Δημήτρης Κατσικογιάννης: «Το έργο μου είναι εμπνευσμένο από το Λαό και μόνο σε αυτόν ανήκει»
Ο σπουδαίος κομμουνιστής εικαστικός καλλιτέχνης και αγωνιστής του λαού μας: «Δεν θέλω να πουλάω τα έργα μου, εκτός από μερικά μικροπραγματάκια. Διατηρώ όλο μου το έργο ανέπαφο, γιατί νομίζω ότι αποτελεί μια μαρτυρία ενός ανθρώπου που είδε τον αγώνα του λαού του»
Οδός Νοταρά 31, κάπου στο Γαλάτσι. Ενα ισόγειο σπίτι με μια σιδερένια καγκελόπορτα και 5 – 6 σκαλοπάτια.
Εδώ μένει ο Δημήτρης Κατσικογιάννης, γλύπτης, ζωγράφος, αγωνιστής (…)
Ενας άνθρωπος που πέρασε 13 χρόνια απ’ τη ζωή του στις φυλακές, και δέχτηκε κι αυτός – όπως και τόσοι άλλοι αγωνιστές – αντί μια στάλα ευγνωμοσύνη, τον κατατρεγμό, τη θλίψη και την πίκρα της εξορίας.
Τοίχοι γιομάτοι από συνθέσεις, συνθέσεις κολλημένες τη μια κοντά στην άλλη, που στο σύνολό τους απεικονίζουν το λαό μας, τους εργάτες, τους απλοϊκούς και τους πνευματικούς ανθρώπους, τους δυνάστες και τους δυναστευόμενους (…)
Η προσφορά του Κατσικογιάννη στα χρόνια της Αντίστασης, στα χρόνια της εξορίας του, αλλά και σήμερα, είναι μεγάλη.
Ο καλλιτέχνης και αγωνιστής του λαού μας μίλησε μ’ ανοιχτή καρδιά για τη ζωή και το έργο του.
«Από πολύ μικρός ένοιωσα την ανάγκη να δώσω αυτό που αισθανόμουνα, κι άρχισα να παιδεύομαι στον πηλό. Οι γονείς μου, αγρότες, δεν μπόρεσαν να νοιώσουν την τάση μου αυτή για δημιουργία γι’ αυτό και δεν με ενθάρρυναν.
Σε ηλικία 12 χρονών έφυγα τυχαία απ’ το χωριό μου στον Ολυμπο και πήγα στη Λάρισα, όπου κι έπιασα δουλειά σ’ ένα μπακάλικο. Μέρα με τη μέρα όμως, ένοιωθα πως ήθελα να δώσω αυτά πούχα μέσα μου, κι άρχισα έτσι να δίνω σχήμα στο βούτυρο της φέτας που πουλούσαμε στο μαγαζί, δίνοντάς του διαφορετικές μορφές την κάθε φορά.
Την μια φορά έκανα μια χελώνα, την άλλη μια όμορφη κοπέλα, την τρίτη μια σύνθεση με δυο περιστέρια (…)
Στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας έδοσα εξετάσεις, μετά από παροτρύνσεις διαφόρων, αφού πρώτα είχα δείξει δουλιά μου. Μια μορφή παιδική (απελευθέρωση δική μου) από πηλό πούβγαλα απ’ το ποτάμι του χωριού μου, κι ένα σχέδιο που είχα αντιγράψει από μια εφημερίδα.
Τέλειωσα το ’39. Καθηγητή στη Σχολή, είχα τον Δημητριάδη. Παρακάλεσα όμως να μου αφαιρέσουν το πτυχίο, όπως και έγινε μετά από επιμονή μου, γιατί πίστευα και πιστεύω ότι η τέχνη δεν είναι επάγγελμα, αλλά είναι λειτούργημα (…)
Μέχρι τις παραμονές του ’42 εργαζόμουνα στην Αθήνα. Υστερα έφυγα για το χωριό μου, το οποίο και το οργανώσαμε μαζί με άλλους, κάνοντας μια λαϊκή επιτροπή. Απ’ εκεί έφυγα για το βουνό και πήγα στην 1η μεραρχία (του ΕΛΑΣ), προσφέροντας μαζί και μ’ έναν άλλο καλλιτέχνη ό,τι μπορούσαμε από σφραγίδες, μέχρι αναπαραστάσεις από μάχες.
Το ’44, μετά την απελευθέρωση, κατέβηκα στη Λάρισα. Εκεί έπιασα ένα εργαστήρι κι άρχισα να δουλεύω. Θυμάμαι είχα φτιάξει εκεί 4 θεματικές συνθέσεις (…) από 80 αγάλματα και 500 άλλες συνθέσεις. Ο κλοιός κι η τρομοκρατία ήταν μεγάλη. Ολα τα έργα μου εκεί καταστράφηκαν, εκτός από 5 – 6 αγαλματάκια κι αυτά μισοσπασμένα.
