρώπινη μορφή καταλαμβάνει κεντρική θέση τόσο στη γλυπτική όσο και στη ζωγραφική του Ματίς. Ο Φωβισμός έρχεται ως απάντηση στη διάχυτη αίσθηση ορισμένων καλλιτεχνών πως ο ιμπρεσιονισμός την είχε παραμερίσει ή τουλάχιστον υποβαθμίσει. Κάποιες φορές ο ζωγράφος παρουσίαζε τις ανθρώπινες μορφές εξαιρετικά κατακερματισμένες, ενώ άλλες ως ένα καμπυλωτό διακοσμητικό στοιχείο. Κάποια έργα του αντανακλούν τη διάθεση και την προσωπικότητα των μοντέλων του, συνήθως ωστόσο τα τελευταία ήταν απλώς το όχημα έκφρασης των προσωπικών του συναισθημάτων.
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Ανρί Εμίλ Μπενουά Ματίς γεννήθηκε από γονείς της μεσαίας τάξης, καθώς ο πατέρας του ήταν έμπορος εργαλειών και σιτηρών. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του, πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει νομική. Το 1889 ξεκίνησε τη νομική του καριέρα, την οποία ωστόσο θεωρούσε αγχώδη και μονότονη. Λίγο αργότερα έπαθε σκωληκοειδίτιδα και πέρασε αρκετούς μήνες στο σπίτι αναρρώνονταν. Τότε, στην ηλικία των 20, ανακάλυψε την ευχάριστη απομόνωση και ελευθερία που του προσέφερε η ζωγραφική.
Ο Ματίς γύρισε στο Παρίσι το 1891, με στόχο να σπουδάσει στην Καλών Τεχνών, στις εισαγωγικές εξετάσεις της οποίας απέτυχε, ωστόσο έγινε ανεπισήμως μαθητής του Γάλλου συμβολιστή ζωγράφου Γκυστάβ Μορώ το 1892. Το 1894 γεννήθηκε εκτός γάμου η κόρη του Μαργαρίτα. Τελικά έγινε δεκτός στη Σχολή Καλών Τεχνών το 1895, παρέμεινε ωστόσο στο πλευρό του Μορώ ως το 1898. Εκείνη την εποχή επηρεάζεται από διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα, που περιλάμβαναν τόσο τις ακαδημαϊκού χαρακτήρα νεκρές φύσεις του Ζαν Μπαπτίστ Σαρντέν ως τις χαλαρές πινελιές των Ιμπρεσιονιστών.
Το 1898, μετά τη λήξη του δεσμού του με τη μητέρα της κόρης του, Καρολίν, ο Ματίς παντρεύτηκε την Αμελί Παρέρ. Ο Μορώ πέθανε καθώς το ζεύγος βρισκόταν στο μήνα του μέλιτος, κι ο Ματίς δυσκολεύτηκε να βρει νέο δάσκαλο. Επίσης είχε σημαντικά οικονομικά προβλήματα, με δεδομένο ότι ως το 1900 είχε αποκτήσει άλλα δυο παιδιά. Αυτό ωστόσο δεν τον εμπόδισε να ξεκινήσει τη συλλογή του με πίνακες πρωτοποριακών καλλιτεχνών της εποχής, ταυτόχρονα ωστόσο αρχίζει να αναπτύσσει το προσωπικό του στιλ, ξεφεύγοντας από τους ιμπρεσιονιστικούς του πειραματισμούς.
Η περίοδος της ωριμότητάς του ξεκινά γύρω στο 1905, όταν σε συνεργασία με τον Αντρέ Ντερέν δημιουργούν ένα νέο στυλ, γεμάτο καθαρά χρώματα και φωτεινότητα, που έμεινε γνωστό ως Φωβισμός, αφότου ένας κριτικός περιέγραψε την πρώτη έκθεση των φωβιστών στο Salon d‘Automne την ίδια χρονιά, στην οποία υπήρχε κι ένα έργο αναγεννησιακής τεχνοτροπίας με την εξής αποστροφή: “Μα τι δουλειά έχει ο Ντονατέλο ανάμεσα στα θηρία [fauves];” Ο Ματίς σύντομα αναδείχθηκε από τον τύπο σε ηγέτη του κινήματος, και παρότι ο φωβισμός υπήρξε βραχύβιος, αναγνωρίζεται γενικά ως ένα από τα πιο επαναστατικά κινήματα της σύγχρονης ζωγραφικής, το πιο καθοριστικό του 20ου αι. μαζί με τον κυβισμό. Ο Ματίς είχε γνωρίσει από το 1905 τον Πικάσο, τον οποίο εκτιμούσε και παράλληλα ανταγωνιζόταν καλλιτεχνικά. Εκεί όπου ο Πικάσο αποδομούσε τα θέματα του κυβιστικά, ο Ματίς τα αναδομούσε μέσω της χρήσης του χρώματος.
