Άντι Γουόρχολ – Από την κόκα – κόλα στο Λένιν
Από απλά αγαθά μαζικής κατανάλωσης μέχρι κινηματογραφικούς αστέρες και παγκόσμιους ηγέτες, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της ποπ-αρτ καθιέρωσε ένα καλλιτεχνικό ιδίωμα αναγνωρίσιμο σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου ως σήμερα.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς καλλιτεχνικά τον 20ο αιώνα δίχως τις θρυλικές εικόνες του Άντυ Γουόρχολ, ενός από τους θεμελιωτές της ποπ – αρτ, του καλλιτεχνικού ρεύματος που ξεκίνησε από τη Μεγάλη Βρετανία κι επεκτάθηκε στις ΗΠΑ ανάγοντας σε τέχνη προϊόντα και πρόσωπα της μαζικής κουλτούρας, αποτελώντας ίσως τη χαρακτηριστικότερη πολιτισμική έκφανση του ύστερου καπιταλισμού τον αιώνα που μας πέρασε. Ξεκινώντας στις αρχές της δεκαετίας του ’60 με πορτραίτα σταρ αλλά και καταναλωτικών προϊόντων, σύντομα βρέθηκε να δουλεύει για λογαριασμό μεγιστάνων που γοητεύτηκαν από το έργο του. Παράλληλα έγινε κεντρική μορφή της καλλιτεχνικής σκηνής της νέας Υόρκης, ενώ εκτός από τους πίνακές του γύρισε πειραματικές ταινίες, ίδρυσε το περιοδικό “Interview” ενώ ήταν και παραγωγός του ροκ συγκροτήματος “Velvet Underground”.
Ήρθε στον κόσμο στις 6 Αυγούστου 1928 ως Αντρέι Βαρχόλα ως γιος μεταναστών με ρουθηνικές ρίζες από το χωριό Μικοβά της σημερινής Σλοβακίας. Η οικογένειά του ανήκε στην ουνιτική εκκλησία, στην οποία υπήρξε κι ο ίδιος μέλος, και παρότι δεν αναφερόταν στη θρησκευτικότητά του, ο ιερέας της εκκλησίας του είπε αργότερα πως ο Γουόρχολ επισκεπτόταν καθημερινά το ναό για 15λεπτη προσευχή. Όταν ήταν μικρός έπαθε μια σπάνια ασθένεια, ώστε για πολύ καιρό τον θεωρούσαν αλμπίνο (δηλαδή άτομο με έλλειψη μελανίνης). Μένοντας πολύ καιρό κλινήρης, ασχολήθηκε με τα κόμιξ και της ταινίες. Το 1942 πεθαίνει ο πατέρας οξύνοντας τη φτώχεια της οικογένειας. Ο Άντι γίνεται διακοσμητής βιτρίνων για βιοποριστικούς λόγους, ενώ το 1945 σπουδάζει στο Ινστιτούτο Κάρνεγκι γραφιστική. Με ένα συμφοιτητή του μετακομίζει στη Ν. Υόρκη και μπαίνει στο χώρο της διαφήμισης με το ψευδώνυμο Άντι Γουόρχολ. Εργάζεται κυρίως για λογαριασμό εταιρείας παπουτσιών, κατά διαστήματα όμως πουλάει φρούτα και λαχανικά ως μικροπωλητή στο δρόμο. Το 1952 χάρη στη γνωριμία του με το γνωστό γκαλερίστα Αλέξανδρο Ιόλα διοργανώνει την πρώτη του έκθεση με εικονογραφήσεις των έργων του γνωστού Αμερικανού συγγραφέα Τρούμαν Καπότε.
