Άρνο Μπρέκερ-Ο προεξάρχων γλύπτης του ναζισμού
Αρχικά οι ναζί δεν τον υποδέχονται ιδιαίτερα ενθουσιωδώς, καθώς το θεωρούν υπερβολικά γαλλοτραφή και παρακμιακό. Από το 1936 αρχίζει ωστόσο η μετεωρική του άνοδος σε αγαπημένο γλύπτη του καθεστώτος.
Ο γλύπτης Άρνο Μπρέκερ είναι χωρίς αμφιβολία ο πιο προβεβλημένος γλύπτης της ναζιστικής περιόδου, που έθεσε το ταλέντο στην υπηρεσία της εξυπηρέτησης της προπαγάνδας περί αρίας φυλής. Γεννήθηκε στις 19 Ιούλη 1900 ως γιος του χαράκτη Άρνολτ Μπρέκερ στο Έλμπερφελντ της Γερμανίας. Μαθήτευσε ως γλύπτης και σπούδασε στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών της πόλης του, ενώ στη συνέχεια πραγματοποίησε σπουδές στην Σχολή Καλών Τεχνών του Ντύσελντορφ. Το 1927 πραγματοποίησε ταξίδι στη Βόρειο Αφρική, που είχε ως καλλιτεχνικό καρπό της τη σειρά χαλκογραφιών και λιθογραφιών “Τυνησιακό Ταξίδι”. Εκεί γνώρισε τη σύντροφο και μετέπειτα σύζυγό του, Δήμητρα Μεσσάλα, κόρη Έλληνα διπλωμάτη. Δημιουργεί την τεχνική της “καθαρής μορφής”, χάρη στην οποία προέκυπταν γλυπτά χωρίς καμία διατάραξη στη στιλπνότητα των επιφανειών τους, που αργότερα θα αποτελέσουν το σήμα κατατεθέν των έργων του επί εθνικοσοσιαλισμού. Την ίδια χρονιά εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου συναναστράφηκε με σημαντικούς καλλιτέχνης, όπως οι Ζαν Κοκτώ και Μαν Ρέι, ενώ γνωρίστηκε και με τον Πάμπλο Πικάσο. Το 1933, όταν οι ναζί κατέλαβαν την εξουσία, έλαβε το Βραβείο Ρώμης του πρωσικού υπουργείου Πολιτισμού, και πέρασε ένα χρόνο ως υπότροφος της Γερμανικής Ακαδημίας στη λεγόμενη Βίλα Μάσιμο της Ρώμης, ενώ ταξίδεψε επίσης στη Φλωρεντία και τη Νάπολη, επηρεαζόμενος από την αναγεννησιακή τέχνη, ιδίως του Μιχαήλ Αγγέλλου. Τον επόμενο χρόνο, με την παρότρυνση φίλων του καλλιτεχνών και τεχνοκριτικών, εγκαθίσταται στο Βερολίνο. Αρχικά οι ναζί δεν τον υποδέχονται ιδιαίτερα ενθουσιωδώς, καθώς το θεωρούν υπερβολικά γαλλοτραφή και παρακμιακό. Από το 1936 αρχίζει ωστόσο η μετεωρική του άνοδος σε αγαπημένο γλύπτη του καθεστώτος. Εκείνη τη χρονιά συμμετέχει στην Ολυμπιακή Καλλιτεχνική Έκθεση και κερδίζει το αργυρό μετάλλιο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής για τα αγάλματα “Δεκαθλητής” και “Η νικήτρια”. Τον επόμενο χρόνο δημιουργεί γλυπτά για το γερμανικό περίπτερο της Διεθνούς Έκθεσης του Παρισιού και συμμετέχει στη Διεθνή Κριτική Επιτροπή, Την ίδια περίοδο γίνεται και μέλος του ναζιστικού κόμματος, ενώ αναλαμβάνει παράλληλα τη θέση καθηγητή γλυπτικής στην Σχολή Καλών Τεχνών του Βερολίνου, την οποία θα διατηρήσει ως το τέλος του πολέμου. Από το 1938 γίνεται στενός συνεργάτης του Άλμπερτ Σπέερ, βασικού αρχιτέκτονα του Χίτλερ, με τον οποίο επίσης βρισκόταν σε προσωπική επαφή, με αποστολή να διακοσμήσει με γλυπτά τα κτίρια που θα χτίζονταν κατά την αναμόρφωση του Βερολίνου όπως τη σχεδίαζαν οι ναζί.