Από το 1906 και μετά ασχολήθηκε πολύ με τη γλυπτική, χάρη και στο ταξίδι του στην Αλγερία, που τον έφερε σε επαφή με τη βορειαφρικανική εκδοχή αυτής της τέχνης. Το 1908 συνέλεξε αρκετούς πόρους ώστε να ανοίξει μια καλλιτεχνική σχολή, διδάσκοντας επί τρία χρόνια σε περίπου ογδόντα μαθητές, ενώ απέκτησε και τους προσωπικούς του μαικήνες, με σημαντικότερο το Ρώσο συλλέκτη Σεργκέι Ιβάνοβιτς Στσούκιν, που απέκτησε δεκάδες πίνακες του.
Από το 1911 ως το 1916 τον απασχόλησε ιδιαίτερη η απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής σε εσωτερικούς χώρους, συχνά με ανατολίτικη διακόσμηση. Παρότι δεν στρατολογήθηκε στο μέτωπο κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, η επίδραση του πολέμου είναι εμφανής στα έργα της περιόδου, που διακρίνονται για τη μουντάδα των χρωμάτων τους. Προς το τέλος του πολέμου, η παλέτα του γεμίζει πάλι φωτεινά χρώματα, οδηγώντας στη λεγόμενη “Καλή περίοδο” από το 1917 ως το 1930. Το άσπρο του καμβά έχει σταθερή παρουσία στα έργα της εποχής αυτής, σηματοδοτώντας το φως της Νότιας Γαλλίας.
Η δεκαετία του ’30 ήταν περίοδος κρίσης και μετάβασης για τον Ματίς. Ο καλλιτέχνης, θέλοντας να ξεφύγει από αυτό που θεωρούσε συντηρητισμό στην τέχνη του, ταξίδεψε στην Ταϊτή και την Αμερική τρεις φορές μέσα σε τρία χρόνια. Ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων, το σχεδιασμό ταπετσαριών και το ανάγλυφο σε γυαλί. Το 1931 του ανατέθηκε ο σχεδιασμός τοιχογραφίας για το ίδρυμα Barnes στην Πενσυλβάνια, που ολοκληρώθηκε το 1933.
Ο χωρισμός του Ματίς από τη σύζυγο του το 1939, ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος και η κακή του υγεία επηρέασαν το ζωγράφο προσωπικά και καλλιτεχνικά. Το 1941, μετά από ένα κρίσιμο χειρουργείο περιορίστηκε σε αναπηρική καρέκλα. Τότε στράφηκε στα σκίτσα και τα κολάζ, αναζητώντας νέους τρόπους έκφρασης που συμβάδιζαν με τους κινητικούς του περιορισμούς. Χάρη στην αρωγή των βοηθών του, ο Ματίς παρέμεινε δημιουργικός ως το τέλος της ζωής του, στις 3 Νοέμβρη του 1954, όταν υπέκυψε στην επάρατο νόσο.
Ως τις μέρες μας το έργο του Ματίς γοητεύει τόσο τους κριτικούς τέχνης, όσο και τους συλλέκτες, που ξοδεύουν εκατομμύρια για να αποκτήσουν έναν πίνακα του. Η δημοφιλία του παραμένει σταθερή στο χρόνο, όπως πιστοποιεί η επιτυχία των εκθέσεων που διοργανώνονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε διάφορα μέρη του κόσμου.
Το κείμενο βασίστηκε στη βιογραφία του καλλιτέχνη από το http://www.theartstory.org/artist-matisse-henri.htm