Γιάννης Μόραλης – Ο κορυφαίος δημιουργός της σύγχρονης ελληνικής τέχνης
Εκτός από το πλούσιο ζωγραφικό του έργο, μέσα από την ενασχόλησή του με τη χαρακτική, τη σκηνογραφία και την ενδυματολογία, τη μικρογλυπτική και την αρχιτεκτονική κατάφερε να αναδείξει τη «συγγένεια» της αρχιτεκτονικής με την Τέχνη.
Γεννήθηκε στις 23 Απρίλη 1916 στην Άρτα κι έζησε εκεί ως τα έξι του. Μια μετάθεση του πατέρα του που ήταν φιλόλογος, οδηγεί στη μετακόμιση της οικογένειας στην Πρέβεζα. Εκεί αντικρίζει για πρώτη φορά τη θάλασσα και μαγεύεται. Εικόνες απ’ τα σπίτια δίπλα στη θάλασσα θα αποτυπώνει αργότερα σε πολλά από τα έργα του.
Παρόλο το νεαρό της ηλικίας του και τα λίγα χρόνια που έζησε στο πατρικό σπίτι στην Άρτα, ήταν πολύ έντονες οι μνήμες του από τη ζωή του εκεί και κυρίως εκείνες που σχετίζονταν με μυρωδιές. Η μυρωδιά της λαδομπογιάς που χρησιμοποιούσε η αδερφή της μητέρας του για να ζωγραφίζει, η μυρωδιά του βρεγμένου πανιού και του καμένου ξύλου απ’ τον οικισμό των πρώτων προσφύγων.
Το 1927 μετακομίζουν μόνιμα στην Αθήνα. Δυο χρόνια πριν τελειώσει το Γυμνάσιο, ο πατέρας του, αναγνωρίζοντας το ταλέντο του, του επέτρεψε αρχικά να παρακολουθεί το «κυριακάτικο μάθημα» στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και αργότερα αφού έδωσε με επιτυχία τις κατατακτήριες εξετάσεις, να φοιτήσει στη σχολή, συνεχίζοντας ωστόσο τα μαθήματα Αρχαίων Ελληνικών και Μαθηματικών, ιδιωτικά.
Στην ΑΣΚΤ σπουδάζει αρχικά στο εργαστήριο του Κωνσταντίνου Παρθένη και στη συνέχεια στου Ουμβέρτου Αργυρού. Εκεί γνωρίζεται με τους μετέπειτα φίλους του Νίκο Νικολάου, Χρήστο Καπράλο και Γιάννη Τσαρούχη.
«Είχα την τύχη να έχω δάσκαλο χαρακτικής τον Κεφαλληνό. Δεν ήταν ότι μας μάθαινε μόνο χαρακτική. Άλλες ιδέες, άνθρωπος καλλιεργημένος, μας έφερνε βιβλία, εκδόσεις καταπληκτικές. Συζητούσαμε με τις ώρες, λύναμε τις απορίες μας σπουδαίος άνθρωπος!»
Το 1936 συναγωνίζεται με τον Νίκο Νικολάου για μια θέση υποτροφίας για την Ιταλία. Η Ιταλία ήταν για εκείνους ο ενδιάμεσος σταθμός, γιατί στο στόχο τους που ήταν η Γαλλία δεν μπορούσαν να πάνε με υποτροφία. Συμμετέχει στο διαγωνισμό με το «Γυμνό», ένα έργο που δεν του άρεσε, αλλά όπως έλεγε ο ίδιος, «ήταν έργο για να αρέσει στους άλλους» και κερδίζει την υποτροφία. Οι δυο φίλοι συνεχίζουν τις σπουδές τους αρχικά στην Ρώμη και ενάμιση χρόνο αργότερα βρίσκονται πια στη Γαλλία όπου συναντούν το φίλο τους Χρήστο Καπράλο.
Επισκέπτονται τη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού και στο περίπτερο της Ισπανίας «συναντούν» τη Γκουέρνικα του Πικάσο. Μελετά έργα του Γκρέκο και του Ματίς και τους «εντάσσει» μαζί με τον Πικάσο, στους δασκάλους του. Με την είσοδο της Γαλλίας στον πόλεμο, σταματά η χρηματοδότηση της υποτροφίας και ο Μόραλης επιστρέφει με πλοίο στην Ελλάδα.
Τα χρόνια που ακολουθούν, βοηθά στη συντήρηση έργων τέχνης τον Νικολάου και ζωγραφίζει πορτρέτα.
Το 1947 σε ηλικία μόλις 31 χρονών, γίνεται τακτικός καθηγητής στην ΑΣΚΤ και στα μαθήματά του εφαρμόζει μια διαφορετική παιδαγωγική προσέγγιση. Κατεβαίνει από την έδρα, συνομιλεί κι ανταλλάσσει απόψεις με τους μαθητές του. Καταφέρνει έτσι να κερδίσει από μέρους τους τον τιμητικό για εκείνον τίτλο: δάσκαλος.
Το 1950 επισκέπτεται πρώτη φορά την Αίγινα και εκεί συναντά τοπία που του θυμίζουν έντονα την Πρέβεζα.
Τη δεκαετία του 1950 ξεκινάει η ενασχόλησή του με το θέατρο και η συνεργασία του με τον εκδοτικό οίκο Ίκαρο που θα διαρκέσει ως το τέλος της ζωής του.
Το 1951 ξεκινά τη σκηνογραφική του εργασία. Καθισμένος σταυροπόδι μαζί με τον Γκάτσο και τον Ελύτη στο σπίτι της Ραλλούς Μάνου παρακολουθεί τις πρόβες της με τον Μάνο Χατζιδάκι και δημιουργεί τις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές».
Καθεμιά τους «συνοδεύει» και μια μεταγραφή για πιάνο γνωστού ρεμπέτικου από τον Χατζιδάκι που παρουσιάστηκαν σε χορογραφίες της Μάνου από το Ελληνικό Χορόδραμα.
Θα ακολουθήσει η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης και τον Κάρολο Κουν.
Το 1958 μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον γλύπτη Αντώνη Σώχο αντιπροσωπεύει την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας.
Η πρώτη ατομική του έκθεση διοργανώνεται μόλις το 1959, την ίδια χρονιά που ξεκινά τη μελέτη και κατασκευή συνθέσεων για ξενοδοχεία, κατοικίες και δημόσια κτίρια. Το πρώτο έργο αφορά την εξωτερική επίτοιχη διακόσμηση του ξενοδοχείου Χίλτον στην Αθήνα και την κατασκευή της εγχάρακτης σύνθεσης σε γιαννιώτικο μάρμαρο.
Τα επόμενα χρόνια ασχολείται και με τη δημιουργία προμετωπίδων για βιβλία
και λιθογραφίες για δίσκους.
Από το 1962 ξεκινάει σε συνεργασία του με την κεραμίστρια Ελένη Βερναρδάκη τη δημιουργία κεραμικών συνθέσεων.
Για όλα τα επόμενα χρόνια, και μέχρι το θάνατό του στις 20 Δεκέμβρη 2009, ακολούθησε την ίδια δημιουργική πορεία. Εκτός από το πλούσιο ζωγραφικό του έργο, μέσα από την ενασχόλησή του με τη χαρακτική, τη σκηνογραφία και την ενδυματολογία, τη μικρογλυπτική και την αρχιτεκτονική κατάφερε να αναδείξει τη «συγγένεια» της αρχιτεκτονικής με την Τέχνη.
Με πληροφορίες από την εκπομπή Μονόγραμμα και το ντοκιμαντέρ του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου για τη ζωή και το έργο του Γιάννη Μόραλη.