Το καθεστώς του παραχωρεί ένα δικό του μεγάλο ατελιέ στην αριστοκρατική βερολινέζικη συνοικία του Ντάλεμ. Ετοιμάζει γλυπτά και ανάγλυφα για τη Νέα Καγκελαρία και άλλα δημόσια κτίρια, ενώ το 1939 ταξιδεύει στην Ιταλία, η οποία τον βραβεύει ένα χρόνο αργότερο, το ίδιο και η Πρωσική Ακαδημία Τέχνης. Το 1941 οι ναζί ιδρύουν τα “Εργαστήρια γλυπτικής Άρνο Μπρέκερ” στα οποία αιχμάλωτοι πολέμου υποχρεούνταν να δημιουργούν αντίγραφα του έργου του Μπρέκερ, όπως για παράδειγμα η προτομή του Χίτλερ. Τον επόμενο χρόνο ως προσκεκλημένος του δωσιλογικού καθεστώτος του Βισύ πραγματοποιεί μεγάλη ατομική έκθεση στην “Ορανζερί” των Παρισίων. Στο τέλος του πολέμου καταφεύγει στη Βαυαρία, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του έργου του καταστρέφεται από βομβαρδισμούς ή μάχες. Παρά την ενεργό συμμετοχή του στο ναζιστικό καθεστώς, από το οποίο επωφελήθηκε όσο λίγοι καλλιτέχνες, οι αμερικανικές συμμαχικές αρχές της Βαυαρίας το 1948, κατά τη λεγόμενη διαδικασία “αποναζιστικοποίησης” του απέδωσαν απλώς τον τίτλο του “συνοδοιπόρου”, καθώς ο ίδιος επικαλέστηκε τη βοήθεια που είχε χορηγήσει στον Πικάσο για να μη συλληφθεί από τη Γκεστάπο στο Παρίσι, καθώς και τη μεσολάβησή του για την απελευθέρωση του γνωστού Γερμανού εκδότη Peter Suhrkamp. Το 1950 επιστρέφει στο Ντύσελντορφ, όπου συμμετέχει στην μεταπολεμική ανοικοδόμηση, ενώ το 1958, δυο χρόνια μετά το θάνατο της πρώτης του συζύγου νυμφεύεται την 26 χρόνια νεότερή του Σαρλότε Κλούγκε, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Παρότι λόγω του παρελθόντος του δεν του ανατέθηκαν εκ νέου δημόσια γλυπτά, υπήρξε πολύ δραστήριος γλύπτης της γερμανικής αστικής τάξης και κορυφαίων πολιτικών της εκπροσώπων, όπως ο καγκελάριος Αντενάουερ και ο υπουργός Οικονομικών Λούντβιγκ Έρχαρτ. Φιλοτέχνησε επίσης προτομή του Σαλβαδόρ Νταλί, με τον οποίο τον συνέδεε στενή φιλία αλλά και η κοινή συμπάθεια προς το φασισμό. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 ασχολήθηκε με την απεικόνιση αθλητών ενώ το 1985 ιδρύθηκε ένα ιδιωτικό μουσείο προς τιμήν του κοντά στην Κολωνία. Το 1981 προκαλείται σάλος, όταν συμμετέχει με μία του δημιουργία στην έκθεση “Παρίσι 1937-1947”, από την οποία αποσύρεται εν μέσω σφοδρών διαμαρτυριών και δικών του δηλώσεων αποστασιοποίησης από το ναζισμό. Στην πραγματικότητα μέχρι το τέλος της ζωής του διατηρούσε επαφές με ακροδεξιούς κύκλους και ήταν αναγνώστης του αντισημιτικού περιοδικού “Η Αγροτιά” (Die Bauernschaft), το οποίο δημοσίευσε και επικήδειό του, μετά το θάνατό του σαν σήμερα το 1991.