Ως τα τέλη της δεκαετίας αναδεικνύεται σε έναν από τους πιο ακριβοπληρωμένους γραφίστες της Νέας Υόρκης. Από τις αρχές του 1960 στρέφεται σε πιο καλλιτεχνικές δουλειάς, πάντα όμως βασισμένες στην αισθητική των διαφημίσεων. Τα πρώτα γνωστά του έργα ήταν τα 32 πορτρέτα κονσέρβας με σούπα Campbell (που είχε 32 διαφορετικές γεύσεις) ή μπουκάλια κόκα – κόλας. Το 1962 ιδρύει το ατελιέ του με τίτλο “Factory” και την ίδια χρονιά την προσοχή του προσελκύουν σταρ της εποχής όπως η Μέριλιν Μονρόε, η Ελίζαμεπεθ Τέιλορ, ο Έλβις Πρίσλεϋ και ο Τζέιμς Ντιν. Την άνοιξη του 1963 η συλλέκτρια Έθελ Σκαλ του ανέθεσε το πρώτο από 1000 πορτρέτα ιδιωτών που θα έφτιαχνε τα επόμενα χρόνια, βασισμένο σε 300 φωτογραφικές λήψεις της αναθέτριας.
Το 1964 κυκλοφόρησε και η ταινία του Sleep, που απεικονίζει τον Μπητ ποιητή Τζον Τζιόρνο να κοιμάται 5 ώρες και 21 λεπτά. Ιδιαίτερη επίδραση ασκεί επάνω του η οικογένεια Κένεντι μετά τη δολοφονία του προέδρου, ιδίως η χήρα του Τζάκι. Oι προσωπικές πολιτικές του πεποιθήσεις παραμένουν αμφιλεγόμενες, καθώς άλλοτε δήλωνε πως θα έπρεπε να είναι ρεπουμπλικανός για να αποφεύγει τους φόρους, κι άλλες φορές πως ένας καλλιτέχνης δεν μπορεί να είναι ρεπουμπλικανός. Πιθανόν η πιο χαρακτηριστική αποστροφή του για το ζήτημα ήταν η εξής : Λοιπόν, ο λόγος για τον οποίο δεν ανακατεύομαι στην πολιτική, είναι επειδή κατά κάποιον τρόπο πιστεύω στα πάντα. Τη μια μέρα πιστεύεω αυτό, την άλλη μέρα πιστεύω πως πρέπει να κάνω το άλλο”.
Το 1968 κι ενώ η φήμη του βρίσκεται στο απόγειο της, γίνεται θύμα δολοφονικής επίθεσης από την ηθοποιό Βαλερί Σολάνα, που τον πυροβολεί στο ατελιέ του γιατί αρνήθηκε να γυρίσει ταινία με σενάριο βασισμένο στο μανιφέστο της “Society for cutting up men” . Έτσι το “Factory” τερματίζει πρόωρα τον κύκλο του. Το 1970 γίνεται η πρώτη του αναδρομική έκθεση στο Μουσείο Τέχνης της Pasadena, που στη συνέχεια ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, ενώ ένα χρόνο μετά εκδίδει την αυτοβιογραφία του με τίτλο “H φιλοσοφία του Άντι Γουόρχολ”. Το 1972 δημιουργεί την περίφημη σειρά πορτρέτων του Μάο Τσετούνγκ, την οποία εκθέτει στο Παρίσι. Τα επόμενα χρόνια πραγματοποιεί περιοδείες κι εκθέσεις σε όλο τον κόσμο, ενώ το 1984 συνεργάζεται με τον νεοεξπρεσιονιστή ζωγράφο Ζαν Μισέλ Μπασκιά σε 120 κοινά έργα, που εκτέθηκαν σε γκαλερί στη Ζυρίχη. Το 1986 δημιουργεί τον πίνακα “Άγαλμα της Ελευθερίας”, με μια κρυφή εικόνα πάνω από το άγαλμα και τη μάρκα μιας εταιρείας μπισκότων στην αριστερή γωνία. Λίγο πριν το θανατό του το 1987 ολοκληρώνει και τη σειρά του για το Λένιν, η οποία θα εκτεθεί δυο μέρες μετά το θάνατό του σε γκαλερί του Μονάχου. Είχε φύγει από τη ζωή στις 22 Φλεβάρη 1987, μετά από επιπλοκές σε εγχείρηση αφαίρεσης χολής.