Απ’ το Σεπτέμβρη του ’47 μαζί μ’ αντάρτικες ομάδες ανέβηκα στο βουνό.
Στο βουνό, άρχισα να κάνω αφίσσες. Ενα είδος που δεν το είχε το κίνημα στον εμφύλιο πόλεμο. Τα θέματά τους τα σχεδίαζα καβάλλα στ’ άλογο. Τις νύχτες που οι άλλοι κοιμόντουσαν, εγώ τις τύπωνα μ’ ένα πρωτόγονο πιεστήριο, σκαλίζοντάς τες πάνω σε πλάκες από καουτσούκ.
Πιάστηκα το ’49 και μεταφέρθηκα στο στρατόπεδο της Καρδίτσας, όπου δάρθηκα βάναυσα. Στην Καρδίτσα δούλεψα πολύ. Εξοικονομώντας μολυβί και χαρτί, σχεδίαζα όλα όσα γινόντουσαν στην απομόνωση που είμασταν. Απ’ τα σχέδια αυτά δεν σώζεται κανένα. Οταν θάφευγα μου τα πήραν όλα.
Απ’ την Καρδίτσα μας μετέφεραν στα Τρίκαλα (…)
Υστερα μας μετέφεραν στην Κέρκυρα. Εκεί δούλεψα όσο μπόρεσα. Είχα κάνει, θυμάμαι, με την ευκαιρία της Πρωτοχρονιάς, μια διακωμώδηση της αστικής κοινωνίας, με 35 φιγούρες, που τοποθέτησα εδώ κι εκεί (…)
Στην Κέρκυρα δούλεψα και με κιμωλία σε μαυροπίνακα. Πολλά απ’ τα έργα μου εκεί καταστράφηκαν, κάπου 5.000 σχέδια και 4 γλυπτά.
Βγήκα απ’ τις φυλακές το ’62 με τον νόμο 20/58, σαν άρρωστος και νοσηλεύτηκα στον “Αγιο Παύλο” της Αθήνας. Πολλά απ’ τα έργα μου, που είχα δώσει να μου φυλάξουν, άλλα καταστράφηκαν κι άλλα μου τα πήραν (…)
Απ’ το ’62 και μετά έχω κάνει συνολικά δέκα εκθέσεις (Αθήνα, Πειραιά, επαρχία, Μόσχα και Βαρσοβία) (…)
Δεν θέλω να πουλάω τα έργα μου, εκτός από μερικά μικροπραγματάκια. Διατηρώ όλο μου το έργο ανέπαφο, γιατί νομίζω ότι αποτελεί μια μαρτυρία ενός ανθρώπου που είδε τον αγώνα του λαού του».
* * *
Στις 5 Γενάρη 1975, ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε την παραπάνω συνέντευξη με τον Δημήτρη Κατσικογιάννη.
Ο κομμουνιστής εικαστικός καλλιτέχνης γεννήθηκε στις 21 Ιούνη 1915 στην Καρυά Ολύμπου. Στα χρόνια της Κατοχής οργανώθηκε στο ΚΚΕ και έδωσε το «παρών» στον αγώνα του ΕΑΜ και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Το 1952, και αφού ήταν ήδη δύο χρόνια στη φυλακή, καταδικάστηκε σε ισόβια. Φυλακίστηκε στην Κέρκυρα, στα Τρίκαλα, στη Λάρισα, στην Αλικαρνασσό και ξανά στην Κέρκυρα. Δεν εγκατέλειψε όμως το έργο του. Τα χρώματα για τη ζωγραφική του τα έφτιαχνε μόνος του, αγοράζοντας μόνο, και αυτό κρυφά, λινέλαιο και μπογιές.
Αποφυλακίστηκε το 1961 με κατεστραμμένη υγεία και τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τον Λέγκω, η οποία υπήρξε σύντροφος και συμπαραστάτης και στο καλλιτεχνικό του έργο.
Τα έργα που δημιουργεί από τότε και μέχρι το θάνατό του, το 1991, είναι αυτά που κυρίως διασώζονται. Ο ίδιος είχε δηλώσει ότι το έργο του «είναι εμπνευσμένο από το Λαό και μόνο σε αυτόν ανήκει». Στο κέντρο της έμπνευσής του ήταν η «μεγάλη» δεκαετία 1940 – 1950, αλλά και τα επόμενα δύσκολα χρόνια των φυλακίσεων και των εξοριών. Φιλοτέχνησε επίσης έργα εμπνευσμένα από το Πολυτεχνείο, τους αγροτικούς αγώνες, την πάλη για την ειρήνη, τους αγώνες και τις αγωνίες και άλλων λαών.
Το μεγαλύτερο μέρος του σωζόμενου έργου του (1.236 έργα ζωγραφικής και 114 γλυπτά) βρίσκεται στο Μουσείο Δημήτρη και Λέγκως Κατσικογιάννη στα Τρίκαλα.
Βλ. περισσότερα: «Ριζοσπάστης», 28.8.2016